Αναθυμήματα τση κατοχής
Γυρίζει ο νους μου στα παλιά τα περασμένα χρόνια
εδά π’ ασπρίσαν κι ήρθανε στην κεφαλή τα χιόνια
Απόψε ανεστορήθηκα σεφέρια περασμένα
του τόπου που με γέννησε κι είδα το φως του ήλιου
Επά πρωτοπροπάτηξα κι εβύζαξα το γάλα
επά το πρώτο κλάμα μου στην αγκαλιά τση μάνας
Επά η λαλά μου με ‘κραζε με ανοιχτά τα χέρια
να τση σιμώσω ήθελε και μου ‘τασσε τα πάντα
Μου ‘τασσε περδικαύγουλα λαγούς με πετραχήλια
γιατί ‘θελ’ η μακάρια να δει το λακουδάκι
στο μάγουλο το τρυφερό σαν ήβανα τα γέλια
Θυμούμαι κάθε ταχυνή τριώ – τεσσάρω χρόνω
που ‘κουγα το συντάλαχο στο καλλντιρίμι όξω
κι ελέγαν ειν΄οι Ιταλοί που πάνε στη Μπαμπούρα
να κάμουνε σκοποβολή κι ο λοχαγός τως τσοι λαλεί
Θυμούμαι και τον κούρκουνο που ’παιζε στην πορτέλα
εκείνοσάς ο λοχαγός ‘ταλιάνος απ’ το Κόμο
που όλο μου ‘βάστα κατιτίς γιατί μ΄αγάπα τάξε
πού με ΄λεγαν Μικέλε, Μικέλε ήτονε κι αυτός
Τη μια μου βάστα το ζαμπόν την άλλη τσικολάτα
την τρίτη και την τέταρτη το γάλα και κονσέρβες
Το γάλα το ‘παιρνε η μα κι ήναβε τη γκαζιέρα
το ‘βανε σ’ ένα μαστραπά για να μου σάξει κρέμα
Σαν ήρθανε οι Γερμανοί τα πράματα σκουρήναν
ζυγώνανε τσοι Ιταλούς τως είχαν αχτιμάνι
Σαν εθωρούσαν Ιταλό χωρίς πολλές κουβέντες
εσκώναν τα τουφέκια ντως τον ήβαναν στη μοίρα
στον τόπο τον αφήνανε κι απέ γυρεύαν κι άλλους
αρθούνι μην αφήσουνε
Είδανε και το λοχαγό που ήρχουντο στο σπίτι
για να ζητήξει άσυλο κι ήξαιρε πως θα το ‘βρει
μα τόνε τουφεκήσανε
Εσύρθηκε ο λοχαγός ίσαμε την πορτέλα
αμά δεν ειχ’ ανάκαρα τον κούρκουνο να παίξει
και στο σοκάκι ήφησε την τελευταία αναπνιά
Απόξω απ’ την πορτέλα μας ξεψύχησ΄ ο Μικέλε
και τον εφήκανε εκειά να τόνε φάνε οι σκύλοι
Θυμούμαι και τη μάζωξη που κάμαν’ οι γειτόνοι
γυρού απ’ το κουφάρι ντου με δάκρυα στα μάθια
γιατί τον αγαπούσανε
Ένας εσκέφθη κι ήφερε και τον παπά Μυρώνη
γέροντα και σεβάσμιο τ΄Αγιωργιού ενορίτη
που τον αγάπανε κι αυτός
γιατί του ‘φερνε τρόφιμα κάθε σπερνό Σαββάτου
για να τα δίδει στσοι φτωχούς
Τρεις ονομάτοι σκώσανε τον άψυχο Μικέλε
με δάκρυα και οδυρμούς και γογγισμούς περίσσους
για του πολέμου τσ’ αίτιους
Στον Άγιώργη τον Ψαθά σαν ήφταξε το ξόδι
εκειά το χωματίσανε κι εβάλανε την πλάκα
Θυμούμαι σαν περάσανε τέσσερις – πέντε χρόνοι
ήρθανε οι γονέοι ντου κι εγύρεψαν τον τάφο
τα κόκκαλα να πάρουνε και να τα παν’ στο Κόμο
Στο σπίτι τσοι κονέψαμε τρεις τέσσερις ημέρες
αφού ρωτήξαν χωριανούς για τον ηλεκτρολόγο
που ήτονε ο κύρης μου
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ανεστορήθηκα = θυμήθηκα
σεφέρια (τα) = καιροί , εποχές
ταχυνή (η) = πρωί
συντάλαχο = φασαρία
λαλεί = εδώ με την έννοια οδηγεί
κούρκουνος (ο) =δυνατός χτύπος
πορτέλα (η) = η εξωτερική πόρτα σπιτιού που διαθέτει αυλή
τάξε = εδώ με την έννοια του χωρίς αμφιβολία
τσικολάτα (η) = έτσι αποκαλούσαν τη σοκολάτα , αλλά και τα φουρνισμένα ή αφούρνιστα χαρούπια τα μικρά παιδιά
μαστραπάς (ο) = κύπελλο μεταλλικό
ζυγώνανε = εδώ με την έννοια κυνηγούσαν
αχτιμάνι (το) = εκδικητικότητα , άχτι
μοίρα (η) = στόχαστρο
απέ = μετά , έπειτα
αρθούνι (το) = ρουθούνι
ανάκαρα (τα) = αντοχές , δυνάμεις
αναπνιά (η) = αναπνοή
γυρού = γύρω
κουφάρι (το) = άψυχο σώμα
ξόδιασμα (το) = νεκρώσιμη ιερή ακολουθία
ξόδι (το) = άψυχο σώμα
ΝΙΣΠΙΤΑΣ
FACEBOOK/Μιχάλης Χουρδάκης Νίσπιτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου