Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Κ. Ανδρέου : Ο καλός καλό δεν έχει



Ο καλός καλό δεν έχει

Του Κ. Ανδρέου

Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό, λέει η παροιμία. Κι εγώ την εφαρμόζω πιστά γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάνη το καλό, έστω και αν αυτό μπορεί να του στοίχιση ακριβά. Γιατί ο καλός καλό δεν έχει, πού λέει μια άλλη παροιμία... Αλλά αυτό δεν μ' εμποδίζει να κάνω το καλό σε όλες τις περιπτώσεις, παρ' όλο πού έχω πάντα άμεση την ανταπόδοση. Από τις πιο απλές περιπτώσεις ως τις πιο σοβαρές.
Θυμάμαι μια φορά πού έκανα τον περίπατο μου όταν από κάποιο μπαλκόνι πέφτει στο κεφάλι μου ένα λαστιχένιο τόπι αρκετά βαρύ. Οποιοσδήποτε άλλος στην θέση μου τί θα έκανε; Θα τα έψελνε άγρια στη μαμά του πού δεν πρόσεχε τον πιτσιρίκο της:
—Για να σου πω κυρά μου. Δεν ξέρετε ότι περνά κόσμος κάτω από το μπαλκόνι σας;
Εγώ όμως, μάζεψα την μπάλα, χαμογέλασα και προσφέρθηκα να την ανεβάσω στο μικρό. Η μητέρα του όμως μου είπε:
—Καλέ γιατί κάνατε τον κόπο; Πετάξτε την...
—Σουτ, φώναξε ο μικρός. Θείε σουτ. Για να μη του χαλάσω το χατίρι δίνω μια κλωτσιά στο τόπι, άλλα βέβαια μόνο ο Δομάζος θα μπορούσε να το στείλει στον προορισμό του. Με την κλωτσιά τη δική μου το λαστιχένιο τόπι έφυγε λοξά, πέτυχε ένα αυτοκίνητο και αλλάζοντας διεύθυνση έπεσε με μεγάλη δύναμη στη τζαμαρία ενός κουρείου. Θρυμματίστηκαν τα τζάμια και πετάχτηκαν μερικοί έξω πού άρχισαν να φωνάζουν:
—Κοτζάμ μαντράχαλος και παίζει τόπι στο δρόμο.
—Να πληρώσει τη ζημιά.
Φυσικά πλήρωσα τη ζημιά και επειδή ο κουρέας στη φούρκα του κομμάτιασε το τόπι με το ξυράφι, αγόρασα ένα άλλο στο μικρό.
—Μα δεν ήταν ανάγκη, λέει η μητέρα του. Απλώς έπρεπε να προσέχετε.
—Δικό μου  ήταν το λάθος. Πρέπει να το αποκαταστήσω.
Και μόλις κάνω να φύγω από το διαμέρισμα έρχεται ο σύζυγος. Με κοιτά απορημένος και  εγώ του απαντώ
—Έφερα ένα τόπι στο μικρό.
—Τί έφερες; . 0 Αϊ Βασίλης είσαι; Τί σημαίνουν αυτά;
—Ό θείος μου χάρισε το τόπι λέει ο μικρός. Πιο ωραίο από το δικό μου.
Αντί να με ευχαρίστηση ο μπαμπάς μου δίνει μια γροθιά, έπειτα μια κλωτσιά και κατρακυλώ τις σκάλες. Και καθώς βγαίνω ακούω τη φωνάρα του να σκεπάζει και τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων:
—Μωρή... Άμα λείπω μπαίνει εδώ ο ένας κι ο άλλος και κάνουν δώρα στο μικρό;
Δεν ξέρω τί απόγινε γιατί έφυγα. Αρκετά ήταν τα όσα καλά είχα κάνει εκείνο το πρωινό.

ΜΙΑ άλλη φορά βλέπω έναν να προσπαθεί να βάλει μπρος το αυτοκίνητο του χωρίς να τα καταφέρνει. Οι άλλοι προσπερνούν αδιάφοροι. Αμέσως προθυμοποιούμαι. Παρ' όλο πού πήγαινα ραντεβού και υπήρχε κίνδυνος να καθυστερήσω δεν μπορούσα ν' αφήσω αβοήθητο έναν άνθρωπο και ας μη μ’ άρεσε η φάτσα του καθόλου.
—Θέλετε να σας σπρώξω να ξεκινήσετε;
—Σπρώξε, μου λέει επιτακτικά.
Μπαίνει στο αυτοκίνητο και αρχίζω να τον σπρώχνω.
—Άμα πιάσουμε κατηφόρα, μου λέει, θα ξεκινήσει.
Μουσκεύω στον ιδρώτα και αγκομαχώντας πλησιάζω στην κορυφή της ανηφόρας. Έχω σκύψει το κεφάλι κάτω και σπρώχνω. Κάποτε φθάνει στην ανηφόρα το αυτοκίνητο και παίρνει τον κατήφορο. Τότε βλέπω ότι ο οδηγός του δεν είναι μέσα! Τον παίρνει το μάτι μου να φεύγει τρέχοντας ενώ το αυτοκίνητο παίρνει τον κατήφορο και τώρα πάει μόνο του. Αρχίζω να το κυνηγώ αλλά εκείνο κατευθύνεται σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Έντρομοι οι πελάτες αφήνουν τα καθίσματα και τρέχουν, ενώ το αυτοκίνητο μ' ένα, πήδο καβαλά το πεζοδρόμιο, αναποδογυρίζει τραπέζια και καρέκλες και μπαίνει μέσα στο ζαχαροπλαστείο. Μόνο πού αντί να μπει από την πόρτα, μπήκε από τη μεγάλη τζαμαρία κάνοντας τη κομμάτια. Ακολούθησε πανδαιμόνιο και σε λίγο έφθασε και το περιπολικό. Φωνάζοντας όλοι μαζί προσπαθούν να εξηγήσουν τί έγινε με αποτέλεσμα να μη μπορώ να ακουστώ και νά βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Στο ζαχαροπλαστείο αυτό βρισκόταν και η Σούλα με την οποία είχα ραντεβού και στην ταραχή μου για το επεισόδιο κόντεψε να το ξεχάσω. Κοιτάνε σι αστυνομικοί το αυτοκίνητο και μου λένε:
—Κλεμμένο είναι,...   Αυτός  είναι  ο  δράστης!
—Όχι, λέω. Άλλος δεν μπορούσε να το βάλει μπροστά και έφυγε.
—Υπάρχει και συνεργός στην κλοπή; Πώς λέγεται;
—Δεν ξέρω...
—Αλλού αυτά...
—Θόδωρε, τί έκανες; πετιέται η Σούλα.
—Βρε Σούλα, λέω, εσύ πού έχεις εκτιμήσει τον ψυχικό μου κόσμο και την καλοσύνη μου δεν λες ποιος είμαι;
—Τί ρολό παίζει αυτή; ρωτά κάποιος.
—Είχαμε ραντεβού εδώ... εξηγώ.
—Και έκλεψες αυτοκίνητο για να έρθεις στο ραντεβού;
—Θα κάνανε τίποτα ληστείες, λέει άλλος.
—Βέβαια. Γι' αυτό κλέψανε το αυτοκίνητο, Να συλληφθούν και οι δύο  και να μαρτυρήσουν και το σύνεργο. Σπείρα ολόκληρη.
Καθώς φωνάζουν όλοι μαζί, είναι αδύνατο να βρω άκρη. Μάς πάνε στο τμήμα και η Σούλα έχει ένα ξάδελφο δικηγόρο πού ειδοποιείται και φθάνει.   Αντί να μας ξεμπλέξει μπλέκει τα  πράγματα περισσότερο:
—Η κοπέλα είναι αθώα. Ο δράστης ενήργησε μόνος του. Έχουμε μάρτυρες ότι τον περίμενε στο ζαχαροπλαστείο. Δεν ήξερε με ποιον είχε μπλέξει.
—Είμαι έντιμος, κύριε. Δεν έχω ποτέ πάρε δώσε με κάτι τέτοια, του φωνάζω..
—Αν με ορίσεις δικηγόρο σου θα επικαλεσθώ το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου...
—Με το ζόρι να πάμε κακούργημα κύριε; Για ποιον με πέρασες;
—Το αδίκημα κύριε ήταν αυτόφωρο... Συνελήφθηκες να οδηγείς κλεμμένο αυτοκίνητο.
—Δεν το οδηγούσα κύριε. Το έσπρωχνα.
—Το μετακινούσες.
—Άλλος κύριε το είχε κλέψει.
—Στην ελαφρότερη περίπτωση τον βοήθησες. Έχεις ευθύνη.... Αυτό πού θέλω είναι να ομολογήσεις ότι η κοπέλα δεν είχε ανάμιξη...
—Το ομολογώ.
—-Ώστε μόνος σου ενήργησες.
—Τί μόνος μου κύριε;
—Τώρα ομολόγησες...  Εν τάξει..
Αυτή είναι η χθεσινή μου περιπέτεια και τώρα ζητώ ένα δικηγόρο ή να τα ξεμπλέξει, ή να τα μπλέξει περισσότερο να ησυχάσουμε. Έτσι κι αλλιώς όπως ήρθαν τα πράγματα το κακουργιοδικείο δεν το γλυτώνω...

Περιοδικό Θησαυρός 1976

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου