Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Απόδραση από την Χούντα με μια Ντακότα



 Απόδραση από την Χούντα με μια Ντακότα*

Μια ντακότα της Ελληνικής Αεροπορίας με πιλότο τον Υποσμηναγό Μιχάλη Μανιαδάκη, 37 ετών που καταγόταν από το Καλό Χωριό Λασηθίου Κρήτης, φεύγει την περίοδο της Χούντας  από την Κρήτη,  διασχίζει την Τουρκία και προσγειώνεται μετά από σχεδόν 7 ώρες πτήσης, στη Σοβιετική Ένωση.
Η ιστορία του άνετα θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για την τέλεια κινηματογραφική ταινία. Ο δραπέτης υποσμηναγός  μη αντέχοντας να βλέπει την πατρίδα του να ψυχορραγεί και τους ανωτέρους του να τον υποβάλλουν διαρκώς σε καψώνια παράλογων μεταθέσεων και όχι μόνο, εξ αιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων, αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Η απόδραση του Μιχάλη Μανιαδάκη


Ο Μιχάλης Μανιαδάκης είχε τελειώσει τη Σχολή Αεροπορίας (Εκπαιδευτικό Κέντρο Εφέδρων Χειριστών) και μονιμοποιήθηκε στο όπλο. Οι ικανότητές του και η ηθική του ακεραιότητα τον έκαναν γρήγορα να ξεχωρίσει ανάμεσα στους συναδέλφους του.
Τα βάσανα του Μιχάλη ξεκίνησαν με την επιβολή της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Παρότι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής ή αναρχικός, η αντιαυταρχική του φύση και τα δημοκρατικά του ιδεώδη ήταν αρκετά για να μπει από την πρώτη στιγμή στο «μάτι» των χουντικών. Ο πατέρας του ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ, ωστόσο μετέπειτα στήριζε την Ένωση Κέντρου. Ψηφοφόρος της Ένωσης Κέντρου ήταν και ο ίδιος ο Μιχάλης που άκουγε όμως τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Όλα αυτά έφταναν και με το παραπάνω για να μπει στη μαύρη λίστα του καθεστώτος…
Η απίστευτη ταλαιπωρία του ξεκίνησε λίγες μόνο ώρες μετά την επιβολή του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Όταν ο συμπατριώτης του, που εκτελούσε χρέη μοιράρχου, του είπε ότι το βράδυ θα κοιμηθεί στο πάτωμα, αυτός αντέδρασε. Όταν οδηγήθηκε ενώπιον του εκτελούντος χρέη διοικητή, ο τελευταίος τον ρώτησε ρητορικά: «Ξέρεις ότι σε στήνω στα έξι μέτρα και δε δίνω λόγο των πράξεών μου;». Η απάντηση του Μανιαδάκη ήταν άμεση: «Ναι! Οι αξιωματικοί σκοτώνονται αλλά ποτέ δεν εξευτελίζονται», του είπε και την ίδια ώρα κέρδισε μια… πολυήμερη φυλάκιση, η οποία μετέπειτα δικαιολογήθηκε «… λόγω του τεταμένου των ημερών».

Συνεχείς μεταθέσεις


Για σχεδόν δυόμισι χρόνια, ο υποσμηναγός υπομένει δυσμενείς αποσπάσεις και μεταθέσεις: Ελευσίνα, Τανάγρα, Άραξος, Σούδα, Λάρισα και πάλι Σούδα. Εκπαιδεύεται στα συστήματα των τεχνολογικά εξελιγμένων – για τότε – F-104 και λίγο πριν πετάξει με αυτά, μετατίθεται ξανά, «όλως αιφνιδίως»…
Η μετάθεση αυτή θεωρήθηκε προσβλητική από τον ιπτάμενο, καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα είχε καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να μάθει το πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη αεροπλάνο. Ο κόπος του όμως ανταμείφθηκε – για ακόμη μια φορά – με δυσμενή μετάθεση.
Όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, «έπρεπε να με εξευτελίσουν και να με ταπεινώσουν δείχνοντάς μου ότι εγώ δεν ήμουν για τα απόρρητα του αεροσκάφους και αυτά της αποστολής του που εγώ εννοείται δεν έπρεπε να τα ξέρω, εφόσον σαν αντιδικτατορικός με χρέωναν με ερωτηματικά εχεμύθειας».
Ο Μανιαδάκης έμεινε στη Σούδα έξι μήνες, μέχρι να τον στείλουν ξανά πίσω στη Λάρισα. Οι συνέπειες των καψωνιών είχαν μια δραματική κατάληξη: Η νεαρή γυναίκα του, με την οποία είχε παντρευτεί λίγα χρόνια πριν, και με την οποία ήταν πολύ ερωτευμένος, δεν άντεξε την πίεση των συχνών μεταθέσεων, και το καθεστώς δυσμένειας στην οποία είχε περιπέσει και αναπόφευκτα χώρισαν.
Ωστόσο, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Μανιαδάκη ήταν η εντολή για τη μετάθεσή του στη Σχολή Πολέμου στο Τατόι. Το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου του 1970, ο μοίραρχός του τού ανακοινώνει ότι πρέπει να φύγει άμεσα για το Τατόι, προκειμένου να περάσει από εκπαίδευση για 4 με 5 μήνες. Για τη Σχολή Πολέμου είχε προταθεί άλλος ιπτάμενος, ωστόσο ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν, φέρνοντας τον Μανιαδάκη προ αδιεξόδου.

Εξευτελισμός ή δραπέτευση


Ο υποσμηναγός περιγράφει με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του τα όσα πέρασαν από το μυαλό του τα δευτερόλεπτα που προηγήθηκαν της μεγάλης απόφασης που έμελλε να πάρει: «Πού στο διάολο θα πήγαινε λοιπόν αυτό το βιολί; Ποιο θα ήταν το όφελος; Όλα πέρασαν σαν κινηματογραφική ταινία απ’ το μυαλό μου. Δυο σταθμά, δυο μέτρα και πάντα εγώ. Φτάνει πια! Αλλά πώς τερματίζει αυτή η Οδύσσεια; Φυγή. Στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα για να αρχίσει η άλλη ιστορία. (…) ήμουν σε μια αηδιαστική κατάσταση, βλαστήμησα την ώρα που γεννήθηκα στον κόσμο αυτό. Αδιέξοδο. Με ποιον να τα βάλω; Ποιον να σκοτώσω για να πάρω πίσω το δίκιο μου; Ένιωθα χαμένος.
Πώς μου πέρασε από το μυαλό, «μα έχω φτερά»! Ένιωσα μια αγαλλίαση. Όλα μέσα μου άλλαξαν. Με έπιασε το πείσμα. Αυτή είναι λύση. Το ντακότα να μπει στη γραμμή. Ναι! Αλλά αν θα δραπετεύσω θα με πουν ρίψασπι. Προδότη θα με πουν. Θα διασύρουν εμένα, την οικογένειά μου, την καταγωγή μου, τους φίλους και συνεργάτες μου… Δεν πρέπει να δραπετεύσω. Αλλά αν μείνω δε θα γλιτώσω ούτε τον εξευτελισμό, ούτε την ταλαιπωρία. Γιατί στη Σχολή Πολέμου, εάν αποδεχόμουν τα παινέματα της χούντας, θα ήταν ο απόλυτος εξευτελισμός μου, τον οποίο περίμεναν και οι ίδιοι. Ότι ενέδωσα. Εάν πάλι κοντράριζα, θα άνοιγαν οι πόρτες των ΕΑΤ-ΕΣΑ για τα γνωστά (από ντροπής ανομολόγητα)».
Ο Μανιαδάκης παίρνει την απόφαση να δραπετεύσει με τη ντακότα. Εξετάζει όλες τις διαθέσιμες επιλογές: Λιβύη, Αίγυπτος, Συρία, Παλαιστίνη, Τουρκία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Ιταλία, Σοβιετική Ένωση. Επικρατεί η τελευταία.

Από τη Σούδα στη… Σεβαστούπολη!


Όλη τη μέρα δε λέει τίποτα σε κανέναν. Τηλεφωνά σε όλα του τα αγαπημένα πρόσωπα για να δει αν είναι καλά, αλλά δεν τους αποκαλύπτει το παραμικρό. Το ίδιο βράδυ, ο Μιχάλης ανεβαίνει στην ντακότα και ελέγχει τα καύσιμα του αεροσκάφους. Μαζί του κουβαλά αναψυκτικά, καφέ, μπίρα και πολλά πακέτα τσιγάρα. Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Σεπτεμβρίου του 1970.
Καθώς είναι στο πιλοτήριο  ακούει ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής να βάζει μπρος τις μηχανές για να πετάξει. Αστραπιαία σκέφτεται να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή περίσταση: Θα έθετε σε λειτουργία τους κινητήρες της ντακότας για την απογείωση, την ώρα που οι πιλότοι του σκάφους της Ολυμπιακής θα έκαναν το ίδιο. Με αυτόν τον τρόπο θα απογειωνόταν χωρίς να τον ακούσει κανείς, κι έτσι θα κέρδιζε ένα μικρό, αλλά σεβαστό χρονικό προβάδισμα έναντι… πιθανών διωκτών του.
Ο Μανιαδάκης απογειώνεται τελικά χωρίς να έχει φώτα στον πίνακα οργάνων της ντακότας. Έτσι, δεν μπορεί να δει καμιά ένδειξη: ούτε πορεία, ούτε στροφές μηχανών, ούτε ύψος, ούτε ταχύτητα. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να φωτίσει με μια φορητή λυχνία το ταμπλό του αεροπλάνου του.
Την ώρα που απογειωνόταν, ο διοικητής της Στρατιάς Κρήτης πρόσφερε σε επίσημη εκδήλωση τσάι στους διοικητές όλων των Σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων των Χανίων, «μετά των συζύγων των». Όταν, λοιπόν, ο διοικητής της πτέρυγας του αεροδρομίου ενημερώνεται για το ότι έγινε «απαγωγή και απογείωση της ντακότας από άγνωστο για το άγνωστο», επικράτησε χαμός, με αποτέλεσμα η σεμνή τελετή να λάβει άδοξο τέλος.
Η μπλόφα


Φτάνοντας στο ύψος του Ρεθύμνου, ο Μιχάλης ακούει να τον καλούν από τον πύργο της Σούδας. Δεν τους απαντά. Στο ύψος του Ηρακλείου κάνει στροφή προς τα αριστερά. Κρατάει την ίδια κατεύθυνση για 10 με 12 λεπτά. Όπως μας λέει ο ίδιος, εκείνη την ώρα ετοιμάζονταν να τον αναχαιτίσουν. Ωστόσο, η αναχαίτιση ματαιώθηκε όταν κατάλαβαν ότι η ντακότα πηγαίνει προς την Αθήνα… Ξαφνικά στρίβει πάλι ανατολικά και όλοι «τρελαίνονται».
Πλησιάζοντας στη Ρόδο, ενημερώνει τον ελεγκτή για να διασχίσει το αεροδρόμιο του νησιού. «Δεν έχεις σχέδιο πτήσης και δεν επιτρέπεται να συνεχίσεις», ήταν η απάντηση που άκουσε. Ο Μανιαδάκης τού ανταπαντά ξερά να έρθει σε επαφή με το FIR της Άγκυρας και να του δώσει ύψος, για την ασφάλεια των άλλων αεροσκαφών…
Όπως γράφει στο βιβλίο του, ο ίδιος ο αρχηγός τον παρακαλεί να προσγειωθεί και τον προειδοποιούν ότι δεν μπορεί να μπει σε ξένο FIR (Τουρκία) γιατί θα τον καταρρίψουν ως άγνωστο στόχο. Όπως πληροφορήθηκε, πολύ αργότερα, εκείνες τις κρίσιμες στιγμές υπήρξε επαφή με τον αρχηγό του ΝΑΤΟ, ονόματι Μουρ, τον οποίοι οι Έλληνες παρακάλεσαν να πείσει τους Τούρκους να τον «ρίξουν». Η δικαιολογία που ειπώθηκε ήταν ότι στην ντακότα πιθανότατα βρίσκονταν απόρρητα έγγραφα και σχέδια που ο Μανιαδάκης θα τα παρέδιδε στους Ρώσους. Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας υπόσχεται να τον «ρίξει». Μετά από λίγο απογειώνονται F-100 για να τον αναχαιτίσουν. Ωστόσο, κανείς δεν ενόχλησε τον Μανιαδάκη, ο οποίος έβλεπε πλέον στα αριστερά του τα φώτα της Σμύρνης.

«Θάλαττα, θάλαττα!»


Ο Μιχάλης σκόπευε να περάσει από τη μέση της απόστασης Άγκυρας-Κωνσταντινούπολης, ούτως ώστε να βρίσκεται εκτός εμβέλειας των πυραύλων βεληνεκούς 60 μιλίων, που ήταν εγκατεστημένοι μόνο στις δύο αυτές πόλεις. Αφιόν Καραχισάρ, Εσκί Σεχίρ και ο υποσμηναγός συνεχίζει ακάθεκτος… Βλέποντας τη Μαύρη Θάλασσα, αναφωνεί «Θάλαττα, θάλαττα»! Η ανακούφισή του όταν είδε τη θάλασσα ήταν μεγάλη, καθώς, όπως μας είπε, δεν αντιμετώπιζε πλέον κινδύνους, είτε εναέριους είτε επίγειους.
Η ξαφνική αίσθηση ανακούφισης που τον πλημμύρισε παραλίγο να του στοιχίσει ακριβά: Μόλις χαλάρωσε, η τρομερή σωματική, ψυχική και πνευματική εξάντληση που είχε συσσωρευτεί μέσα του είχε ως αποτέλεσμα να τον πάρει ο ύπνος. Το διαπιστώνει έντρομος λίγες στιγμές μετά. Για να επανέλθει σε κατάσταση εγρήγορσης, χειρίζεται άτσαλα το αεροσκάφος του, ούτως ώστε να κουνηθεί απότομα και να ξυπνήσει.
Ο Μανιαδάκης περνάει τη Σινώπη και πίνει δυο γουλιές καφέ, οι οποίες τον βοηθούν να συνέλθει. Μερικά μίλια πριν φτάσει στη Σεβαστούπολη, αντιλαμβάνεται ένα σοβιετικό MIG να του κάνει σήμα να τον ακολουθήσει. Ο Μιχάλης δεν τον ακούει. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο κι επιχειρώντας να προσγειωθεί, βρίσκεται μπροστά από μια σιδεροκατασκευή, την οποία και αποφεύγει τελευταία στιγμή. Αυτός ήταν ο λόγος που του έκανε νωρίτερα σήμα το MIG. Ενώ τα κατάφερε στα δύσκολα, πήγε να την «πατήσει» άσχημα λίγο πριν την προσγείωση…
Η προσγείωση
Τελικά ο ιπτάμενος προσγειώνεται στη Σεβαστούπολη. Το ταξίδι του είχε διαρκέσει ένα τέταρτο παραπάνω από τις 7 ώρες που είχε υπολογίσει… Ανάβει τσιγάρο. Είχε να καπνίσει από την… Ελλάδα. Κόντευε πλέον να ξημερώσει. Μετά από λίγη ώρα αναμονής, μερικοί Ρώσοι αξιωματικοί και φαντάροι τον πλησιάζουν. Τον χαιρετούν με εμφανή περιέργεια. Ο Μανιαδάκης ανταποδίδει το χαιρετισμό και – σε ένδειξη καλής πρόθεσης – τους παραδίδει το πιστόλι και το μαχαίρι πτήσεων, που κρατούσε μαζί του. Οι Ρώσοι ψάχνουν – εις μάτην – να βρουν «πού είναι κρυμμένοι οι υπόλοιποι που πέταξαν μαζί του». Όπως περιγράφει και στο βιβλίο του «Απόδραση, D-621» ο Μανιαδάκης, κανείς τους δεν πίστευε ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει κάνει μόνος του όλο αυτό το ταξίδι.
Η αλήθεια είναι ότι το κατόρθωμά του ήταν απίστευτο: Κάποιοι χουντικοί τον έβγαλαν τρελό. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι ήταν μεθυσμένος. Όπως και να ‘χει, οι δικτάτορες προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το συμβάν και έκαναν τα πάντα για να το αποκρύψουν από τον Τύπο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές για το συμβάν στα ΜΜΕ της εποχής. Ωστόσο, για τον κόσμο και φυσικά για τους ίδιους του τους συναδέλφους, είχε πετύχει το μέγιστο αεροπορικό άθλο: Είχε ταξιδέψει, με τόσες αντιξοότητες, από τη Σούδα στη… Σεβαστούπολη!

Η ζωή στη Σοβιετική Ένωση


Στη Σεβαστούπολη, ο Μανιαδάκης ζητά να εγκριθεί η παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση. Ιδού το αίτημά του προς τον – τότε – ηγέτη της, Μπρέζνιεφ.
«Προς τον Λεωνίδα Μπρέζνιεφ,
Παράκληση στον πρόεδρο του ανώτατου Σοβιέτ, Λεωνίδα Μπρέζνιεφ, καταθέτοντας ότι, επειδή η δικτατορία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, την πατρίδα μου, έχει εξαπολύσει σε σημείο τρόμου διώξεις και φοβερές ταπεινώσεις, που σε μένα τουλάχιστον δεν άρεσαν από την αρχή, για να σώσω τον εαυτό μου και για να διαδηλώσω σε όλον τον κόσμο ότι πρέπει να αγωνιστεί κατά της δικτατορίας χάριν της δημοκρατίας, παρακαλώ να με δεχτείτε να ΠΑΡΑΜΕΙΝΩ στον υπερήφανο τόπο σας».
Η αίτηση του Μιχάλη απορρίφθηκε. Μαζί με την απόρριψη, ωστόσο, υπήρξε η εισήγηση να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Στη δεύτερη αναφορά του, λοιπόν, ο Μανιαδάκης αιτήθηκε πολιτικό άσυλο και το αίτημα του έγινε δεκτό. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρέμεινε στη Σεβαστούπολη, μετέβη στην Οδησσό. Από την Οδησσό, ταξίδεψε για την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, την Τασκένδη. Εκεί έμελλε να μείνει για έξι ολόκληρα χρόνια…
Τασκένδη
Στην Τασκένδη παρέμεναν εκτοπισμένοι χιλιάδες Έλληνες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν κομμουνιστές-πολιτικοί πρόσφυγες.
Μετά από ένα χρόνο παραμονής στην Τασκένδη, χορηγήθηκε στον Μανιαδάκη κανονικό πάσο και πλέον ήταν ελεύθερος, όπως κάθε σοβιετικός πολίτης, να ταξιδέψει ανεμπόδιστα στη χώρα. Έμαθε τη ρωσική γλώσσα και ξεκίνησε – έπειτα από προτροπές των ντόπιων – σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Ωστόσο, οι σπουδές του δεν του άρεσαν, με αποτέλεσμα να τις παρατήσει και να γίνει οικοδόμος. Τα έξι χρόνια που έζησε στην Τασκένδη πέρασαν με τη μεγάλη νοσταλγία της πατρίδας και την ασίγαστη επιθυμία της επιστροφής.

Η επιστροφή στην πατρίδα


Όταν έπεσε η χούντα, πολλοί θα περίμεναν ότι ο Μιχάλης θα μπορούσε εύκολα να επαναπατριστεί. Η πραγματικότητα όμως έδειξε το αντίθετο: Κάποιοι τον πληροφορούν ότι βρίσκεται στη λίστα με τους πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι, όπως είχε συμφωνηθεί, δε θα επέστρεφαν ποτέ στην Ελλάδα. Ο υποσμηναγός απογοητεύεται και αρχίζει να σκέφτεται ξανά σοβαρά να δραπετεύσει… Με τα πολλά, την άνοιξη του 1976, η ελληνική πρεσβεία της Μόσχας ειδοποιείται για να προωθήσει τον επαναπατρισμό του. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παίρνει στα χέρια του το πολυπόθητο διαβατήριο…
Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις 8 Δεκεμβρίου του ’76, ο Μανιαδάκης περνά από αεροδικείο. Εκεί, έξι συνάδελφοί του καταθέτουν ότι δεν ήταν κομμουνιστής αλλά απλός ψηφοφόρος της Ένωσης Κέντρου κι ότι κακώς τέθηκε υπό διωγμό από την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος. «Στο δικαστήριο, που διήρκεσε πάνω από 5 ώρες, ο δικηγόρος-βουλευτής και υπουργός, ο Γιαννόπουλος (τότε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου) χαρακτήρισε το δικαστήριο αναρμόδιο να δικάσει εμένα, που όταν εγώ ήμουν ξενιτεμένος για αντιδικτατορικό αγώνα αυτοί υπηρετούσαν τη δικτατορία», γράφει στο βιβλίο του ο υποσμηναγός. Το Αεροδικείο τελικά τον αθώωσε για τη λιποταξία, αλλά τον έκρινε ένοχο για την «απόρρητη συσκευή IFF», με το σκεπτικό ότι ίσως έλαβαν γνώση γι’ αυτή οι Σοβιετικοί. Γι’ αυτήν την πράξη καταδικάστηκε σε 10μηνη φυλάκιση, ωστόσο αθωώθηκε από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο λίγους μήνες μετά.


Τελικά, ο Μανιαδάκης αποστρατεύτηκε και συνταξιοδοτήθηκε ως σμηναγός βάσει του φύλλου διακοπής μισθοδοσίας που είχε πάρει για τη μετάθεσή του στη Σχολή Πολέμου στο Τατόι, πριν αυτοεξοριστεί στη Σοβιετική Ένωση.
Μετά την αποστράτευσή του εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα ως πιλότος ψεκαστικών και στη συνεχεία αναμείχθηκε στα κοινά της τοπικής αυτοδιοίκησης και είχε εκλεγεί τρεις φορές πρόεδρος της κοινότητας στο Καλό Χωριό Λασιθίου.
Πέθανε στις 20 Αυγούστου 2017 σε ηλικία 84 ετών και η κηδεία του ήταν πάνδημη


Το βιβλίο του «Απόδραση D-621» μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ :

*Απόσπασμα από άρθρο του cna.gr με τίτλο : «Εφυγε» ο Λασιθιώτης που απέδρασε από τη χούντα με μια ντακότα (https://www.cna.gr/faces/michalis-maniadakis-efyge-o-lasithiotis-pou-apedrase-apo-ti-chounta-mia-ntakota)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου