Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Ο κόσμος μας πριν 44 χρόνια

Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρητικά η μάχη ήταν μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ) και της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Νότιο Βιετνάμ). Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας πόλεμος μέσω αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ένας από τους πολλούς που έγιναν λόγω της απροθυμίας των υπερδυνάμεων να εμπλακούν σε απευθείας πόλεμο μεταξύ τους που ίσως θα κατέληγε σε πυρηνική καταστροφή. Αμερικανοί στρατιώτες είχαν ήδη εμπλακεί από το 1959, αλλά σε μεγάλους αριθμούς κατέφθασαν κατά το 1965. Εγκατέλειψαν τη χώρα το 1973, κάτι που οδήγησε τελικά στην παράδοση του Νότου στις 30 Απριλίου 1975


Αλήθεια έχετε σκεφθεί οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τι γεγονότα ζήσαμε στον κόσμο πριν 44 χρόνια; Για να ξαναθυμηθούν λοιπόν μερικά από αυτά οι παλαιότεροι και για να μάθουν οι νεότεροι ας  ρίξουμε μια ματιά στον Κόσμο μας πριν 44 χρόνια τέτοια εποχή (Ιούλιος-Αυγουστος 1975)

ΑΣΙΑ - ΙΝΔΙΑ : Για την δήθεν πειθαρχία


Στην Ινδία η πρωθυπουργός Ιντίρα Γκάντι, που λίγο έλειψε, χάρις σε μια δικαστική απόφαση, να χάση το αξίωμά της, σκληραίνει την στάση της από μέρα σέ μέρα. Πολιτικοί φυλακίζονται, ο Τύπος φιμώνεται, ξένοι δημοσιογράφοι απελαύνονται.
Προοπτικές για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, που ή Ινδή πρωθυπουργός φίμωσε με την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, δεν υφίστανται στην ουσία.
Λέγοντας ότι μοναδικό της μέλημα είναι η αποκατάσταση της πειθαρχίας σέ μια χώρα που λιμοκτονεί από άκρο σ' άκρο, η Ιντίρα Γκάντι δεν τα καταφέρνει να διάλυση την γενική εντύπωση: Ότι κάνει δηλαδή ότι κάνει, απλώς και μόνον για να μη χάση την εξουσία. Βέβαια, η ίδια αρνείται αυτές τις κατηγορίες. Λέει ότι αναρχικά στοιχεία προετοίμαζαν μεγάλης εκτάσεως ταραχές στην χώρα. Όταν την ρωτούν , όμως, πότε θα επιστρέψει στην ομαλότητα, αποφεύγει να δώσει απάντηση.
Γεγονός είναι ένα: Ότι εδώ και αρκετούς μήνες, η Γκάντι, που κυβερνά την Ινδία από το 1966, αντιμετώπιζε ολοένα και μεγαλύτερη αντίδραση στο εσωτερικό της χώρας. Απόγονος μιας από τις πιο πλούσιες και ευγενείς οικογένειες της χώρας, η κόρη του πρώην πρωθυπουργού Νερού, χρειάστηκε να ακούει όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό ότι προέρχεται από το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο, που καταπιέζει τις μάζες και αντιτίθεται επίμονα σέ κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση


Η αλήθεια δεν απέχει πολύ απ' αυτό τον ισχυρισμό. Στην χώρα των πεντακοσίων εκατομμυρίων κατοίκων είναι ελάχιστοι εκείνοι πού έχουν τις ·δυνατότητες να αναμιχθούν στην πολιτική ζωή. Προέρχονται από τις ανώτερες κάστες και απολαμβάνουν ειδικών προνομίων. Η μάζα μένει μακριά από την εξουσία και δεν μπορεί να επηρεάσει τους εκφραστές της.
Όπως σ' όλες τις υπανάπτυκτες χώρες, έτσι και στην Ινδία, η εξουσία πηγαίνει από γενιά σέ γενιά στην ίδια οικογένεια, σαν κληρονομικό αγαθό. Και φυσικά, όσοι την έχουν δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αλλαγή του περιεχομένου της.
Αλλά η περιπέτεια της Ινδίας ανησυχεί και τους γείτονες της. Ιδίως το Πακιστάν ανησυχεί ότι πιθανόν η κυβέρνηση της Ιντίρα Γκάντι νά επιχείρηση κάποια πολεμική αναμέτρηση, για να δικαίωση το αυταρχικό καθεστώς που επέβαλε στην χώρα και αν στρέψη το ενδιαφέρον του κοινού από τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα.


Η Ίντιρα Γκάντι (इन्दिरा गांधी, 19 Νοεμβρίου 1917 - 31 Οκτωβρίου 1984) ήταν Ινδή πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ινδίας για τρεις συνεχόμενες θητείες από το 1966 έως το 1977 και με τέταρτη θητεία το 1980 μέχρι τη δολοφονία της το 1984, συνολικά δεκαπέντε χρόνια. Ήταν η πρώτη και μέχρι στιγμής η μόνη γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας. To 1999 ψηφίστηκε σε δημοσκόπηση του BBC ως η σημαντικότερη γυναίκα της τελευταίας χιλιετηρίδας ανάμεσα σε άλλες γυναικείες προσωπικότητες όπως η βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, η Μαρία Κιουρί και η Μητέρα Τερέζα.

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ ΕΛΣΙΝΚΙ - ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ


«ΤΖΕΡΡΥ μην πας πουθενά!». Μ’ αυτό τον τίτλο προσπάθησε η έγκυρη και συντηρητική εφημερίδα «Γουωλ Στρήτ Τζόρναλ» να ματαίωση το ταξίδι τού προέδρου Φορντ στο Ελσίνκι. Βέβαια, δεν τα κατάφερε. Όπως είναι γνωστό, ο Αμερικανός πρόεδρος προσυπέγραψε ιδιοχείρως το τελικό ντοκουμέντο της Διασκέψεως για Συνεργασία και Ασφάλεια στην Ευρώπη.
Αλλά η παρουσία του Αμερικανού ηγέτη στην φινλανδική πρωτεύουσα, έδωσε λαβή για να εκφρασθούν για μια ακόμη φορά οι σχετικές επιφυλάξεις, σχετικά με το νόημα της συμμετοχής τού δυτικού κόσμου σ' αυτή την διάσκεψή - μαμούθ.
Η Διάσκεψη του Ελσίνκι — με την συμμετοχή 32 ευρωπαϊκών χωρών, των ΗΠΑ, της Σοβ. Ενώσεως και του Καναδά — παρομοιάσθηκε κατά κόρον με το Συνέδριο της Βιέννης τού 1814. Αλλά υπάρχει μια σημαντική διαφορά    στην   ουσία: Αντίθετα με ότι έγινε στη Βιέννη πριν από 161 χρόνια, στο Ελσίνκι δεν αποφασίσθηκε απολύτως τίποτε. Οι ηγέτες 35 χωρών — από την Ρωσία μέχρι τον Σαν Μαρίνο — εκλήθησαν απλώς να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από μια προαποφασισμένη τελική πράξη.
Ο συντηρητισμός στην Ευρώπη και στην Αμερική κριτικάρισαν — εν μέρει δικαιολογημένα — το περιεχόμενο της πράξεως, που περιλαμβάνει 30 χιλιάδες λέξεις γραμμένες σέ έξη γλώσσες. Κι' ο λόγος είναι ότι βασικά με το ντοκουμέντο αυτό επικυρώνεται η κυριαρχία της Μόσχας στις χώρες της Ανατολικής  Ευρώπης.
«Είναι σα να τους λέμε: Ότι είναι δικό σας, είναι δικό σας, αλλά θα διαπραγματευθούμε για τα δικά μας», σχολίασε ξεσπαθώνοντας  ο Αμερικανός σχολιαστής Σάϋρους Σουλτσμπέργκερ. Και ο ίδιος ο πρόεδρος Φορντ έσπευσε να παραδεχθεί ότι η διακήρυξη παρέχει πράγματι περισσότερα οφέλη στους Σοβιετικούς. «Αλλά μήπως κι' εκείνοι δεν έκαναν παραχωρήσεις στο θέμα του Βερολίνου και της ισόρροπου μειώσεως των οπλών;», έσπευσε να παρατήρηση.
Γεγονός αναμφίβολο είναι ότι η Διάσκεψη του Ελσίνκι αποτελεί το επιστέγασμα των προσπαθειών του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ, πού εδώ και τρία χρόνια αγωνιζόταν για την πραγματοποίησή της.
Όσο κι' αν το περιεχόμενο της δεν είναι αρεστό στους συντηρητικούς κύκλους, δεν μπορούν να παραγνωρισθούν ορισμένα βασικά σημεία της. Έτσι, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την εδαφική κυριαρχία κάθε κράτους, απορρίπτει την προσφυγή στην βία, εισάγει το απαραβίαστο των συνόρων, επιβάλλει την ειρηνική επίλυση των διαφορών και υπογραμμίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Παράλληλα τα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταργήσουν βαθμιαία τα εμπόδια στο εμπόριο, να διευκολύνουν την επικοινωνία των ανθρώπων, να επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνηση των δημοσιογράφων και την κυκλοφορία των  ξένων εφημερίδων.


Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) (αγγλικά: Organization for Security and Co-operation in Europe - OSCE) είναι ο μεγαλύτερος διακρατικός οργανισμός για την διαφύλαξη της ασφαλείας στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1975 στο Ελσίνκι ως Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και μετονομάστηκε στο όνομα που έχει σήμερα το 1995.
Στο πεδίο ευθύνης του Οργανισμού περιλαμβάνεται ο έλεγχος της διάδοσης όπλων, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία του τύπου και η δίκαιη και ελεύθερη διεξαγωγή εκλογών. Οι περισσότεροι από τα 3.500 μέλη του προσωπικού του απασχολούνται σε επιχειρησιακό επίπεδο, με μόλις ένα 10% να απασχολούνται στην έδρα του οργανισμού.
Σκοπός της δημιουργίας του είναι η έγκαιρη αντιμετώπιση, η αποτροπή συγκρούσεων, η διαχείριση κρίσεων και η αποκατάσταση μετά από συγκρούσεις, καθώς και να προάγει τη συνεργασία στην περιοχή. Οι 57 χώρες που συμμετέχουν βρίσκονται στην Ευρώπη, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αμερική και καλύπτουν το σύνολο του Βορείου ημισφαιρίου. Ως επίσημοι συνεργάτες του Οργανισμού αναγνωρίζονται επιπλέον 6 μεσογειακά κράτη, 4 ασιατικά και η Αυστραλία. Δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ως φόρουμ Ανατολής - Δύσης.
Στην προεδρία του ΟΑΣΕ εναλλάσσονται σε ετήσια βάση τα μέλη του. Το 2009 την προεδρία ανέλαβε η Ελλάδα με την Ντόρα Μπακογιάννη από 1/1/2009-5.10.2009 και τον Γ.Α.Παπανδρέου από 6.10.2009 – 31.12.2009

ΑΦΡΙΚΗ – Ουγκάντα : Στα χέρια ενός παράφρονος


Για ένα ολόκληρο χρόνο ένας ημιπαράφρων θα είναι ό εκφραστής της αφρικάνικης ηπείρου. Πρόκειται για τον αδίστακτο δικτάτορα της Ουγκάντα Ιντί Αμίν, που έφθασε προ ήμερων στο αποκορύφωμα της «δόξας» του. Αυτός ο πρώην δεκανέας του βρετανικού στρατού, που αυτοεχρίσθηκε πρόσφατα στρατάρχης, εξελέγη πρόεδρος του Οργανισμού Αφρικανικής 'Ενότητας στην Σύνοδο που έγινε στην  Καμπάλα της Ουγκάντα.
Το άγγελμα της ειδήσεως ότι ο ακαταλόγιστος Αμίν θα εκπροσωπεί για δώδεκα μήνες τις αφρικανικές χώρες, αναστάτωσε τον δυτικό κοσμο. Γιατί είναι γνωστές οι τρέλες του γιγαντόσωμου αιμοχαρούς δικτάτορα, που δεν δίστασε να ρεζιλέψει την βασίλισσα της Αγγλίας και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον.
Φυσικά, στις τάξεις των αφρικανικών  χωρών  πολλές  αντιρρήσεις ακούστηκαν. Αρκετές χώρες δεν μετείχαν στην σύνοδο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την προβολή του Αμίν.
Άλλα η αποχή πέντε ή δέκα αφρικανικών χωρών — έστω και αρκετά ισχυρών — δεν αλλάζει τίποτε στην ουσία: Ο Αμίν μπορεί να μην είναι βέβαια ο χαρακτηριστικός τύπος του νέου Αφρικανού ηγέτη, αλλά μέχρι ένα ορισμένο σημείο εκφράζει μια νέα    τάση     πού    εκδηλώνεται στην Μαύρη Ήπειρο και στρέφεται κυρίως κατά των λευκών, που χρόνια έζησαν ειρηνικά σ' όλες αυτές τις χώρες.


Η απέλαση των χιλιάδων Ασιατών πριν από μερικά χρόνια από την Ουγκάντα, άλλα και η κατά χιλιάδες φυγή των λευκών αποίκων από  τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα, δίνουν την εικόνα του φόβου πού κυριαρχεί στην Αφρική γιά τους λευκούς. Πολλοί πιστεύουν, με την εγκαθίδρυση πολλών αριστερών καθεστώτων ότι θα σκληρύνει ακόμη η εθνικιστική     και   κατ' επέκταση ρατσιστική στάση των Αφρικανών απέναντι στους λευκούς. «Αν μάλιστα λάβει κανείς υπ' όψη του ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αφρικανικών χωρών έχει καθεστώτα ανελεύθερα και ελάχιστα σταθερά, τότε μπορεί πολύ εύκολα να καταλάβει πιά έκταση μπορεί να πάρει το μίσος εναντίον του λευκού στοιχείου».
Δεν είναι αδικαιολόγητη η ανησυχία του κατά τα άλλα ελάχιστα συμπαθούς δρος Κίσσινγκερ, που φοβάται ότι σε λίγα χρόνια — αν όχι στο άμεσο μέλλον — τα κράτη του τρίτου   κόσμου      Αφρική   αριθμεί 46), θα μπορούν να παραλύσουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Ήδη σε αρκετές περιπτώσεις έδειξαν την ισχύ τους. Και μπορεί τα αφρικανικά κράτη να μην αποφάσισαν στην Καμπάλα να ανακινήσουν το θέμα της αποβολής του Ισραήλ από  τον ΟΗΈ. Αλλά μια τέτοια απόφαση πήραν πριν από  λίγες βδομάδες   τα  ισλαμικά   κράτη, πού φέρονται αποφασισμένα — έστω και χωρίς προοπτικές επιτυχίας — να κινήσουν τον μηχανισμό αποβολής του Ισραήλ. Έτσι θα κάνουν τουλάχιστον μια   επιδειξία   ισχύος.


Ο Ιντί Αμίν Νταντά (Idi Amin Dada, περ. 1925 - 16 Αυγούστου 2003) ήταν δικτάτορας της Ουγκάντας κατά το χρονικό διάστημα 1971-1979.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η σοβαρή οικονομική κρίση και η διακοπή κάθε βοήθειας από το εξωτερικό εντείνεται, έτσι σε μια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του λαού αλλού, ο Αμίν διέταξε εισβολή στην Τανζανία, τον Οκτώβριο του 1978. Όμως, οι εισβολείς απωθήθηκαν από τον στρατό της Τανζανίας, ο οποίος γρήγορα εισέβαλε στην ίδια την Ουγκάντα, μέχρι να εξαναγκάσει τον Αμίν να εγκαταλείψει κάθε αντίσταση και να αποχωρήσει από τη χώρα τον Απρίλιο του 1979.
Ο Ιντί Αμίν φυγαδεύτηκε στη Λιβύη, αλλά στη συνέχεια πήγε στη Σαουδική Αραβία και τελικά κατέληξε στο Μπαχρέιν. Το 2003 εισέρχεται για νοσηλεία σε νοσοκομείο της Τζέντα με υψηλή πίεση και νεφρική ανεπάρκεια. Μετά από κωματώδη κατάσταση που διήρκεσε τρεις μήνες, αφήνει την τελευταία του πνοή στις 16 Αυγούστου 2003.

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Δρόμος χωρίς επιστροφή


Λίγα πράγματα στην Πορτογαλία ξεκαθαρίζουν ολοένα και περισσότερο. Μετά την εξουδετέρωση των κομμάτων (με επικεφαλής τους σοσιαλιστές), οι στρατιωτικοί εγκατέστησαν μια τριανδρία για να κυβερνά την χώρα. Αποτελείται από  τρεις στρατηγούς, τον μετριοπαθή πρόεδρο Κάστα Γκομέζ, τον κομμουνιστή υπουργό Βάσκο Γκσνσάλβες και τον μαρξιστή αρχηγό της στρατιωτικής αστυνομίας Οτέλο ντε Καρβάλιο.
Αυτά τα τρία άτομα, πού εδώ και κάμποσο καιρό δεσπόζουν στο πολιτικό προσκήνιο, πήραν την εντολή από  την γενική συνέλευση του Κινήματος των Ένοπλων Δυνάμεων, πού αποτελείται από  240 στρατιωτικούς.
Στα μάτια πολλών Ευρωπαίων, άλλα και  Πορτογάλων παρατηρητών, η εγκατάσταση της τριανδρίας δεν σημαίνει παρά την επισφράγισή της κομμουνιστικής διεισδύσεως στην στρατιωτική ιεραρχία. Μολονότι οι κομμουνιστές του Κουνιάλ συγκέντρωσαν μόλις 12% των ψήφων, καταφέρνουν να ελέγχουν τις ηγετικές προσωπικότητες του πορτογαλικού στρατού και να επιτυγχάνουν βήμα προς βήμα την εγκατάσταση ενός αριστερού καθεστώτος στην Λισαβώνα.


Βέβαια, πολλοί είναι εκείνοι πού στηρίζουν τίς ελπίδες τους για   αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας στην Πορτογαλία στην λεγομένη σιωπηλή πλειοψηφία, πού υπάρχει τόσο στον λαό, όσο και στο στράτευμα. Αλλά τουλάχιστον στο στράτευμα τα αριστερά στοιχεία, πού βρήκαν τους εκφραστές τους στα δύο από  τα τρία μέλη του διευθυντηρίου, φαίνονται να ελέγχουν πλήρως την κατάσταση. Οι ισχυρές μονάδες διοικούνται από μαρξιστές. Αντίθετα οι σοσιαλιστές και μετριοπαθείς αξιωματικοί, πού συμφωνά με πληροφορίες βρίσκονται στην πλειοψηφία, περιορίζονται σε δουλειές γραφείου.
Όσο για τον λαό: Δύσκολα μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι έχει ελπίδες να βρει μέσα έκφρασης. Από  την στιγμή πού τα κόμματα έχουν χάσει και το τελευταίο ίχνος επιρροής και η ελευθερία του Τύπου έχει φιμωθεί, η σιωπηρά πλειοψηφία είναι υποχρεωμένη να δέχεται την βούληση αυτών πού έχουν τα άπλα.


Ασφαλώς και υπάρχουν διενέξεις μεταξύ των υπευθύνων ηγετών. Έτσι, ο μεν πρωθυπουργός Γκονσάλβες δείχνει να προτιμά την εγκαθίδρυση μιας λαϊκής δημοκρατίας  τύπου Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ο μαρξιστής Καρβάλιο, πιο ανεξάρτητος από κομματικές επιρροές, υποστηρίζει την κουβανοποίηση της νατοϊκής Πορτογαλίας. Μένει ο τρίτος άνδρας του διευθυντηρίου, ο στρατηγος Γκομέζ, πού έχει εγκολπωθει μια πιο φιλελεύθερη μορφή διακυβερνήσεως. Αλλά βρίσκεται μόνος του και προφανώς δεν μπορεί να επιβάλει τις απόψεις του. «Για μια ακόμη φορά οι στρατιωτικοί — είτε αριστεροί, είτε δεξιοί είναι — τα έκαναν θάλασσα στην διακυβέρνηση μιας χώρας», έγραψε πρόσφατα η προοδευτική «Μοντ». Και πρόσθεσε: «Το βασικό τους ελάττωμα είναι ότι δεν καταλαβαίνουν πότε πρέπει να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς».
Τέτοιες προοπτικές δεν υπάρχουν προς το παρόν για την Πορτογαλία. Και οι πιο απαισιόδοξοι στηρίζουν τίς ελπίδες τους για μια ενδεχόμενη αποκατάσταση της δημοκρατίας στην καταστρεπτική οικονομική κατάστασή της χώρας  


Τον Απρίλιο του 1974 έγινε η "Επανάσταση των Γαρυφάλλων" όπως ονομάστηκε το αναίμακτο πραξικόπημα από αριστερούς στρατιωτικούς, οι οποίοι και οδήγησαν τη χώρα στη δημοκρατία. Παράλληλα η χώρα απέδωσε την ανεξαρτησία στις αποικίες της και επέστρεψαν στην Πορτογαλία πάνω από ένα εκατομμύριο Πορτογάλοι μετανάστες -κυρίως από την Ανγκόλα και τη Μοζαμβίκη. Η τελευταία αποικία που παρέδωσαν ήταν το Μακάου, που αποδόθηκε στην Κίνα το 1999. Το 2002 οι Πορτογάλοι αναγνώρισαν και επίσημα την ανεξαρτησία του Ανατολικού Τιμόρ. Το 1986 η Πορτογαλία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε Ε.Ο.Κ.) και το 1999 μπήκε στη ζώνη του ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου