Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Δεκαετία του ’60 : Οι εραστές του καλοκαιριού



Δεκαετία του ’60 : Οι εραστές του καλοκαιριού

Ένα «επάγγελμα» με θερινό ωράριο... Λέγονταν  «παπαγάλοι» και  σύχναζαν  στην  Πλατεία  Συντάγματος, στην   Ακρόπολη, σε κοσμικά νησιά και πλαζ, σε μερικά κλαμπ της Πλάκας. Στόχος τους ήταν οι ξένες κάθε προελεύσεως και ηλικίας και κυρίως όσες διέθεταν φουσκωμένο πορτοφόλι. Οι  «συνοδοί  τουριστριών»  σύχναζαν κυρίως στην πλατεία Συντάγματος, όπου πλεύριζαν  εύκολα τις μοναχικές ταξιδιώτισσες. Νεαροί που πίστευαν στη γοητεία τους τόσο, ώστε να μη θίγονται όταν η ξένη πλήρωνε τα έξοδα και των δυο τους, ήταν πάντα πρόθυμοι να συνοδεύσουν στο   μπάνιο,    στο   χορό,    στα    Μουσεία, παντού,   όποια   νεαρή   ή   ηλικιωμένη τουρίστρια έπεφτε στα δίχτυα τους.

Το καλοκαίρι κυκλοφορούσαν στην πλατεία Συντάγματος περιστέρια και «παπαγάλοι». Τα πρώτα ήταν -πουλιά -πού τρέφονται με σπόρους. Τα δεύτερα ήταν άντρες νεαρής ηλικίας, πού τρέφονταν από το πορτοφόλι των τουριστριών.
«Παπαγάλοι» ή «παπαγγάϊ» σημαίνει, στην τουριστική διάλεκτο, «ξεναγός» ή, ακριβέστερα, συνοδός τουριστριών. Έτσι ονομάστηκαν οι εραστές του καλοκαιριού από τα μέσα προς το τέλος των «fifties».
Τον ίδιο τίτλο απέκτησαν και οι νεαροί των sixties. Οι ντόπιοι «παπαγάλοι» ήταν δύο ειδών: Οι επαγγελματίες, καμιά τριανταριά τον αριθμό, πού ζούσαν αποκλειστικά και μόνο, χειμώνα - καλοκαίρι, απ' αυτή τη «δουλειά»- και οι ερασιτέχνες,  πού «εργάζονταν» μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Για ν’ απόκτηση ένας νέος αυτόν τον «τίτλο» έπρεπε κατ' αρχάς να μην είναι μεγαλύτερος από 36 χρόνων. Έπρεπε να είναι αρκετά αρρενωπός, μελαχρινός προς το μαύρο, αγριωπός, θρασύτατος και αρκετά ασυνείδητος. Έπρεπε να ξεροσταλιάζει από το πρωί ως το βράδυ στην πλατεία Συντάγματος, για να παρακολουθεί τις τουρίστριες, να ξέρει μερικές φράσεις από την αγγλική γλώσσα, να μην ιδρώνει τ’ αφτί του αν χτυπήσει λάθος πόρτα και φάει καμιά πανταχούσα και να γνωρίζει όλα τα στέκια όπου συχνάζουν οι τουρίστριες, από ζαχαροπλαστεία και μουσεία, μέχρι νησιά και παλιατζίδικα. Έπρεπε ν' αφιερώνει πολλές ώρες στο να ξεναγεί την αλλοδαπή ντάμα του, μ’ άλλα λόγια, να είναι ρέμπελος, με έντονη την τάση αποστροφής γι’ αυτόν τον ακατανόητο, κατά τη γνώμη του θεσμό, πού λέγεται δουλειά.
Έπρεπε να πιστεύει πολύ στον εαυτό του και προπάντων στη γοητεία του, ώστε να μη θίγεται όταν εκείνη ανοίγει το πορτοφόλι της για να πλήρωση τα έξοδα της. Και, ακόμη, να έχει τον τρόπο να της επιβάλει, σαν δώρο για τη συντροφιά του, να του πληρώνει και τα δικά του έξοδα.

ΠΡΟΪΟΝ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ


Οι «παπαγάλοι» είναι προϊόν του τουρισμού, δεδομένου ότι το 85% των τουριστριών -πού έρχονταν από χώρες, όπου η ψυχρότητα των ανδρών συναγωνίζεται την παγερότητα του κλίματος, δεν είχαν ανάγκη μόνον από ήλιο και θάλασσα, αλλά κι' από άλλα στοιχεία πού δίνουν ζωή και σφρίγος.
Ξεκινάγανε από τη μακρινή τους χώρα για να γνωρίσουν τις χώρες του ήλιου και τους θερμόαιμους άνδρες. Αναζητούσαν την περιπέτεια, το άγνωστο και τον άγνωστο, πού θα τις συντρόφευε όσον καιρό θα βρίσκονταν μακριά από τον τόπο τους.
Οι επαγγελματίες «παπαγάλοι» έκαναν συνήθως συντροφιά με ηλικιωμένες κυρίες, χωρισμένες ή ανύπανδρες, πού ερχόντουσαν στην Ελλάδα να γλεντήσουν τα δολάρια τους. Χάρις σ' αυτά είχαν ένα μόνιμο καβαλιέρο, στον όποιο έδιναν άφθονο χαρτζιλίκι, του έκαναν πολύτιμα δώρα, τον έπαιρναν μαζί τους στις κρουαζιέρες και καμιά φορά και στην χώρα τους. Αυτοί οι τύποι ήταν λίγοι και δηλωμένοι στην Αστυνομία, γιατί διέθεταν δυό κουσούρια πού τους έκαναν  επικίνδυνους:   νταηλίκι   και   θρασυδειλία.
Οι ερασιτέχνες «παπαγάλοι» ήταν άλλο πράγμα. Νέοι από 16 έως 35 χρόνων, κυρίως μαυριδεροί, με φαβορίτα ή παχύ μουστάκι, μοντέρνο ντύσιμο, με πουκάμισο ανοιχτό, πού αφήνει να ξεπροβάλλει το τριχωτό στήθος και κάποια καδενίτσα, με δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο και ταυτότητα στο χέρι. Ύφος βαρύ, σοβαρό, αδιάφορο, κάπως μουρτζούφλικο. Δείγμα, λέει, ανδρισμού. Αναπαυτικό κάθισμα στην πολυθρόνα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της και το βλέμμα να πηγαινοέρχεται ασταμάτητα, χωρίς καμιά κίνηση του κεφαλιού. Ώσπου να σταμπάρουν το ξένο κορίτσι, πού κάθεται μόνο τοπ λίγο πιο πέρα, να γράφει κάρτες ή να διαβάζει και να εκθέτει τα γυμνά του πόδια στον ήλιο.

ΕΙΧΑΝ «ΜΥΤΗ» ΚΑΙ ΘΡΑΣΟΣ


Το κορίτσι φαίνεται αδιάφορο για τη γύρω κίνηση. Έχει τη σιγουριά ότι το κοιτάζουν κι’ ακόμη, είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα βρει συντροφιά μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Γι' αυτό άλλωστε έκανε ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Σπούδαζε, και τις ελεύθερες ώρες του ίσως εργαζόταν σαν σερβιτόρα, ή μπέϊμπυ σίτερ, για να κερδίσει τα χρήματα των διακοπών της ατή χώρα του ήλιου και να γνωρίσει την περιπέτεια και τον ηλιοψημένο θερμόαιμο άντρα. Ξέρει ότι θα τον βρει κι ότι ίσως να χρειαστεί να τον πληρώσει.. Μα έχει φροντίσει και γι' αυτό. Τα αγόρια του ήλιου έχουν συνήθως στεγνή τσέπη. Είναι όμως πραγματικά αγόρια. Με αυτό το όνειρο πήρε το δισάκι της στον ώμο και ξεκίνησε.
Οι «παπαγάλοι» έχουν μύτη και μυρίζονται την περίπτωση. Έχουν και θράσος. Πώς αλλιώς θα είχαν άλλωστε αυτόν τον «τίτλο»; Με όλη τους την άνεση κάθονται στο τραπέζι της ή στο πλαϊνό κι' αφού την κοιτάξουν επίμονα τη ρωτούν:
—Είστε από την  Στοκχόλμη;
Εκείνη δίνει μιαν απάντηση. Από εκεί και πέρα αρχίζει ο διάλογος. Της λέει ότι είναι ηλεκτρομηχανικός ή πρώτος πλοίαρχος κι' έχει δουλέψει στη χώρα της ή ότι έχει ένα αδελφό εκεί πού σπουδάζει κι' άλλα τέτοια ψέματα. Αν είναι νιόβγαλτος ερασιτέχνης, της ζητά την άδεια να καθίσει στο τραπέζι της. Το κορίτσι δέχεται. Ο νεαρός στην αρχή νοιώθει κάπως αμήχανα και ανάβει τσιγάρο ή διώχνει τη σκόνη με τα δυό του δάχτυλα από την τσάκιση του παντελονιού του.

ΤΑ «ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ»


Οι ερασιτέχνες «παπαγάλοι» ένοιωθαν αμήχανα όταν μηχανεύονταν διάφορους τρόπους για να προσελκύσουν μία αλλοδαπή, κι' αυτό δεν είναι' σχήμα λόγου. Γιατί, καμία εκατοντάδα απ' αυτούς, είχαν κατεβεί από το χωριό ή την επαρχιακή πόλη για να κάνει ντόλτσε βίτα στην Αθήνα ή σε κανένα νησί. Έπρεπε λοιπόν να δικαιωθούν για τη στερημένη ζωή τους, για τις νύχτες που πέρασαν λευκές, μελετώντας την αγγλική άνευ διδασκάλου,  για τα απατηλά όνειρα στο χωράφι, στο τρακτέρ ή στο εργοστάσιο, όπου φαντάζονταν ότι ήταν ο Άνταμό ή ο Ζάν Λουΐ Τρεντινιάν ή ο γυιός κάποιου μεγαλοεπιχειρηματία, απ' αυτούς που φιγουράρουν στην κοσμική στήλη του περιοδικού και ημερήσιου Τύπου. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο, ότι πάνω από 500 ανήλικα αγόρια, το έσκαγαν κάθε καλοκαίρι από τα χωριά τους και άραζαν σε κοσμικά νησιά, προσπαθώντας να βρουν την συντροφιά μιας ξένης τουρίστριας. Αποδημητικά πουλιά, πού «παπαγάλιζαν» τη ζωή των πλουσίων, χωρίς να ‘χουν φτερά.
Μερικοί επιδίωκαν τη συντροφιά της ξένης κοπέλας και πλήρωναν και τα δικά της έξοδα. Ήταν εκείνοι πού εργάζονταν τις πρωινές ώρες και έπιαναν βάρδια μετά τις 7 το απόγευμα, αποκλειστικά και μόνο για να διασκεδάσουν.  Υπήρχαν όμως  κι' εκείνοι, που ήταν απένταροι, κι' όχι μόνο δέχονταν να τους πληρώνει η ξένη τα έξοδα τους, αλλά της κρατάγανε και το πορτοφόλι — με την πρόφαση ότι κυκλοφορούν ολόγυρα κλέφτες — και το διαχειρίζονται μέχρι την τελευταία του πεντάρα.
Κι' ερχόταν η μέρα, πού η κοπέλα έπρεπε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής για την ψυχρή της χώρα και διαπίστωνε ότι δεν της απέμεινε ούτε σέντσι. Και τότε κατέφευγε στην Πρεσβεία της χώρας της ή στο ώτο-στόπ ή στην Αστυνομία. Ο «παπαγάλος» δεν χρειαζόταν να ρίξει τον εγωισμό του και να κρατά στα χέρια του το πορτοφόλι της ντάμας του. Έβρισκε κι' άλλους τρόπους να της αποσπάσει χρήματα. Άλλοτε της έλεγε ότι το ποτό της στοίχιζε τρία δολάρια, ενώ στοίχιζε ένα, ή ότι ή διαδρομή Αθήνα — Φάληρο με ταξί του κόστισε 25 δολάρια. Τα ρέστα βέβαια έμπαιναν στην τσέπη του. Γι' αυτό, όσοι είχαν ανάγκη από χρήματα, προτιμούσαν τις ηλικιωμένες Αμερικανίδες, πού ήταν πολύ κουβαρντούδες.

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΑΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ



Ας δούμε λοιπόν την καθημερινή δράση του τότε «καμακιού», όπως αποκαλούσαν οι απ’ έξω, καθένα από τους «παπαγάλους» και τα «παπαγαλάκια».
Κεντρικός σταθμός επικοινωνιών· ένα ζαχαροπλαστείο της πλατείας Συντάγματος, με διεθνή προβολή, σαν το πιο κατάλληλο στέκι για ζευγάρωμα.
Η «εργασία» συνήθως αρχίζει το πρωί, κατά τις 9.30 μεταξύ καφέ και τσιγάρου. Καμιά φορά πιάνουν βάρδια, πιο νωρίς από τα γκαρσόνια, ερχόμενοι κατ’ ευθείαν στην «δουλειά» ύστερα από ξενύχτι. Ρίχνουν λίγο νερό στο πρόσωπο τους από την βρύση του ζαχαροπλαστείου, κολλάρουν τα μαλλιά τους και στήνουν καραούλι. Η ανίχνευση και η προσεδάφιση διαρκεί, το πολύ, μισή ώρα. Μετά, εκείνη πληρώνει και τα δύο ποτά και πηγαίνουν για μπάνιο. Το μεσημέρι πληρώνει για το φαγητό των δύο, το βράδυ στο κλαμπ, ξαναπληρώνει για δύο και καταλήγουν κάπου, όπου κι' εκεί πληρώνει δωμάτιο  για  δύο.
Την άλλη μέρα ή της λέει αντίο αλά ελληνικά, δηλαδή της δίνει ραντεβού και δεν πηγαίνει, ή, αν του αρέσει, μένει μαζί της και της δίνει ραντεβού και για το ερχόμενο καλοκαίρι.
Τα  καμάκια συνήθιζαν ν' αλλάζουν κοπέλες πιο συχνά από πουκάμισο. Το τελευταίο άλλωστε, οι περισσότεροι, το είχαν μοναδικό. Η αλήθεια όμως είναι ότι συχνότερα τους άλλαζαν εκείνες. Ήταν ικανές να παρατήσουν τον καβαλιέρο τους σύξυλο και να φλερτάρουν με κάποιον άλλον, πού θα τους άρεσε πιο πολύ. Οι «παπαγάλοι» δεν παρεξηγούντο. Σέβονταν την έννοια της ελευθερίας, και της ανεξαρτησίας, που χαρακτηρίζει τις ξένες, οι οποίες δεν δέχονται περιορισμούς και καταπιέσεις. Γι’ αυτό τις θαύμαζαν και ένοιωθαν άνετα μαζί τους. (Μη με ρωτάτε τώρα πως ένοιωθαν αν τέτοια καψόνια τους τα έκαναν   Ελληνίδες!!!)
Εκτός από την πλατεία Συντάγματος υπήρχαν κι' άλλες περιοχές όπου μπορούσαν να αναπτύξουν την δράση τους. Τέτοια «περάσματα» ήταν η Ακρόπολη, οι διάφοροι αρχαιολογικοί χώροι, τα τουριστικά νησιά μας και ιδιαίτερα η Μύκονος και η Ύδρα, καθώς και τα μουσεία. Στα τελευταία σύχναζαν τις ημέρες που η  είσοδος είναι  δωρεάν.
Άλλες περιοχές ήταν οι κοσμικές πλαζ, από Γλυφάδα μέχρι Βάρκιζα και μερικά κλαμπ της Πλάκας, που κάθε βράδυ ήταν γεμάτα από «παπαγάλους» και τουρίστριες. Άλλωστε όταν μια ξένη δεν εύρισκε το πρωΐ συντροφιά —πράγμα σπάνιο— κατάφευγε σε κάποιο κλαμπ της Πλάκας, πού της το σύστηνε ο ξενοδόχος της κι' εκεί ζευγάρωνε αμέσως. Οι πιο εύκολες για γνωριμία τουρίστριες ήταν οι νεαρές Σκανδιναβές και οι ηλικιωμένες Αμερικανίδες. Πιο συγκρατημένες οι  Αγγλίδες, οι Γαλλίδες κι’  οι Γερμανίδες.

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ... ΕΥΡΩΠΗ!


Αρκετοί «παπαγάλοι» μας, είχαν κάνει φροντιστήριο στην Ευρώπη, προτού ασκήσουν το «επάγγελμα» στην πλατεία Συντάγματος. Έτσι ήξεραν πολύ καλά, που και πώς θα ρίξουν τα δίχτυα τους και πουλάγανε έρωτα με το τσουβάλι. Πολλές ξένες τους ερωτεύονταν και τους έπαιρναν μαζί τους στις πατρίδες τους κάνοντας τους όλα τά έξοδα.  
Συχνά όμως και οι ίδιοι πιάνονταν στα δίχτυα του έρωτα, ιδιαίτερα τα πρωτόβγαλτα νεαροΰδια του επαγγέλματος. Μόλις έφευγε η ξένη έπεφταν σε μαύρη απελπισία, άρχιζαν την αλληλογραφία, έταζαν γάμο και ταυτόχρονα αρχίζουν και τους καυγάδες με το σπίτι τους.
Τι άνθρωποι όμως ήταν οι «παπαγάλοι»; Οι ίδιοι λέγανε για τον εαυτό τους ότι έχουν «Ιδέες Ίντερνάσιοναλ» και πίστευαν στη στενή σύσφιγξη των σχέσεων με όλες τις χώρες του κόσμου! Πίστευαν επίσης ότι είναι πολύ θερμόαιμοι άντρες, πολύ τζέντλεμεν με τις γυναίκες και καλύτεροι ποιοτικά από τους Ιταλούς συναδέλφους τους πού δεν άφηναν καμιά τουρίστρια να περάσει δίπλα τους αν δεν την τσιμπήσουν.

ΜΕ «ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ»



Αυτοί ήταν κυρίως «ναυτικοί» πού μπαρκάρησαν για λίγο και ξεμπαρκάρησαν γιατί τους πείραζε η θάλασσα ή η περιωρισμένη ζωή του βαποριού. Επηρεασμένοι από όσα αντίκρισαν στα ξένα λιμάνια πού έτυχε να τα επισκεφθούν για μια-δυό ώρες, έφερναν τις «ίντερνάσιοναλ εμπειρίες τους» στην πλατεία Συντάγματος και τις αξιοποιούσαν. Το ίδιο έκαναν και αρκετοί νεαροί, πρώην μετανάστες, πού έζησαν για μερικά χρόνια στο εξωτερικό και είδαν πώς ζουν σήμερα οι αλλοδαποί νέοι. Ούτε ν' ακούσουν δεν ήθελαν για Ελληνίδα. Μόνο κοντά σε μια ξένη ένοιωθαν να δικαιώνεται ο αντρισμός και η υπόληψη τους.
Ανάμεσα τους υπήρχαν και αρκετοί φοιτητές, προερχόμενοι από το εξωτερικό, πού περνούσαν τις διακοπές τους στην Αθήνα και συνέχιζαν τις «σπουδές» τους στην κοσμική πλατεία, όπως ακριβώς έκαναν και στην αλλοδαπή, μια και είχαν χάσει τον δρόμο πού οδηγούσε στη Πανεπιστήμιο. Κι’ ας έστελνε ο μπαμπάς το τσεκ κι' η μαμά την ευχή της.
Τέλος ήταν κι’ εκείνοι, πού λόγω ξενομανίας, επιδίωκαν την συντροφιά μιας ξένης κι’ άς της πληρώσουν όλα της τα έξοδα. Σ' αυτούς συγκαταλέγονται  και κάποιοι ηλικιωμένοι.
Οι επιχειρήσεις όμως κάποιων «παπαγάλων», αρκετές φορές ξεπερνούσαν τα όρια, και γι’ αυτό πολύ συχνά οδηγούνταν στο Αστυνομικό Τμήμα. Αυτοί άλλωστε ήταν γνωστοί στην Αστυνομία ότι πλάσαραν αφελείς νέες σε πλούσιους κυρίους ή τις παρέσυραν σε ομαδικά όργια ή τις έκλεβαν και δυσφημούσαν τον τόπο και τα καθωσπρέπει καμάκια.

Πληροφορίες από παλιό ρεπορτάζ της Αγγελικής Δαμίγου δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου