Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Το σινεμά που αγαπήσαμε





Το σινεμά που αγαπήσαμε

Κάθε γενιά έχει τους μύθους της, τα ινδάλματα και τα συνθήματά της. Για την Αμερική του ’40, όλα αυτά συνοψίζονται και στην εικόνα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Πριν από 78 περίπου χρόνια, όταν μεσούντος του πολέμου το Χόλιγουντ κατέπλευσε στην Καζαμπλάνκα, ο Μπόγκι αγαπήθηκε όσο λίγοι σταρ του κινηματογράφου, ίσως γιατί το πρόσωπό του ήταν σκληρό ενώ η καρδιά του ραγισμένη. Στην Ευρώπη, η γοητεία του ανακαλύφθηκε κάπως αργά, κυρίως χάρη στους Γάλλους, που στράφηκαν με θαυμασμό στο πιο παραγνωρισμένο είδος του Χόλιγουντ, το φιλμ νουάρ.
Στις παρυφές αυτού του είδους είναι το «Key Largo» του Τζον Χιούστον, και η «Καζαμπλάνκα» – η μυθική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ, που παραμένει μία από τις δημοφιλέστερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Είναι ο μεγαλύτερος χολιγουντιανός μύθος μετά το «Οσα παίρνει ο άνεμος».

Key Largo (1948): Το χαστούκι του γκάνγκστερ


Σήμερα στο «Key Largo» ανακαλύπτουμε όχι την καλύτερη ταινία του Χιούστον, αλλά ένα παραγνωρισμένο έργο του. Ο Χέμινγουεϊ του αμερικανικού κινηματογράφου (και έτσι έχει χαρακτηριστεί ο Χιούστον) κωφεύει στις ιαχές της νίκης, παρουσιάζοντας μια αλληγορία για την Αμερική την επομένη του πολέμου.
Ο ήρωάς του, ο απόστρατος ταγματάρχης Φρανκ Μακ Κλάουντ, είναι ένας κουρασμένος βετεράνος που επιστρέφει από τον πόλεμο. Πολέμησε στο μέτωπο της Ιταλίας με τον βαθμό του ταγματάρχη και τώρα επέστρεψε με την επιθυμία να ασχοληθεί μόνο με τη θάλασσα. Στον πρόλογο της ταινίας, ο Τζον Χιούστον μάς τον παρουσιάζει με έναν αμφίσημο τρόπο, που θα ταίριαζε και για σύσταση φυγάδα, κυνηγημένο από κάτι που δεν προσδιορίζεται επακριβώς. Προορισμός του είναι το νησάκι Κι Λάργκο της Φλόριντα, στο μεγαλύτερο από μια συστάδα νησιών της Φλόριντα, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με γέφυρες, όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο της οικογένειας Τεμπλ. Ο γιος της οικογένειας έπεσε ηρωικά μαχόμενος και είναι θαμμένος κάπου στην Ιταλία. Ο Φρανκ Μακ Κλάουντ  έρχεται για να εκπληρώσει ένα ηθικό χρέος: να συναντήσει τον ανάπηρο πατέρα και τη νεαρή σύζυγο του νεκρού στρατιώτη που υπηρετούσε στο τάγμα του. Στο ξενοδοχείο της οικογένειας του νεκρού έχει καταλύσει μια συμμορία μαφιόζων, εξορίστων στην Κούβα, που σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Στην πιο χαρακτηριστική σκηνή στο «Key Largo», ο σκληρός Εντουαρντ Ρόμπινσον, ένας αρχινονός, χαστουκίζει τον Μπόγκαρτ, βετεράνο–ήρωα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μπόγκι δεν αντιδρά ηρωικά, όπως θα περίμενε κανείς, μένει ατάραχος σοκάροντας τη Λορίν Μπακόλ και τον Λάιονελ Μπάριμορ (η χήρα και ο πατέρας ενός στρατιώτη που έπεσε μαχόμενος στην Ιταλία). Το θάρρος του και ο ανδρισμός του θα φανούν όμως λίγο μετά και με τρόπο ταιριαστό σε αληθινούς άντρες και όχι σε οπλισμένους νταήδες του υποκόσμου: αγνοεί επιδεικτικά τον Ρόμπινσον, ο οποίος βράζει από θυμό, προσφέροντας σαν τζέντλεμαν ένα ποτό στην αλκοολική Κλερ Τρέβορ (μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια που υφίσταται τα πάνδεινα από τον αρχινονό αγαπητικό της).
Το «Key Largo» γυρίστηκε το 1948, εποχή φόβου στο Χόλιγουντ λόγω της μαύρης λίστας. Ένα χρόνο πριν, ο Μπόγκι είχε ηγηθεί πορείας καλλιτεχνών στην Ουάσιγκτον κατά της μακαρθικής αντικομμουνιστικής υστερίας.



Καζαμπλάνκα (Casablanca, 1942): Play «As time goes by»...


Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Καζαμπλάνκα έχει μετατραπεί σε σταυροδρόμι κυνηγημένων που θέλουν να διαφύγουν στις ΗΠΑ, κατασκόπων και τυχοδιωκτών. Το πιο κοσμοπολίτικο στέκι της πόλης είναι το κλάμπ του Ρικ, ενός Αμερικανού που υποφέρει από έναν άδοξο έρωτα. Ένα βράδυ μπαίνει στο κλαμπ αυτή που του προκάλεσε το τραύμα, η Ουγγαρέζα Ιζλα, με τον σύζυγό της, που είναι ηγέτης της Αντίστασης.
Ο Ρικ και η Ιζλα έζησαν έναν σύντομο έρωτα στο Παρίσι, σε ένα παρελθόν που φαντάζει τόσο κοντινό, αλλά και τόσο μακρινό λόγω του πολέμου. Ο Ρικ πληγώθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό περιμένοντας μάταια στη βροχή την Ιζλα. Σε ενεστώτα χρόνο, όταν ξανασυναντιούνται τυχαία στην Καζαμπλάνκα, ο Ρικ συνειδητοποιεί ότι η αγαπημένη του ήταν και παραμένει μετέωρη ανάμεσα στο καθήκον και το συναίσθημα. Στο ίδιο δίλημμα είναι εγκλωβισμένος και αυτός: ένας Αμερικανός τυχοδιώκτης και ιδεαλιστής που έχει πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο κατά των φασιστών. Ποτέ άλλοτε στο σινεμά ο έρωτας δεν θυσιάστηκε τόσο λιτά και πειστικά στον βωμό της ηθικής όσο στην «Καζαμπλάνκα».
Ο πληγωμένος Ρικ είναι η προσωποποίηση μιας ακατέργαστης τρυφερότητας και παράλληλα ο άντρας που θα κολακεύει εσαεί, λόγω της «ήττας» του, την «απόρθητη» ιδανική γυναίκα. «Play it, Sam. Play “As time goes by”», λέει η Ιζλα στον μαύρο πιανίστα στο κλαμπ του Ρικ. Μόνο ο χρόνος επουλώνει βαθιές πληγές...
Αν η «Καζαμπλάνκα» οφείλει τη διαχρονική της γοητεία στη χημεία μεταξύ Μπόγκαρτ και Ινγκριντ Μπέργκμαν, δύσκολα αναλογίζεται κάποιος ποια θα ’ταν η μοίρα της αν στη Γουόρνερ είχαν επιμείνει στην αρχική επιλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον ρόλο του Ρικ.

78 χρόνια «Καζαμπλάνκα»


«Play it, Sam. Play «As time goes by»». Εβδομήνταοκτώ χρόνια κλείνουν εφέτος από τη χρονιά που η Ιλσε (Ινγκριντ Μπέργκμαν), σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της «Καζαμπλάνκα», είπε την παραπάνω φράση στον πιανίστα Σαμ (Ντούλεϊ Γουίλσον). Μια φράση την οποία ο περισσότερος κόσμος ακόμη και σήμερα θυμάται λανθασμένα ως «Play it again, Sam».
Και ο Σαμ, με δισταγμό, καθότι γνώστης μιας πικρής ιστορίας, άρχισε να χαϊδεύει στο πιάνο το «As time goes by». Ήταν το κομμάτι που πριν από χρόνια είχε ενώσει την Ιλσε με τον αγαπημένο της Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ). Το ίδιο που θα τους χώριζε μέσα στο μπαρ του Ρικ, στην Καζαμπλάνκα, όπου η Ιλσε είχε βρεθεί τυχαία.
Σήμερα αυτός ο φλογερός όσο και καταραμένος έρωτας εξακολουθεί να παραμένει ολοζώντανος καθώς η «Καζαμπλάνκα» έμεινε στην ιστορία ως το απόλυτο ρομάντζο του Χόλιγουντ, συνδυάζοντας ταυτοχρόνως πολλά κινηματογραφικά είδη. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, και μάλιστα νέοι, που βλέπουν ξανά και ξανά την ταινία και κλαίνε.

Η γέννηση του θεατρικού


Ηταν 1938 όταν ο Μάρεϊ Μπαρνέτ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, βρέθηκε με τη σύζυγό του στην Ευρώπη για να ζήσει από πρώτο χέρι την εισβολή των ναζιστών στην Αυστρία – τότε που τα πρώτα κύματα προσφύγων είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν άρον-άρον τη Γερμανία. Λίγο αργότερα, ο Μπαρνέτ σε μια επίσκεψή του στη γαλλική Ριβιέρα κάθισε σε ένα καφέ όπου συγκεντρώνονταν πρόσφυγες. Στόχος τους ήταν να διασχίσουν τη Μεσόγειο με κατεύθυνση την Καζαμπλάνκα, έναν από τους σταθμούς σωτηρίας τους.
Ένα από τα πράγματα που έκαναν εντύπωση στον Μπαρνέτ ήταν ο μαύρος πιανίστας που ψυχαγωγούσε το κοινό αποτελούμενο από γερμανούς, γάλλους και βρετανούς θαμώνες. Ο συγγραφέας αποφάσισε πως αυτό το καφέ θα μπορούσε να γίνει ο ιδανικός χώρος για ένα θεατρικό έργο. Όπως και έγινε. Γράφτηκε το 1940 σε συνεργασία με τη συγγραφέα Τζόαν Αλισον.
Το έργο είχε τον τίτλο «Everybody comes to Rick’s» («Όλοι έρχονται στου Ρικ») με κεντρικό πρόσωπο τον Ρικ Μπλέιν, κυνικό ιδιοκτήτη ενός καφέ στην Καζαμπλάνκα, ο οποίος αν και αποστασιοποιημένος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εμπλακεί όταν στη μέση μπαίνει ένας παλιός έρωτάς του, η Ιλσε, παντρεμένη πλέον με έναν αντιστασιακό.
Περιέργως, χωρίς ποτέ να εκδοθεί, το έργο πουλήθηκε προς 20.000 δολάρια στα στούντιο της Warner Bros χάρη στη μεσολάβηση του ατζέντη των συγγραφέων. Ο παραγωγός Χαλ Γουόλις προσέλαβε τους δίδυμους αδελφούς Τζούλιους και Φίλιπ Επστάιν για τη συγγραφή και προσαρμογή των διαλόγων, ενώ πρώτη επιλογή σκηνοθέτη υπήρξε ο Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο οποίος όμως εκείνη την εποχή «ανήκε» μέσω συμβολαίου στη Metro Goldwyn Meyer. Εφόσον συνάδελφοί του όπως ο Βίνσεντ Σέρμαν και ο Γουίλιαμ Κέιγκλι επίσης δεν ήταν διαθέσιμοι, ο Γουόλις στράφηκε προς τον πιο εργατικό σκηνοθέτη του στούντιο, τον Μάικλ Κερτίζ, ο οποίος τελικά ανέλαβε τα γυρίσματα.
Αρχική επιλογή ηθοποιών ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν (Ρικ) και η Αν Σέρινταν (Ιλσα). Ακούστηκε και το όνομα της ρωσίδας μπαλαρίνας Ταμάρα Τουμάνοβα – σε αυτήν οφείλεται μάλιστα η αλλαγή της εθνικότητας της Ιλσε από Αμερικανίδα σε Ευρωπαία. Ηθοποιοί που είχαν ακουστεί για τον ρόλο της Μπέργκμαν ήταν επίσης οι Μισέλ Μοργκάν και Εντβίζ Φεγέρ. Ο Γουόλις κατέληξε στη σουηδή σταρ Ινγκριντ Μπέργκμαν, αλλά για να τη «δανειστεί» από τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ χρειάστηκε να του «δανείσει» την Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Ο ιδιοκτήτης της Warner Bros, Τζακ Γουόρνερ, προσανατολιζόταν προς τον Τζορτζ Ραφτ για τον ρόλο του Ρικ. Ο Γουόλις όμως τον έπεισε ότι ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.

Θυελλώδη γυρίσματα


Οι δύο πρωταγωνιστές δεν συμπαθούσαν καθόλου ο ένας τον άλλον. Λέγεται μάλιστα ότι η Μπέργκμαν φοβόταν τον Μπόγκαρτ επειδή τον είχε δει να παίζει σε πολλές γκανγκστερικές ταινίες! Ήταν όμως αρκετά καλοί επαγγελματίες ώστε να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Αποτέλεσμα, το ζευγάρι να μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά που πέρασαν ποτέ από το σελιλόιντ.
Εν τω μεταξύ, η τότε σύζυγος του Μπόγκαρτ  Μέιο Μάθοτ καταδίωκε τον άνδρα της στα γυρίσματα πεπεισμένη ότι διατηρούσε στην πραγματικότητα ερωτικό δεσμό με την Μπέργκμαν. Περιέργως, έχει επίσης ακουστεί ότι οι δύο ηθοποιοί δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως την ταινία – κανείς άλλωστε δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα προκαλούσε τόσο θόρυβο αποσπώντας τρία Οσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου) έχοντας προταθεί για οκτώ.
Η «Καζαμπλάνκα» περιέχει μερικές από τις πιο καλογραμμένες ατάκες που έχουν ακουστεί ποτέ σε αμερικανική ταινία και όντως, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, που κράτησαν 59 ημέρες, οι διάλογοι άλλαζαν διαρκώς. Σε πολλές περιπτώσεις ο Κερτίζ έσκιζε τις σελίδες που δεν του άρεσαν διατηρώντας το ύφος της ταινίας εκεί όπου ίδιος είχε ορίσει από την αρχή. Άλλωστε γνώριζε τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας, αφού είχε φυγαδεύσει την οικογένειά του από την Ουγγαρία προτού την καταλάβουν οι ναζιστές.
Η «Καζαμπλάνκα» γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Warner Bros. Οσο για τον μαύρο πιανίστα που είχε αρχικώς εμπνεύσει τον Μπαρνέτ, ο ρόλος κατέληξε στον Ντούλεϊ Γουίλσον που, ενώ ήταν μουσικός (ντράμερ), δεν είχε ιδέα από πιάνο: στην ταινία τον ντουμπλάρει ο Ελιοτ Κάρπεντερ, τότε μουσικός του στούντιο.

Άγνωστες πληροφορίες


* Το ενδεχόμενο να μεταφερθεί στο σινεμά το θεατρικό έργο «Everybody comes to Rick’s» αποφασίστηκε μία ημέρα μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ (7.12.1941), σε μια περίοδο που τα αμερικανικά στούντιο προσανατολίζονταν σε φιλοπατριωτικές ταινίες.
* Στην πρώτη σκηνή του Ρικ, τον βλέπουμε να παίζει σκάκι, που ήταν το αγαπημένο παιχνίδι του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Μάλιστα η παρτίδα ήταν πραγματική, ανάμεσα στον Μπόγκαρτ και έναν νεοϋορκέζο φίλο του με τον οποίο έπαιζε δι’ αλληλογραφίας.
* Οι σκηνές του παζαριού που βλέπουμε στην αρχή της ταινίας είχαν ήδη γυριστεί και χρησιμοποιηθεί στην ταινία «The desert songs», που προηγήθηκε της «Καζαμπλάνκα».
* Δεν αποκαλύπτεται ποτέ για ποιον λόγο ο Ρικ Μπλέιν δεν μπορεί να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Οι σεναριογράφοι αδελφοί Επστάιν αδυνατούσαν να βρουν μια αιτία, γι’ αυτό και τελικά… δεν έδωσαν.
* Ο λόγος που ο τίτλος «Everybody comes to Rick’s» άλλαξε σε «Καζαμπλάνκα» ήταν η επιτυχία της ταινίας «Αλγέρι».
* Πέρα από τους διάσημους πρωταγωνιστές, και ειδικά το υπέροχο ζευγάρι των Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και Ινγκριντ Μπέργκμαν, ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία που κάνουν την «Καζαμπλάνκα» να έχει τέτοια απήχηση 70 χρόνια μετά από την πρώτη προβολή της, είναι ότι αποτελεί από μόνη της, ως ταινία, μέρος της μυθολογίας του σινεμά, ακόμη και αυτού του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.


Η «Καζαμπλάνκα» δεν ήταν να προβληθεί τόσο γρήγορα. Η Warner Bros, προγραμμάτιζε να την βγάλει στις αίθουσες την άνοιξη του 1943. Ωστόσο επέσπευσε κατά πολύ την πρεμιέρα για να συμπέσει με την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Βόρειο Αφρική που ξεκίνησε στις αρχές Νοεμβρίου - άλλωστε η «Καζαμπλάνκα» με τον αμερικανό ιδιοκτήτη μπαρ Ρικ Μπλέιν (Μπόγκαρντ) και τους φυγάδες από τους Ναζί, Ιζλα Λουντ (Μπέργκμαν) και Βίκτορ Λάζλο (Πολ Χένραϊντ), διαδραματίζεται στο Μαρόκο κατεχόμενο τότε από το συνεργαζόμενο με τους Γερμανούς καθεστώς του Βισί.
Ετσι η «Καζαμπλάνκα» έκανε πρεμιέρα το βράδυ της 26ης Νοεμβρίου 1942 στο περίφημο «Hollywood Theater» στους 51 Δρόμους του Μανχάταν. Για εβδομάδες μάλιστα προβλήθηκε μόνο σε αυτόν τον κινηματογράφο του Μπρόντγουεϊ που χωράει 1.500 θεατές. Στις υπόλοιπες Ηνωμένες Πολιτείες η «Καζαμπλάνκα» άρχισε να προβάλλεται στις 23 Ιανουαρίου 1943.
Και πάλι αυτή η ημερομηνία επελέγη για να συμπέσει με ένα άλλο κεφάλαιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: η Σύνοδος της Καζαμπλάνκα, που έφερε για πρώτη φορά στο ίδιο τραπέζι τον αμερικανό Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ, τον βρετανό Πρωθυπουργό Γουίνστον Τσόρτσιλ και τον ηγέτη της Ελεύθερης Γαλλίας, Σαρλ ντε Γκωλ, έγινε στη μητρόπολη του Μαρόκου από τις 14 ως τις 24 Ιανουαρίου 1943.
Η ταινία του Μάικλ Κέρτιζ δεν υπήρξε μια τεράστια εμπορική επιτυχία. Ήταν μόλις η έβδομη πιο εμπορική ταινία στις ΗΠΑ για το 1943. Κανείς όμως δεν θυμάται σήμερα τις άλλες έξι. Η «Καζαμπλάνκα» κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πιο δημοφιλή και σημαντικά φιλμ στην ιστορία του σινεμά.
Το 1998 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία ως τη δεύτερη καλύτερη στην ιστορία της Εβδομης Τέχνης, πίσω μόνο από τον «Πολίτη Κέιν» (1941) και μπροστά από τον «Νονό» (1972).


Πηγές :


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου