Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Παραμονή Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ του 1946



Παραμονή Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ του 1946

Της CONSTANTIA RUMBOLD 

Νωρίς το βράδυ αφήσαμε τα σκοτεινά τείχη της Ιερουσαλήμ και πήραμε το δρόμο κατά το νοτιά, προς τη Βηθλεέμ. Ο ουρανός της Ανατολής, φωτισμένος σε χρώματα πιο πλούσια από τον ουρανό της Δύσης, ήταν σπαρμένος αστέρια. Οι λόφοι της Ιουδαίας, πληγωμένοι από τον ήλιο, ήταν τώρα τυλιγμένοι στο σκοτάδι. Οι σκοτεινές γραμμές τους μόλις πού ξεχωρίζανε καθώς έμεναν πίσω ανατολικά, σαν φαντάσματα, προς την κοιλάδα του Ιορδάνη. Στο βάθος απλωνόταν η ερημιά της Νεκρής θάλασσας με τα φανταστικά κάστρα και τους παράξενους πύργους της πού ξεπρόβαλλαν μέσα από τους σωρούς το αλάτι· δεν τους είχε σκαλίσει ανθρώπινο χέρι· τους είχαν σχηματίσει παλιά, παμπάλαια νερά. Δυτικά φαίνονταν τα βουνά πού κυμάτιζαν και βυθίζονταν πέρα στην κοιλάδα και στη θάλασσα. Μπροστά μας ένα αστέρι φωτεινό και μεγάλο, σα μετεωρίτης, κρεμόταν χαμηλά στον ουρανό πάνω από τη Βηθλεέμ.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και πολύς κόσμος   εκείνη   τη   νύχτα ακολουθούσε το δρόμο κατά τα νοτιά. Το πλήθος όλο και μεγάλωνε    όσο   πλησιάζαμε στο μικρό χωριό με τα χοντροκομμένα και χαμηλά σπίτια του, σφηνωμένα στις πλαγιές του λόφου. Η Βηθλεέμ ήταν ζωντανή όπως καμιά άλλη νύχτα του χρόνου, και η μικρή πλατεία, έξω από την εκκλησία της Γέννησης, ήταν γεμάτη άντρες και γυναίκες από κάθε τόπο.
Η παλιά θολωτή είσοδος της Βασιλικής, έχει εδώ και πολλά χρόνια, χτιστεί με τούβλα για να μην μπαίνουν οι καμήλες και τα γαϊδούρια, και δεν υπάρχει σήμερα παρά μόνο ένα μικρό άνοιγμα, απ' όπου μόλις και περνούν συρτά οι πιστοί για να μπουν στη εκκλησία Μέσα οι βιαστικοί χείμαρροι χωρίζονταν. Οι μισοί πήγαιναν δεξιά σε μια ανοιχτή αυλή όπου κάτω από τ' άστρα ψέλνονταν αγγλικά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, οι άλλοι πήγαιναν αριστερά και έβγαιναν στον περίβολο της Καθολικής Εκκλησίας, πού έλαμπε με χίλια καντήλια και άστραφτε χαρωπά μέσα στο χρυσάφι και το ασήμι.
Στη   μέση   βρίσκεται   η Ελληνική Βασιλική ήσυχη και σκοτεινή και άδεια· οι ορθόδοξοι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα τους μια-δυό βδομάδες ύστερα. Τέσσερεις σειρές κιτρινωποί μαρμάρινοι κίονες λάμπουν γυαλιστεροί μέσα στο κεχριμπαρένιο φως λίγων κεριών. Τα Βυζαντινά μωσαϊκά των τοίχων ήταν βουτηγμένα στο σκοτάδι· μια αδυνατισμένη λάμψη ερχόταν όμως από τις χρυσές και ασημένιες αλυσίδες πού κρέμονταν από το ταβάνι και αιωρούνταν σα γιρλάντες ανάμεσα στα σβηστά φώτα. Φιλντισένια αυγά δεμένα στις αλυσίδες σαν πετράδια πάνω σε περιδέραιο, έλαμπαν κι' αυτά με μια μυστική λευκότητα, σύμβολα της Ζωής· και μικρά αναμμένα φυτίλια αντιφεγγίζονταν στις χρωματιστές κρυστάλλινες σφαίρες, κόκκινες, μπλε, πράσινες και χρυσαφιές, πού κρέμονταν κάτω από κάθε καντήλι. Ένα μοναχικό καντήλι με μια ήρεμη, μικρή φλόγα έκαιγε στην είσοδο του Ιερού Σπηλαίου.
Σκοτεινές μορφές ανέβαιναν, σκοτεινές μορφές κατέβαιναν ατέλειωτα στο Σπήλαιο. Κοιτάζοντας κάτω από ψηλά, καταλάβαινες πόσο γεμάτος ήταν ο τόπος. Τρείς καλόγριες με μακριά πέπλα ήταν γονατισμένες μαζί. Δυό άραβες με αδύνατα γενιάτα πρόσωπα και άσπρα σαρίκια στέκονταν και κοιτούσαν σιωπηλοί· και μιά γυναίκα της Βηθλεέμ, με το ψηλό της κάλυμμα και το ανεμιστό πέπλο, ήταν γονατισμένη πάνω σ' ένα σκαλοπάτι και προσευχόταν. Παππάδες και Ιεραπόστολοι, καλόγριες και νοσοκόμες, στρατιώτες και χωρικοί, άντρες, γέροι και νέοι, προσκυνητές απ’ όλο τον κόσμο, ανεβοκατέβαιναν εκείνα τα σκαλοπάτια του Σπηλαίου και γονάτιζαν για λίγο μέσα στη σπηλιά, μπροστά σε μια πλάκα εντειχισμένη στο βράχο πού είχε πάνω της ένα μεγάλο χρυσό αστέρι και μπρος στην απέριττη Φάτνη. Η ζέστη μέσα στο Σπηλαίο ήταν αποπνικτική. Ο αέρας ήταν γεμάτος λιβάνι. Κάπου εκατό αναμμένα κεριά στάζανε. Τα ασημένια καντήλια ήταν όλα αναμμένα και τα φυτίλια τους τρεμόσβηναν μουσκεμένα στο λάδι. Ούτε βελόνα δεν χωρούσε ανάμεσα στους σιωπηλούς προσευχητές.
Ήταν μεγάλη η αντίθεση όταν έβγαινες μέσα από τη ζέστη, όλο σκιές, φωτισμένη απ' τα κεριά η Βασιλική, έξω στην κρύα αστροφώτιστη νύχτα όπου στη μικρή αυλή ο αγγλικός παιδικός χορός έψαλλε « .. Άγγελοι μετα ποιμενων .. . »· τις λεπτές φωνές τους δυνάμωναν οι φωνές μιας ομάδας Βρετανών στρατιωτών.. Κάπου εκεί κοντά υπήρχε ένα μικρόφωνο που έστελνε αυτές τις φωνές σε όλη την αυτοκρατορία. Εκείνο το βράδυ στη Βηθλεέμ ζούσες μια γωνιά της 'Αγγλίας. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, ο ύπατος Αρμοστής και τα μέλη της Κυβέρνησης ήταν εκεί, τυλιγμένοι σε χονδρά πανωφόρια και ψάλλανε. Οι φωνές τους αντηχούσαν στους ψηλούς τοίχους, ανέβαιναν προς τον ουρανό και χάνονταν στον αέρα πού κατέβαινε από τους λόφους. 'Ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση ένοιωθες όταν ξεγλιστρούσες από τον πίσω δρόμο και πήγαινες ως την άκρη της πόλης. Από κει έβλεπες το απέραντο τοπίο να ξετυλίγεται μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας. Μακριά κάτω, σ’ ένα άγονο χωράφι, έλαμπε μια φωτιά και ο νυχτερινός αέρας έφερνε τις σπίθες της θρακιάς της και φώτιζε τις άσπρες κελεμπίες των γονατισμένων αράβων. Ήταν «ο αγρός των καλών Ποιμένων». Άλλοι βοσκοί, απόγονοι εκείνων των παλιών, φύλαγαν τα πρόβατα τους κάτω από τη λάμψη της Αφροδίτης, πού κρεμόταν εκείνη τη νύχτα πάνω από την άγρυπνη πολιτεία. Γυρίσαμε, αφήσαμε πίσω μας τον αέρα και τις καμπάνες και το σκοτάδι, για να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία στην Καθολική 'Εκκλησία. Ήταν σαν να μπαίναμε σε μια χώρα των παραμυθιών. Η εκκλησία ήταν όμορφη και χαρούμενη. Παππάδες με ανοιχτόχρωμα μεταξωτά άμφια πηγαινοέρχονταν εμπρός σ' ένα άσπρο σαν το χιόνι βωμό. Ασημένια αστέρια κρέμονταν στο ιερό και το διάχυτο φώς των καντηλιών   έδινε σε όλα   μια   λάμψη.  
Έπαιζε μουσική : χαρούμενη, όμορφη μουσική και ο καθολικός αραβικός χορός έψαλλε με διαπεραστική φωνή απλά, με τον παλιό τρόπο. Πάνω στο βωμό βρισκόταν ένα ρόδινο ομοίωμα του Θείου Βρέφους. Σε λίγο θα το παίρνανε με πομπή για να το αποθέσουν στη Φάτνη.
Η εκκλησία ήταν γεμάτη. Οι πρόξενοι όλων των Καθολικών χωρών βρίσκονταν εκεί με τις επίσημες στολές και τα παράσημα τους. Καθένας συνοδευόταν από τον «καβάση» του πού στεκόταν ακίνητος με τα μαχαίρια του, στο αριστερό τους πλευρό. Αυτοί στέκονταν μπροστά. Πίσω απ' αυτούς στριμωγμένοι χριστιανοί Άραβες και Ευρωπαίοι μαζί, γονατιστοί πλάϊ-πλάϊ ή όρθιοι στα κλίτη, ανάμεσα στα τόξα και τους κίονες. Οι μεσαιωνικές μορφές των γυναικών της Βηθλεέμ, με τα ψηλά μυτερά καλύμματα της κεφαλής τους, τα ανεμιστά πέπλα, ήταν μεγάλη αντίθεση με τις στολές των ξένων, φορτωμένες χρυσά και παράσημα.
Κατά τις τρεις το πρωί όταν τα σύννεφα του λιβανιού είχαν γεμίσει την ατμόσφαιρα με μια πυκνή ομίχλη, ακούστηκαν σαν σε όνειρο οι καμπάνες και μια αρμονική ψαλμωδία των ιερέων μπροστά στο βωμό. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Κάτι επρόκειτο να γίνει. Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Πήραν από το βωμό το Θείο Βρέφος το κράτησαν   ψηλά   και προχώρησαν προς το κλίτος·  ακολουθούσαν οι παπάδες, ο χορός και το εκκλησίασμα, κρατώντας αναμμένα κεράκια. Η λιτανεία πέρασε την εκκλησία, κάτω από τα τόξα ενός μεγάλου· πέτρινου διαδρόμου και μπήκε στη σκοτεινή Βασιλική. Η πρωτοπορία κατέβηκε ατό Σπήλαιο, οι άλλοι έμειναν απάνω. Όπως στεκόμασταν μέσα στο λίγο φως πού έδιναν τα κεριά, ακούσαμε από το βάθος του Σπηλαίου σιγανές ψαλμωδίες και προσευχές. Ύστερα ξαναείδαμε τους επισκόπους, τους παπάδες και την ακολουθία τους να βγαίνουν· τότε κατεβήκαμε και μεις για λίγο και ανεβήκαμε πάλι γρήγορα.
Φύγαμε και πήραμε το δρόμο του γυρισμού για την Ιερουσαλήμ. Στον ουρανό άρχισε να λάμπει η αυγή. Τ’ αστέρια είχαν χλομιάνει και τα μάκρυνα βουνά του Μοάμπ φαίνονταν σα μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα. Η άγρια κοκκινωπή χώρα ήταν ακόμη βουτηγμένη στον γκρίζο της ύπνο· μα το μικρό χωριό πού αφήναμε πίσω μας, πάνω στα κούφωμα του βράχου, είχε ξαγρυπνήσει εκείνη τη νύχτα. Κάτω χαμηλά στον «αγρό των καλών ποιμένων» έσβηναν και οι τελευταίες θρακιές.         
Ήταν Χριστούγεννα. Καθώς μπαίναμε στην Ιερουσαλήμ, χτυπούσαν οι πρώτες καμπάνες του μοναστηρίου κι' ένα καραβάνι με καμήλες ανηφόριζε κατά το λόφο.

('Από  to «The 'Spectator»)




ΕΚΛΟΓΗ/ΔΕΚ.1946

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου