Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Η κυρία μαφιόζα


Μαυροντυμένη, με κλειστό πρόσωπο, η γυναίκα της μαφίας συμβολίζει τον πόνο  και τή  σιωπή.



Η κυρία μαφιόζα

Αδάμαστες, σκληρές, με ατσαλωμένα νεύρα, οι γυναίκες της Μαφίας μαθαίνουν από μικρές να μη «βλέπουν» να μην «ακούν», να μη «μιλούν»... Παντρεύονται, σχεδόν πάντα, κάποιον του κύκλου τους, κι αν σκοτωθεί ο άντρας τους δεν χύνουν ούτε ένα δάκρυ. Ανατρέφουν τα παιδιά τους, για να πάρουν εκδίκηση, όταν θα μεγαλώσουν...

Το 1953, ο Ραφάνταλι, του Αγκριτζέντο, στη Σικελία, σκότωσε σε ενέδρα, έναν από τους αρχηγούς της Μαφίας της περιοχής. Η χήρα έμαθε το γεγονός από τους καραμπινιέρους, πού είχαν την ελπίδα, πώς, μια και «στη βράση κολλάει το σίδερο», η γυναίκα, πάνω στον πόνο της, θα τους ανέφερε τα ονόματα των πιθανών δολοφόνων του  συζύγου  της.
— Ωχού, η καημένη. Μια φτωχιά γυναίκα είμ' εγώ. Τίποτα δεν ξέρω από τέτοια εγώ, τίποτα...
Αυτή ήταν η μόνη απάντηση, που έδωσε η μαυροντυμένη γυναίκα στους αστυνομικούς. Στην αγκαλιά της κρατούσε φασκιωμένο ένα νεογέννητο.
Επί μισή ώρα προσπαθούσαν οι καραμπινιέροι να της πάρουν μια κουβέντα. Έκαναν τ' αδύνατα δυνατά, της έδειξαν φωτογραφίες, ανέφεραν ονόματα, έφτασαν ακόμη και να την απειλήσουν με μήνυση για «άρνηση συνεργασίας με τις αρχές». Το μόνο πού κατόρθωσαν ήταν να τους πει:
— Εσείς, το ξέρω, κάνετε το καθήκον σας, αλλά μην περιμένετε τίποτα από μένα. Μόνο ένας θα μάθει ποιος σκότωσε τον άνδρα μου. Αυτός εδώ, ο γιόκας μου θα το μάθει!
Κι' έδειξε με τα μάτια το μωρό, που κρατούσε στην αγκαλιά της.
Από τότε έχουν περάσει — είσαμε — εξηνταπέντε χρόνια. Το μωρό της ιστορίας, σήμερα, θα έχει πάρει τη θέση του πατέρα του στην ηγεσία της Μαφίας και, προφανώς, έχει ήδη εκδικηθεί τον θάνατο του. Το καθήκον της μητέρας του ήταν να τον αναθρέψει με την αγάπη και το σεβασμό προς το νεκρό και, φυσικά, για να δείξει έμπρακτα τα αισθήματα, που έτρεφε απέναντι του, έπρεπε να σκοτώσει το δολοφόνο του πατέρα του. Από την εποχή που η Μαφία είναι όπως την ξέρουμε, οι γυναίκες παραμένουν οι αυστηρότεροι  θεματοφύλακες των νόμων και των δογμάτων, που την διέπουν. Οι δύο σπουδαιότεροι «νόμοι» της είναι η «ομερτά» και το «ταλιόνε». Πρόκειται για το «νόμο της σιωπής» και τη «βεντέτα».
Ο Σικελός συγγραφέας Μικέλε Πανταλεόνε, βαθύς γνώστης του θέματος, λέει, πώς οι «μαφιόζοι» της Σικελίας είναι τρεις στους δέκα χιλιάδες κατοίκους. Αυτό σημαίνει, ότι, συνολικά, είναι μόλις χίλια πεντακόσια άτομα, συγκεντρωμένα στις επαρχίες του Αγκριτζέντο, της Καλτανισέτα, του Παλέρμου και του Τράπανι. Παρ' όλα αυτά, είναι οι πανίσχυροι και αδιαφιλονίκητοι αφέντες της περιοχής. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε, ότι από τα χίλια πεντακόσια άτομα της σικελικής Μαφίας, τα χίλια είναι γυναίκες: μητέρες, σύζυγοι, αδελφές, αρραβωνιαστικιές. Άρα, οι καθαροί «μαφιόζοι» ανέρχονται σε πεντακόσιους. Τί είδους γυναίκες είναι αυτές, άραγε; Εξαρτάται από το σε ποια Μαφία ανήκουν. Γιατί στη Σικελία, υπάρχουν δύο:
Η πρώτη είναι των επιλεγομένων «μάνατζερ», με έδρα το Παλέρμο. Έχει κάτω από τον έλεγχο της όλες τις οικοδομικές επιχειρήσεις, καθώς και το εμπόριο ναρκωτικών. Επίσης, με τους «μπράβους» και τους πληρωμένους δολοφόνους, βοηθάει και την «τρίτη Μαφία» — αυτή δεν θα μας απασχόληση ιδιαίτερα, γιατί δρα στις βιομηχανικές περιοχές της Ιταλίας, στο Μιλάνο, στο Τορίνο και τη Γένοβα και είναι νέο παρακλάδι, το οποίο πολύ λίγα στοιχεία διατηρεί από την παράδοση... Πρόκειται για την αριστοκρατία του είδους. Ασχολείται κι' αυτή με οικοδομικές επιχειρήσεις και το εμπόριο παραισθησιογόνων, άλλα τα μέλη της ταξιδεύουν με τζέτ, «Φεράρι» και «Πόρσε», ενώ τα εκατομμύρια τους κάνουν να ξεχνούν τη βεντέτα και το βαρύ νόμο της σιωπής. Σχεδόν το βρίσκουν «σικ» να μιλούν για τη Μαφία...
Η δεύτερη Μαφία του νησιού, που είναι η πραγματική και πατροπαράδοτη, η κλασική, έχει υπό τον έλεγχο της τις περιοχές Αγκριτζέντο, Καλτανισέτα και Τρυπάνι. Ασχολείται με τις εργασίες, που έχουν σχέση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καλλιέργεια εδαφών, γεωργικά υλικά και λιπάσματα, εξαγωγή και πώληση καρπών, ζωοβοσκές, κοπάδια, σφαγεία. Ο προαιώνιος, βασικός της νόμος περιλαμβάνεται στην παροιμία: «Όποιος είναι κουφός, στραβός και δεν μιλάει, εκατό χρόνια ζει ειρηνικά». Ο χωρικός, που θα παραβεί τον κανόνα αυτό, μπορεί να χάσει τη ζωή του. Τουλάχιστον αυτός, που ανήκει στη Μαφία, την χάνει οπωσδήποτε. Αυτό, όμως, μετά. Πρώτα χάνει την τιμή του, «χάνει τη φάτσα», όπως λένε. Γίνεται «ένα τίποτα», που ο καθένας έχει το δικαίωμα, αν τον βρει στο δρόμο, να τον χαστουκίσει.
Οπωσδήποτε, το να χάσει την τιμή του είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα μέλος της Μαφίας και δεν πρόκειται πάντοτε για επακόλουθο της, παραβάσεως του νόμου της σιωπής. Πολλά είναι αυτά, τα οποία μπορούν να επιφέρουν την ατίμωση. Η «τιμή» για το μαφιόζο είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά, είναι η κοινωνική καταξίωση του. Ό συνηθέστερος θεματοφύλακας της κληρονομιάς αυτής είναι η γυναίκα, όταν, βέβαια, λείπει ο άντρας της. Γι αυτό, οι «κάπι σιτσιλιάνι», οι αρχηγοί, δηλαδή, ετοιμάζουν το γάμο τους με τη μεγαλύτερη προσοχή. Και τώρα φτάνουμε στο επίμαχο σημείο: Πώς το κοριτσάκι της μεσημβρινής Σικελίας φτάνει να γίνει σύζυγος ενός μαφιόζου;

Οι νόμοι, είναι νόμοι


Μόλις ο γιος του μαφιόζου φτάσει τα είκοσι, τα πάντα, γύρω του, αλλάζουν. Οι γνωστοί του παύουν να τον χαιρετούν με το συνηθισμένο τρόπο. Δεν του λένε «γεια σου, τί κάνεις»; «άλλα πότε θα πάρειςς γυναίκα δικιά σου»; Πράγμα που σημαίνει: «Αγόρι μου ο νόμος είναι νόμος κι' έφτασε η ώρα σου να παντρευτείς».
Στην ερώτηση αυτή, ό νεαρός δεν απαντάει «μου αρέσει η τάδε και η τάδε». Αλλοίμονο του. Αν η κοπέλα αρνηθεί, πάει η... «τιμή» του, την έχασε, πριν καλά-καλά βγει στον κόσμοι. Απαντάει, λοιπόν: «"Ε, κάποια θα βρεθεί. Ας περιμένουμε και θα δούμε». Πράγμα που σημαίνει: «Εμπρός, κάντε μου προτάσεις, φέρτε μου τα ονόματα των κοριτσιών, που σίγουρα θα ήταν διατεθειμένα να με παντρευτούν».
Για να ταιριάζει μια κοπέλα σ' ένα μαφιόζο, δεν πρέπει, απαραιτήτως, να είναι ερωτευμένη μαζί του η να του αρέσει. Κάθε άλλο. Οι γάμοι αυτοί σχεδόν ποτέ δεν γίνονται από έρωτα, Το απαραίτητο είναι ν' ανήκει η οικογένεια τους στη Μαφία και ν' αρέσει ατούς γονείς του νέου, καθώς και αυτός στα μελλοντικά του πεθερικά. Για τούτο, σε πολλές περιοχές, κυρίως στο Νισένο και στο Αγκριτζεντίνο, θα δούμε να γίνονται γάμοι μεταξύ εξαδέλφων· είναι πολύ σπάνιο να προδώσει η γυναίκα τον άνδρα της, αν, επιπλέον, είναι και ξάδελφος της.
Κάτι άλλο βασικό για το γάμο είναι η νεαρή ηλικία. Μια κοπέλα στα δεκαοχτώ της θεωρείται, ήδη, πολύ μεγάλη: μπορεί να σκέπτεται και να κρίνει μόνη της, να σχηματίζει δικές της απόψεις και να παίρνει αποφάσεις. Κι' αυτό, ο γαμπρός δεν το εκτιμά καθόλου. Φυσικά, το τρίτο και βασικότερο είναι η προίκα της νύφης.
Αφού ο νεαρός υποψήφιος, με τη βοήθεια των γονέων του, διαλέξει τη νύφη, ύστερα από αλλεπάλληλα πήγαινε-έλα των προξενητάδων, ο πατέρας της οφείλει να ικανοποιήσει την περιέργεια του μέλλοντος συμπεθέρου.
  Ντον Πουντού, με πόσα τη δίνεις την κόρη σου στο Σασά;
  Του τη δίνουμε με δώδεκα (η με εικοσιτέσσερα, η με τριανταέξη η με σαρανταοκτώ).
Αυτό σημαίνει, ότι η νύφη θα μπει στο σπίτι του γαμπρού με δώδεκα σεντόνια, δώδεκα κουβέρτες, δώδεκα τραπεζομάντηλα, δώδεκα φορέματα, δώδεκα ζευγάρια παπούτσια και... πάει λέγοντας (η με εικοσιτέσσερα, τριανταέξη, σαρανταοκτώ. Όλα πρέπει να είναι σε όμοιες δωδεκάδες). Μια νύφη, που τη δίνουν με σαρανταοκτώ, δεν χωράει αμφιβολία, ότι σώζει   καλύτερα την... «τιμή» του γαμπρού.
Ο αρραβώνας κρατάει ελάχιστα και οι νέοι δεν βλέπονται ποτέ μόνοι τους. Πάντοτε υπάρχει κοντά κάποιος από τη μια η την άλλη οικογένεια. Η κοπέλα πρέπει να φτάσει αγνή στο βωμό, όπως έκανε και η «μαμούτσα» της, η γιαγιά της, όπως το θέλουν τα πατροπαράδοτα έθιμα, δηλαδή. Όσο κρατάει ο αρραβώνας, ο γαμπρός ελέγχει αν το κορίτσι είναι όπως πρέπει. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει, αν «κοιτάζει τη δουλειά της κι' έχει ραμμένο το στόμα της». Η κοπέλα, πριν από το γάμο της προετοιμάζεται για να γίνει «μαφιόζα». Όταν θα παντρευτεί, πρέπει να ξεχάσει πώς έχει γλώσσα. Αν φτάσει κάποτε στο σημείο να μη μπορεί ν' αντέξει άλλο και θελήσει να ξαλαφρώσει, μιλώντας σε κάποιον άλλο, μόνο στον εξομολόγο μπορεί να εμπιστευτεί. Οι ιερείς εξομολόγοι είναι τα μόνα πρόσωπα, στα όποια έχουν εμπιστοσύνη οι «μαφιόζοι».
Η σύζυγος μόνο στον άντρα της επιτρέπεται να χαμογέλα και να εκμυστηρεύεται. Φυσικά, αυτός μπορεί να πηγαίνει με όποια γυναίκα θέλει. Είναι, κι' αυτό, μια από τις προϋποθέσεις της «τιμής». Ό φωτοστέφανος του τρομερού αρσενικού, του αδιαφιλονίκητου γυναικοκατακτητή είναι αδιάρρηκτα δεμένος με την εικόνα του αληθινού «μαφιόζου». Η «τιμή», το πρόσωπο, με το όποιο εμφανίζεται κανείς στην κοινωνία, είναι το πάν. Κι' αν η νύφη το βάλει αυτό καλά στο μυαλό της, όλα θα πάνε καλά...
Εδώ θα κάνουμε μια παρένθεση, λίγο... αστεία. Η τιμή του μαφιόζου είναι πολύ ευαίσθητη στη γελοιοποίηση. Έως πριν από λίγα χρόνια, όλοι, στην περιοχή του Άγκριτζέντο, και της Καλτανισέτα, φορούσαν βελουδένιο σακάκι κι' ένα στρογγυλό μπερεδάκι στο κεφάλι. Αυτό γινόταν, γιατί έτσι ντύνονταν οι «μαφιόζοι» και οι υπόλοιποι κάτοικοι τους ακολουθούσαν κατά πόδας. Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Κάποιος σκηνοθέτης της ιταλικής τηλεοράσεως είχε την έμπνευση να παρουσίαση μια σειρά από σκετς, που σατίριζαν τη μαφία, και όπου όλοι οι ηθοποιοί φορούσαν βελουδένιο σακάκι και μπερέ. Οι γυναίκες των «μαφιόζων», που έβλεπαν τηλεόραση, αγανάκτησαν τόσο, ώστε ανάγκασαν τους άντρες τους να φορέσουν άλλα ρούχα! Σήμερα, θα τους δούμε όλους με κοστούμι, γραβάτα και «καβουράκι».
Τέλος, φτάνει η μεγάλη στιγμή του γάμου. Η  τελετή είναι   μεγαλοπρεπέστατη,   σύμφωνα με τα έθιμα του νησιού, γεμάτη θρησκευτική κατάνυξη. Η νύφη ντυμένη κάτασπρα, ο γαμπρός με κοστούμι σκούρο μπλε. Μετά, όλοι πίνουν και τρώνε ως το βραδάκι. Τότε, οι νεόνυμφοι και οι γονείς τους αποσύρονται για να ξεκουραστούν λιγάκι και ξανακατεβαίνουν γύρω στις οκτώ το βράδυ στο μέρος, όπου είχαν στρώσει το τραπέζι το μεσημέρι. Εκεί γίνεται χορός, που τον ανοίγουν, βέβαια, οι νιόπαντροι.
Γύρω στο μεσάνυχτα, φεύγουν όλοι οι καλεσμένοι και το ζευγάρι μένει μόνο του. Το έθιμο, που υπήρχε, να επιδεικνύουν την επομένη το σεντόνι, ευτυχώς έχει εξαφανιστεί, εδώ και λίγα χρόνια. Στη θέση του, όμως, έχει έρθει ένα άλλο: Το επόμενο πρωινό, μετά το γάμο, είθισται να σερβίρουν τον καφέ στο ζεύγος, στην κρεβατοκάμαρα, και... οι τέσσερις συμπέθεροι. Ανεβαίνουν, λοιπόν, εν πομπη και παρατάξει και στήνονται μπροστά ατό νυφικό κρεβάτι. Λόγια δεν ανταλλάσσονται καθόλου. Απλώς ...κοιτούν! Αν οι νιόπαντροι έχουν χαρούμενο βλέμμα, σημαίνει πώς όλα πήγαν καλά! Και σ' αύτη την περίπτωση, το γλέντι ξαναρχίζει!
Το χαρακτηριστικό της γυναίκας, που ο άντρας της ανήκει στη μαφία, είναι η υπερηφάνεια. Δεν πρόκειται τόσο για την ικανοποίηση που της δίνει το γεγονός ότι ανήκει στην οικογένεια των αφεντικών της περιοχής, όσο για το ότι είναι ο μυστικοσύμβουλος του άντρα της και η γνώμη της έχει πέραση μέσα στο σπίτι, σχεδόν τόσο, όσο και η δική του. Γιατί αυτό, το «μεγάλο κεφάλι» της οργανώσεως, ο «κάπο», ο αφέντης της περιοχής, τα χρήματα του, δεν τα έχει στην Τράπεζα, άλλα στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας, και το κλειδί του συρταριού το έχει η... υποταγμένη του συμβία! Αυτός «καθαρίζει», απειλεί, σκοτώνει κι' εκείνη τον καλύπτει, όπως την έμαθαν να κάνει: είτε με τη σιωπή της, είτε δίνοντας του άλλοθι, τη στιγμή που το χρειάζεται.

 Χήρα δολοφονημένου «μαφιόζου», καταθέτει  στο  δικαστήριο,  φορώντας  μαύρα  γυαλιά.
Ο Αλντο Ρίτσο, δικαστής στο Παλέρμο, που έχει εκδικάσει εκατοντάδες υποθέσεις σχετικές με τη μαφία, λέει: «Είναι εντελώς αδύνατο να βρεθεί τρόπος να τις πείσεις να συνεργαστούν με τη δικαιοσύνη». Το πράγμα είναι ακατανόητο. Τις γυναίκες αυτές τις μεγάλωσαν με ψωμί και... μαφία!
Δεν ξέρουν τί θα πη απιστία...
Αν στείλουν το σύζυγο σε αποστολή στα σύνορα ή αν τον βάλουν φυλακή ή αν βγει στο βουνό, για να γλυτώσει από τους καραμπινιέρους, που τον κυνηγούν, ο ρόλος της γυναίκας του είναι να διατηρήσει ασπίλωτη την τιμή του. Αυτόματα, αποκτά πολύ μεγάλο κύρος. Τα παιδιά κρέμονται από το στόμα της — κι' ας συνεχίζει να το κρατάει κλειστό! Ως ένδειξη του μεγάλου τους σεβασμού, δεν την αποκαλούν πλέον «σινιόρα», άλλα «ά'νιά», που είναι σύντμηση του ισπανικού «ντόνια». Περνάει όλη την ημέρα καθισμένη μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού της, γνέθοντας μαλλί και μαζεύοντας τους ευγενικούς χαιρετισμούς των περαστικών.
Η μακρόχρονη απουσία του συζύγου της, δεν υπάρχει περίπτωση να τη βάλει σέ πειρασμό. Είναι η πιο πιστή λευκή χήρα, που μπορεί κανείς να φανταστεί. Η ποινή για τα εξωσυζυγικά παραπατήματα είναι βαρύτατη: ο κοινωνικός θάνατος, η ατίμωση. Όλα τα δικαιώματα, που έχει, ως σύζυγος μαφιόζου, θα χαθούν με μιας. Γιατί, σύμφωνα με κλασικό κώδικα τιμής της μαφίας, η οικογένεια είναι ιερή. Ακόμη και ο άντρας, που μπορεί να διασκέδαση με όσες γυναίκες θέλει, ακόμη κι' αυτός δεν έχει δικαίωμα να διατάραξη τη σταθερότητα της οικογένειας. Κάποιος από τους αρχηγούς της περιοχές του Νισένο, ερωτεύτηκε τρελά, γύρω στο '74, μια ωραιότατη εργάτρια από την Κουπραμοντάνα. Διαδόθηκε, λοιπόν, ατό χωριό του, ότι σκόπευε να πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του. "Ε, αυτό ήταν: Γύρω του, απ' όπου περνούσε, άδειαζαν οι δρόμοι. Οι υφιστάμενοι του δεν του έδιναν σημασία. Με τεράστια δυσκολία κατάφερε να περίσωση την τιμή του, την τελευταία στιγμή. Η γυναίκα του και τα παιδιά του, με μεγάλη δυσκολία δέχτηκαν να επανέλθει στο σπίτι και να ξαναπάρει στα χέρια του τα ινία της οικογένειας.
Το μεγαλύτερο όνειρο για τη γυναίκα της μαφίας είναι ν' απόκτηση ένα μεγάλο σπίτι. Εμφανέστατο σύμβολο της ισχύος, που κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν ο σύντροφος της κι' αυτή. Υπάρχει μια τέτοια οικογένεια, που αποτελείται από επτά άτομα: πατέρας, μητέρα και πέντε παιδιά. Μένουν λίγο έξω από το Τραπάνε, α' ένα σπίτι με τριάντα δωμάτια. περίπου τα είκοσι από αυτά είναι άδεια, αλλά αυτό, φυσικά, δεν έχει καμιά σημασία! Σημασία δεν έχει ούτε η επίπλωση. Φτάνουν μόνο τα απαραίτητα έπιπλα, ένα τραπέζι, λίγες καρέκλες. Όσο για τη διακόσμηση, αυτή είναι εντελώς περιττή. Μόνο τα δωμάτια των ανδρών είναι κάπως στολισμένα, με ντουφέκια και όπλα πάσης φύσεως, κρεμασμένα στους τοίχους, την απαραίτητη φωτογραφία από την τελετή του γάμου, τα απολυτήρια του σχολείου των αγοριών. Τα παιδιά, συνήθως, δεν προχωρούν στο σχολείο περισσότερο από όσο είναι υποχρεωτικό από το κράτος. Αντίθετα, τα κορίτσια συνεχίζουν τις σπουδές τους, «εσωτερικά», σε πανάκριβα κολλέγια, στην πόλη, άλλα τα διπλώματα τους δεν φιγουράρουν στο σαλόνι, αφού δεν έχουν καμιά σημασία...
Εδώ, στο σαλόνι, θα ξενυχτήσουν το νεκρό, όταν πεθάνει ο «κάπο φαμίλια». Αν ό θάνατος του «μαφιόζου» ήταν βίαιος, η χήρα του θα στέκεται στη μέση, της αίθουσας ακίνητη, σα να είναι σκαλισμένη πάνω σε πέτρα, κατάμαυρα ντυμένη. Σε όλους, που πλησιάζουν να τη συλλυπηθούν, δεν λέει παρά δύο μόνο κουβέντες:   «Η  μοίρα ήταν...».  Δεν θα χύσει ούτε ένα δάκρυ. Τα δάκρυα είναι σύμβολο αδυναμίας, και αυτή, αντίθετα, πρέπει να δώσει σε όλους να καταλάβουν πώς είναι δυνατή κι’ ετοιμάζει, ήδη, την εκδίκηση της...
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ακόμη το έθιμο με τις μοιρολογίστρες, που όσο πιο πολλά χρήματα τους δώσεις, τόσο περισσότερο και πειστικότερα θα κλάψουν το νεκρό...

Όταν ο έρωτας νίκα...


 Λεονάρντο Βιτάλε

Στο Παλέρμο, τα πράγματα είναι διαφορετικό. Εδώ, η χήρα θα κλάψει και θα βογκήξει δίπλα ατό φέρετρο του νεκρού άντρα της και τούτο, γιατί δεν είναι «μαφιόζα» από γεννησιμιού της. Οι «μάνατζερ» του Παλέρμο συνηθίζουν να παντρεύονται κοπέλες από οικογένειες έξω από τους κύκλους της μαφίας, συνήθως τις πιο ωραίες της περιοχής οι οποίες, όταν καταλάβουν τί άντρα πήραν, είναι πολύ αργά για να διαμαρτυρηθούν. Και γιατί, άλλωστε, αφού έχουν τόσα χρήματα, όσο δεν ονειρεύτηκαν ποτέ; Φυσικά, οι σύζυγοι δεν μιλούν για τις υποθέσεις τους στις γυναίκες τους. Έτσι, ακόμη κι' αν υποτεθεί ότι θα μιλήσουν, δεν μπορούν να βλάψουν την οργάνωση. Άλλα, ευτυχώς, μερικές από αυτές δεν είναι μόνον ωραιότατες, είναι και πολύ έντιμες.
Το 1972, ο Λεονάρντο Βιτάλε, ένα γεροδεμένο παλληκάρι γύρω στα τριάντα, παρουσιάστηκε στη γενική αστυνομία του Παλέρμο και δήλωσε:
«Είμαι μέλος της μαφίας στην πόλη Αλταρέλο ντί Μπάϊντα. Από το '65 ως το '72 κάναμε αυτό κι' αυτό, σκοτώσαμε εκείνον και τον άλλο».
«Καλά, και γιατί ήρθες να ομολογήσεις; Τί σ' έπιασε ξαφνικά;», τον ρώτησε ο καραμπινιέρος, που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη,
«Ακου», του εξήγησε ο Βιτάλε, «εγώ είμαι αρραβωνιασμένος με μια μοναδική κοπέλα. Δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτή είναι άγιος άνθρωπος. Μου είπε, λοιπόν: «Ή τη μαφία ή έμενα. Εγώ θέλω να παντρευτώ ένα τίμιο άνθρωπο κι' όχι ένα παλιοτόμαρο. Πήγαινε να ξεκαθαρίσεις τη συνείδηση σου. Θα σε κλείσουν βέβαια μέσα, άλλα και τί μ' αυτό; Εγώ θα σε περιμένω, στ' ορκίζομαι!.. Να, λοιπόν, γιατί ήρθα!». Η δίκη του Βιτάλε και των συνενόχων του έγινε το 1973 και οδήγησε τον Βιτάλε στην φυλακή. Αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 1984 αλλά δολοφονήθηκε λίγους μήνες αργότερα καθώς έβγαινε από την εκκλησία Πάντως απ’ότι ξέρουμε, η αρραβωνιαστικιά του ήταν η πρώτη γυναίκα, που αδιαφόρησε για την παντοδυναμία της μαφίας και την πολέμησε. Η Αντονιέτα Ορλάντο ήταν, κι' αυτή, η πρώτη γυναίκα που καταπάτησε το νόμο της σιωπής, την «ομερτά». Η Αντονιέτα, από τη Ραβενούσα του Αγκριτζέντο, είναι η χήρα του Καντίντο Τζιούνι. Τον σκότωσαν, στις 26 Οκτωβρίου του '70, στο Παλέρμο, τέσσερις πληρωμένοι δολοφόνοι, μεταμφιεσμένοι σε νοσοκόμους, μέσα στην κλινική, όπου βρισκόταν ύστερα από μια άλλη απόπειρα, που είχε γίνει εναντίον του, γιατί φοβόνταν μήπως μιλήσει. Άλλα μίλησε η γυναίκα του. Πήγε, κατ’ ευθείαν, στην αστυνομία κι’ έδωσε ονόματα και διευθύνσεις, «Γιατί;» τη ρώτησαν, κι' αυτήν, οι αστυνομικοί. «Γιατί τον αγαπούσα πάρα πολύ. Κι' ο Καντίντο με αγαπούσε πολύ. Ωστόσο, αν ήταν εδώ τώρα, θα με είχε κάνει κομματάκια!».


Από άρθρο στο Περιοδικό "ΓΥΝΑΙΚΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου