Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Προφήτης Μωάμεθ (Μουχάμαντ ιμπν Αμπντ Aλλάχ)

 Περσική μινιατούρα με θέμα την αποκάλυψη του Γαβριήλ στον Μωάμεθ (1307)

 Προφήτης Μωάμεθ (Μουχάμαντ ιμπν Αμπντ Aλλάχ)


Ο Μωάμεθ (Μουχάμαντ ιμπν Αμπντ Aλλάχ, 22 Απριλίου 571 - 8 Ιουνίου 632) ήταν Άραβας ηγέτης από τη Μέκκα, ο οποίος ένωσε την Αραβία σε ένα ενιαίο θρησκευτικό κράτος υπό το Ισλάμ.
Σύμφωνα με τους παραδοσιακούς Μουσουλμάνους βιογράφους, γεννήθηκε περίπου το έτος 571 μ.Χ. στη Μέκκα (Μακκά) και πέθανε στις 8 Ιουνίου 632 μ.Χ. στη Μεδίνα (Μαντίνα)· και οι δυο αυτές πόλεις βρίσκονται στην περιοχή Χετζάζ της σημερινής Σαουδικής Αραβίας. Κατά γράμμα, Μωάμεθ σημαίνει «ιδιαίτερα αξιέπαινος» στην αραβική γλώσσα.
Θεωρείται από τους Μουσουλμάνους ότι υπήρξε ο τελευταίος προφήτης ο οποίος στάλθηκε για να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα με το άγγελμα του Ισλάμ. Ο Μωάμεθ καθόρισε με το θρησκευτικό του μήνυμα και τις πολιτικές-κοινωνικές πρωτοβουλίες του την εξέλιξη του αραβικού κόσμου και επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με το Ιερό Κοράνιο, ο Μωάμεθ είναι «Προφήτης» και «Απόστολος του Θεού», «ο τελευταίος αγγελιοφόρος» του Θεού ο οποίος στάλθηκε για να αποσαφηνίσει τις Γραφές στους πιστούς. (Κοράνιο 2:101· 5:13-19· 9:32, 33)
Με βάση την ηλικία του θανάτου του, τα χρόνια της παρουσίας του στη Μέκκα και στη Μεδίνα, καθιερώνεται η άποψη πως ήταν περίπου σαράντα ετών όταν ξεκίνησε να κηρύττει ως προφήτης. Σύμφωνα με τον Ιμπν Ισχάκ, και όπως είναι ευρύτερα αποδεκτό, γεννήθηκε κατά τον τρίτο μήνα του ισλαμικού ημερολογίου (Rabi' al-awwal).
Αρκετά ποιήματα υποστηρίζουν την υπόθεση πως ανήκε στην επιφανή πατριά της Μέκκας Μπανού Χασίμ, η οποία ωστόσο φαίνεται πως δεν ευημερούσε κατά την περίοδο του Μωάμεθ[10]. Ο πατέρας του, Αμπντ Αλλάχ, πέθανε λίγους μήνες πριν τη γέννησή του,  ενώ η μητέρα του, Αμίνα, πέθανε όταν ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών. Την ανατροφή του ανέλαβε τότε ο παππούς του και ο θείος του. Η έμφαση που δίνεται στις ισλαμικές κοινωνίες γύρω από την προστασία των ορφανών πηγάζει εν μέρει από το γεγονός πως ο ίδιος ο Μωάμεθ υπήρξε ορφανός. Το οικογενειακό δέντρο της μητέρας του συνδεόταν πιθανώς με τη Μεδίνα, χωρίς να διευκρινίζεται σαφώς με ποιο τρόπο. Για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια λίγα είναι γνωστά.
Κατά την παράδοση, η Αμίνα έστειλε το βρέφος στην έρημο, τηρώντας έτσι το έθιμο επιφανών οικογενειών της εποχής, μέσα από το οποίο κάποιος διδασκόταν την αυτοπειθαρχία και ερχόταν σε επαφή με τις αραβικές παραδόσεις. Στην έρημο πέρασε αρκετά χρόνια και τέθηκε υπό την φροντίδα της φτωχής Χαλιμά, από την φυλή των Μπανού Σαντ.
Σε νεαρή ηλικία ταξίδεψε στη Συρία συνοδεύοντας για εμπορικούς σκοπούς τον θείο του, Αμπού Ταλίμπ. Σύμφωνα με μία από τις παραλλαγές αυτής της εξιστόρησης, συνάντησαν στη διαδρομή έναν χριστιανό μοναχό, ονόματι Μπαχίρα, ο οποίος προέβλεψε το μέλλον του νεαρού Μωάμεθ. Από τις βιογραφικές πηγές διαφαίνεται πως ο Μωάμεθ απέκτησε εμπειρία στο εμπόριο, γεγονός που ίσως συνδέεται με το κοινό αραβικό όνομα Αμίν (δηλ. έμπιστος, φερέγγυος) που του δόθηκε στη νεότητά του και καταγράφεται από πληθώρα πηγών.
Σε ηλικία 25 ετών νυμφεύτηκε την πλούσια χήρα Χαντίτζα, η οποία εικάζεται πως τον είχε προσλάβει στην υπηρεσία της για να χειρίζεται τις εμπορικές υποθέσεις της. Εκείνη ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη σε ηλικία και ο γάμος τους υπήρξε ο πλέον ευτυχισμένος στη ζωή του Μωάμεθ. Κατά την παράδοση, η Χαντιτζά ήταν σαράντα ετών όταν παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ωστόσο υποστηρίζεται επίσης πως ενδεχομένως ήταν κατά πολύ νεότερη. Ο Αμπντουλάχ ιμπν Μασούντ αναφέρει την ηλικία των 28 ετών που κατά μία άποψη μοιάζει πιθανότερη με δεδομένο πως μετά το γάμο της γέννησε έξι παιδιά. Έζησε με την Χαντίτζα περίπου 25 χρόνια, αποκτώντας τέσσερις κόρες και αρκετούς γιους, οι οποίοι ωστόσο πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο διάστημα αυτό δεν παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, παρά το γεγονός πως η πολυγαμία ήταν επιτρεπτή και συνήθης. Τόσο η Χαντιτζά, που ανήκει στις αγίες κατά το Ισλάμ, όσο και η Φάτιμα αντιμετωπίζονται με μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια. Κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο Μωάμεθ αποφάσισε να απελευθερώσει και να υιοθετήσει τον δούλο του, Ζαΐντ, ο οποίος παρέμεινε στην υπηρεσία του για αρκετά χρόνια. Από το γάμο του με τη Χαντίτζα μέχρι την ηλικία των σαράντα περίπου ετών, σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για το βίο του.

Η περίοδος στη Μέκκα

Ανήσυχη θρησκευτική φύση ο Μωάμεθ, φιλοσοφούσε πάνω σε προβλήματα της ζωής, της κοινωνίας, της αδικίας, της τελικής παγκόσμιας κρίσης και συχνά αποζητούσε τη μοναξιά των πολλών σπηλαίων στα όρη κοντά στην πόλη του, όπου καθόταν βυθισμένος σε περισυλλογή. Είναι δύσκολο να καθοριστεί σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε από τις μονοθεϊστικές ιδέες και τα κινήματα που ήταν γνωστά στην Αραβία των αρχών του 7ου αιώνα. Έχει υποστηριχθεί πως η ανάδειξη του Μωάμεθ σε θρησκευτικό ηγέτη συντελέστηκε σταδιακά, μέσα από εκτεταμένες περιόδους στοχασμού, ωστόσο κατά την ισλαμική παράδοση αυτό συνέβη σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή με την αποκάλυψη του αρχάγγελου Γαβριήλ. Στο σπήλαιο του Χίρα κοντά στη Μέκκα, ο Μωάμεθ, σε ηλικία περίπου 40 ετών (610 μ.Χ.) και κατά το μήνα του Ραμαντάν, οραματίστηκε τον Γαβριήλ στη μορφή ενός άνδρα, που τον βεβαίωσε ότι θα ήταν «ο απεσταλμένος του Θεού». Στη συνέχεια του ζήτησε να «απαγγείλει» και τον ασπάστηκε. Επανέλαβε το αίτημα τρεις φορές πριν του αποκαλυφθούν για πρώτη φορά στίχοι του Κορανίου (σούρα αλ Άλακ, 96:1-5). Σύμφωνα με την παράδοση, μεσολάβησαν τρία χρόνια μεταξύ της πρώτης αποκάλυψης και του δημόσιου κηρύγματος του Μωάμεθ. Η παύση (αλ-φάτρα) αυτή - που στην πραγματικότητα μέσα από διαφορετικές αφηγήσεις προσδιορίζεται μεταξύ έξι μηνών και δυόμιση ετών - παραμένει αίνιγμα και πιθανώς προκύπτει από τις προσπάθειες των βιογράφων του να ανακατασκευάσουν τη σωστή χρονική αλληλουχία των γεγονότων της ζωής του, όπως αυτά προκύπτουν, όμως, μέσα από αντιφατικές πηγές. Η Χαντιτζά ήταν η πρώτη που ασπάστηκε το μήνυμα του Μωάμεθ και τον πίστεψε ως προφήτη. Μεταξύ των πρώτων υπήρξαν ακόμα ο φίλος του Αμπού Μπακρ, καθώς και ο εξάδελφός του, Αλί, πριν ο κύκλος των ακολούθων του μεγαλώσει περισσότερο περιλαμβάνοντας επίσης τον θείο του, Χαμζάζ, αλλά και γνωστές προσωπικότητες της Μέκκας. Παράλληλα, ο Μωάμεθ γνώρισε και σκληρή εναντίωση. Μέρος αυτής πήγαζε από την αντίληψη πως η νέα θρησκεία που κήρυττε την πίστη σε έναν Θεό και ήταν αντίθετη στην ειδωλολατρεία και τον πολυθεϊσμό θα έθετε σε κίνδυνο την προνομιούχο θέση της Κάαμπας, που ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο διαφορετικών φυλών και συνεπώς θα επηρέαζε τις εμπορικές δραστηριότητες που συνόδευαν τις μετακινήσεις πιστών στη Μέκκα. Πολυάριθμες παραδόσεις κάνουν λόγο για την εχθρότητα που γνώρισε ο Μωάμεθ από τους πολυθεϊστές της Μέκκας. Οι διώξεις των ακολούθων του πιθανώς υπήρξε ένας από τους κύριους λόγους για την προσωρινή μετανάστευση ορισμένων στην Αβησσυνία. Κεντρικά θέματα στο πρώιμο κήρυγμά του ήταν η ηθική του ανθρώπου, η ευθύνη του απέναντι στο δημιουργό του, η τελική κρίση και η ανάσταση των νεκρών, με ζωντανές περιγραφές των απολαύσεων που θα ακολουθούσαν τους πιστούς στον παράδεισο και των μαρτυρίων όσων κατέληγαν στην κόλαση. Οι νέες θρησκευτικές ιδέες του σχετίζονται στο Κοράνιο με όλους τους «λαούς του Βιβλίου», στους οποίους ανήκουν ακόμα οι χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες. Κατά την παραμονή του στη Μέκκα, διαφαίνεται πως ο Μωάμεθ δεν στόχευε στη δημιουργία μιας νέας θρησκείας, αλλά λειτουργούσε ως προφήτης των Αράβων, προσπαθώντας να προειδοποιήσει για την επερχόμενη ημέρα της κρίσεως.
Ένα από τα αμφιλεγόμενα περιστατικά του βίου του στη Μέκκα καταγράφεται από τον Πέρση ιστορικό Αλ Ταμπαρί και τον Ιμπν Σαντ. Σύμφωνα με τη σχετική αφήγηση, κατά τη διάρκεια που ο Μωάμεθ απήγγειλε τη σουρά Αλ Νατζμ, ο σατανάς παρενέβη στο λόγο του προσθέτοντας δύο στίχους που οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ο Μωάμεθ αποδεχόταν την ύπαρξη τριών θεοτήτων της Μέκκας. Την αλήθεια περί των «σατανικών στίχων» αποκάλυψε αργότερα στον Μωάμεθ ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Η ιστορία αυτή απορρίπτεται από την πλειοψηφία των μουσουλμάνων ως μεταγενέστερη εφεύρεση, αντίθετα με τους περισσότερους Ευρωπαίους βιογράφους του Μωάμεθ. Στα επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής βάσης της ιστορίας ανήκει το γεγονός πως διασώζονται αρκετές παραλλαγές της, και πως εφόσον οι μουσουλμάνοι την αρνούνται κατηγορηματικά ως υποτιμητική, θα ήταν παράλογο να επινοήσουν την ιστορία αυτή μεταγενέστερα. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διαθέτει συμβολική αξία, υποδηλώνοντας πως ο μονοθεϊσμός του Μωάμεθ διαμορφώθηκε σταδιακά. Από την άλλη πλευρά, η πληθώρα παραλλαγών και κυρίως οι ασυνέπειες μεταξύ τους αποτελεί συγχρόνως αντεπιχείρημα, ενώ έχει υποστηριχτεί επίσης πως οι «σατανικοί στίχοι» είναι ξένοι προς το εννοιολογικό πλαίσιο της σουράς Αλ Νατζμ και εν γένει με το μήνυμα του Ισλάμ. Επιπλέον υποστηρίζεται πως η λέξη al gharaniq, που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό των γυναικείων θεοτήτων από τον Μωάμεθ στους «σατανικούς στίχους», δε συναντάται σε καμία άλλη λογοτεχνική αναφορά ή παραδοσιακή αφήγηση με παρόμοιο τρόπο.
Το 619, ο θάνατος της Χαντιτζά και του θείου του Αμπού Ταλίμπ επηρέασαν βαθιά τον Μωάμεθ, την ίδια εποχή που η προσπάθεια διάδοσης του μηνύματός του αποτύγχανε. Σύμφωνα με ορισμένες αφηγήσεις (σίρα), σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής του έλαβαν χώρα δύο θαύματα, το Ισράα («Νυχτερινό Ταξίδι»), που αναφέρεται στο ταξίδι του Μωάμεθ από τη Μέκκα στο τέμενος Αλ-Ακσά των Ιεροσολύμων πάνω σε φτερωτό άλογο (Μπουράκ) μέσα σε μια νύχτα, και το Μιιράτζ («Ανάληψη»), που περιγράφει την ανάληψη του Μωάμεθ. Ο Ιμπν Σαντ διαχωρίζει τα δύο γεγονότα και τοποθετεί την ανάληψη κατά τη νύχτα της 27ης ημέρας του Ραμαντάν, δεκαοκτώ μήνες πριν τη Χίτζρα (φυγή στη Μεδίνα), ενώ το νυχτερινό ταξίδι τη δέκατη έβδομη νύχτα πριν τη Χίτζρα. Ο Ιμπν Χισάμ παραδίδει αντίθετα πως τα δύο γεγονότα προηγήθηκαν του θανάτου της Χαντίτζα και του Αμπού Ταλίμπ, ενώ ο Αλ Ταμπαρί αναφέρεται μόνο στην ανάληψη του Μωάμεθ που, κατά τον ίδιο, συνέβη πολύ νωρίτερα, πριν ακόμα ξεκινήσει το δημόσιο κήρυγμά του. Η μεταγενέστερη ισλαμική παράδοση συνδύασε τελικά τις δύο ιστορίες σε μία, με τέτοιο τρόπο ώστε μετά το πέρας του «νυχτερινού ταξιδιού» του Μωάμεθ στην Ιερουσαλήμ να ακολουθεί η ανάληψή του. Η Ιερουσαλήμ θεωρείται για αυτό το λόγο τρίτη ιερότερη πόλη για τους μουσουλμάνους, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωάμεθ ανέβηκε στους επτά ουρανούς, όπου τον καλωσόρισαν όλοι οι προφήτες του παρελθόντος, μεταξύ αυτών ο Ιησούς και ο Μωυσής. Επιπλέον, ο Θεός του αποκάλυψε την τελική μορφή και αριθμό των καθημερινών προσευχών, δίνοντας ακόμα μια σειρά από εντολές που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τις Δέκα εντολές του Μωυσή. Πιστεύεται, από τους παραδοσιακούς μουσουλμάνους, ότι η ανάληψη του Μωάμεθ υπήρξε όχι μόνο πνευματική εμπειρία αλλά και υλικής υπόστασης, όπως ισχύει και στη χριστιανική πίστη με την ανάληψη του Ιησού. Άλλοι σύγχρονοι μελετητές αποδέχονται το Μιιράτζ μόνο ως πνευματική εμπειρία. Παρόμοιες αποκαλύψεις ο Μωάμεθ βίωσε στη συνέχεια, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ίδιος θεωρούσε πως αποτελούσαν θεϊκές οδηγίες, τις οποίες υπαγόρευε κατόπιν στους συντρόφους του. Τόσο η πρώτη αποκάλυψη του Γαβριήλ, όσο και η εμπειρία του Ισράα, περιγράφονται από τον Μωάμεθ ως οπτικές εμπειρίες, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που χαρακτηρίζονται ως αποκλειστικά ακουστικές. Στη διάρκεια αυτών, ο Μωάμεθ βίωνε πόνο και ίδρωνε υπερβολικά, παρουσιάζοντας συμπτώματα παρόμοια με αυτά της μαλάριας.
Χωρίς να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια διάδοσης του μηνύματος του Ισλάμ, την περίοδο 620-1 ο Μωάμεθ ήρθε σε επαφή με αντιπροσωπείες από την πόλη Γιαθρίμπ (Yathrib), βόρεια της Μέκκας, αποτελούμενη από μέλη των δύο σημαντικότερων φυλών της πόλης που σταδιακά ασπάστηκαν το Ισλάμ. Μετά από μία καθοριστική συνάντηση στην πόλη Αλ-Ακαμπάχ το 622, επισημοποιήθηκε συμφωνία με τους κατοίκους της Γιαθρίμπ ώστε ο Μωάμεθ και οι ακόλουθοί του να μετεγκατασταθούν στην πόλη, όπου θα απολάμβαναν προστασία. Τότε, ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στους πιστούς να εγκαταλείψουν τη Μέκκα διακριτικά, σε μικρές ομάδες. Ο ίδιος αναχώρησε για τη Γιαθρίμπ συνοδευόμενος από τον Αμπού Μπακρ. Η φυλή των Κουραΐς είχε ήδη αποφασίσει να εξοντώσει τον Μωάμεθ, ο οποίος τελικά κατάφερε να διαφύγει. Σύμφωνα με παραδοσιακή ισλαμική εξιστόρηση, που απορρίπτεται από την πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών της Δύσης, ο Μωάμεθ κρύφτηκε σε σπηλιά η οποία κατόπιν καλύφθηκε από ιστούς αραχνών και σπηλιές πουλιών. Όταν μέλη των Κουραΐς έφθασαν στη σπηλιά, αποφάσισαν να μην εισέλθουν καθώς οι απείραχτοι ιστοί μαρτυρούσαν πως κανένας δεν θα μπορούσε να είχε κρυφτεί εκεί. Η φυγή του Μωάμεθ, γνωστή ως Εγίρα ή Χιτζρά (Hijra, αραβ. هِجْرَة) ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 622 και θεωρείται τόσο σημαντικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία ώστε σηματοδοτεί την έναρξη του ισλαμικού ημερολογίου. Με την άφιξή του στη Γιαθρίμπ, η πόλη μετονομάστηκε «Μαντινάτ αλ Ναμπί», δηλαδή «πόλη του Προφήτη», ή Μεδίνα.


Μινιατούρα που απεικονίζει στιγμιότυπο από το Ισράα και Μιιράτζ, με τον Μωάμεθ πάνω σε φτερωτό άλογο, από το Jami' al-Tawarikh του Rashid al-Din (Περσία, 1307, σήμερα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου).

Η περίοδος στη Μεδίνα

O Μωάμεθ έφτασε στο χωριό Κουμπά (Qubāʾ), σε μικρή απόσταση από τη Μεδίνα, μετά από ταξίδι είκοσι ημερών και εκεί διέταξε να χτιστεί το πρώτο τέμενος του Ισλάμ. Όταν εγκαταστάθηκε τελικά στη Μεδίνα, διαμορφώθηκε εκεί η πρώτη ισλαμική κοινότητα, αποτελούμενη αρχικά από τους εξόριστους της Μέκκας και τους κατοίκους της Μεδίνας που ασπάστηκαν το Ισλάμ. Από τις αραβικές φυλές, ο Μωάμεθ συνάντησε εναντίωση μόνο από λίγες οικογένειες. Αντιπαλότητες μεταξύ διαφορετικών φυλών συνέχισαν να διατηρούνται, ενώ σταθερή υπήρξε και η παρουσία μιας ισχυρής εβραϊκής παροικίας, της οποίας η εχθρότητα με τη νέα ισλαμική κοινότητα μεγάλωσε. Στο δεύτερο έτος της Εγίρας ο Μωάμεθ διαμόρφωσε το λεγόμενο «σύνταγμα της Μεδίνας», που αποτελούσε μια επίσημη γραπτή συμφωνία, μέσα από την οποία καθορίζονταν οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων και οικογενειών. Το κείμενο, όπως είναι γνωστό μέσα από το έργο του Ιμπν Ισχάκ, θεωρείται ενδεικτικό των διπλωματικών δεξιοτήτων του. Ως ανώτερη αρχή για τη διευθέτηση οποιασδήποτε διαφωνίας αναγνωριζόταν ο Θεός και ο Μωάμεθ, ενώ παράλληλα διαμορφωνόταν μια ενιαία κοινότητα (ummah), σε ένα περίκλειστο έδαφος, ακόμα όχι αμιγώς μουσουλμανική καθώς περιλαμβάνονταν σε αυτή Εβραίοι και πολυθεϊστές. Εν τέλει, ο Μωάμεθ κατέστη ο απόλυτος άρχων της κοινότητας, ως διοικητής, δικαστής, στρατιωτικός ηγέτης και προφήτης ταυτόχρονα. Για τους μουσουλμάνους, αυτή υπήρξε η πρώτη ιδανική ισλαμική κοινωνία, όπου η ενσωμάτωση των διαφόρων φυλών, οικονομικών και κοινωνικών ομάδων, βασιζόταν στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Μωάμεθ διαχώρισε τα μέλη της κοινότητας σε εκείνους που είχαν μεταναστεύσει μαζί του από τη Μέκκα (muhajirun) και σε όσους είχαν προσηλυτιστεί στη Μεδίνα (ansar), επιβάλλοντας συγχρόνως κάθε μέλος της μιας ομάδας να «υιοθετήσει» ένα μέλος της άλλης στο οποίο θα πρόσφερε τη βοήθεια του, ενδυναμώνοντας με αυτό τον τρόπο τις σχέσεις τους. Δεν είναι γνωστό με ακρίβεια το μέγεθος της πρώιμης μουσουλμανικής κοινότητας, ωστόσο παραδοσιακές εξιστορήσεις αναφέρουν πως έξι μήνες μετά την άφιξη του Μωάμεθ στη Μεδίνα αριθμούσε περίπου 1500 μέλη.
Την περίοδο αυτή, η εχθρότητα εκ μέρους των Κουραϊσιτών παρέμενε ισχυρή, όπως φαίνεται και από το γεγονός πως ορισμένοι οικειοποιήθηκαν τα υπάρχοντα και την περιουσία όσων κατέφυγαν στη Μεδίνα. Με τη σειρά τους, εκείνοι πραγματοποιούσαν επιδρομές σε καραβάνια από τη Μέκκα από ή προς τη Συρία, προκειμένου να εξασφαλίσουν υπάρχοντα ίσης αξίας. Από τις συνολικά 74 επιδρομές που αριθμεί ο άραβας ιστορικός αλ-Γουακιντί, οι επτά χρονολογούνται στους πρώτους έντεκα μήνες μετά τη Χιτζρά, με συμμετοχή του Μωάμεθ κυρίως σε εκείνες που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 623. Παράλληλα φρόντιζε να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις κινήσεις των Κουραϊσιτών. Την ίδια περίοδο ο Μωάμεθ επικαλέστηκε νέα θεϊκή προσταγή (Κοράνιο 22:39-40) που από τους μουσουλμάνους ερμηνεύτηκε ως κήρυξη πολέμου στους ειδωλολάτρες Κουραΐσίτες της Μέκκας. Οι επιδρομές αυτές ήταν αναμφίβολα επικίνδυνες και ριψοκίνδυνες, καθώς τα καραβάνια συνοδεύονταν συνήθως από ένοπλη φρουρά ενώ η σχετική εμπειρία των μουσουλμάνων ήταν πολύ μικρή. Πέρα από το πρακτικό αποτέλεσμα της αντιμετώπισης της φτώχειας της κοινότητας, εξυπηρετούσαν πιθανώς μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους του Μωάμεθ, ο οποίος εξοπλισμένος με μια βαθιά πίστη στη θέληση του Θεού, όπως αυτή του αποκαλυπτόταν, παρέβλεψε τις αντικειμενικές δυσκολίες μιας πολεμικής σύγκρουσης με τη Μέκκα. Συγχρόνως, η Μεδίνα πρόσφερε ορισμένα τακτικά πλεονεκτήματα λόγω της γεωγραφικής θέσης και της μορφολογίας του εδάφους της.

Μάχη του Μπαντρ

Το Μάρτιο του 624 πραγματοποιήθηκε μια από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορία του Ισλάμ, στην περιοχή Μπαντρ της δυτικής Αραβίας (σημ. Σαουδική Αραβία). Αντιμέτωποι ήταν περίπου 1000 Κουραϊσίτες και περίπου 300 μουσουλμάνοι οι οποίοι επιδίωξαν να στήσουν ενέδρα σε πλούσιο καραβάνι από τη Μέκκα, το οποίο προοριζόταν να σταθμεύσει στο Μπαντρ. Ο διοικητής του καραβανιού, Αμπού Σουφιάν (Abu Sufyan), αντιλήφθηκε το σχέδιο των μουσουλμάνων και απέστειλε μήνυμα στη Μέκκα, με αποτέλεσμα σύντομα να σπεύσει στην περιοχή ο στρατός των Κουραϊσιτών, υπό τις οδηγίες του Αμπού Τζαλ. Αλλάζοντας την πορεία του, το καραβάνι έφτασε με ασφάλεια στη Μέκκα και όταν ο Μωάμεθ με τους συντρόφους κατέφθασαν στο Μπαντρ, ήρθαν τελικά αντιμέτωποι με το στρατό του Αμπού Τζαλ. Αρκετοί από το στρατό της Μέκκας επιθυμούσαν την αποφυγή της πολεμικής σύγκρουσης καθώς ανάμεσα στους μουσουλμάνους βρίσκονταν επίσης συγγενικά πρόσωπα ή μέλη της ίδιας πατρίας. Εισήλθαν έτσι στη μάχη με μεγάλη επιφύλαξη, σε αντίθεση με τους συντρόφους του Μωάμεθ, των οποίων το ηθικό αποδείχτηκε καθοριστικό για την έκβαση της σύγκρουσης, παρά το αριθμητικό μειονέκτημα. Οι μουσουλμάνοι έχασαν 14 πολεμιστές στη μάχη. Από το στρατό των Κουραϊσιτών σκοτώθηκαν 49-70 άνδρες, με περίπου ισάριθμους αιχμαλώτους από τους οποίους ορισμένοι θανατώθηκαν ενώ άλλοι απελευθερώθηκαν έναντι καταβολής λύτρων. Αν και με τα σύγχρονα δεδομένα η μάχη του Μπαντρ φαίνεται μικρής σημασίας, αποτέλεσε το σημαντικότερο ίσως στρατιωτικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία, καθώς θεωρείται αρκετά πιθανό πως σε περίπτωση ήττας η πρώιμη μουσουλμανική κοινότητα θα κατέρρεε. Για τους μουσουλμάνους, η νίκη στο Μπαντρ θεωρήθηκε αποτέλεσμα θεϊκής παρέμβασης, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσε την πεποίθηση πως ο Μωάμεθ ήταν προφήτης και απόστολος του Θεού.

Μάχη του Ουχούντ



Μετά τη μάχη του Μπαντρ, ο Μωάμεθ εκδίωξε από τη Μεδίνα την εβραϊκή φυλή Καϊνούκα. Επιπλέον συνεχίστηκαν οι επιδρομές σε καραβάνια που προέρχονταν από τη Μέκκα, γεγονός που οδήγησε στην απόφαση των Κουραϊσιτών να λάβουν πιο δραστικά μέτρα. Το 624-5, με στρατό περίπου 3.000 ανδρών υπό τις οδηγίες του Αμπού Σουφιάν, κινήθηκαν προς τη Μεδίνα. Παρά την προτροπή αρκετών συντρόφων του να αμυνθούν εντός της Μεδίνας, ο Μωάμεθ επέλεξε να μεταφέρει το στρατό του στην πλαγιά του όρους Ουχούντ. Ενώ αρχικά η μάχη εξελισσόταν υπέρ τους, εξαιτίας της απειθαρχίας μιας ομάδας τοξοβόλων που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, οι μουσουλμάνοι τελικά ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, ειδικά από τη στιγμή που διαδόθηκε πως ο Μωάμεθ είχε σκοτωθεί στη μάχη. Στην πραγματικότητα, ο Μωάμεθ είχε τραυματιστεί, ωστόσο κατάφερε να διασωθεί με τη βοήθεια συντρόφων του, εκμεταλλευόμενος και το γεγονός πως ο στρατός των Κουραϊσιτών δεν επιδίωξε να συνεχίσει την επίθεσή του. Σε περίπτωση που ο στρατός του Αμπού Σουφιάν επέλεγε να κινηθεί προς τη Μεδίνα, θεωρείται μάλλον βέβαιο πως δεν θα μπορούσε να συναντήσει ισχυρή αντίσταση και ενώ αρχικά κατευθυνόταν πίσω στη Μέκκα επανεξετάστηκε το ενδεχόμενο να επιστρέψει τελικά στη Μεδίνα συνεχίζοντας την επίθεσή του. Τελικά το ενδεχόμενο αυτό αποτράπηκε χάρη στην έμπνευση του Μωάμεθ να παραπλανήσει τον αντίπαλό του. Μια ομάδα βεδουίνων που ανήκε στη φυλή Khuza συνάντησε τυχαία τον Μωάμεθ και τους συντρόφους του. Κατόπιν σχεδίου, ο αρχηγός των βεδουίνων, ονόματι Μαμπάντ, έδωσε ψευδείς πληροφορίες στους Κουραϊσίτες, λέγοντας στον Αμπού Σουφιάν πως στην πορεία τους οι βεδουίνοι είχαν συναντήσει έναν πολυάριθμο μουσουλμανικό στρατό αποφασισμένο να πολεμήσει και να εκδικηθεί. Αυτή η παραπλανητική πληροφορία απέτρεψε τελικά το στρατό της Μέκκας να εισβάλλει στη Μεδίνα.

Μάχη της Τάφρου


Το επόμενο διάστημα, ο Μωάμεθ διαπραγματεύτηκε συμμαχίες με διάφορες πατριές, ενώ παράλληλα διενεργούσε επιδρομές εναντίον άλλων εχθρικών φυλών επιδιώκοντας να αποτρέψει μια πιθανή στρατιωτική συνεργασία τους με τη Μέκκα. Δύο χρόνια μετά τη μάχη του Ουχούντ, η φήμη του Μωάμεθ είχε εξαπλωθεί και στη σφαίρα επιρροής του ανήκαν πλέον μακρινές περιοχές που εκτείνονταν μέχρι το νότο της Μέκκας και ανατολικά μέχρι την περιοχή της Γιάμαμα. Οι μουσουλμάνοι είχαν επιπλέον κατορθώσει να ελέγχουν τις εμπορικές οδούς προς τη Μέκκα, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στην οικονομία της πόλης. Κατά το Νοέμβριο του 626, ήταν ήδη γνωστό πως ο Αμπού Σουφιάν ετοίμαζε μια μεγάλη στρατιωτική επιδρομή στη Μεδίνα. Κατά τον Ιμπν Ισχάκ, οι Ιουδαίοι που είχαν εκδιωχθεί νωρίτερα από τη Μεδίνα και κατέφυγαν στην περιοχή Χεϊμπάρ ήταν εκείνοι που έπεισαν τους Κουραϊσίτες της Μέκκας να επιτεθούν. Η εκδοχή αυτή αμφισβητείται, καθώς θεωρείται πιθανότερο πως η κρίσιμη οικονομική κατάσταση της Μέκκας ήταν από μόνη της ένα ισχυρότερο κίνητρο. O στρατός της Μέκκας αριθμούσε περίπου 10.000 άνδρες που προέρχονταν από διάφορες φυλές. Περισσότεροι σε πλήθος ήταν οι Κουραϊσίτες (4.000 άνδρες) και οι βεδουίνοι Γαταφάν (περ. 2.000). Περίπου 700 άνδρες προέρχονταν ακόμα από τη φυλή Σουλαϊμ, ενώ οι υπόλοιποι από μικρότερες φυλές που συμμετείχαν είτε επί πληρωμή είτε με σκοπό να λάβουν μερίδιο από μελλοντικά λάφυρα. Ο στρατός της Μεδίνας αριθμούσε περίπου 3.000 άνδρες και περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης. Σε αντίθεση με τη μάχη του Ουχούντ, οι μουσουλμάνοι δεν αντιμετώπισαν τον αντίπαλο στρατό σε ανοικτό πεδίο. Επιπλέον, υιοθέτησαν μια αμυντική θωράκιση που περιλάμβανε την κατασκευή μιας τάφρου κατά μήκος του εδάφους που ήταν ανοικτό σε επίθεση από το αντίπαλο ιππικό, κυρίως στα βόρεια και ανατολικά. Η ιδέα της κατασκευής της τάφρου ανήκει μάλλον σε έναν Πέρση, πρώην δούλο, με το όνομα Σαλμάν, ο οποίος είχε βοηθηθεί στο παρελθόν από τον Μωάμεθ να αποκτήσει την ελευθερία του και είχε μεταστραφεί στο μουσουλμανισμό.
Ο στρατός της Μέκκας έφτασε στη Μεδίνα το Μάρτιο του 627 και στρατοπέδευσε στα βόρεια της πόλης. Η τάφρος αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο εμπόδιο για τους άνδρες του Αμπού Σουφιάν και για περίπου τρεις εβδομάδες οι δύο πλευρές παρέμειναν στις θέσεις τους. Στη διάρκεια της ανεπιτυχούς πολιορκίας της Μεδίνας τόσο ο Μωάμεθ όσο και ο Αμπού Σουφιάν επιχείρησαν να βρουν μια πολιτική λύση. Ο Μωάμεθ επιδίωξε να πείσει τους βεδουίνους Γαταφάν να αποχωρήσουν υποσχόμενος να τους παραχωρήσει το ένα τρίτο της σοδειάς χουρμάδων της Μεδίνας, ωστόσο η πρόταση αυτή βρήκε αντίθετους τους κτηματίες. Από τη δική του πλευρά, ο Αμπού Σουφιάν επιχείρησε να στρέψει τους Εβραίους Μπανού Κουρανταγιάχ (Bani Quraydhah) εναντίον των μουσουλμάνων, επίσης χωρίς επιτυχία. Καθώς η πολιορκία συνεχιζόταν η έλλειψη φαγητού και η κόπωση άρχισε να πλήττει το στρατό της Μέκκας. Μια ισχυρή κακοκαιρία που ξέσπασε προκαλώντας φθορές και απώλεια εξοπλισμού οδήγησε τελικά τον Αμπού Σουφιάν στην απόφαση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού και τη λήξη της πολιορκίας.
Μετά την αποχώρηση του στρατού της Μέκκας, ο Μωάμεθ διέταξε την εξολόθρευση των Εβραίων Μπανού Κουρανταγιάχ, τους οποίους είχε προσεγγίσει ο Αμπού Σουφιάν στην προσπάθειά του να τους πείσει να επιτεθούν στους μουσουλμάνους από το νότο. Ο Ιμπν Ισχάκ δεν παραδίδει τα αίτια αυτής της επίθεσης στην εβραϊκή πατριά, αναφέροντας μόνο πως ο Μωάμεθ είχε δεχθεί θεϊκή εντολή. Παρά τις διαπραγματεύσεις τους με τους Κουραϊσίτες, κατά την πολιορκία της Μεδίνας, δεν υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες που να επιβεβαιώνουν πως οι Μπανού Κουρανταγιάχ πράγματι πρόδοσαν τους μουσουλμάνους. Ο Μωάμεθ πιθανώς διέβλεπε πως η εξόντωσή τους είχε σημαντικά πολιτικά οφέλη καθώς η στρατιωτική τους δύναμη ήταν σημαντική και μελλοντικά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε κίνδυνο για την ενότητα και ασφάλεια των μοουσουλμάνων. Επιπλέον, η εξολόθρευσή τους έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα προς τους εξόριστους εβραίους της Χεϊμπάρ.

ΠΗΓΗ: 
 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου