Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Η Όπερα της Καντόνας (Γκουανγκτζού) δια χειρός Ζάχα Χαντίντ




Η Όπερα της Καντόνας (Γκουανγκτζού)  δια χειρός  Ζάχα Χαντίντ

Guangzhou Opera House.  Το φουτουριστικό μέγαρο από ατσάλι και γυαλί,  που σχεδίασε η ιρακινοβρετανίδα αρχιτέκτων για να στεγάσει την όπερα της κινεζικής πόλης, έχει ήδη γίνει   σύμβολο του εκσυγχρονισμού της

της Τατιάνας Καποδίστρια

Το 2000, όταν επισκέφτηκα την Γκουανγκτζού, το τρίτο πολυπληθέστερο αστικό κέντρο της Κίνας, είχα εντυπωσιαστεί από την ύπαρξη «ντατζιμπάο» (εφημερίδων τοίχου δηλαδή) σε κεντρικά σημεία της πόλης. Σε μια χώρα που, εκείνη την εποχή, πάσχιζε να πείσει για τον «δυτικό» εκσυγχρονισμό της, ώστε να διασφαλίσει το χρίσμα για την Ολυμπιάδα του 2008, αυτό το επικοινωνιακό μέσο -που προϋπήρχε στην κινεζική κουλτούρα, αλλά ταυτίστηκε με την εποχή του προέδρου Μάο- φάνταζε κάπως εξωτικό.


Το 1981, όταν η Ζάχα Χαντίντ βρέθηκε για πρώτη φορά στην Γκουανγκτζού (γνωστότερη στους Δυτικούς ως Καντόνα), τα πράγματα, κατά δήλωση της, ήταν ακόμη πιο... μαοϊκά. Μια διάχυτη αυστηρότητα επικρατούσε παντού, με στολές εργασίας και προσκόλληση στην «επαναστατική» αισθητική και παράδοση. Η διάσημη Ιρακινοβρετανίδα αρχιτέκτων, 31 ετών τότε, ούτε που μπορούσε να διανοηθεί πως 30 χρόνια αργότερα θα υπέγραφε ένα υπερμοντέρνο κτίριο, που έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν της «νέας» Γκουανγκτζού.
Διότι οι καιροί αλλάζουν, βέβαια. Και σήμερα η ιστορική Καντόνα, αυτό το πρώην αιματοκυλισμένο προπύργιο της εργατικής τάξης, είναι μια πόλη 12,7 εκατ. κατοίκων, που, όπως όλη η αστική Κίνα, εκσυγχρονίζεται με ταχύτατους και συχνά ισοπεδωτικούς ρυθμούς. Και σε μια χώρα όπου η οικονομική ανάπτυξη παραμένει κοντά στο 10% επί τρείς συναπτές δεκαετίες, η «επώνυμη» αρχιτεκτονική δημιουργία δεν θα μπορούσε, βέβαια, να απουσιάζει. Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, λοιπόν, η περιζήτητη Χαντίντ κέρδισε το Νοέμβριο του 2002 τον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή της Όπερας της Γκουανγκτζού, νικώντας, παρεμπιπτόντως, τον πρώην δάσκαλο της, Ολλανδό Ρεμ Κούλχαας. Η τελετή θεμελίωσης πραγματοποιήθηκε το 2005 και ολοκληρώθηκε το 2011. Η νέα Όπερα, συνολικού κόστους 155 εκατ. ευρώ, εγκαινιάστηκε επίσημα με μια μοντέρνα χορευτική παράσταση του ονομαστού χορογράφου Ακράμ Χαν.

Ένα εκτυφλωτικό αριστούργημα


Πλην όμως, εκείνο που συγκέντρωσε τον ανυπόκριτο θαυμασμό όλων δεν ήταν η παράσταση, αλλά το ίδιο το κτίριο. Τοποθετημένη στο άκρο ενός τεράστιου, και εν πολλοίς άχρωμου, πάρκου, στις όχθες του Μαργαριταρένιου ποταμού (Pearl River), όπου οικοδομείται ιλιγγιωδώς η νέα πόλη, η Όπερα της Χαντίντ πραγματικά εξωραΐζει την γκρίζα περιοχή.
Η 1.800 θέσεων κεντρική αίθουσα της περιβάλλεται από ένα τεράστιο καμπυλόγραμμο, ρευστό σχεδόν, πλαίσιο, φτιαγμένο από ατσάλι, γρανίτη και γυαλί, δίνοντας, όπως εύστοχα γράφτηκε, την εντύπωση πως πρόκειται για κάποιο πελώριο βότσαλο που έχει «στρογγυλέψει» από τον ρου του παρακείμενου ποταμού. Στο εσωτερικό της, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί εκτυφλωτικά, οι ρέουσες καμπύλες επαναλαμβάνονται στις θέσεις της πλατείας, στην τοιχοποιία, στα κυματιστά μπαλκόνια των θεωρείων. Η μικρότερη αίθουσα, 440 θέσεων, επίσης καμπυλόσχημη, μοιάζει με ένα σκούρο διαβρωμένο βότσαλο «ριγμένο» λίγο πίσω και δεξιά του κεντρικού κτιρίου.


Εξίσου εντυπωσιακός είναι και ο περιβάλλων χώρος, ο οποίο, μέσα από σπειροειδείς σκάλες, διακλαδιζόμενα μονοπάτια, φαρδιές ράμπες και μια μικρή τεχνητή λίμνη, καλεί τον επισκέπτη να περιπλανηθεί στο τοπίο που «ανοίγεται» στον υπόλοιπο αστικό ιστό, επιβεβαιώνοντας πως η Όπερα της Χαντίντ ανήκει σε όλους και όχι μόνο στην κοσμική ελίτ. Αυτή η νοοτροπία, εξάλλου, αντανακλάται και στην ίδια την παραδοσιακή κινεζική όπερα, η οποία αποτελεί θέαμα λαϊκό, με τους θεατές να κουβεντιάζουν ή να τσιμπολογούν την ώρα της παράστασης. Η νέα Όπερα της Γκουανγκτζού, βέβαια, δεν πρόκειται να φιλοξενεί μόνο παραστάσεις κινεζικής όπερας και ακροβατικών. Κορυφαία ονόματα και σχήματα της παγκόσμιας συναυλιακιακής και οπερετικής σκηνής φιγουράρουν κάθε χρόνο στο πρόγραμμά της.


Φαίνεται ωστόσο πως το νέο αρχιτεκτόνημα έχει πέσει ήδη θύμα της βιασύνης με την οποία οι Κινέζοι οικοδομούν τα τελευταία χρόνια τα δημόσια κτίρια. Αλλά και μιας νοοτροπίας που, περίπου, επιτάσσει την κατεδάφιση των περισσότερων κτιρίων μετά την παρέλευση μιας 25ετίας και την αντικατάσταση τους από κάτι καινούργιο. Αδυνατεί, βέβαια, κανείς να φανταστεί ότι κάποια στιγμή αυτό το φουτουριστικό κόσμημα της Χαντίντ θα... κονιορτοποιηθεί ηθελημένα. Πλην όμως, μια καλή επισκευή φαίνεται πως τη χρειάζεται ήδη επειγόντως: Κακοτεχνίες στο εσωτερικό, καθώς και «τσιγκουνιές» στα υλικά του εξωτερικού περιβλήματος, που έχουν δημιουργήσει προβλήματα υγρασίας, έχουν προκαλέσει ανησυχίες. Όχι τόσο στους υπευθύνους του έργου ή της πόλης, όσο στους αλλοδαπούς σχολιαστές, οι οποίοι δεν διστάζουν να επισημάνουν πως αυτό το αρχιτεκτονικό διαμάντι λάμπει μάλλον... επιφανειακά. 

“K” Καθημερινής 22.1.2012

Ζάχα Χαντίντ


Η Ζάχα Χαντίντ (31 Οκτωβρίου 1950 – 31 Μαρτίου 2016) ήταν Ιρακινο-Βρετανή αρχιτέκτονας, εκπρόσωπος της σχολής της αποδόμησης (deconstruction).
Γεννήθηκε στη Βαγδάτη. Έλαβε πτυχίο μαθηματικών από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού πριν κινηθεί στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Αρχιτεκτονικής Ένωσης Λονδίνου.
Μετά από την αποφοίτησή της συνεργάστηκε με τους αρχιτέκτονες δασκάλους της, τον Έλληνα Ηλία Ζέγγελη και τον Ολλανδό μαθητή του Ρεμ Κούλχαας στο Γραφείο για τη Μητροπολιτική Αρχιτεκτονική (OMA - Office for Metropolitan Architecture). Εκεί έγινε συνέταιρος το 1977.
Το 1980 άνοιξε στο Λονδίνο το δικό της αρχιτεκτονικό γραφείο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 δίδαξε, επίσης, στην Αρχιτεκτονική Ένωση του Λονδίνου. Το 2002 η Χαντίντ κέρδισε τον διεθνή διαγωνισμό σχεδίου για να σχεδιάσει το νέο γενικό σχέδιο πόλης της Σιγκαπούρης. Το 2004 έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το Βραβείο Πρίτσκερ.
Τα πρωταρχικά έργα και τα τοπογραφικά της Χαντίντ, που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, αποδεικνύουν την έντονη και ισχυρή σχέση της κίνησης και της ενέργειας με την "κτηριογλυπτική". Η κίνηση είναι μια ελεγχόμενη έκρηξη που ασχολείται με τη σύνθεση διαδρομών που διασταυρώνονται και με όγκους που γίνονται δυναμικές μορφές και όχι στατικές.
Το στυλ της αρχιτεκτονικής της θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να το προσδιορίσουμε με πέντε λέξεις: Οργανική Φυσική, Καινοτόμα Μοντέρνα - Φουτουριστική Ρευστή


Η  Hadid θεωρείται μία από τους εκπρόσωπους του αρχιτεκτονικού ρεύματος  της αποδόμησης. Η φιλοσοφική βάση της αποδόμησης είναι οι σκέψεις του  Jacques Derrida. H αρχιτεκτονική της αποδόμησης συνοδοιπορεί με την τέχνη της εποχής, έχοντας ως κοινή αφετηρία την αφαίρεση. Οι χώροι που σχεδιάζει κατακερματίζονται δημιουργώντας ένα παιχνίδι προοπτικής, που τελικά εξελίσσεται σε μια επίθεση κατά της ορθόδοξης μορφής και του οπτικού ελέγχου. Στα κτήριά της δεν υπάρχει σαφής είσοδος ή έξοδος, ψηλό ή χαμηλό, αριστερά ή δεξιά. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ανοιχτό σύνολο. Οι χαράξεις της γεννούν ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν είναι ούτε λογικό, ούτε μεταφυσικό, αλλά κάτι που μοιάζει φυσικό και οργανικό. Γενικώς, η αρχιτεκτονική της μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μείγμα αυτού που ονομάζουμε οργανική αρχιτεκτονική με στοιχεία μπαρόκ. Η Hadid μπορεί να κινείται άνετα μεταξύ μιας ενεργητικής ρευστότητας και μιας παθητικής στιβαρότητας, μεταξύ φυσικού και τεχνητού, και με τις αποκλίσεις της να κατασκευάζει εκπλήξεις για τον θεατή. Οι δημιουργίες της οργανώνονται σε «οράματα» όπου το χάος και η τάξη, η απουσία φόρμας και οι παραστάσεις τέμνονται παράγοντας ως τελικό αποτέλεσμα τον δυναμισμό.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου