Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Πως γίνεται ο γεωφυσικός εντοπισμός θαμμένων αρχαίων μνημείων



Πως γίνεται ο γεωφυσικός εντοπισμός θαμμένων αρχαίων μνημείων

Με ποιες μεθόδους οι επιστήμονες φέρνουν στην επιφάνεια τα μνημεία

  Η πρωτοπορία από τον τάφο της Σίβα
  Ο Λόφος Κάστα στην Αμφίπολη
  Ποια είναι τα εφόδια των πανεπιστημίων
  Η συμβολή των γεωφυσικών στις ανακαλύψεις

 Τα ελληνιστικό μνημείο στην Όαση Σίβα



Οι γεωφυσικές έρευνες στη Σίβα αναπτύχθηκαν από κλιμάκιο του τομέα Γεωφυσικής και Γεωθερμίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επικεφαλής τον κ. Ευάγγελο Λάγιο.
Βρέθηκε, ναι ή όχι, ο τάφος του Μεγαλέξανδρου στην όαση Σίβα; Όλα τα μέχρι τώρα στοιχεία απαντούν αρνητικά στο ερώτημα. Αυτό που βρέθηκε είναι ένα κτίσμα με μια υπόγεια κρύπτη, η οποία πιθανολογείται ότι οδηγεί σ' ένα υπόγειο δίκτυο στοών. Σ' αυτό το κτίσμα βρέθηκαν και τα ελληνικά επιγραφικά τεκμήρια, η καταγραφή και η ερμηνεία των οποίων αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.
Ανεξάρτητα από τα όσα έχουν γραφτεί για τον Αλέξανδρο και τη Σίβα, υπάρχει ένα αντικειμενικό και αναμφισβήτητο γεγονός: Στα βάθη της ερήμου Σαχάρας βρέθηκε ένα ελληνικό μνημείο. Το γεγονός είναι σημαντικό, διότι το Μαντείο του Άμμωνος στην όαση Σίβα είναι συνδεδεμένο με πανάρχαιες ελληνικές παραδόσεις.
Πώς βρέθηκε, λοιπόν, αυτό το σημαντικό ελληνικό μνημείο στα βάθη της Σαχάρας; Η απάντηση είναι με γεωφυσικές μεθόδους.
Οι γεωφυσικές έρευνες στη Σίβα αναπτύχθηκαν από κλιμάκιο του τομέα Γεωφυσικής και Γεωθερμίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με επικεφαλή τον τότε αναπληρωτή καθηγητή Γεωφυσικής κ. Ευάγγελο Λάγιο και συνεργάτες τον κ. Δημήτρη Ραφτόπουλο τοπογράφο-μηχανικό και γεωφυσικό και τον Αμερικανό κ. Μπράιαν Ντιαμάτα γεωφυσικό.
Όπως αναφέρει σχετικά ο καθηγητής Ε. Λάγιος, η αποστολή στην Όαση της Σίβα άρχισε τις γεωφυσικές έρευνες στις 19 Δεκεμβρίου 1994 με μαγνητόμετρα, προκειμένου να μετρηθεί ο μαγνητισμός των πετρωμάτων που βρίσκονται σε μικρά βάθη. Σε βάθος 1 μέτρου εντοπίστηκαν οι τοίχοι του μνημείου, το οποίο η αρχαιολόγος κυρία Λιάνα Σουβαλτζή ταυτίζει με τον τάφο του Αλέξανδρου. Στις 10 Ιανουαρίου 1995 άρχισε η ανασκαφική έρευνα η οποία απέδωσε και τα επιγραφικά τεκμήρια.
Εκτός από τη μαγνητική μέθοδο, στην όαση Σίβα εφαρμόστηκαν επίσης η ηλεκτρομαγνητική, γεωηλεκτρική και βαρυτομετρική μέθοδος διασκόπησης του εδάφους. Με τη βαρυτομετρική μέθοδο, που ερευνά για κενούς χώρους (έγκοιλα) στο υπέδαφος, εντοπίστηκε η υπόγεια κρύπτη.
«Η πρώτη φάση των γεωφυσικών ερευνών ολοκληρώθηκε επιτυχώς, όπως διαπιστώνεται και από την πληθώρα των αρχαιολογικών ευρημάτων», ανακοίνωσε τότε επίσημα το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι έρευνες αυτές είχαν χρηματοδοτηθεί με 5.000.000 δρχ. από το Δήμο Άνω Λιοσίων και με 500.000 δρχ. από την Τράπεζα Αμέρικαν Εξπρές.
Για τη δεύτερη φάση των ερευνών στη Σίβα, ο καθηγητής Ε. Λάγιος  προγραμμάτισε λεπτομερειακές διασκοπήσεις με γεωραντάρ και με στόχους, «τον εντοπισμό της πορείας της υπόγειας στοάς που αρχίζει από το μνημείο και την εύρεση και άλλων ταφικών θαλάμων μέσα στο βιοκλαστικό ασβεστόλιθο της περιοχής».
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών στα τέλη της δεκαετίας του '80, αρχές των '90 άρχισε να  συνδέει τις γεωφυσικές με τις αρχαιολογικές έρευνες. Αντίθετα, τα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Πατρών είχαν αναπτύξει εδώ και πολλά χρόνια αντίστοιχα προγράμματα, τα οποία απέδώσαν σημαντικά αποτελέσματα και έτσι βρίσκονται στη διεθνή επιστημονική πρωτοπορία. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε την πρόσφατη εμπλοκή των αντίστοιχων επστημόνων του και στην περίπτωση της Αμφίπολης
Οι επιστημονικές ομάδες των καθηγητών Σταύρου Παπαμαρινόπουλου (Εργαστήριο Γεωφυσικής Πανεπιστημίου Πατρών) και Γρηγόρη Τσόκα (Εργαστήριο Γεωφυσικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) ήταν εξοπλισμένες με όλα τα απαραίτητα όργανα (μαγνητόμετρα, ηλεκτρομαγνητόμετρα, ηλεκτρόμετρα, βαρυτόμετρα, γεωραντάρ, όργανα ηλεκτρικών τομογραφιών, σεισμογράφους, ηλεκτρονικούς υπολογιστές) και με το κατάλληλο λογισμικό υποστήριξης, δηλαδή τα απαραίτητα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία των στοιχείων και τη δημιουργία χαρτών ανασκαφικών προσομοιώσεων.
Όπως έλεγε τότε ο καθηγητής Σ. Παπαμαρινόπουλος, οι γεωφυσικές μέθοδοι έχουν στόχο να εντοπίσουν και να μετρήσουν τις διαφορές των φυσικών ιδιοτήτων του υπεδάφους, στο οποίο υπάρχουν αρχαιότητες. Οι ανωμαλίες που παρατηρούνται οφείλονται συνήθως σε ανθρώπινη δραστηριότητα, δηλαδή κτίσματα, αγάλματα, φούρνοι, κλίβανοι κ.λπ.
Τελικός στόχος, επισήμαινε και ο καθηγητής Γ. Τσόκας, είναι η δημιουργία γεωφυσικών χαρτών σε μορφή τέτοια που να προσομοιάζονταν με το αποτέλεσμα της ανασκαφής. Η μετατροπή των απειράριθμων μετρήσεων σε γεωφυσικούς χάρτες προσομοίωσης ανασκαφών γίνεται μέσα από ειδικά ηλεκτρονικά προγράμματα υπολογιστών.
Ο εντοπισμός, η ανασκαφή και η μελέτη των αρχαιοτήτων είναι αποκλειστική δουλειά των αρχαιολόγων.
Οι γεωφυσικές έρευνες, που πρέπει να γίνονται πάντοτε με τη στενή συνεργασία των αρχαιολόγων, μειώνουν το χρόνο που απαιτείται για τον ακριβή εντοπισμό των αρχαίων. Έτσι, οι αρχαιολόγοι έχουν στη διάθεση τους απεικονίσεις των αρχαιοτήτων που βρίσκονται στο υπέδαφος και μπορούν να αποφασίσουν καλύτερα και ταχύτερα από πού θ' αρχίσουν και πώς θα συνεχίσουν τις ανασκαφές. Ένα πρακτικό αποτέλεσμα όλων αυτών είναι και η μείωση του κόστους των ανασκαφών.



Τα μυστικά του λόφου Καστά στην Αμφίπολη



Ο εντοπισμός και η χαρτογράφηση θαμμένων αρχαιοτήτων με τη χρήση γεωφυσικών μεθόδων είναι πλήρως εφαρμόσιμα σήμερα. Αρκεί να αναφερθούμε στη σύγχρονη ερευνητική προσπάθεια του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής του ΑΠΘ, η οποία έχει αποδώσει καινοτόμες προσεγγίσεις σε σημαντικά αρχαιολογικά ζητήματα, όπως είναι ο εντοπισμός ταφικών μνημείων στο εσωτερικό τύμβων. Το θέμα αυτό, το οποίο ανέκαθεν αποτελούσε σημαντική πρόκληση  επιλύθηκεί αποτελεσματικά με μεθόδους του εν λόγω εργαστηρίου. Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση αποτέλεσε, λόγω μεγέθους, η απεικόνιση του εσωτερικού του λόφου Καστά στην Αμφίπολη, η οποία διενεργήθηκε από ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Καθηγητή Γρηγόρη Τσόκα, στα τέλη του 2014.
Σημειώνεται ότι οι μέθοδοι γεωφυσικής διασκόπησης εφαρμόζονται στην εξερεύνηση αρχαιολογικών χώρων περίπου από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα είναι σε θέση να συνεισφέρουν στην αρχαιολογική έρευνα σημαντικά στοιχεία, όπως είναι πλήρεις κατόψεις των θαμμένων οικοδομικών λειψάνων ή τρισδιάστατες απεικονίσεις των αρχαίων δομών. Οι εν λόγω μέθοδοι ολοκληρώνονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρό κόστος, ενώ συνήθως εφαρμόζονται σε σχετικά μεγάλες εκτάσεις.
Η χρησιμότητα των γεωφυσικών αποτελεσμάτων (συνήθως χαρτών) στην αρχαιολογική έρευνα είναι προφανής. Ο ανασκαφέας αρχαιολόγος μπορεί να κατευθύνει επιλεκτικά την έρευνά του διανοίγοντας σκάμματα στα σημεία που υποδεικνύει η γεωφυσική έρευνα, να εξαγάγει συμπεράσματα και στη συνέχεια να τα προεκτείνει για όλη την περιοχή που μελετά, βασιζόμενος στο γεωφυσικό χάρτη.
Συμπέρασμα; Οι Έλληνες επιστήμονες μπορεί να μην εξαπολύουν πυροτεχνήματα, αλλά αθόρυβα και μεθοδικά ανασυνθέτουν και φωτίζουν (και μερικές φορές καταλυτικά, όπως δείχνει και το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία) την Ιστορία των Ελλήνων.

Διασκευή από σχετικά άρθρα του ΕΤ και της Ναυτεμπορικής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου