Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ένα και μόνο κίνημα κατά της Μεταξικής δικτατορίας



Ένα και μόνο κίνημα κατά της Μεταξικής δικτατορίας
29 Iούλη 1938: Το Κίνημα των Χανίων


Γράφει η Ρούλα Μουτσέλου

Η δικτατορία του Μεταξά επιβλήθηκε, στις 4 Αυγούστου 1936 με την ανοχή του αστικού πολιτικού κόσμου και την εύνοια του Παλατιού. Το μίσος του δικτάτορα για τη δημοκρατία ήταν γνωστό από νωρίς. «Θεωρώ τον κοινοβουλευτισμόν εκπεσόντα και θα αγωνισθώ προς έξοδον εξ αυτού» δήλωνε το 1934. Παρόλα αυτά, παρότι ήταν δηλωμένος θαυμαστής των φασιστικών καθεστώτων Χίτλερ και Μουσολίνι που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη, ο πολιτικός κόσμος δεν έπραξε τίποτα για να του φράξει έγκαιρα το δρόμο.
Έτσι, όταν στις 5 Μάρτη 1936 ο Γεώργιος ο Β΄ έκανε τον Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Δεμερτζή, πολλοί επικρότησαν. Ο Βενιζέλος, σε επιστολή του από το Παρίσι στον Λ. Ρούφο, σχολίαζε: «Δεν είναι ανάγκη να σου είπω πόσον ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξη επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τον Παπάγον και Πλατήν, και αναθέσας το Υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν…». Στην πραγματικότητα βέβαια το παλάτι υπουργοποιώντας τον Μεταξά δεν απέτρεπε τη δικτατορία, αλλά επέλεγε αυτόν που θα έπρεπε να την κάνει. Δύο μήνες αργότερα, στις 27 Απρίλη, ο Μεταξάς γίνεται πρωθυπουργός στη θέση του αποθανόντα Δεμερτζή και παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από το σύνολο σχεδόν του αστικού πολιτικού κόσμου. Τρεις μέρες μετά, η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της μέχρι την 1η Οκτώβρη, δίνοντας στην κυβέρνηση το δικαίωμα να εκδίδει, έως τότε, διατάγματα. Με δύο τέτοια διατάγματα υπογεγραμμένα από τον Γεώργιο Β’, ένα που ανέστειλε βασικά άρθρα του συντάγματος και ένα που διέλυε τη Βουλή, εγκαθιδρύθηκε στις 4 Αυγούστου η Μεταξική δικτατορία.
«Ότι δεν έκαναν οι πολιτικοί αρχηγοί ενάντια στη δικτατορία το καταπιάστηκε μόνος του ο λαός» αναφέρει στο βιβλίο του «Το αντιδικτατορικό κίνημα της Κρήτης» ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής. «Οι εργαζόμενοι οργανώνονται, παλεύουν. Στήνουν πρόθυμο το αυτί στην πατριωτική φωνή του ΚΚΕ που τους καλεί να συγκροτήσουν ενωμένοι το αντιδικτατορικό μέτωπο πάλης… Στελέχη των δημοκρατικών κομμάτων, δημόσιοι υπάλληλοι και δημοκράτες αξιωματικοί συνεργάζονται με τους κομμουνιστές για τη συγκρότηση αντιδικτατορικού μετώπου». Αν και ο στόχος ήταν κοινός, η πτώση της δικτατορίας, υπήρχαν δύο γραμμές. Εκείνη του ΚΚΕ για κοινή αντιδικτατορική δράση όλων των πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων προκειμένου το καθεστώς της 4ης Αυγούστου να ανατραπεί μέσα από την οργάνωση και δράση του λαού και εκείνη των αστικών αντιδικτατορικών κομμάτων που δεν ήθελαν το λαό στο προσκήνιο αλλά προσέβλεπαν στην πτώση της δικτατορίας με πρωτοβουλία του – συνένοχου της δικτατορίας– βασιλιά ή με κάποιο στρατιωτικό κίνημα.

Η αντιδικτατορική δράση του Χανιώτικου λαού


Στα Χανιά αντιφασιστική δράση υπήρξε πολύ πριν την 4η Αυγούστου. Ήδη από το 1934 η εφημερίδα «Λευτεριά», με διευθυντή τον κομμουνιστή Βαγγέλη Κτιστάκη, όργανο των αντιφασιστών της Κρήτης προειδοποιεί για τον επερχόμενο φασισμό. Τον Ιούνη το Πρωτοδικείο Χανίων εγκρίνει το καταστατικό της «Αντιφασιστικής Ένωσης Κρήτης» που καλεί το λαό να πυκνώσει τις γραμμές της και να παλέψει ενωμένος ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο. Το δημοψήφισμα για την παλινόρθωση της βασιλείας το Νοέμβρη του 1935 βρίσκει στο δρόμο τους Χανιώτες. «Ο απειλούμενος εξοπλισμός βασιλοφρόνων δια την επιτυχίαν της παλινορθώσεως της τυραννίας, δεν δύναται να φοβήση ημάς από του να διακηρύξωμεν ότι δεν θα αναγνωρίσωμεν τον Γεώργιον εάν αποδεχθή να βασιλεύσει» γράφει ψήφισμα προς την κυβέρνηση που εκδόθηκε για την παλλαϊκή απεργία στις 26 Σεπτέμβρη 1935.
Τρεις μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας, το Νοέμβρη του 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς, προβληματισμένος από τα δημοκρατικά αισθήματα του Κρητικού λαού, κατεβαίνει στο νησί για να παραστεί στον γιορτασμό της επετείου στο Αρκάδι. Ελάχιστοι με τη βία συγκεντρωμένοι τον υποδέχονται στη Σούδα, ενώ χιλιάδες προκηρύξεις πετιούνται στους δρόμους της πόλης. Στις 7 Μάρτη 1937, επιχειρεί νέα περιοδεία αυτή τη φορά μαζί με το βασιλιά. Όπως αναφέρει ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής «Στην αποβάθρα τους υποδέχεται ο δημοκράτης δήμαρχος Χανίων Γιάννης Μουντάκης. Χαιρετίζει το βασιλιά και του ζητά να διώξει το δικτάτορα και να αποκαταστήσει το Σύνταγμα. Προκηρύξεις κυκλοφορούν και πάλι. Το βράδυ αντιφασίστες κόβουν το ηλεκτρικό ρεύμα στην ώρα του επίσημου γεύματος στον Δημοτικό Κήπο… Στον Φουρνέ η ασπίδα που είχαν στήσει για την υποδοχή τους μπουρλοτιάζεται από τον ψυχωμένο Λακιώτη αντιφασίστα νεολαίο Διονύση Μάντακα. Το ίδιο και στις Καλύβες του Αποκόρωνα. Ο Γιώργης Τζομπανάκης με τους φίλους του έκαψαν την ασπίδα και την πέταξαν στη θάλασσα. Εβδομήντα ένοπλοι συγκεντρωμένοι στις κορφές του Βαρύπετρου, περιμένουν το σύνθημα να κατέβουν στο δρόμο να πιάσουν το βασιλιά και το Μεταξά και να τους ανεβάσουν στο Θέρισο… Οι δημοκρατικοί πολιτευτές αμφιταλαντεύονται, διστάζουν, τα μετρούν και τα ξαναμετρούν. Κι ενώ είχαν συμφωνήσει για την απαγωγή τους στο Θέρισο που θα σήμαινε το τέλος του φασισμού στην Ελλάδα, την κρίσιμη στιγμή μετάνιωσαν». Λίγες ημέρες αργότερα στο μνημόσυνο του Ελ. Βενιζέλου, πραγματοποιήθηκαν νέες αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Ύστερα από τους επίσημους ομιλητές, βγήκε στο βήμα ο Ευτύχης Παλλήκαρης, εκπρόσωπος του Αντιφασιστικού Μετώπου, «τέτοιος ήταν ο Βενιζέλος. – είπε – αγωνιστής για τη λευτεριά της Κρήτης και την Ένωση με την Ελλάδα. Αν ζούσε, δεν θα δέχονταν τις αλυσίδες της δικτατορίας».
Την ίδια περίοδο, Άνοιξη του 1937 ιδρύεται στα Χανιά και η αντιφασιστική “Φιλική Εταιρία”, στην οποία συμμετέχουν βενιζελικοί, κομμουνιστές, δημοκράτες, εργάτες, αγρότες, επιστήμονες και ανυπότακτοι αξιωματικοί, με πρόεδρος τον Σταύρο Παπαδοκωνσταντάκη.

Η προετοιμασία του κινήματος


Το Πάσχα του 1938 κατέβηκε στα Χανιά ο Αριστομένης Μητσοτάκης, παλιός πολιτευτής Χανίων και ανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου. Είχε διατελέσει υπουργός στην κυβέρνηση Παπαναστασίου και από νωρίς είχε έρθει σε διαφωνία με τον Βενιζέλο. Σε συνάντηση που ζήτησε με εκπροσώπους της Φιλικής Εταιρίας, στο ξενοδοχείο «Μινέρβα» στο λιμάνι, μετέφερε μια ωραιοποιημένη εικόνα σύμφωνα με την οποία κόμματα και δημοκρατικές οργανώσεις στην Αθήνα ήταν έτοιμα για δυναμική αναμέτρηση με τη δικτατορία και του είχαν αναθέσει την ευθύνη της Κρήτης. «Τον Απρίλη του 1938 – γράφει στα απομνημονεύματά του ο Μάρκος Βαφειάδης που εκείνο το διάστημα είχε αναλάβει την καθοδήγηση του ΚΚΕ στην Κρήτη – πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στα Χανιά με τη συμμετοχή του Αρ. Μητσοτάκη, αρχηγού της “αριστεράς” των Φιλελευθέρων, Ιωάν. Μουντάκη Δημάρχου Χανίων και του αντιπροσώπου της ΚΟ Κρήτης Μ. Βαφειάδη… Η σύσκεψη διαπιστώνει την ανάγκη συντονισμού του λαϊκού αντιδικτατορικού αγώνα και, με προτεραιότητα τον ένοπλο, αποφασίζει και υπογράφει συμφωνία που θα περιλάβει τους εξής όρους: 1) Ανατροπή της δικτατορίας. 2) Σχηματισμός αντιδικτατορικής κυβέρνησης απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής που διέλυσε η δικτατορία και εκλογές με αναλογική. 3) Επαναφορά των απότακτων δημοκρατικών αξιωματικών, κατάργηση του ιδιωνύμου, του θεσμού της εξορίας, των αντιδημοκρατικών νόμων της δικτατορίας».
Η Ασφάλεια που προσπαθεί απεγνωσμένα να εντοπίσει το μηχανισμό της Φιλικής Εταιρίας αναγκάζει το Μητσοτάκη με την απειλή της σύλληψης να φύγει για την Αθήνα, αλλά παρά την τρομοκρατία, τις συλλήψεις και διαρκείς εκτοπίσεις κομμουνιστών και δημοκρατικών πολιτών, η προετοιμασία της εξέγερσης συνεχίζεται. Πυρήνες οργανώνονται στα χωριά του Αποκόρωνα και της Κυδωνίας, ενώ σε επίσκεψή του στον Ομαλό ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής εξασφαλίζει και την υποστήριξη του στρατηγού Μάντακα. Ο Μητσοτάκης επιστρέφει στα Χανιά μέσα του Ιούλη και πραγματοποιεί νέες συναντήσεις την ίδια ώρα που οι βενιζελικοί πολιτευτές διστάζουν και κωλυσιεργούν.
Όλοι βρίσκονται εν αναμονή του «συνθήματος από την Αθήνα». Όμως στην Αθήνα η εικόνα δεν ήταν αυτή που μετέφερε ο Μητσοτάκης στους συνομιλητές του. Όπως γράφει ο Γρ. Δαφνής, την ιδέα της κρητικής εξέγερσης είχε συλλάβει ο στρατηγός Αχ. Πρωτοσύγγελος. «Το σχέδιόν του ήτο απλούν: Ολαι αι φρουραί της Κρήτης, στηριζόμεναι εις τον κρητικόν λαόν, θα προέβαινον εις την δήλωσιν ότι ηρνούντο να υπακούουν πλέον εις την κυβέρνησιν Μεταξά και θα εζήτουν από τον βασιλέα να την αντικαταστήση. Εάν ο βασιλεύς, εν τη επιθυμία του να αποφύγη εκστρατεία κατά της Κρήτης, συγκατάνευε, τότε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα είχε επιτευχθή. Εάν, αντιθέτως, ο βασιλεύς εξουσιοδότει τον Μεταξάν να χτυπήση τους Κρήτας, τότε ούτοι θα έπρεπε να κρατήσουν μερικάς ημέρας, ώστε εν τω μεταξύ να δοθή η δυνατότης κινητοποιήσεως των επί της Ηπειρωτικής Ελλάδος αντιδικτατορικών δυνάμεων. Το σχέδιο τούτο – καταλήγει ο Δαφνής – εγνώριζε και είχεν υιοθετήσει ο Α. Μητσοτάκης, εις τον οποίον ανετέθη η ηγεσία της εξεγέρσεως εις την Κρήτην». Στην ουσία δηλαδή, επρόκειτο για ένα σχέδιο προβληματικό καθώς βασιζόταν αποκλειστικά στην Κρήτη. Αν ληφθεί υπόψη ότι η εξέγερση περιορίστηκε στα Χανιά και δεν επεκτάθηκε στην Κρήτη, και ότι για την υπόλοιπη Ελλάδα δε υπήρξαν προετοιμασίες για εξέγερση, τότε γίνεται αντιληπτό πως το κίνημα των Χανίων ήταν θνησιγενές. Τίποτα όμως από αυτά δεν μπορεί να αμαυρώσει το μεγαλείο της αδούλωτης ψυχής του Χανιώτικου λαού. Στις 29 Ιούλη του 1938 τα Χανιά μίλησαν για λογαριασμό ολάκερης της Κρήτης, ολάκερης της Ελλάδας.

Η εξέγερση ξεσπά… και καταρρέει


Το ραντεβού ορίστηκε για τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Ιουλίου 1938. Το πρωί της παραμονής πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο ιατρείο του δημάρχου Γιάννη Μουντάκη. Γράφει ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής: «Πήγαμε δύο από τη Φιλική Εταιρεία. Περιμέναμε σύσκεψη της Επαναστατικής Επιτροπής και βρήκαμε σύναξη στελεχών. Ο Μητσοτάκης που τις τελευταίες μέρες είχε πάρει τα μέτρα του για ν’ αποφύγει τη σύλληψη, έστειλε τους αντιπροσώπους του. Αντιπροσώπους έστειλαν και οι βενιζελικοί. Ήταν κι ο αντιπρόσωπος της κομμουνιστικής οργάνωσης Χανίων. Όλοι – όλοι καμιά δεκαπενταριά… Κανένα μέτρο προφύλαξης. Πειράγματα, αστεία, φωνές. Μερικοί περίεργοι από τα γειτονικά μαγαζιά – το ιατρείο βρισκόταν στο κέντρο της παλιάς πόλης κοντά στην πλατεία της Σπλάντζιας – ήρθαν να ρωτήσουν τι συμβαίνει. Η κίνηση ασυνήθιστη, η πόρτα ανοιχτή, ένας τοίχος μας χώριζε από το δρόμο. “Ο δήμαρχος βαφτίζει” ήταν η απάντηση. Οι περίεργοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι, έλεγαν κανένα χωρατό, χαμογελούσαν πονηρά, έφευγαν. Ένας είπε: “Καλά κρασιά”. Αλλος: “Η ώρα η καλή”». Μέσα σε τέτοιες συνθήκες «συνομωτικότητας» με μία σύσκεψη που κράτησε όλο κι όλο μισή ώρα, η εξέγερση ορίστηκε περί τις 2 το πρωί της 29ης Ιουλίου. Από στόμα σε στόμα κ η είδηση έφτασε αστραπιαία παντού.
Από τις 12 τα μεσάνυχτα ομάδες αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο Ορφανοτροφείο, άλλοι άοπλοι, άλλοι οπλισμένοι με κάθε λογής όπλα, μάλλιγχερ μακριά και κοντά, γκράδες και γκραδάκια, μάουζερ, τιλεμπέλ, τσιφτέδες, μερικά τόσο σκουριασμένα που αμφίβολο αν θα έπαιρναν φωτιά. Σφαίρες ελάχιστες, αλλά ηθικό υψηλό. Η ώρα περνά, αλλά από τους ηγέτες κανείς ακόμα. Όπως αναφέρει ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής, «ύστερα από είκοσι χρόνια μαθεύτηκε πως και την τελευταία στιγμή αμφιταλαντεύονταν». Τελικά φτάνουν στη συγκέντρωση περασμένες 4 το πρωί
Το πλήθος κινείται. Καταλαμβάνεται αναίμακτα η Στρατώνα στη Σούδα, το Τηλεγραφείο, η Γενική Διοίκηση, τα γραφεία της Διοίκησης Χωροφυλακής, της Μεραρχίας, της Ασφάλειας και τα Αστυνομικά τμήματα. Στα γραφεία του 14ου Συντάγματος συνεδριάζουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες. Ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Σφακιανάκης, ο Γενικός Γραμματέας Ιππόλυτος, ο διοικητής της Μεραρχίας, ανώτεροι υπάλληλοι τα έχουν χαμένα και παραδίνονται.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι συλλήψεις και τα μέτρα που λήφθηκαν για την προφύλαξη της εξέγερσης από τους εχθρούς της εν πολλοίς ήταν αστεία. Γράφει ο Χατζηαγγελής: «Δεν πήραμε στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης και ασφάλειας. Ύστερα από την κατάληψη των αρχών και τη σύλληψη των πολιτικών και στρατιωτικών εκπροσώπων της δικτατορίας, δεν αφοπλίσαμε τη χωροφυλακή. Παντού μπήκαν ένοπλοι επαναστάτες, παντού κάποιος χωροφύλακας χαμογελούσε “κι εμείς μαζί σας – προσχωρούμε”, παντού κάποιος βενιζελικός παράγοντας βρισκόταν από μηχανής θεός ν’ αποτρέψει τον αφοπλισμό, την απομάκρυνση, την αντικατάσταση από τον επαναστατημένο λαό, που είχε την ευθύνη για την τάξη. Δεν αφοπλίστηκε ολοκληρωτικά ο στρατός, δεν εγκαταστάθηκε από την πρώτη στιγμή στους στρατώνες λαός, να γίνει λόχος, τάγμα, να στήσει καζάνι, να πάρει παλάσκες και γυλιό. Δεν απομονώθηκε η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ο υπουργός Σφακιανάκης οδηγήθηκε από ενόπλους στο σπίτι του. Μπορεί να βρέθηκε και κάποιος που να του ζήτησε συγνώμη για την ενόχληση. Κάποιος έπεισε τους ενόπλους να μείνουν στο σπίτι του να τον φυλάνε μήπως και τον πειράξει κανείς. Του άφησαν και το τηλέφωνο να τηλεφωνήσει στους φίλους του στα Χανιά, στην Αθήνα, στο Ηράκλειο πως χαίρει άκρας υγείας και να μην ανησυχούν».
Τα ξημερώματα μεταδόθηκε το παρακάτω διάγγελμα:
«Προς την Α. Μ. τον Βασιλέα
Προς τας ενόπλους δυνάμεις
Προς τον ελληνικό λαό
Στρατός και λαός αδελφωμένοι κατέλυσαν αρχάς λαομισήτου τυραννίας εκπροσωπούμενης υπό του στρατηγού Μεταξά. Ανακτήσας ελευθερίας αυτού απευθύνεται προς την Α. Μ. τον Βασιλέα και ζητεί την άμεσον απομάκρυνσιν της τυραννικής Κυβερνήσεως Μεταξά, την αποκατάστασιν του κράτους του νόμου και των λαϊκών ελευθεριών και τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως Εθνικής Σωτηρίας εκ των αρίστων Ελλήνων, αδιακρίτως πολιτικών παρατάξεων, προς αντιμετώπισιν των αμεσοτάτων εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, τους οποίους διατρέχει η χώρα μας και διά την δημιουργίαν μιας νέας Ελλάδος, πράγματι ηνωμένης ψυχικώς και ικανής να αντιμετωπίση με σθένος και φρόνησιν τας δυσκόλους στιγμάς, που διέρχεται η ανθρωπότης. Με αδελφικόν χαιρετισμόν προς τας ενόπλους δυνάμεις και ολόκληρον τον λαόν. Ζήτω Ο Βασιλεύς, ζήτω η Ελλάς.
Η Επαναστατική Επιτροπή:
Μητσοτάκης, Βολουδάκης, Μουντάκης, Παΐζης,
Μάντακας στρατιωτικός διοικητής».
Το πρωί της Παρασκευής 29 Ιουλίου βρίσκει τους Χανιώτες σε επαναστατικό ενθουσιασμό αλλά και ανήσυχους. Στις 11π.μ. γίνεται λαϊκή συγκέντρωση στην Πλατεία Σιντριβανιού. Η εξέγερση έχει πετύχει, αλλά οι ομιλητές από τον εξώστη του κέντρου «ΒΙΜ», με πρώτο τον Μητσοτάκη, επιβεβαιώνουν πως το κίνημα των Χανίων είναι μοναδικό στο νησί. Στην πραγματικότητα κανείς δεν είχε φροντίσει από τα πριν να ειδοποιήσει την υπόλοιπη Κρήτη ή να την εντάξει στο σχεδιασμό της εξέγερσης παρότι αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο.
Το μούδιασμα του λαού ήταν αναπόφευκτο. Και αντί οι ηγέτες του κινήματος να τον εμψυχώσουν, υποτίμησαν τη νοημοσύνη και τις διαθέσεις του όπως αναφέρει ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής ” (Ο Μητσοτάκης) δεν τόνισε την σημασία της πάλης ενάντια στο λαομίσητο φασισμό και της αλλαγής που θα γινόταν με την αποκατάση της Δημοκρατίας. Δε ζήτησε από το λαό συγκεκριμένα τι να κάνει, ποια είναι τα καθήκοντα της στιγμής ‘Πηγαίνετε στα σπίτια σας να φάτε και τ’ απόγευμα ελάτε στη στρατώνα να πάμε για Ρέθυμνο, Ηράκλειο’ Ο λαός αντί να ενθουσιαστεί πάγωσε ακόμα πιο πολύ”. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προς το τέλος του συλλαλητηρίου δύο αεροπλάνα ρίχνουν στην πόλη μια προκήρυξη του Δικτάτορα Μεταξά ο οποίος δήλωνε αποφασισμένος να πατάξει «τους στασιαστάς διά παντός μέσου», ενημερώνοντας ταυτοχρόνως ότι «παντού της Ελλάδος επικρατεί απόλυτος τάξις και ησυχία».
Σε λίγο άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ο Σφακιανάκης είχε ενημερώσει και κινητοποιήσει τις αρχές. Εναντίον των εξεγερμένων κινήθηκαν ισχυρές δυνάμεις. Περίπολοι γέμισαν τους δρόμους και άρχιζαν να αφοπλίζουν τους ένοπλους επαναστάτες όπου τους έβρισκαν. Αντίσταση ουσιαστική δεν υπήρξε, γιατί δεν είχε προβλεφτεί κάτι τέτοιο. Στα γραφεία της Μεραρχίας η Χωροφυλακή συνέλαβε τον Μάντακα, ο οποίος ουσιαστικά ούτε που περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Κατάφεραν όμως να τον απελευθερώσουν λίγο αργότερα οι Λακκιώτες.
Στις 12.50 το μεσημέρι ο Σφακιανάκης τηλεγραφούσε στην Κυβέρνηση: «Η Γενική Διοίκησις, το Σύνταγμα και τα λοιπά δημόσια καταστήματα ανακατελήφθησαν. Οι στασιασταί διελύθησαν». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μέσω ραδιοφώνου ολόκληρη η Ελλάδα άκουγε ανακοίνωση του υφυπουργείου Τύπου με την οποία αναγγελλόταν η πλήρης καταστολή του κινήματος.
«Χθες την νύκτα ομάς 400 περίπου ενόπλων υπό την ηγεσίαν των Μητσοτάκη, Μουντάκη και Χατζηαγγελή εισήλθεν εις την πόλιν των Χανίων και επωφελούμενη της ελλείψεως στρατιωτικής δυνάμεως, κατέλαβε την πόλιν. τα αίτια και οι σκοποί του απονενοημένου του κινήματος παραμένουν μέχρι της στιγμής άγνωστα. ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ειδοποιηθείς αμέσως διέταξε εν τω άμα την αποστολην ισχυράς στρατιωτικής ναυτικής και αεροπορικής δυνάμεως”

Το Μεταξικό καθεστώς εκδικείται


Παρά την αποτυχία της η αντιφασιστική εξέγερση του Χανιώτικου λαού έπεσε σα βάλσαμο στις καρδιές των ανθρώπων που τις πλάκωνε ο βραχνάς του φασισμού. Το ηθικό του λαού παραμένει ακμαίο. Μάταια η δικτατορία προσπαθεί να τρομοκρατήσει εξαπολύοντας άγριο διωγμό εναντίον όσων είχαν τολμήσει να την αμφισβητήσουν. Συλλήψεις, διώξεις, βασανισμοί είναι το μόνιμο μοτίβο και όχι μόνο στα Χανιά. Την 1η Αυγούστου με προκήρυξή τους οι Κρητικοί της Αθήνας και του Πειραιά επιδοκιμάζουν την εξέγερση και καταγγέλουν την δικτατορία για τις μαζικές συλλήψεις 500 Κρητικών σε Αθήνα και Πειραιά και για πλήθος συλλήψεων στη Θεσσαλονίκη.
Στα Χανιά στρατιωτικός νόμος και διαγγέλματα. Ο στρατιωτικός διοικητής Σακόραφος καλεί «πάντας να παραδώσωσι τα εις χείρας των όπλα και στρατιωτικά είδη», απαγορεύει την κυκλοφορία καθ’ ομάδας και την κυκλοφορία πέραν της 10ης νυκτερινής. Στέλνεται στο νησί στρατός, πολεμικά, χωροφυλακή, με επικεφαλής το γνωστό Κουρεμπανά. Διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Κρήτης ο μετέπειτα «μεγάλος πατριώτης» της κατοχής Τσολάκογλου. Όμως οι προσκλήσεις και οι απειλές για την παράδοση των όπλων πέφτουν στο κενό. Ο λαός τα φυλάει σαν τα μάτια του. Στις 11 Αυγούστου κατεβαίνει στα Χανιά ο ίδιος ο υπουργός στρατιωτικών Παπαδήμας με πρώτη του σκοτούρα τα όπλα.
Παράλληλα στήνεται και το πρώτο στρατοδικείο. Στην δίκη που ξεκίνησε στις 17 Αυγούστου και κράτησε έξι ημέρες, από 69 κατηγορούμενους καταδικάζονται ερήμην σε θάνατο οι Μητσοτάκης, Μουντάκης, Βολουδάκης και Μπακλατζής και οι Μάντακας, Καφάτος, Εμμ. Μουντάκης και Γεωργιλαδάκης σε ισόβια. Ακολούθησαν το επόμενο διάστημα οι δίκες της β’ σειράς με 75 κατηγορούμενους, της γ’ με 59, της δ’ με 58 και τελευταία εκείνη των στρατιωτικών με την κατηγορία παράβασης καθήκοντος και εντολών ανωτέρων. Ο στρατιωτικός διοικητής της εξέγερσης Εμ. Μάντακας καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά και ερήμην σε 20 χρόνια κάθειρξη ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής. Οι συλληφθέντες, που καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, γέμισαν τις φυλακές του Ιντζεδίν, της Αίγινας, των Τρικάλων, της Πύλου, της Κέρκυρας.

Οι φυγόδικοι


Οι ερήμην καταδικασθέντες επικεφαλείς του κινήματος παραμένουν φυγόδικοι αρχικά στους Κάμπους της ορεινής Κυδωνίας και στη συνέχεια πιο ψηλά στο Μαδαρό, το τελευταίο ριζίτικο χωριό πριν την άγρια ερημιά των Λευκών Ορέων. Τους πάνω κάτω πενήντα νοματαίους που έχουν απομείνει ενώνει ο κοινός σκοπός, η πτώση της δικτατορίας, αλλά σπαράσσουν οι διαφωνίες. Μητσοτάκης και Μουντάκης θέλουν να μαζέψουν κόσμο και να ξαναμπούν στα Χανιά, Βολουδάκης και Μπακλατζής συνιστούν φρόνηση και αναμονή. Μετά και την εμφάνιση του πρώτου αποσπάσματος που πλησίασε τον καταυλισμό τους, οι φυγόδικοι αναγκάζονται, κυρίως κάτω από την πίεση του Βολουδάκη να καταφύγουν στ’ Ασκύφου των Σφακίων. Εκεί και μετά από πολλές διαφωνίες πείθεται και ο Βολουδάκης και καταστρώνεται σχέδιο για νέα εξέγερση με ορίζοντα την 16η Οκτώβρη. Το σχέδιο περιλαμβάνει γενική κινητοποίηση του λαού, ταυτόχρονο ξεκίνημα από όλες τις επαρχίες με κατεύθυνση τα Χανιά. Μητσοτάκης και Μουντάκης φεύγουν για να οργανώσουν τον Αποκόρωνα, Μπακλατζής και Χατζηαγγελής το Σέλινο, ενώ ο Βολουδάκης παραμένει στα Σφακιά και αναλαμβάνει να ειδοποιήσει Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Κι ενώ ξεκινά η εκ νέου οργάνωση της εξέγερσης με συμφωνία όλων στις 7 Αυγούστου οι Μπακλατζής και Χατζηαγγελής λαμβάνουν μήνυμα από τον Βολουδάκη: «Ρέθυμνο και Ηράκλειο αρνούνται να κινηθούν. Κατόπιν τούτου απεφασίσθη ν’ αναχωρήσουμε εις Αίγυπτον. Θα περάσει να σας πάρει καΐκι από την Κουντούρα». Σύμφωνα με το Βαγγέλη Χατζηαγγελή, στην πορεία αποδείχτηκε πως ο Μητσοτάκης δεν είχε συμφωνήσει σε αυτό το σχέδιο ενώ με επιστολή του ο στρατηγός Μάντακας καλούσε και την υπόλοιπη ομάδα να παραμείνει στο νησί και να αγωνιστεί. Όμως – σύμφωνα με αφήγησή του 24/8/1963 που παραθέτει και πάλι ο Β. Χατζηαγγελής – ο Βολουδάκης βρίσκονταν σε επαφή με τον γενικό διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη και όταν βεβαιώθηκε πως δεν μπορεί να γίνει νέα εξέγερση συμφώνησε μαζί του να διευκολύνει την απόδρασή τους από το νησί.
Τελικά 20 του Οκτώβρη αναχωρούν από το νησί με καΐκι και κατεύθυνση την Κύπρο, οι Αρ. Μητσοτάκης, Ι. Μουντάκης, Μαν. Βολουδάκης, Εμ. Μπακλατζής, Στ. Παπαδοκωνσταντάκης, Ρ. Τζιγκουνάκης, Ι. Σιμιτόπουλος, Η. Μπριλλάκης, Εμμ. Κοτζάμπασης και Β. Χατζηαγγελής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου