Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Ηλια Μαγκλινη : Οδοιπορικό στην Ανατολία του 2012



Οδοιπορικό στην Ανατολία του 2012

Του Ηλια Μαγκλινη

Στην προκυμαία της Σμύρνης, αριστερά και δεξιά ενός ποδηλατόδρομου, βλέπεις παντού πράσινο. Γκαζόν φροντισμένο, περιποιημένο. Παρέες αραγμένες στον ίσκιο των δέντρων συζητούν μέσα σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα υγρής ζέστης. Στρέφοντας το βλέμμα προς τη θάλασσα, μοναχικοί άνδρες και ζευγάρια κάθονται σε παγκάκια. Πίσω τους, στην άλλη πλευρά, αχνοφαίνεται μέσα στην πάχνη της κάψας το παλαιό Κορδελιό.
«Αυτή λοιπόν είναι η προκυμαία του «συνωστισμού»;». Ρωτάω την Αθηνά, Ελληνίδα με καταγωγή από την Πόλη, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Σμύρνη. «Ναι», αποκρίνεται εκείνη, διευκρινίζοντας: «Εδώ που πατάμε ήταν τότε η θάλασσα. Στο τέρμα του οδοστρώματος έσκαγε το νερό. Η θάλασσα μπαζώθηκε». Ούτε εκείνη ούτε εμείς μπορούμε εύκολα να συγκρίνουμε το τοπίο που έχουμε ολόγυρά μας με τις ασπρόμαυρες εικόνες και τα πλάνα του πόνου και της καταστροφής πριν από σχεδόν έναν αιώνα. Πολυκατοικίες, γυάλινα ψηλά κτίρια, καταστήματα, τουρίστες, γελαστά, ανέμελα πρόσωπα, μια μεσογειακή καλοκαιρινή κάψα και ραθυμία, που αποχαυνώνουν. Η Σμύρνη, πρώτος σταθμός σε ένα οδοιπορικό στην Τουρκία του 2012. Μια μεγάλη διαδρομή στην Ανατολία, ένα ταξίδι περιέργειας γύρω από το τι συμβαίνει σήμερα στη γείτονα, κι ακόμα, μια ιδιότυπη, προσωπική, ειρηνική «μικρασιατική εκστρατεία», ακριβώς ενενήντα χρόνια ύστερα από εκείνα τα γεγονότα.

Αφιόν Καραχισάρ
Ο μεγάλος βράχος, το όπιο και οι Σούφι


Καθώς το λεωφορείο κινείται πάνω στο οδικό δίκτυο, το φυσικό τοπίο έξω δεν διαφέρει από αυτό που βλέπεις όταν ταξιδεύεις στην εθνική οδό Αθηνών - Λαμίας. Ουσιαστικά, βρισκόμαστε στην ευθεία που το 1921-22 ένωνε το στρατηγείο στη Σμύρνη με τη στρατιά στο μέτωπο. Μια σύντομη στάση στο γκρίζο και άχρωμο Ουσάκ (μια πόλη που ο ελληνικός στρατός κατέκαψε στην υποχώρηση, το '22) και έπειτα από πεντέμισι ώρες, άφιξη στο Αφιόν Καραχισάρ. Πόλη με όνομα βαρύ σαν Ιστορία, και για τους δύο λαούς, που σημαίνει «Το μαύρο κάστρο του οπίου». Γύρω από το Αφιόν παράγεται περίπου το ένα τέταρτο της παγκόσμιας νόμιμης παραγωγής οπίου. Το «μαύρο κάστρο» βρίσκεται στον απότομο, μεγάλο βράχο που δεσπόζει πάνω από την πόλη. Δεκάδες φωτογραφίες και γκραβούρες του 1921-22 σε γυρνάνε πίσω, όταν η πόλη είχε καταληφθεί από το ελληνικό Α΄ Σώμα Στρατού.
Χαμηλά κτίσματα, οικίες παραδοσιακής οθωμανικής αρχιτεκτονικής, το Ουλού Τζαμί και το Μεβλεβί Τζαμί, που είναι και μουσείο όπου εκτίθενται μουσικά όργανα και παραδοσιακές φορεσιές των δερβίσηδων. Το Αφιόν είναι το δεύτερο πιο σημαντικό μέρος μετά το Ικόνιο σε ό,τι αφορά τη μυστικιστική παράδοση των Σούφι.
Η φωνή του μουεζίνη
Στην κεντρική πλατεία, το μνημείο του τουρκικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας: μια επιβλητική μορφή, όρθια, έτοιμη να κατατροπώσει μια πεσμένη στο έδαφος, ήδη νικημένη. Από εδώ ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου του 1922 η Μεγάλη Επίθεση του Κεμάλ, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή του ελληνικού στρατού.
Πολύβουο και θορυβώδες, με κοσμηματοπωλεία και παραρτήματα εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, το Αφιόν έχει ένα ιστορικό εστιατόριο, το «Ικμπάλ», όπου μπορείς να φας, μεταξύ άλλων, το πιο εκλεκτό καζάν ντιμπί. Το εστιατόριο άνοιξε το 1922 με άλλη ονομασία, μα όταν το 1934 έκανε ένα πέρασμα ο Κεμάλ, εντυπωσιάστηκε τόσο από το φαγητό που ζήτησε να του φέρουν τον μάγειρα και ιδιοκτήτη, τον Σαλίμ Πανκάρ. «Αν συνεχίσεις έτσι», του είπε, «θα έχεις μεγάλη τύχη. Άλλαξε όμως το όνομα του μαγαζιού σε »Ικμπάλ»». Ικμπάλ σημαίνει «καλή τύχη». Η ταμπέλα στο μαγαζί άλλαξε προτού καν ο Κεμάλ εγκαταλείψει την πόλη.
Στον ψηλό βράχο του Αφιόν ανεβαίνεις περπατώντας (570 απότομα σκαλοπάτια). Λίγα πράγματα έχουν απομείνει από το κάστρο που έχτισαν οι Χιττίτες και αργότερα κατοίκησαν οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, το 1071, και τη συντριβή του Ρωμανού Διογένη, το Αφιόν πέρασε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων. Από αυτό το σημείο θα μπορούσες να κοιτάζεις το Αφιόν του 1922. Δεν κάνει διαφορά. Και η φωνή του μουεζίνη, από την κορφή του βράχου, αργά το απόγευμα, είναι μια υποβλητική εμπειρία που δύσκολα λησμονείς.

Ικόνιο
Τα γένια του Προφήτη και «να 'σαι καλά...»



Αν στο Αφιόν μια ξένη γυναίκα-επισκέπτρια δεχόταν συνεχώς τα προκλητικά αδιάκριτα βλέμματα των Τούρκων ανδρών, στο Ικόνιο αισθάνεσαι και το αυστηρό θηλυκό βλέμμα από γυναίκες καλυμμένες με μαντίλα.
Θεωρούμενη ως η πλέον θρησκευτική πόλη της Τουρκίας, το Ικόνιο έχει φιλικούς κατοίκους αλλά όπως και στο Αφιόν, δεν γνωρίζουν λέξη αγγλικά. Μονάχα μια πολύ εξυπηρετική κοπέλα στο Tourist Information Office έσπασε αυτή την επαναλαμβανόμενη αίσθηση ότι παίζεις «παντομίμα» για να συνεννοηθείς στα βασικά.
Οπως και στο Αφιόν, έτσι και στο Ικόνιο δεν βρίσκεις στάλα αλκοόλ σε κανένα εστιατόριο. Γενικά, το ότι η θρησκεία μπορεί να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δημόσιου χώρου είναι ζήτημα που αποτελεί θέμα συζήτησης στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια. Όσο άβολα όμως κι αν αισθάνεσαι, το τόσο κυρίαρχο ισλαμικό στοιχείο του Ικονίου δεν μυρίζει φονταμενταλισμό, καθώς στην ευρύτερη περιοχή κυριαρχεί μια πολύ ιδιαίτερη παράδοση, αυτή των Σούφι, που κήρυτταν την αγάπη και την ανοχή. Εξ ου και το σημαντικότερο αξιοθέατο της πόλης, μα και ένα από τα ιερότερα μνημεία όλης της Ανατολίας, είναι το τέμενος του Τζελαλεδίν Ρουμί ή αλλιώς Μουσείο του Μεβλανά, όπου βρίσκεται η σαρκοφάγος του Σούφι φιλόσοφου και ποιητή Ρουμί, ιδρυτή του τάγματος των περιστρεφόμενων Δερβίσηδων ή Μεβλεβήδων στο Ικόνιο το 1220. Είναι τόπος προσκυνήματος των μουσουλμάνων: μπαίνουμε στον χώρο καλύπτοντας τα πόδια μας με νάιλον σακούλες και μπροστά στις σαρκοφάγους του Ρουμί και των άλλων Δερβίσηδων, άνδρες και γυναίκες προσεύχονται. Διόλου τυχαία, το Ικόνιο παρουσιάζει υψηλό δείκτη εσωτερικού τουρισμού.
Η πιο μεγάλη σαρκοφάγος είναι αυτή του Ρουμί: στην κορυφή της δεσπόζει το χαρακτηριστικό δερβίσικο σαρίκι με το τυλιγμένο ύφασμα ολόγυρά του. Κάπου πίσω σου ακούς ελληνικά ξαφνικά: κάποιο γκρουπ που περιδιαβαίνει την Καππαδοκία, έχει κάνει την απαραίτητη στάση στο Ικόνιο.
Σε μιαν άλλη αίθουσα, πολλές καλυμμένες γυναίκες περιστρέφονται με ευλάβεια γύρω από μια τετράγωνη βιτρίνα, φιλώντας την κάθε τόσο. Ένα μαύρο κουτί μέσα στη βιτρίνα, λέει η περιγραφή, περιέχει τρίχες από τα γένια του Μωάμεθ. Το δικό τους Τίμιο Ξύλο. Μια γυναίκα δακρύζει συγκινημένη.
Το ελληνικό στοιχείο
Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Ικόνιο συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα της ευρύτερης περιοχής. Από τον Πόρο της επαρχίας της Νίγδης έως τη γειτονική Σύλλη, ένα ορεινό χωριό με σωζόμενη ακόμα εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ (όταν την επισκεφθήκαμε, οι αρχές την αναστήλωναν), καθώς και της Αγίας Ελένης, οι Έλληνες κάτοικοι έφυγαν με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 και λέγεται ότι ο αποχωρισμός με τους Τούρκους γείτονες και συγκάτοικους δεν ήταν δίχως δάκρυα. Στη Σύλλη, σήμερα, υπάρχει ένα καφέ με ελληνική επιγραφή, «Πέτρινο σπίτι», ενώ σε ένα άλλο ακούσαμε ξαφνικά το «Να 'σαι καλά που με θυμήθηκες» της Βίσση. Η νεαρή Τουρκάλα που σέρβιρε ήξερε μόνο τουρκικά. Το τραγούδι, όμως, το λάτρευε.

Εσκίσεχιρ
Η πόλη-διαμάντι της Ανατολίας



Καθισμένοι στη δεξιά, ανατολική πλευρά του λεωφορείου, τραβώντας βόρεια, βλέπουμε το τοπίο να αλλάζει: οι κέδροι, οι ελιές, οι λεύκες και τα ηλιοτρόπια δίνουν τη θέση τους σε μιαν άγρια, λευκή ερημιά. Βρισκόμαστε στα βόρεια κράσπεδα της μεγάλης περιοχής των Αλμυρών Λιμνών. Κάπου εδώ ξεκινάει η αφιλόξενη στέπα που διάβηκε η ελληνική στρατιά τον Αύγουστο του '21, ειδικά η 9η Μεραρχία: η Αλμυρή Έρημος. Τρομάζεις και μόνο στην ιδέα, όμως το λεωφορείο απομακρύνεται από αυτή την αλατισμένη, καυτή γη και φτάνει κάποτε στο Εσκίσεχιρ, πατρίδα του Σούφι ποιητή Γιουνούς Εμρέ και του κλασικού παραμυθά Νασρεντίν Χότζα.
Μονάχα που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το «δικό μας Εσκί Σεχίρ» του 1921-22, ούτε καν με την πόλη που υπήρχε πριν από δέκα περίπου χρόνια. Η αξιοποίηση του ποταμού Πουρσάκ που διατρέχει την πόλη (βασικός παραπόταμος του Σαγγάριου), η ανάπτυξη, η ανοικοδόμηση και η ανάπλαση δημόσιων χώρων από την υπάρχουσα δημοτική αρχή έχει μεταμορφώσει το Εσκί Σεχιρ και το έχει αναγάγει σε μία από τις πιο ελκυστικές πόλεις της Τουρκίας, συμβολίζοντας τη δυναμική που έχει η χώρα αναπτυξιακά τα τελευταία χρόνια, μετά την οξύτατη οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 2000. Το θρησκευτικό στοιχείο υποχωρεί αισθητά και τα καφέ - βιβλιοπωλεία πάνω στο ποτάμι ή τα εξαιρετικά εστιατόρια με θαλασσινά (!) κλέβουν τις εντυπώσεις (και, ναι, στο Εσκίσεχιρ το αλκοόλ ρέει ελεύθερα).
Εκτός όμως από το κεντρικό, σύγχρονο τμήμα της πόλης, έχει συντηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση η παλαιά πόλη, ένα είδος «Πλάκας» με χαμηλά, παραδοσιακά σπίτια κλασικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής, με τα απαραίτητα τουριστικά μαγαζιά και καφενεία κάτω από πλατάνια και πέτρινες πηγές.
Κοντά βρίσκεται το Μουσείο της Ιστορίας της Δημοκρατίας, στην ουσία, ένα (ακόμα) μουσείο για τον Κεμάλ με σειρά προσωπογραφιών του, στιγμιότυπα από διάφορες φάσεις του. Το μουσείο περιλαμβάνει και ένα ζωγραφικό κολάζ του Αγώνα της Ανεξαρτησίας όπου, μεταξύ των άλλων, διακρίνει κανείς βιαιότητες Ελλήνων στρατιωτών εις βάρος Τούρκων αμάχων και τη Σμύρνη στις φλόγες. Μια επιγραφή μάς πληροφορεί ότι την «όμορφη Ιζμίρ την έκαψαν οι Έλληνες αποχωρώντας». Σε συνομιλίες με απλούς, ανώνυμους Τούρκους, ελάχιστοι πιστεύουν ακόμα αυτή την κωμική εκδοχή της επίσημης Τουρκίας.

Το Πανεπιστήμιο Αναντολού


Το άλλο εντυπωσιακό στοιχείο του Εσκίσεχιρ είναι το Πανεπιστήμιο Αναντολού, που ιδρύθηκε το 1983 και σήμερα αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά ιδρύματα της χώρας, με εκπληκτικό campus και εξαιρετικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το Αναντολού έχει δεσμούς και με την Ελλάδα, ειδικότερα με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μικρού Μήκους της πόλης, με ανταλλαγές φοιτητών και εκδόσεις συλλογικών βιβλίων ακόμα σε εξέλιξη, με θέμα τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη από Τούρκους φοιτητές και για το σύγχρονο Εσκί Σεχίρ από Έλληνες φοιτητές.  
Όλα ξεκίνησαν το 2010 όταν ο πρύτανης του Εσκίσεχιρ, ο Νεζίχ Ορχόν, επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη για το Φεστιβάλ Μικρού Μήκους και το αμοιβαίο brainstorming μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είχε και ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ελληνοτουρκικού κινηματογραφικού φεστιβάλ με τον τίτλο «Dialog» (Διάλογος). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το ενδιαφέρον των Τούρκων φοιτητών δεν εστιάστηκε στο οθωμανικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, στο σπίτι του Κεμάλ κτλ. αλλά στη σύγχρονη ζώσα καθημερινότητα της ελληνικής πόλης.
Λίγες ώρες πριν από την αναχώρηση, στο κέντρο του Εσκί Σεχίρ, πέσαμε πάνω στο παραδοσιακό καφενείο «Ντογιουράν» - Δοϊράνη. Ιδιοκτήτης του ο Ρετσέπ Καϊρακλί, Ελληνας εκ Κομοτηνής. Έξοχα αυγά τηγανητά με σουτζούκι, εκλεκτά τυριά και γιαούρτι με μέλι. Την προηγουμένη είχε έρθει από την Κομοτηνή, όπου είχε πάει να δει τη μητέρα του. Η φιλοξενία του, όπως και των Τούρκων βοηθών του, ζεστή, ανθρώπινη. Οσο κι αν επιμέναμε, δεν μας επέτρεψε να πληρώσουμε.

Προύσα
Ιστορία αιώνων και γύρος Ισκεντέρ


Επόμενος σταθμός, Προύσα, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας - και τις πλέον πράσινες επίσης. Και εδώ, οι αφηγήσεις για το βυζαντινό παρελθόν της πόλης (την ανέδειξε ο Ιουστινιανός) και οι περιγραφές των ονομαστών χαμάμ της από τους Έλληνες στρατιώτες της περιόδου 1920-22 βαραίνουν στον Έλληνα ταξιδιώτη, ωστόσο, και εδώ σε κερδίζει το σήμερα, το τώρα, μιας σφύζουσας, οργανωμένης πόλης, που και αυτή δείχνει να ενσωματώνει τον αέρα οικονομικής ανάπτυξης που πνέει πάνω από την Τουρκία.
Μπορεί η σπεσιαλιτέ της πόλης να είναι ο γύρος Ισκεντέρ, ονομαστός σε όλη την Τουρκία ως «ντονέρ της Προύσας», αλλά σε έναν γραφικό πεζόδρομο, στο κέντρο της πόλης, στην παλαιά εβραϊκή γειτονιά (η συναγωγή φυλάσσεται ακόμη), μπορεί να φάει κάποιος εκπληκτικές γαρίδες γιουβέτσι και άλλα θαλασσινά στο «Αράπ Σουκρού» και μετά για ποτό, δυο βήματα πιο πέρα, στο «Γκρεν», μπαρ-καφέ με έκθεση φωτογραφιών instagram και έντονο άρωμα ανατολίτικου hip.
Η σκεπαστή κεντρική αγορά γύρω από το ιστορικό, επιβλητικό Ουλού Τζαμί έχει περίπου τα πάντα, ενώ οι επίσης επιβλητικοί τάφοι των σουλτάνων Οσμάν και Ορχάν, ιδρυτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρίσκονται σε ένα ύψωμα στο κέντρο. Το Μουσείο της Ιστορίας της πόλης είναι υπόδειγμα εκθεσιακής αφήγησης, αντλώντας από τη μακραίωνη ιστορία της, δημιουργημένη ουσιαστικά από τους ίδιους τους κατοίκους της και τα προσωπικά τους αρχεία.
Στο ταξί, αφήνοντας την πόλη, ο οδηγός, αφού άκουσε ότι είμαστε «γιουνάν», είπε όλος χαμόγελο ότι η καταγωγή του είναι από τη Λάρισα. Η οικογένειά του έφυγε από εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Γενικά, απ' το Αφιόν έως την Προύσα, στο άκουσμα της λέξης «Γιουνάν», οι Τούρκοι εξέφραζαν μίαν αυθόρμητη χαρά που μερικές φορές ήταν το αποτέλεσμα αμηχανίας: σαν να ένιωθαν υποχρεωμένοι να κάνουν ένα θετικό σχόλιο. Ίσως συμμερίζονται αυτό που είχε πει, χαριτολογώντας, σε μια συνέντευξή του ο Μάνος Χατζιδάκις, ότι τους Τούρκους «τους προτιμώ σαν εχθρούς παρά σαν φίλους. Ως φίλοι μού δημιουργούν αμηχανία. Ως εχθρούς τους έχω συνηθίσει». Ένα τέτοιο οδοιπορικό, πάντως, δεν θα μπορούσε παρά να είναι και μία καταβύθιση στη μνήμη αλλά δεν μπορείς να εγκλωβιστείς εκεί. Η μνήμη φυλάσσεται, ωστόσο, υπάρχει η στιγμή, το εδώ και τώρα, και η πρόκληση του αύριο. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι φοιτητές στη Θεσσαλονίκη και στο Εσκί Σεχίρ δείχνουν τον δρόμο.

Έντυπη Καθημερινή 5.8.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου