Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Ανωγειανοί : Όπως οι Κουρήτες

Στα βήματα των Κουρητών, τέσσερις νέοι χορεύουν Ανωγειανό Πηδηχτό, μέσα στη σπηλιά που γεννήθηκε ο Δίας…


Ανωγειανοί : Όπως οι Κουρήτες

Όπως οι Κουρήτες, έτσι κι εμείς γιορτάζουμε ακόμα και στο κοιμητήριο!»

Ο μαχητικός παπάς τον Ανωγείων Ανδρέας Κεφαλογιάνης μιλώντας λέει για το συγκεκριμένο έθιμο:

«Με δεδομένο ότι οι Κουρήτες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης και δημιούργησαν τον πρώτο πολιτισμό στο νησί, θα πούμε ότι βοήθησαν στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής.
Εδώ στα Ανώγεια είναι κοινή γνώση ότι οι Κουρήτες έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη γέννηση και την ανατροφή του Δία. Οι Κουρήτες φύλασσαν την είσοδο της σπηλιάς ώστε να μην πλησιάσει κανείς και, μόλις γεννήθηκε το θείο βρέφος, ο Δίας, ανέλαβαν να το προσέχουν μέχρι να μεγαλώσει.
Άγρυπνοι φρουροί οι Κουρήτες, όταν το μωρό έκλαιγε, χτυπούσαν δυνατά τα πόδια τους στη γη χορεύοντας ή σε άλλη παραλλαγή χτυπούσαν τύμπανα και τις μεταλλικές ασπίδες τους ώστε με τον θόρυβο που έκαναν να καλύψουν το κλάμα, αλλιώς το θεϊκό μωρό κινδύνευε από τον Κρόνο.
Οι Ανωγειανοί δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν εαυτούς απογόνους των Κουρητών και ως τέτοιοι γιορτάζουμε και τον θάνατο όπως ακριβώς και τη ζωή! Συχνά οι νέοι του χωριού πηγαίνουν στους τάφους φίλων ή συγγενών και τους μνημονεύουν κάνοντας καντάδα με μαντολίνο. Αυτά ίσως να φαίνονται υπερβολικά και ξένα στις κοινωνίες του σήμερα, όμως σε μας είναι ακριβώς στοιχείο της ανωγειανής κουλτούρας μας και της -ας πούμε χωρίς να φαίνεται αλαζονικό- μοναδικότητάς μας. Παράδοση είναι η κληρονομιά του παρελθόντος. Εγώ λέω παράδοση είναι το ομαδικό παρελθόν. Ο σεβασμός στην παράδοση δεν σημαίνει πισωγύρισμα ούτε σημαίνει αγκίστρωση στο παρελθόν. Σημαίνει έχω ταυτότητα και στερεές βάσεις για να χτίσω το μέλλον».

Ο χορός του θανάτου 
στα ηρωϊκά Ανώγεια


Αν κάποιος ξενομερίτης βρέθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης εκείνη την μέρα του Ιούνη του 2014 θα  παραξενεύτηκε βλέποντας παλληκάρια να χορεύουν, γύρω από το φέρετρο μιας εμβληματικής φυσιογνωμίας του χωριού, τον ανωγειανό πηδηχτό, χωρίς τους ήχους της λύρας.
Το αρχαίο έθιμο αναβίωσε στο ιστορικό χωριό της Κρήτης προς τιμήν ενός μεγάλου γλεντζέ, που «έφυγε» στα 81 του χρόνια. «Στον Άδη έχει γλέντι» έλεγαν οι κάτοικοι πριν τον αποχαιρετήσουν.
Το αρχαίο έθιμο αναμφίβολα ξενίζει αυτόν που παρακολουθεί μια κηδεία που συνοδεύεται με βουβό χορό γύρω από το φέρετρο του νεκρού, χωρίς τραγούδι ή συμμετοχή λύρας. Η εικόνα αναμφίβολα προκαλεί ανατριχίλα και μεικτά συναισθήματα. Ο μόνος ήχος που ακούγεται στη διάρκεια του χορού είναι τα πόδια των χορευτών και οι λυγμοί από τους συγγενείς.
Όλα αυτά συνέβηκαν, όταν πέθανε ο Μερτζανομανώλης (όπως ήταν το παρατσούκλι που του είχε βγάλει το χωριό), δηλαδή ο Εμμανουήλ Σταυρακάκης, σε ηλικία 81 ετών. Ο αείμνηστος υπήρξε μια εμβληματική μορφή για τα Ανώγεια. Κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, πέρασε όλη τη ζωή του στη Νίδα και στα πρόβατα, και μεγάλωσε δύσκολα αλλά με αξιοπρέπεια την οικογένεια του. Ψυχαγωγία όλων τότε ήταν οι καντάδες και τα γλέντια στους γάμους, στα οποία ο εκλιπών άφησε ιστορία με τον γεμάτο πάθος χορό του αλλά και τις μαντινάδες του. Γνήσιος μερακλής, περπάτησε κάθε εκατοστό του χωριού τραγουδώντας σε καντάδες δίπλα στα ιερά τέρατα της μουσικής παράδοσης της Κρήτης.
Μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του προκαλούσε τον σεβασμό σε όλους τους νεότερους Ανωγειανούς γλεντζέδες και μερακλήδες. Αυτόν τον μεγάλο μερακλή λοιπόν οι Ανωγειανοί αποφάσισαν να τον αποχαιρετήσουν με έναν χορό την Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014.
Πλήθος κόσμου περίμενε καρτερικά για ώρα έξω από την Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, παρά την αφόρητη ζέστη, για να αποτίσει τον ύστατο φόρο τιμής πάνω από το φέρετρο του, αλλά και να εκφράσει ένα λόγο συμπαράστασης στους οικείους του. Ανάμεσα τους, συντετριμμένοι, πολλοί καλλιτέχνες της κρητικής μουσικής, στις νότες των οποίων χόρευε τον περίφημο ανωγειανό πηδηχτό ο εκλιπών.
Οι στιγμές στο κοιμητήριο συγκλόνισαν. Τα παιδιά του Μερτζανομανώλη χόρεψαν γύρω από το φέρετρο του τον ανωγειανό πηδηχτό, χωρίς τους ήχους της λύρας. Ο Μανώλης Σταυρακάκης έφυγε όπως του άρμοζε, με ένα ολόκληρο χωριό πάνω από την τελευταία κατοικία του και ένα διάσπαρτο βουβό θρήνο για μια ολόκληρη εποχή που φεύγει οριστικά μαζί του. Αμέσως μετά τον βουβό χορό ακούστηκε η μαντινάδα:

«Έκλεισε ο κύκλος τση ζωής

και φεύγεις για τον Άδη,

μα ο χορός σου ζωντανός,

ξόμπλι χωρίς ψεγάδι».

Η εφημερίδα των Ανωγείων έγραφε την ίδια ημέρα, κάτω από τον τίτλο «Σήμερα στον Άδη έχει γλέντι», τα εξής:
«Ο χορός με μπροστάρη τον Μερτζανομανώλη συνεχίζεται στον Κάτω Κόσμο, εκεί όπου πολλοί άλλοι μερακλήδες και λυράρηδες των Ανωγείων και της Κρήτης θα στήσουν αψίδα για να υποδεχθούν έναν από τους κορυφαίους μιας περήφανης ράτσας. Ο Μερτζάνης δεν πέθανε, μπορεί το σώμα του να "έφυγε", όμως τα πατήματα του από τα μαύρα ζαρωμένα στιβάνια του θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στους δρόμους και στα σοκάκια του χωριού. Ο μοναδικός, αληθινός και γνήσιος τρόπος με τον οποίο χόρευε και πατούσε την κρητική γη θα μείνουν για πάντα στις μνήμες όλων των Ανωγειανών που είχαν την τύχη να τον ζήσουν από κοντά.   
Και πραγματικά ο Μερτζανομανώλης ήταν η ατόφια έκφραση της ανωγειανής λαϊκής παράδοσης, ήταν ο άνθρωπος εκείνος που κουβαλούσε μεσάτου την αγνότητα, το φιλότιμο, την ντομπροσύνη και πάνω απ' όλα τη λεβεντιά. Μια λεβεντιά που ήταν διάχυτη τόσο μέσα από τα βήματα του χορού του όσο και μέσα από τις μαντινάδες του στις εκατοντάδες καντάδες που έκανε στα στενοσόκακα του χωριού, τραγουδώντας για τον έρωτα, την αγάπη, τη λύπη, τη χαρά, τον θάνατο.
Αυτή η ψηλόλιγνη φιγούρα, βγαλμένη μέσα από τα καζαντζακικά διηγήματα, με το κλασικό μαύρο κεφαλομάντηλο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο ίδιος ο Ψηλορείτης με ανθρώπινη μορφή Καλό ταξίδι, Μανώλη, και καλά γλέντια εκεί που θα πας».

Οι θρυλικές μαντινάδες του


Μερικές από τις πιο γνωστές μαντινάδες του Μερτζανομανώλη είναι:

Η ομορφιά χωρίς καρδιά είναι κουφό καρύδι,
μοιάζει με ρόδο ψεύτικο που μυρωδιά δε δίδει.

Χωρίς να δεις προξενητή έβγαλες πως σε θένε,
όμως καρδιές για λόγου σου να μάθεις πως δεν κλαίνε.

Πρόβαλε στο παράθυρο του γιασεμιού ξεστάχι,
τα κάλλη σου λιγνό κορμί άλλη καμιά δεν τα 'χει.

Τα μονοπάτια μου θωρώ και είναι δασωμένα,
κι αν δε τα κάμω καλουριά αλίμονο σε μένα



Από άρθρο του Δημήτρη Ριζούλη στην «κυριακάτικη δημοκρατία»
Για την διασκευή : Κων. Γραικιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου