Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ




Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ


Με το όνομα του Αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού και με τον τίτλο «Επαρχικόν Βιβλίον» σώζεται μία σειρά σοφών διατάξεων, που αποτελούν σημαντικότατη συμβολή, όχι μόνον στην ιστορία της Ελληνικής μεσαιωνικής διοίκησης, αλλά και στην εκτίμηση του πολιτισμού της μεγάλης Βυζαντινής Μοναρχίας,   κατά τον  ένατο αιώνα.
Το χειρόγραφο του «Επαρχικού Βιβλίου» του Λέοντος του Σοφού, βρέθηκε στην βιβλιοθήκη της Γενεύης και εξεδόθη πριν χρόνια. Η μελέτη του αποδεικνύει, ότι η μεγάλη πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους η «Θεοφύλακτος Πόλις», κέντρο και ψυχή του κολοσσιαίου εκείνου οργανισμού, παρουσίαζε από τον ένατο αιώνα εικόνα υψηλού πολιτισμού και οργάνωσης.  
Εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε κέντρο τεράστιας εμπορικής κίνησης. Έμποροι από όλα τα μέρη του κόσμου έφερναν εκεί διά ξηράς και διά θαλάσσης τα εμπορεύματα τους για να τα πουλήσουν ή να τ' ανταλλάξουν με εμπορεύματα τα όποια δεν είχαν στους τόπους τους.
Ο λιμένας, ή μάλλον οι λιμένες της, παρουσίαζαν ιλιγγιώδες θέαμα. Σ’ αυτούς συναντιόντουσαν τα κάτεργα των Βυζαντινών, οι γαλέρες των Γενουατών, τα μονόξυλα των Ρώσων, τα ελαφρά και ταχύτατα πλοία των Αράβων, οι όποιοι —όπως άλλωστε όλοι οι θαλασσινοί του Μεσαίωνα— ήσαν εναλλάξ έμποροι και πειρατές, επιχειρηματίες μαζί και κουρσάροι. Ενώ στα προάστια της πόλεως, προς την Ασιατική ακτή, έφθαναν τα καραβάνια της Αραβίας, των Ινδιών και της Απώτατης Ανατολής καθώς και τα βαρύτατα αμάξια της Μεσοποταμίας και της Περσίας,   φορτωμένα  θησαυρούς  ολόκληρους.
Για να ρυθμιστεί όλη αυτή η κολοσσιαία εμπορική κίνηση, για να διευκολυνθεί το εμπόριο της εισαγωγής και το διαμετακομιστικό ήταν απαραίτητη η διαρκής, λεπτεπίλεπτη και προβλεπτική ενέργεια των άρχων και προσωπικό αρκετό  και υπαλληλική  παράδοση  στερεά, ώστε να μη επηρεάζεται από τα αλλεπάλληλα και συχνότατα πολιτικά γεγονότα. Έπρεπε επίσης η Αστυνομία να είναι άγρυπνη. Το Βυζάντιο ήταν περικυκλωμένο πάντοτε από εχθρούς και οι έμποροι, που ερχόντουσαν από τα άκρα του κόσμου δεν ήταν πάντοτε ειρηνικοί και ακίνδυνοι επιχειρηματίες. Ήσαν συχνότατα και κατάσκοποι ερχόμενοι να συνεννοηθούν με τους εγκατεστημένους στην Κωνσταντινούπολη ομοεθνείς τους και να προετοιμάσουν εκεί την επιδρομή της ερχόμενης άνοιξης.


Για να κανονισθεί η ελευθερία του εμπορίου, για να προστατευτεί το κράτος από τους ταραχοποιούς ξένους, για να ματαιωθούν τα σχέδια των υπόπτων, για να εξυπηρετηθεί η κοινωνία, για να εξασφαλισθεί όχι μόνον η τάξη, άλλα και η απαιτούμενη για την μεγάλη εκείνη πρωτεύουσα ευπρέπεια, χρειαζόταν μία πολυπληθής υπαλληλία, μία λεπτομερής και προβλεπτική, αλλά και εφαρμόσιμη νομοθεσία και ένας παντοδύναμος αρχηγός. Αυτός δε ήταν ο Έπαρχος της πόλης, μεγιστάνας μεγάλης δυνάμεως, συνδυάζοντας δύο ιδιότητες, του δικαστού και του Διευθυντή της αστυνομίας. Η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε όλη την πόλη και τους λιμένας, στα προάστια, μίλια ακόμη ολόκληρα στην ύπαιθρο χώρα, επί εντοπίων και ξένων, επί των αστών και επί του όχλου. Ανώτατη προληπτική και καταδιωκτική αρχή, ο Έπαρχος είχε πολλή εργασία στους ταραχώδεις εκείνους χρόνους.
Ένα μόνο μέρος των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του Έπαρχου περιγράφει το «Επαρχικόν Βιβλίον» του Λέοντος του Σοφού, στο μέρος το αναφερόμενο στις συντεχνίες της θεοφύλακτου Πόλεως. Και αυτό όμως το μέρος, που περιέχει σειρά αστυνομικών διατάξεων, αποδεικνύει αφ' ενός πόσα ζητήματα, τα οποία κολακευόμαστε να νομίζουμε ως σημερινά έγιναν από τότε και αφ' ετέρου πόσον σοφά φρόντιζε για τις μάλλον πολύπλοκους σχέσεις του πολίτου προς την εξουσία η διοίκηση του  Κράτους εκείνου.
Αυστηρά και προφυλακτική ήταν η Βυζαντινή μεσαιωνική αστυνομία απέναντι των ξένων εμπόρων. Οι εισάγοντες τα εμπορεύματα τους στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε να παρουσιαστούν στα γραφεία του Έπαρχου για να δηλώσουν τα εμπορεύματα τους, να τα πουλήσουν εντός τριών μηνών και να φύγουν. Αν στο διάστημα των τριών μηνών το εμπόρευμα δεν είχε εξαντληθεί, έπρεπε πάλι να παρουσιασθούν στον Έπαρχο, ο οποίος ν’ αποφασίσει τι θα γίνει. Εν πάσει περιπτώσει δεν φαίνεται πιθανόν, ότι δινόταν παράταση διαμονής σε εκείνο τον έμπορο, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει να εξαντλήσει εμπροθέσμως τα εμπορεύματα του.
Ενώ δε αυτά τα προφυλακτικά μέτρα λαμβάνοντο εναντίον των ξένων εμπόρων, απαγορευτικές διατάξεις εξαγωγής υπήρχαν και για μερικά είδη εγχωρίου βιομηχανίας όπως υφάσματα ορισμένα, μετάξι, πορφύρα κ.λ.π. Οι έμποροι έπρεπε να γνωρίζουν σε ποίους πωλούν τα υφάσματα αυτά, ώστε να μη εξαχθούν. Απαγορευόταν δε ρητώς η πώληση μετάξης στους Εβραίους.


Μία απόδειξη των φροντίδων για την ευπρεπή εμφάνιση της πόλης ήσαν οι κανονισμοί των θέσεων πώλησης των διαφόρων εμπορικών ειδών. Από την Χαλκή Πύλη έως το Μίλιο —μίαν από τις κεντρικές λεωφόρους της πρωτεύουσας— επιτρεπόταν να έχουν τα καταστήματα τους οι μυροπώλες. Εις τα καταστήματα αυτά πωλούντο τα μυρωδικά της ανατολής: νάρδος, λίβανος, σμύρνα, αλόη μύρα, βάλσαμον, μόσχος, θύμος, μελισσόφυλλον, και ειδή βαφικης, τα όποια χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της εποχής εκείνης. Καταστήματα λοιπόν πολυτελείας είχαν την θέση τους στο κεντρικότατο εκείνο μέρος της πόλης.
Η Χαλκή Πύλη ήταν μια από τις μεγάλες πύλες των ανακτόρων, η οποία ήταν στολισμένη με εικόνες τού Ιησού Χριστού. Η αστυνομική διάταξη, η ορίζουσα εις τους  μυρεψούς την περιφέρεια αυτή για την ανάπτυξη της δραστηριότητας τους  προσθέτει  ότι  μόνον  αυτοί πρέπει να έχουν τα καταστήματα τους εκεί, και αυτό διότι η ευλάβεια προς τις εικόνες και ο σεβασμός προς τα βασιλικά προπύλαια μόνο ευωδία επιτρέπει εκεί. Επίσης τα καταστήματα των χρυσοχόων έπρεπε να είναι στην μέση, της μεγάλης λεωφόρου, η όποια διέσχιζε την πρωτεύουσα. Εις τα εργαστήρια αυτά εργαζόντουσαν δημόσια χρυσοχόοι, ώστε και το μέρος εκείνο να στολίζουν και να είναι υπό διαρκή επιτήρηση. Αντιθέτως μερικά ειδή, απαραίτητα μεν αλλ’ όχι και διακοσμητικά, έπρεπε να είναι συγκεντρωμένα σε ορισμένα μέρη και άλλα εκτός της πόλεως. Τοιουτοτρόπως οι ιχθυοπώλες έπρεπε να εκθέτουν τα ψάρια των στις Μεγάλες Καμάρες, οι Μακελλάριοι —οι κρεοπώλες— τα «θρέματα» των εις το   Στρενάγιον και οι  ιππέμποροι τα άλογα τους εις τον Γαύρον.
Μόνον οι σαλδαμάριοι —οι σημερινοί παντοπώλες— είχαν δικαίωμα να ανοίγουν τα καταστήματα τους παντού, διότι τα είδη τους ήσαν κοινής χρήσης και πρώτης ανάγκης. Σε πλατείες, σε κεντρικούς δρόμους, σε παρόδους, οι σαλιδαμάριοι, πωλούσαν κρέας, ψάρια, παστά, βούτυρο, τυρί, μέλι, λάδι, όσπρια, καρφιά, γύψο, σταφίδα και βυτία.
Πόση χρήση σαπουνιού γινόταν εκείνη την εποχή και επομένως πόσα σαπωνοποιεία υπήρχαν, αποδεικνύουν οι διατάξεις περί σαπωνοπρατών. Ο προτιθέμενος ν’ άνοιξη σαπωνοποιείο έπρεπε ν' απόδειξη στον Έπαρχο, ότι είχε τα προσόντα και τα καταστήματα έπρεπε ν' απέχουν το ένα από το άλλο τουλάχιστον πήχεις επτά η πόδας δώδεκα, ώστε να μη αναπτύσσεται υπερβολικός συναγωνισμός. Βαρύτατες δε ήσαν οι ποινές εκείνων που νόθευαν το σαπούνι.


Στην Κωνσταντινούπολη, όπου η καλλιτεχνία των αργυρών και χρυσών σκευών είχε τόσο μεγάλη εξάπλωση, η Αστυνομία της έπρεπε να λάβει μέτρα για να προστατεύσει τις εκκλησίες από κλοπές. Ο χρυσοχόος λοιπόν, ο οποίος αγόραζε Ιερόν σκεύος ακέραιο η «τεθλαμένον», εν άγνοια του Έπαρχου, τιμωρούνταν όπως και ο πωλητής. Επίσης ο χρυσοχόος έπρεπε να γνωρίζει από πού προέρχεται κάθε πράγμα το όποιο  πουλούσε.
Και για την κιβιδηλείαν λάμβανε αυστηρότατα μέτρα η Αστυνομία. Η Κωνσταντινούπολη, κέντρο τόσης εμπορικής και βιομηχανικής κίνησης, ανεγνώριζε πληρέστατα την ανάγκην να έχει νόμισμα υγιές που απολάμβανε την εμπιστοσύνη όλου του κόσμου. Πραγματικά δε το Βυζαντινό νόμισμα, καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του Μεσαιωνικού Ελληνικού κράτους —πλην συντομότατο χρονικών διαλειμμάτων— απολάμβανε της ίδιας εμπιστοσύνης  την οποίαν έχουν τα ισχυρότερα νομίσματα της σημερινής εποχής. Για να διατηρηθεί η καλή αυτή υπόληψη το κράτος επέβαλλε αυστηρότατες ποινές, όχι μόνον εις τους κιβδηλοποιούς, αλλά και σε εκείνους, που έξυναν τα νομίσματα και επομένως ελάττωναν την αξία τους.
Και όπως ασκείτο έλεγχος και εποπτεία στην εργασία των χρυσοχόων, έτσι επιβλεπόταν και η εργασία όλων των βιομηχάνων καθώς και τα σταθμά και τα ζύγια όλων των πωλητών. Σφραγιζόντουσαν λοιπόν τα ζύγια και τα σταθμά και τα έργα της χρυσοχοΐας και τα υφάσματα και είχαν το δικαίωμα να εισέρχονται κάθε στιγμήν στα εργοστάσια υφασμάτων οι αρμόδιοι για να εξετάσουν τα νήματα, ώστε να μη γίνεται νοθεία. Μία λεπτομέρεια της εποπτείας αυτής που αξίζει να σημειωθεί: Φαίνεται ότι βιομήχανοι του μεταξιού συνήθιζαν να βάφουν με αίμα. Ειδική διάταξη απαγόρευε το είδος αυτής της βαφής και η ποινή η επιβαλλομένη στον παραβάτη ήταν τρομερά. Του έκοβαν το χέρι.
Είναι αυτονόητον, ότι με τόση εμπορική κίνηση υπήρχαν και θέσεις σε διάφορες αγορές ιδιαιτέρως ευνοϊκές για το εμπόριο. Φυσικό είναι, ότι θ’ αναπτύσσονταν προσπάθειες εκ μέρους μερικών εμπόρων να εκτοπίσουν ένα ανταγωνιστή τους από το κατάστημα του, προσφέροντες ανώτερο ενοίκιο. Αυτό δεν το επέτρεπε η Βυζαντινή αστυνομία. Και έτσι υπήρχε ένα είδος διαρκούς ενοικιοστασίου. Ο έμπορος, ο οποίος θα προσέφερε μεγαλύτερο ενοίκιο,  είτε φανερά είτε  κρυφά, καταδικαζόταν εις μαστίγωση και φυλακιζόταν. Αφού όμως εμπόδιζε αυτού του είδους τον αθέμιτο συναγωνισμό η αστυνομία, έπρεπε να φροντίσει, ώστε να μη ζημιώνονται οι καταστηματάρχες από τους γυρολόγους. Και πραγματικά απαγορευόταν το διαλάλημα των εμπορευμάτων και μόνον υφάσματα κατωτέρας χρήσης, και αυτό για να διευκολύνουν τον λαό σε προμήθεια των, είχε δικαίωμα ο γυρολόγος να περιφέρει επ’ ώμου στους δρόμους.


Το διαλάλημα εν τούτοις, το επιτρεπόμενο εις τους γυρολόγους δεν επιτρεπόταν στους εμπόρους της μετάξης. Το εμπόριο αυτό, του όποιου η Κωνσταντινούπολις επέμενε να κράτηση το μονοπώλιο, έπρεπε να διεξάγεται μετά σοβαρότητας. Ο αποφασισμένος να διαφημίσει τα εμπόρευμα του με θόρυβο, διωχνόταν από την συντεχνία «μετά πληγών και ύβρεων». Ποία διαδικασία απαιτούταν για να δοθούν ποινές εις στον ανήσυχο έμπορο δεν τις αναφέρει το «Επαρχικό Βιβλίο». Δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να λησμονήσουμε, ότι ο Έπαρχος ήταν ταυτοχρόνως και δικαστής, ότι είχε «έδραν» ιδικήν του, εις την οποίαν δίκαζε τας παραβάσεις των αστυνομικών διατάξεων —απαράλλακτα, όπως σήμερα το πταισματοδικείο — και επομένως, για να μην αναφέρεται ο τρόπος της παραπομπής και της διαδικασίας, σημαίνει, ότι αυτός θα ήταν πολύ γνωστός εις τους ενδιαφερομένους.
Δια μέσου των διατάξεων των αναφερομένων σε όλες τις συντεχνίες φαίνεται καθαρά η προσπάθεια του κράτους να προστατεύσει τον πολίτη από κάθε συγκέντρωση και απόκρυψη ειδών εμπορίου. Σε περιστάσεις ανωμάλους για το κράτος, σε περιπτώσεις θαλασσίου αποκλεισμού, όταν πολλάκις οι εχθροί έφθαναν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως και έκλειναν τους μεγάλους προς αυτήν εμπορικούς δρόμους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα βρέθηκαν κερδοσκόποι έτοιμοι να προαγοράσουν ορισμένα είδη, να τ' αποκρύψουν και να τα δίδουν έπειτα στην κατανάλωση  με   υπέρογκο   και  αθέμιτο κέρδος.
Η μεσαιωνική Ελληνική Αστυνομία έλαβε μέτρα προληπτικά και μέτρα απαγορευτικά των διαθέσεων αυτών. Με την καταγραφή και την συγκέντρωση των εμπορευμάτων σε ορισμένα μέρη, η υπηρεσία του Έπαρχου γνώριζε ακριβώς ποία είδη και σε πόσες ποσότητες εισήρθαν και σε ποιον άνηκαν. Ποινές που ποίκιλλαν από την διαπόμπευση μέχρι την αποκοπή του χεριού και για μερικά είδη μέχρι και θανάτου. Με τον τρόπο αυτόν περιόριζαν σημαντικότατα την αισχροκέρδεια.  
Τελικά η νοθεία σε όλα τα είδη που επιδέχονταν αλλοίωση καταδιωκόταν αμείλικτα. Όσον άφορα τους αρτοποιούς, ήσαν ελεύθεροι από κάθε υπηρεσία δημόσια, δεν στρατεύονταν, και η επίταξης δεν περιελάμβανε και τα ιδικά των ζώα για να είναι πάντοτε απασχολημένοι στο έργο της τροφοδοσίας του λαού. Ο Έπαρχος κανόνιζε την τιμή του σίτου, σε συνεννόηση με τους προϊσταμένους της συντεχνίας των αρτοποιών, αναλόγως της παραγωγής και της εισαγωγής. Με διαταγές του Έπαρχου, κανονίζονταν το κέρδος τόσον των αρτοποιών, όσον και των άλλων έμπορων. Το «Επαρχικόν Βιβλίον» Λέοντος του Σοφού, αποτελεί σημαντική μαρτυρία της τελειότητας της Μεσαιωνικής Ελληνικής διοικήσεως. Σε εποχή που επιμένουμε ν’ αγνοούμε και η οποία ήταν εποχή σκότους για την Δύσιν, το Βυζαντινό Κράτος προσπάθησε να ρυθμίσει τις σχέσεις της προσφοράς και της κατανάλωσης επί βάσεων τις οποίες —οφείλουμε να το ομολογήσουμε— δεν πετύχαμε ακόμη παρά τις προόδους σε όσα ισχυριζόμαστε, ότι μας συνέδραμαν τα νέα διοικητικά  συστήματα.

Διασκευή από το ομότιτλο άρθρο του Γ. Τσοκόπουλου που δημοσιεύτηκε στα «Αστυνομικά Χρονικά» τεύχος 405/1.4.1970



Λίγα Λόγια για τον συγγραφέα :

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1923)

Ο Γεώργιος Τσοκόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε ως συνεργάτης της εφημερίδας Παλιγγενεσία και στη συνέχεια δημοσίευσε άρθρα και κυρίως χρονογραφήματα (κάποτε με τα ψευδώνυμα Φάλσταφ, Φιλέας Φογγ και Ριπ) στις εφημερίδες Αστραπή, Νέον Άστυ (όπου ήταν και αρχισυντάκτης για δώδεκα χρόνια), Νέα Ημέρα, Αθήναι, Καιροί (όπου ήταν διευθυντής τη διετία 1915-1917), Ομόνοια (Αλεξάνδρειας, όπου ήταν διευθυντής τη διετία 1893-1895) και Εστία (όπου ήταν διευθυντής τη διετία 1920-1922). Συνεργάστηκε επίσης με τα περισσότερα αθηναϊκά περιοδικά και ημερολόγια. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο ως συγγραφέας κωμειδυλλίων και δραμάτων, που παραστάθηκαν από το Βασιλικό Θέατρο και θιάσους όπως του Συντάγματος, της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης. Γνωστός είναι ωστόσο κυρίως ως συγγραφέας των πρώτων αθηναϊκών επιθεωρήσεων από κοινού με τους Πολύβιο Δημητρακόπουλο (Εδώ κι εκεί – 1905) και Μπάμπη Άννινο (Παναθήναια). Έγραψε επίσης κείμενα για μελοδράματα και οπερέττες, καθώς επίσης θεατρικές μεταφράσεις, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (διηγήματα, μυθιστορήματα, ιστορικά μυθιστορήματα, παιδικά αναγνώσματα). 

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεωργίου Τσοκόπουλου βλ. «Τσοκόπουλος Γεώργιος Β.», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 23. Αθήνα, Πυρσός, 1933.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου