Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Χρήστου Μπουλώτη : Στις αναστάσιμες αιώρες του Απρίλη




Η Κούνια ή Αιώρα όπως ονομάζεται σωστότερα, είναι ταυτισμένη με την ευχάριστη παιδική ηλικία. Όμως, ποτέ δεν έχουμε σκεφτεί, και πως να το σκεφτεί κανείς εάν δεν το γνωρίζει ότι  η Αιώρα είναι ένα πανάρχαιο Ελληνικό παιχνίδι, με βαθιές ρίζες στο συμβολισμό και τη μυθολογία και ότι η τελετουργία του συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου και τη μαγεία. Και ακόμη, ότι η αιώρηση, το κούνημα, έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Πολύ πίσω στην προϊστορία, όταν οι άνθρωποι δεν διέθεταν τη γνώση που διαθέτουμε σήμερα, οι ενέργειες τους καλύπτονταν πάντοτε από συμβολισμούς και δεισιδαιμονίες που σήμερα μας φαίνονται είτε αφελείς είτε παράδοξες. Και είναι λογικό να μας φαίνονται παράδοξα τα παλαιά δρώμενα, αλλά νομίζω ότι όλα όσα συνέβαιναν κάθε άλλο παρά αφελή ήταν, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι ήσαν αμεσότερα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον και τη φύση. Αυτή η αμεσότητα αντανακλάται στο παιχνίδι της Αιώρας, το οποίο στην πρωταρχική του μορφή κάθε άλλο παρά παιχνίδι ήταν. 

 

Στις αναστάσιμες αιώρες του Απρίλη

Του Χρήστου Μπουλώτη
Αρχαιολόγου-συγγραφέα

Τα θεμέλια του σπιτιού μας οι αναστάσιμες αιώρες, παλίνδρομα δοξαστικές. Μύρινα, Λήμνος. Του νεόδμητου σπιτιού μας, μπροστά απ' το παλιό σπίτι, το προσφυγικό, στην ξέφραγη αυλή με τη θεόρατη αμυγδαλιά, τις δυο μουριές, και τις συκιές που κατηφόριζαν στοιχηδόν προς τη θάλασσα. Τα δέντρα έπεσαν ένα πρωί -Αύγουστος του '80- για το χτίσιμο του σπιτιού, όχι όμως και οι θαλλερές εικόνες τους, βουτηγμένες σε πλημμυρίδα φως, εαρινό φως. Άθιχτα έμειναν τα πιο στιβαρά κλαδιά τους. Για να δένονται τα σχοινιά της αιώρας -τρεις, και καμιά φορά τέσσερις αιώρες στη σειρά. Για να συνεχίσουν να λικνίζονται μες στο μυαλό μας τα κορίτσια της δεκαετίας του '50. Όλες προσφυγικοί βλαστοί: Η Χαριτίνη, η Σουσάνα, η Μαρίτσα, η Νίκη, η Ελένη, η Αρτεμις, η Φρόσω η Μερόπη, κι ένα σωρό άλλες, εκεί στον ίδιο τόπο όπου παλιότερα λικνίζονταν οι μανάδες τους και των μανάδων τους οι μανάδες. Μικρός εγώ τότε, τα κορίτσια εκείνα μεστωμένα, δις ανοιξιάτικα μες στις φαρδιές λουλούδιαστές φούστες που θυμάμαι, ξαναμμένα, και δώστου πέρα δώθε, να τα κουνούν τα παλληκάρια της γειτονιάς στέλνοντάς τα με δύναμη -και βέβαια όλο νόημα- στα ύψη, κατά το πέλαγος μεριά, όπου το σκηνικό έκλεινε με Άθω στο βάθος του ορίζοντα, το βενετσιάνικο κάστρο στα δεξιά. Τα κοριτσίστικα σκέλη  ενωμένα  και  τεντωμένα  σαν σπαθιά ψιλόκοβαν τον αέρα φέτες, οι φούστες ν' ανεμίζουν σ' εράσμια αποκαλυπτήρια. Σημαίες αναστάσιμες, εαρινές! Θαλάσσια αύρα... Και γέλια, πειράγματα, πνιχτές φωνίτσες, μα προπαντός ευφορικό τραγούδι όσο βαστούσαν οι αιωρήσεις. Αρχής γενομένης πάντα με το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας [...]», που επανερχόταν κάθε τόσο επωδός, ακολουθούσε σταθερά η «Μηλίτσα» που 'ναι στον γκρεμνό τα μήλα φορτωμένη, «τα μήλα σου λιμπίστικα, καλέ, μα τον γκρεμνό φοβάμαι». Κι ύστερα τραγούδια άλλα, με λυρικό τον λόγο, εγκωμιαστικά των κοριτσιών, χωρίς σειρά και τάξη, έτσι ανάκατα, που ανακρατώ κάποια μικρά ξεφτίδια τους ακόμη.


Στις χαρές της αναστάσιμης αιώρας εμείς το παιδομάνι, σχεδόν αποκλεισμένοι, είχαμε μικρό μονάχα μερτικό. Πιο πολύ μπελάς στα πόδια των μεγάλων, φασαριόζηδες θεατές, γκρινιάρηδες, γιατί δεν νοούσαμε προς τι ο αποκλεισμός, αφού η κούνια δικαιωματικά ήταν ολοχρονίς δικό μας παιχνίδι. Κι όμως, όσο βαστούσαν οι αιωρήσεις, δεν θυμάμαι ν' ανέβηκε ποτέ παιδί πάνω τους. Μόνο όταν, με το σούρουπο, αποχωρούσαν χορτασμένοι οι μεγάλοι, ορμούσαμε ασυγκράτητοι εμείς στα απαγορευμένα σχοινιά. Κι ούτε κανένα απ' τα παλληκάρια θυμάμαι πάνω στην αιώρα. Ποιο θα αποτολμούσε να γίνει της ομήγυρης περίγελως διακυβεύοντας τον ανδρισμό του μέσα απ' την αλόγιστη αντιστροφή των ρόλων; Στο αναστάσιμο εκείνο διαλογικό παιχνίδι των αιωρήσεων, οι ρόλοι παραπληρωματικοί, αυστηρά μοιρασμένοι σύμφωνα με τους πανάρχαιους, όπως θα μάθαινα πολύ αργότερα, κώδικες της γλυκιάς αντιπαλότητας των φύλων: τα παλληκάρια, καλά γειωμένα, έπρεπε να σπρώχνουν, κι έσπρωχναν όποια κοπελιά σημάδευαν μυστικά ή φανερά για ταίρι. Τα κορίτσια αφήνονταν στα χέρια τους. Ανέβαιναν στα ύψη. Σαν εαρινό καλοκουρντισμένο εκκρεμές, πέρα δώθε, με τις παλίνδρομες κινήσεις να ρυθμολογούν, να διαβεβαιώνουν πως η Φύση καλά κρατεί όσο οι θνήσκοντες θεοί της βλάστησης, μαζί τους -έσχατος κρίκος- κι ο Χριστός, ανασταίνονται κάθε άνοιξη. Όσο η αιώρα ευαγγελίζεται έρωτα, ζευγαρώματα, ευγονικούς χυμούς. Γιατί το πανηγύρι εκείνο στην αυλή μας, καθώς ανασκαλεύω τώρα τις εικόνες του φιλτράροντας τες μέσα απ' την εξειδικευμένη γνώση, δεν είχε απλώς τελετουργικό χαρακτήρα. Δρώμενο τελετουργικό ήταν με τα όλα του, κι ας αγνοούσαν οι νεαροί πανηγυριστές κι οι άλλοι παρευρισκόμενοι τις θρησκευτικές του προεκτάσεις, τους μεστούς συμβολισμούς, το ριζοβόλημά του σε πανάρχαιες δοξασίες παγανιστικές. Και τους κανόνες του είχε το έθιμο και τις σιωπηρές απαγορεύσεις του και πράξη μιμητική ήταν και λόγος συνοδευτικός. Και τα δένδρα της αυλής μας, όπου αξημέρωτα την Κυριακή του Πάσχα τα παλληκάρια κρεμούσαν τις αιώρες, γίνονταν μέχρι και τη γιορτή του Αϊ-Γιώργη άλσος ιερό, πολυσύχναστο, με το νερό του λιθόχτιστου πηγαδιού μας αμίλητο και καθοσιωμένο απ' τους κλήδονες.
Με το πέρασμα στη δεκαετία του '60, η πασχαλιάτικη αιώρα, μαζί με τόσα άλλα μακροπαράδοτα λαϊκά μας έθιμα, ατόνησε βαθμιαία έως εξαλείψεως. Κι ήταν ανάμνηση μόνον οι αιώρες στο «ιερό άλσος» της αυλής μας, όταν την άνοιξη του 71, πρωτοετής φοιτητής πια κι από πολλά χρόνια στην Αθήνα, βρέθηκα νοσταλγός για Πάσχα στο νησί. Εις μάτην πρόσμενα τη δοξαστική αιώρηση που θα ανάγγελνε ερωτικά το «Χριστός ανέστη» μαζί με τη λιμπιστική «Μηλίτσα». Κανείς δεν ήρθε στην ξέφραγη ακόμη τότε αυλή μας, κι ούτε που σκέφτηκε κανείς στα σοβαρά να κρεμάσει σχοινιά στις συκιές, στις δυο μουριές και στη θεόρατη αμυγδαλιά. Ατελής μου φάνηκε και αμφίβολη εκείνη η Ανάσταση.
Την ίδια όμως εποχή, σαν αντιστάθμισμα, θαρρείς, άρχισαν οι εαρινές αιώρες των παιδικών μου χρόνων, με όχημα την αρχαιολογία και την αρχαία γραμματεία απ' τη μια, λαογραφία και εθνολογία απ' την άλλη, να διασταυρώνονται όλο και συχνότερα με εικόνες και μαρτυρίες του εθίμου από άλλους τόπους κι άλλους χρόνους. Να αποκτούν περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας μου έτσι βαθιές καταβολές, τις πολυσημικές διακλαδώσεις τους, την ιδιαίτερη πυκνότητα τους στη βαλκανική μας γειτονιά και προπαντός στις δικές μας αιγαιακές πατρίδες.


Ένα μικρό πήλινο ομοίωμα από τη μινωική Κρήτη, αυτό η πρώτη χειροπιαστή, η αρχαιότερη σωζόμενη αιώρα στο Αιγαίο. Του 15ου, πιθανότατα, αιώνα π.Χ. Η αιώρα, κτέρισμα από τάφο κοντά στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας, Μεσαρά. Κι εδώ, στην εναυσματική για μας τούτη εικόνα, γυναικεία πάλι η λικνιζόμενη μορφή, που ο δαίμονας της διατήρησης μάς την παρέδωσε ακέφαλη. Θνητή; Θεά; Ιέρεια ίσως; Άδηλο. Η αιώρηση, πάντως, αδιαμφισβήτητα πράξη τελετουργική, καθώς την σκέπει η επιφάνεια της θεότητας, αν κρίνει κανείς απ' τα πουλιά που επικάθονται στους δυο πεσσούς, υποδηλωτικούς προφανώς δέντρων, από όπου κρεμιέται το σχοινί. Στη σιωπηρή ευγλωττία της πήλινης Μινωίτισσας τυχαίνει ενίοτε να πιάνω απόηχους των τραγουδιών εκείνων που συνόδευαν τις αναστάσιμες αιώρες των παιδικών μου χρόνων. Γιατί σίγουρα δεν θα ήταν βουβή η κρητική αιώρηση: τραγούδια, ύμνοι θρησκευτικοί που θα δοξολογούσαν τη βλάστηση, τη θαυμαστή αναγέννηση της Φύσης, την ευεργετική επάνοδο ίσως κάποιας θνήσκουσας θεότητας. Και η σχετική μινωική τελετή δύσκολα να έπεφτε σε εποχή άλλη απ' την άνοιξη. Έτσι μας μαθαίνει η διαχρονικότητα του εθίμου, η οικουμενικότητα του. Από το βάθος του μακρού χρόνου, στο ινδικό έπος της Mahabharata, για τον εορτασμό της άνοιξης λικνίζονται σε ιερό άλσος οι αιώρες με τα νεαρά κορίτσια πάνω τους. Και στην αρχαία Αθήνα, άνοιξη πέφτουν οι τελετουργικές αιωρήσεις, μέσα στην κύρια εαρινή γιορτή των Ανθεστηρίων, που η τρίτη μέρα τους, οι Χύτροι, ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς. Νεαρά κορίτσια σε ηλικία γάμου έχουν κι εδώ την τιμητική τους. Και πώς αλλιώς, αφού, σύμφωνα με τον αιτιολογικό μύθο* που εκυκλείτο στο κλεινόν άστυ σχετικά με τη θέσπιση της τελετής, η αιώρα τιμούσε εξαγνιστικά την Ηριγόνη, τον γόνο δηλαδή του έαρος-ήρος, της άνοιξης. Την Ηριγόνη, την ανύπαντρη κόρη του βασιλιά Ικάριου, που, πρώτος αυτός, καλοδέχτηκε τον Διόνυσο στην Αττική. Την Ηριγόνη, που απελπισμένη κρεμάστηκε, λέει, σε δέντρο, όταν βρήκε τον πατέρα της νεκρό από το χέρι βοσκών, που πίνοντας ανέρωτο κρασί, και αμάθητοι στις συνέπειες της μέθης, εξέλαβαν το θεϊκό δώρο για φαρμάκι. Μπορεί ο μύθος να μη μιλάει για ανάσταση της κόρης, όμως το υπαινίσσεται, πιστεύω, το όνομα της, που παραπέμπει ευθέως σε θεότητα γονιμική, καθώς και η τελετουργική πράξη της αιώρησης αυτή καθεαυτή, με πρόδηλες τις διονυσιακές και τις ερωτικές της συνδηλώσεις. Απ' τον χειμώνα στην άνοιξη, από το σκότος στο φως, θάνατος και ανάσταση, το άωρο και το ώριμο, από την εφηβεία στην ενηλικίωση, στην ώρα γάμου. Αντιθετικές συζυγίες, καταστάσεις μεταιχμιακές, «τελετουργικά περάσματα». Λόγο διαφωτιστικό για τον ερωτικό και διονυσιακό καμβά της αθηναϊκής αιώρας έχουν και κάποιες ερυθρόμορφες παραστάσεις πάνω σε αττικά αγγεία του 5ου αιώνα π.Χ.: Ερωτιδέας, λόγου χάρη, κουνάει μια νεαρή Αθηναία, ενώ μια άλλη αθηναία κόρη αφήνεται στις ταλαντεύσεις νεαρού Σάτυρου.


Όμορφες παραστάσεις, περίτεχνες. Ωστόσο, απ' όλες τις αγγειογραφικές αιώρες προτιμούσα -από φοιτητής ακόμη- μια αυστηρή σκηνή πάνω σε αττική υδρία του 530-520 π.Χ., σήμερα στο Λούβρο. Και τούτο γιατί την αιώρα με την κοπελιά δεν την κουνούν οι άντρες που την πλαισιώνουν ευθυτενείς, αμέτοχοι σχεδόν, αλλά είναι έτοιμο, θαρρείς, να της δώσει το εναρκτήριο σπρώξιμο ένα μικρό αγόρι, μια σταλιά πιτσιρικάς, σαν κι εμάς της δεκαετίας του '50, που θα γκρίνιαζε κι εκείνο για τον αποκλεισμό του απ' το ανοιξιάτικο «παιχνίδι». Το άσμα που τραγουδούσαν οι κοπελιές στις αθηναϊκές αιώρες ξέρουμε ότι ονομαζόταν αλήτις, δεν παραδίδονται όμως, δυστυχώς, και τα λόγια του. Έτσι, βλέποντας τις αγγειογραφικές αιώρες, ολότελα αδέσμευτος από λόγια, μπαίνω συχνά στον πειρασμό να βάλω στα χείλη των νεαρών κοριτσιών της αρχαίας Αθήνας ερωτικά τραγούδια απ' τις εαρινές κούνιες της Νάξου, της Ρόδου ή της Λέσβου, μα προπαντός τη «Μηλίτσα», κι ακόμη -ήμαρτον, θε μου!- το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών»

ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τ.ΜΗ’ 

Ο αιτιολογικό μύθος της αιώρας


Ο μύθος που αφορά την εμφάνιση της αιώρας, στον Ελληνικό χώρο σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση της αμπελουργίας και τη λατρεία του θεού Διόνυσου, και το όλο ιστορικό είναι ένας τραγικός μύθος.
Σύμφωνα με αυτόν, ο αρχαίος ήρωας του Αττικού Δήμου της Ικαρίας, ονομαζόμενος Ικάριος, φιλοξένησε κάποιο βράδυ χωρίς να το γνωρίζει το θεό Διόνυσο, ο οποίος ευχαριστημένος απο τη φιλοξενία του Ικαριου τον δίδαξε πως να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί. Ο Ικάριος ακολουθώντας τις οδηγίες του Διόνυσου φύτεψε αμπέλια και παρασκεύασε κρασί με το οποίο μέθυσε κάποιους βοσκούς, δίνοντας ους να το πιούν σκέτο, χωρίς νερό. Τους έδωσε δηλαδή να πιούν » Άκρατον Οίνον «, σε αντίθεση με την πάγια τακτική των Ελλήνων, που την συναντάμε στη συνέχεια, να πίνουν τον οίνο νερωμένο, δηλαδή κρασί. Οι βοσκοί, μή γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε, ότι τους δηλητηρίασε και πάνω στην παραζάλη του μεθυσιού τον σκότωσαν και έκρυψαν το πτώμα του. Η κόρη του Ικάριου Ηριγόνη ή Εριγόνη άρχισε να τον αναζητά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να βρεί τα ίχνη του επί πολύ καιρό. Τον ανακάλυψε όμως, με τη βοήθεια της σκύλας της, της πιστής Μοίρας, και αφού του πρόσφερε τις τελευταίες εξυπηρετήσεις, έθαψε το πτώμα και γεμάτη θλίψη αυτοκτόνησε, κρεμασμένη από τα κλαδιά του δέντρου, κάτω από το οποίο είχε θάψει τον πατέρα της. Πεθαίνοντας καταράστηκε τις νεαρές κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια μοίρα. { Απολλόδωρος, βιβλιοθήκη, Γ’ 14,7 }
Και πράγματι μετά την αυτοκτονία της Ηριγόνης πολλές παρθένες-κόρες των Αθηνών αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμιά φανερή αιτία, παραφρονήσασαι η μία κατόπιν της άλλης, » έν σειρά «, εξ’ου και η ονομασία Σειρά του παιχνιδιού.
Ο μύθος υπονοεί εδώ ότι ο Διόνυσος οργισμένος από το φόνο του Ικάριου και την αυτοκτονία της Ηριγόνης, της οποίας το όνομα είναι σημαδιακό, θέλησε να τιμωρήσει τους Αθηναίους με το θάνατο των κορών τους. <> { Χαρ. Ι. Βουλοδήμου, Περί του Ιδιωτικού βιβλίου των αρχαίων Ελλήνων τομ. Β, σελ. 99 }
https://fainareti.wordpress.com/ελληνική-ιστορία/αιώρα-ένα-αρχαίο-ελληνικό-παιχνίδι/


Χρήστος Μπουλώτης





Ο Χρήστος Μπουλώτης είναι αρχαιολόγος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών.
Γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου το 1952. Μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σπούδασε ιστορία, αρχαιολογία και γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Γερμανία, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτωρ το 1980. Είναι καταξιωμένος αρχαιολόγος, ειδικευμένος στο μινωικό και μυκηναϊκό πολιτισμό. Έχει διδάξει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, σε μεταπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Kαλών Τεχνών. Από το 1985 εργάζεται στην Ακαδημία Αθηνών ως αρχαιολόγος-ερευνητής. Έχει πραγματοποιήσει ανασκαφές στη Σαντορίνη, στην Κρήτη, στην αρχαία Ηλίδα και από το 1995 ανασκάπτει την προϊστορική θέση Κουκονήσι στο Μούδρο της Λήμνου. Έχει συμμετάσχει σε πολλά αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και έχει δημοσιεύσει δεκάδες εργασίες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και άλλα έντυπα.

Ο παιδικός συγγραφέας

Ο Μπουλώτης είναι αναγνωρισμένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά της σχολικής ηλικίας. Ξεκίνησε να ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία το 1987 και τα βιβλία του διαπνέονται από αγάπη για το περιβάλλον, τα ζώα, το συνάνθρωπο, την ειρήνη και την αλληλοκατανόηση. Οι ιστορίες του είναι πρωτότυπες και συχνά έχουν αρχαιολογικό υπόβαθρο. Πολλά βιβλία του έχουν τύχει διεθνών διακρίσεων ενώ το 2007 του απονεμήθηκε το βραβείο παιδικού βιβλίου από την Ακαδημία Αθηνών. Έχει εκδώσει περισσότερα από 30 βιβλία.
Επίσης, έχει δημοσιεύσει ποιήματα κι έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές. Τα περισσότερα βιβλία του έχουν βραβευτεί
Μια άλλη αγάπη του Μπουλώτη είναι η συλλογή παλιών παιχνιδιών και παιδικών βιβλίων. Έχοντας πολύ μεγάλη προσωπική συλλογή, μία από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα, αποφάσισε να την δωρίσει στη Γενέτειρα του Λήμνο. Αυτή η συλλογή αποτέλεσε τον πυρήνα για την ίδρυση του Μουσείου Ιστορίας Παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου στο νησί.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου