Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Νάσου Βαγενά : Νεοελληνική «Αποκάλυψη»

Οι πλέον σημαντικές μεταφράσεις της Αποκάλυψης είναι του Ελύτη (1985) και του Σεφέρη (1966)


Νεοελληνική «Αποκάλυψη»

Το βαθύτερο αίτιο του ατομικού μεταφραστικού εγχειρήματος δύο ποιητών της τάξεως του Σεφέρη και του Ελύτη είναι η συγγένεια του ποιητικού τους οράματος με εκείνο του Ιωάννη. Έντονα αποκαλυπτικοί ποιητές και οι δύο, αισθάνθηκαν την ανάγκη να μεταφέρουν στη σημερινή μας γλώσσα ένα οικείο τους κείμενο

Του ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ*

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ είναι το κείμενο της Καινής Διαθήκης το περισσότερο εμποτισμένο με την προφητική έκφραση   της   Παλαιάς Διαθήκης και το μόνο προφητικό.
Είναι, ακόμη, το βιβλίο της παγκόσμιας γραμματείας που έχει δεχτεί τις περισσότερες ερμηνείες και παρερμηνείες. Κείμενο, λοιπόν, πολύσημο και αποκαλυπτικό, ήταν φυσικό να επιδράσει στη χρησμολογική και αποκαλυπτική φιλολογία του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης και της νεότερης εποχής (από τη νεοελληνική της παράδοση θα πρέπει ν' αναφερθεί ο Αγαθάγγελος, καθώς και το Οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη)· όπως ήταν φυσικό να διαβαστεί και ως έργο ποιητικό και να γονιμοποιήσει, με το εσχατολογικό του στοιχείο, τον ποιητικό λόγο· κυρίως τον λόγο των «αποκαλυπτικών» ποιητών, των ανθρώπων δηλαδή εκείνων το ποιητικό όραμα των οποίων επικεντρώνεται στην υπέρβαση της απτής και οδυνηρής πραγματικότητας και στην αναγωγή σε μιαν ανώτερη πραγματικότητα, όχι υπερβατική αλλά επίγεια και λυτρωτική. Ο Δάντης, ο Μίλτων, ο Γκαίτε, ο Χαίλντερλιν, ο Κλόπσιοκ, ο Μπλέηκ, ο Γέητς, ο Κλωντέλ, ο Ζουβ, ο Μπρετόν, είναι μερικοί από εκείνους που βρήκαν στο κείμενο του Ιωάννη στοιχεία ομόλογα με τη δική τους ποιητική ευαισθησία.
Οι νεοέλληνες ποιητές, κάτοικοι ενός χώρου που η ιστορική του μοίρα και η γεωγραφική του φυσιογνωμία ενθαρρύνουν την επιθυμία για κάθε είδους υπέρβαση (συλλογική ή ατομική, ή και τα δύο μαζί) δεν μπορούσαν να μείνουν αδιάφοροι απέναντι σ' ένα τέτοιο κείμενο· το οποίο, καθώς είναι γραμμένο στον πλέον δημώδη τύπο της ελληνιστικής κοινής, δηλαδή σε μια μορφή αρκετά κοντινή στη δημώδη νεοελληνική γλώσσα, παρέχει ένα επιπλέον στοιχείο για γόνιμη αναζήτηση και για βαθύτερη ποιητική επικοινωνία. Ο Σολωμός (νεανικά ιταλικά, «Η γυναίκα της Ζάκυθος»), και ο Κάλβος («Εις Σούλι»)· ο Βαλαωρίτης (Αθανάσης Διάκος) και ο Παλαμάς (Η Φλογέρα του Βασιλιά)- ο Πλάτων Ροδοκανάκης (De profundus), ή ο Ομηρος Μπεκές (Ο πανηγυρικός της αγάπης)· οι Παπατσώνης («Adventus», «Gigantes Gog et Magog», Σεφέρης («Μνήμη, Α'»), Ελύτης (Αξιον Εστί), Εμπειρίκος (Οκτάνα)· ο Σινόπουλος (Νεκρόδειπνος), ο Παπαδίτσας (Εν Πάτμω), ο Λειβαδίτης («Οι σάλπιγγες της Αποκαλύψεως»), ο Καρούζος («Ακανθίας», «Άνω Ιερουσαλήμ») και άλλοι, βρήκαν στον λόγο της Αποκάλυψης μια πηγή, απ' όπου άντλησαν ιδέες, μοτίβα, εικόνες, λέξεις. Ο περιορισμένος χώρος του σημερινού αφιερώματος δεν μας επιτρέπει να περιγράψουμε την πορεία αυτής της ποιητικής συνομιλίας και τις μεταμορφώσεις του κειμένου του Ιωάννη στους στίχους των νεοελλήνων ποιητών. Θα μιλήσουμε μόνο για δύο σχετικά πρόσφατες εκφράσεις αυτής της συνομιλίας, που είναι αναμφισβήτητα από τις πλέον σημαντικές: για τις μεταφράσεις της Αποκάλυψης από τον Σεφέρη (1966) και τον Ελύτη (1985).
Το φαινόμενο δύο μεγάλων ποιητών της ίδιας γενιάς, που μεταφράζουν το ίδιο ποιητικό κείμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, και μάλιστα όταν το κείμενο αυτό είναι τόσο σημαντικό όσο η Αποκάλυψη: όχι μόνο για τη δυνατότητα της σύγκρισης που προσφέρει το μεταφραστικό αποτέλεσμα, το οποίο, ως ποιητικό, εγγράφεται στο σώμα του συνολικού ποιητικού έργου των δύο μεταφραστών, αλλά και για τους λόγους που υπαγόρευσαν το φαινόμενο. Το βαθύτερο αίτιο του ατομικού μεταφραστικού εγχειρήματος δύο ποιητών της τάξεως του Σεφέρη και του Ελύτη είναι βέβαια και το πλέον προφανές: η συγγένεια του ποιητικού τους οράματος (η αναλογική συγγένεια) με το όραμα του Ιωάννη. Έντονα αποκαλυπτικοί ποιητές και οι δύο, εκφραστές της εμπειρίας μιας εκστατικής έλλαμψης, τα αποτελέσματα της οποίας -παρά την αισθησιακή της καταγωγή (ή μάλλον ακριβώς γι' αυτήν) - είναι ανάλογα μ' εκείνα της θεοφάνειας, αισθάνθηκαν την ανάγκη να μεταφέρουν στη σημερινή μας γλώσσα ένα οικείο τους κείμενο. Ο Σεφέρης μάλιστα στο εκτενές «Προλόγισμα» της μετάφρασης του εξειδικεύει τους λόγους του εγχειρήματος: το χαρακτηρίζει «καρπό μιας στιγμής» μυστικιστικής που έζησε μια φθινοπωρινή αυγή στην Πάτμο και, ταυτόχρονα, αποτέλεσμα της επιθυμίας του να καλλιεργήσει τη νεοελληνική γλώσσα πάνω σ' ένα παλαιό σημαντικό ελληνικό κείμενο.
Ο Ελύτης στη βραχύτατη και καθαρά τεχνικής φύσεως «Σημείωση» που επιτάσσει στη δική του μετάφραση δεν παρέχει παρόμοιες πληροφορίες. Όμως η έλλειψη εξηγήσεων σ' αυτό το σημείωμα, το τόσο διαφορετικό από τα πολλαπλάσιας έκτασης και εξηγητικά των προθέσεων του εισαγωγικά κείμενα των άλλων μεταφραστικών του βιβλίων (Δεύτερη γραφή, Σαπφώ, Κριναγόρας),· θα πρέπει να τραβήξει την προσοχή μας. Είναι προφανές ότι η μετάφραση του Ελύτη δεν υπαγορεύτηκε από μιαν ανάγκη μόνο προσωπική. Γιατί τότε ο Ελύτης θα είχε αναφερθεί στην υπάρχουσα μετάφραση του Σεφέρη, ο απώτερος σκοπός της οποίας, όπως δηλώνει στο «Προλόγισμά» του ο δημιουργός της, είναι να «προσφέρει κάτι στην κοινωνία όπου τον έταξε ο Θεός». Το γεγονός ότι ο Ελύτης αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στη σεφερική μετάφραση δεν είναι λοιπόν χωρίς σημασία. Απεναντίας δίνει στη μετάφραση του ένα επιπλέον νόημα: υποδηλώνει ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ελύτης οδηγήθηκε στη μετάφραση του είναι ότι δεν έκρινε τη μετάφραση του Σεφέρη ικανοποιητική. Από την άποψη αυτή η μετάφραση του Ελύτη θα πρέπει να διαβαστεί και ως μια κριτική της μετάφρασης του Σεφέρη.
Οι όροι που χρησιμοποιούν οι δύο μεταφραστές για να υποδηλώσουν τη διαφορά ανάμεσα στη μετάφραση από μια ξένη γλώσσα (Σεφέρης: αντιγραφή- Ελύτης: δεύτερη γραφή) και τη μετάφραση από μια παλαιά μορφή της ελληνικής (Σεφέρης: μεταγραφή- Ελύτης: μορφή στα νέα ελληνικά) είναι ενδεικτικοί της μεταφραστικής τους μεθόδου. Συντηρητικός μεταφραστής ο Σεφέρης μεταφέρει πιστά το νόημα των λέξεων χωρίς ιδιαίτερες προσωπικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες υπαγορευόμενες από την ανησυχία μήπως η μετάφραση του δεν ακούγεται ποιητική. Απεναντίας ο Ελύτης μεταφράζει σε μια μορφή που λειτουργεί με μια δική της αυτονομία. Για να δώσω μερικά δείγματα: η φράση και είδον, και ιδού του πρωτοτύπου μεταγράφεται από τον Σεφέρη με το τότες είδα, και ιδού, ενώ μεταπλάθεται από τον Ελύτη: ύστερ' απ' όλα αυτά γυρίζω να δω — και τι βλέπω; Το και ιδού, ίππος Λευκός στον Σεφέρη γίνεται: και ιδού, άλογο άσπρο, και στον Ελύτη: οπόταν να 'σου ένα κάτασπρο άλογο. Το και οι βασιλείς της γης έκρυψαν εαυτούς στον Σεφέρη έχει: και οι βασιλιάδες της γης κρύφτηκαν, και στον Ελύτη: μόνο θωρούσες οι βασιλιάδες όλης της γης να τρεχοκοπάνε να κρυφτούνε.
Διαφορετικά από τον προφητικό λόγο που, ως λόγος κηρυγματικός, έχει ως βάση του κυρίως την προφορική γλώσσα, ο αποκαλυπτικός λόγος είναι κυρίως γραπτός: οι αποκαλυπτικοί συγγραφείς δεν απευθύνονται άμεσα σε ακροατές,, αλλά αφηγούνται εγγράφως. Τα μεταφραστικά δείγματα που παρέθεσα παραπάνω, καθιστούν φανερό ότι ο Ελύτης παραβλέπει τη σημαντική αυτή διαφορά και προφορικοποιεί τον λόγο του Ιωάννη. Ακόμη: διαφορετικά από τον Σεφέρη που, αν και σε εποχή πλησιέστερη προς την ηρωική εποχή του δημοτικισμού, μεταφράζει σε γλώσσα σύγχρονη, με λίγους παλαιούς δημοτικούς τύπους, ο Ελύτης χρησιμοποιεί γλώσσα έντονα παλαιοδημοτική, δίνοντας στη μετάφραση του έναν τόνο λαϊκότερο από εκείνον του πρωτοτύπου.
Όμως ούτε η μετάφραση του Σεφέρη (μολονότι λιτή, όπως είναι λιτός ο αποκαλυπτικός λόγος) αποδίδει τον τόνο του πρωτοτύπου (αυτό που εμείς σήμερα αισθανόμαστε ως τόνο του πρωτοτύπου)· πράγμα (για την ακρίβεια, φαινόμενο) που οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους από τη βούληση του μεταφραστή. Και τούτο, γιατί, καθώς η γλώσσα της Αποκάλυψης είναι τόσο κοντά στη σημερινή ελληνική, ώστε να μην είναι δυσπρόσιτη στον σημερινό μέσης μόρφωσης Έλληνα παρά μόνο κατά σημεία (σε ορισμένες λέξεις ή φράσεις), η αναγνωστική εμπειρία της μετάφρασης της χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο που τη διακρίνει από την αναγνωστική εμπειρία της μετάφρασης από μια ξένη γλώσσα ή από μια απρόσιτη μορφή της παλαιάς ελληνικής: είναι αναπότρεπτα διαμεσολαβημένη από την άμεση εμπειρία της γλώσσας του πρωτοτύπου ως ζωντανής γλώσσας. Και επειδή η ιεροπρέπεια της γλώσσας του πρωτοτύπου είναι σήμερα, λόγω της «παλαίωσης» αυτής της γλώσσας, εντονότερη απ' ό,τι ήταν την εποχή της συγγραφής του (το ζωντανό παλαιό είναι περισσότερο υψίτονο και επισημότερο), η αναπόδραστη εκτόνωση της αυξημένης έντασης της κατά τη μετάφραση εξαιτίας της μεταγραφής πολλών σημαντικών λέξεων και φράσεων στην καθημερινή μας γλώσσα, αποβαίνει αναγκαστικά εις βάρος της μετάφρασης. Ο έλληνας αναγνώστης μιας νεοελληνικής μετάφρασης της Αποκάλυψης μπορεί να βρίσκει σ' αυτήν έναν τόνο που θα πρέπει να είναι αντίστοιχος με τον τόνο που είχε το πρωτότυπο την εποχή της συγγραφής του. Όμως καθώς ο σημερινός ιερατικότερος τόνος του γλωσσικά ζωντανού και σήμερα πρωτοτύπου αναδύεται αυτόματα παρεμβαίνοντας συνεχώς, η ανάγνωση της μετάφρασης καταλήγει αναπόφευκτα σε μια ποιητική εμπειρία υποδεέστερη από εκείνη της ανάγνωσης του πρωτοτύπου.

·    *Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπονδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΤΟ ΒΗΜΑ/Νέες Εποχές/11.6.1995

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου