Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Μια βόλτα στο Μοναστηράκι του 1997



Μια βόλτα στο Μοναστηράκι του 1997

Μια διαφορετική κοινωνία στην καρδιά της Αθήνας. Ένα σκηνικό γνήσιο, ατόφιο, που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα λες και ο χρόνος έχει σταματήσει εκεί. Το Μοναστηράκι και η Πλατεία Αβησσυνίας έχουν γράψει ιστορία. Και να φανταστεί κανείς πως όλα ξεκίνησαν, όπως λέει μια ιστορία, από τα ρούχα ενός Εβραίου που άκουγε στο όνομα Γιουσουρούμ...

Της Ελενας Καραμίχαλου

Πώς βρέθηκα στο Κέντρο, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, ούτε θυμάμαι. Τα είχα βάλει με τον εαυτό μου που είχα θυσιάσει τις ώρες μου ανάμεαα σε κόρνες αυτοκινήτων, νευρικούς περαστικούς και σφυρίγματα τροχονόμων που έκαναν τις χορδές του νευρικού μου συστήματος να πάλλονται επικίνδυνα. Άφησα το Σύνταγμα πίσω μου και το «δεύτερο μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης» και σαν κυνηγημένη μπήκα στη Μητροπόλεως. Θα έπαιρνα το τρένο από το Μοναστηράκι και όπου μ' έβγαζε.
Βρέθηκα στο σταθμό χωρίς να το καταλάβω και ήμουν έτοιμη να κόψω εισιτήριο. Πίσω μου ένας πωλητής ...καρύδας μάλωνε με κάποιον που του έσπρωξε το καροτσάκι, ενώ ένα πλήθος κόσμου πέρναγε βιαστικά από δίπλα μου σπρώχνοντας με ή σκουντουφλώντας πάνω μου και χανόταν ως διά μαγείας πίσω από κάτι έργα του Μετρό. Ο Ιντιάνα Τζόουνς ξύπνησε μέσα μου, κάνοντας με να αναρωτηθώ πού πήγαιναν όλοι αυτοί. Ακολούθησα το πλήθος και μπήκα μαζί τους στη «σιδερένια σήραγγα» των έργων, τη διέσχισα και βρέθηκα στη !..χώρα των θαυμάτων.
Η Πλατεία Αβησσυνίας ήταν μπροστά μου ολοζώντανη. Γυρολόγοι είχαν απλώσει πάνω σε πλουμιστά υφάσματα την πραμάτεια τους, διαλαλώντας την με τρόπο μοναδικό, ενώ τα παζάρια με τους επίδοξους αγοραστές έδιναν και έπαιρναν. Το στοκ ό,τι μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Ταμπακιέρες, κορνίζες, μπιμπελό, βούρτσες, παλιές φωτογραφίες, σερβίτσια, τραπεζομάντιλα, μπακίρια, ρολόγια, κασετόφωνα, ασημένιες ή επίχρυσες αλυσίδες. Αμέτρητοι «θησαυροί» απλωμένοι μπροστά στα πόδια σου, που έκαναν το μάτι να χάνεται μέσα στα χρώματα και τα σχήματα και να «κολλάει» σε ό,τι γυαλίζει. Το σκηνικό συμπλήρωναν μικρά παλιατζίδικα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, που ξεχείλιζαν κυριολεκτικά από αντικείμενα, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, τοποθετημένα ακατάστατα εδώ κι εκεί, λες και πριν από λίγη ώρα τα είχε ξεφορτώσει πολύ βιαστικά κάποιος μεταφορέας.
Οι ιδιοκτήτες κάθονταν στην είσοδο του μαγαζιού τους, πάνω σε ξύλινες ετοιμόρροπες καρέκλες, έπαιζαν το κομπολόι τους νωχελικά και «ακουμπούσαν» το βλέμμα τους στους ανθρώπους που πέρναγαν, χάζευαν και μετά έφευγαν. Έτσι ήρεμα, απλά, έμοιαζαν να περιγελούν το χρόνο και σε έκαναν να νιώθεις ένοχος που έχεις ηλεκτρονικό οργκανάιζερ και να ντρέπεσαι που φοράς ρολόι. Καμιά προσπάθεια να πουλήσουν, σαν να σου έλεγαν: «Όλα είναι εδώ, κοίταξε τα» και ήταν τόσα πολλά. Τρομπέτες, χρηματοκιβώτια,  αμαξάκια,  έπιπλα κάθε λογής, καρέκλες, σεκρετέρ, τραπέζια, μπουφέδες, πολυθρόνες, κεφαλάρια κρεβατιών, καθρέπτες...
«Αυτή η πλατεία που βλέπεις, κάποτε ήταν στάβλοι», μου λέει ο κ. Μοτάκης, που πουλάει παλιά αντικείμενα και έπιπλα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Το μαγαζί το βρήκε από τον πατέρα του και την παράδοση συνεχίζουν οι γιοι του. «Μια μέρα ήρθε εδώ κάποιος Εβραίος, επ' ονόματι Γιουσουρούμ, πριν από πολλά χρόνια. Εκείνο το βράδυ έβρεξε πολύ. Τότε, εκείνος, έβγαλε τα ρούχα του που είχαν βραχεί και τα άπλωσε στο δρόμο για να στεγνώσουν. Το πρωί έτυχε κάποιοι ξένοι να περνούν από 'κεί. Είδαν τα ρούχα και τον ρώτησαν αν τα πουλάει. Τότε εκείνος τα πούλησε. Έτσι ξεκίνησε η αγορά εδώ, και γι' αυτό ονομάστηκε Γιουσουρούμ, από το επίθετο του Εβραίου...».
Άφησα πίσω μου το Γιουσουρούμ ή αλλιώς την Πλατεία Αβησσυνίας. Μεθυσμένη από τις εικόνες, τις κουβέντες και το πλήθος, μπήκα στο Μοναστηράκι. Η οδός Ηφαίστου απλωνόταν μπροστά μου με τα μαγαζιά της, τους ανθρώπους, τις φωνές και τους ήχους σαν πολύχρωμο μωσαϊκό. Έγινα ένα με όλα αυτά, άρχισα να παρατηρώ, να ρωτώ, να παζαρεύω, να ψηλαφίζω αντικείμενα, να δοκιμάζω ρούχα, να ξεφυλλίζω βιβλία. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Ηφαίστου 8, η 1η στάση: Μια μικρή επιγραφή που με κόπο τη διαβάζεις, έξω από το μικρό μαγαζάκι που με τέσσερα άτομα γέμιζε ασφυκτικά. «Βασίλειος Κερβοκιάν». Μπουζούκια, μπόγκους, μπαλαλάικες, όλα χειροποίητα, φτιαγμένα με μεράκι από τα χέρια του ηλικιωμένου κ. Κερβοκιάν. «Είμαι πολύ μεγάλος για να μιλήσω», μου λέει, «συμπάθα με, κοπέλα μου» και ανοίγει μπροστά μου παλιές εφημερίδες με φωτογραφίες του και τη δουλειά του. «Να, δες από 'δώ ό,τι θες». Δεν χρειάστηκε, τα λεπτοδουλεμένα όργανα, κρεμασμένα στους τοίχους, μαρτυρούσαν, ούτως ή άλλως, τη φλόγα του δημιουργού τους. Οι τιμές τους; «Ξεκινούν από 20.000 δρχ.», μου λέει ένα αγόρι, «και μπορούν να φτάσουν ...ανάλογα τη δουλειά».
Λίγο πιο κάτω με περίμενε μια όαση με ελληνικό καφέ μερακλίδικο, υποβρύχιο, γλυκό του κουταλιού, μηλόπιτα, καρυδόπιτα. Και τάβλι. Όταν το στομάχι διαμαρτύρεται κεφτεδάκια, τυροκροκέτες, ουζομεζέδες το καθησυχάζουν γλυκά. Ολ' αυτά στο «Δίοδος». Ενα πράσινο ζεστό στις πόρτες, με μια μικρή βεραντούλα να σε καλωσορίζει και μέσα, οι τοίχοι στο χρώμα της ώχρας με φρεσκοβαμμένα γύψινα στην οροφή...


 2η στάση: Βιβλία, περιοδικά, γκραβούρες, καρτ ποστάλ, παλιά ημερολόγια, ό,τι έχει σχέση με χαρτί γενικά. Ένα υπόγειο με τη μυρωδιά του χαρτιού να σε «πνίγει» γλυκά. Σε τεράστιους πάγκους απλωμένοι χάρτινοι «θησαυροί». Από «Ταχυδρόμο», «Λούκυ Λουκ» και «Στορμ», παλιές εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, μέχρι τα «Ανέκδοτα του Βασιλέως Γεωργίου του Α'», έκδοση 1915. Παλαιοβιβλιοπωλείον «Γεώργιος Νασιώτης». «Αυτό είναι το μεγαλύτερο παλαιοβιβλιοπωλείο των Βαλκανίων, αγάπη μου», θα μου πει η ιδιοκτήτρια καθώς έχω χωθεί σ' ένα κιβώτιο με παλιές καρτ ποστάλ του ελληνικού κινηματογράφου, αψηφώντας τη σκόνη. Ο Φούντας και η Μερκούρη αγκαλιά και η Τζένη Καρέζη κοιτά τον Ηλιόπουλο με ειρωνεία. «Εγώ είμαι 22 χρόνια εδώ και κρατάω αυτή την παράδοση. Το βιβλιοπωλείο ήταν του πεθερού μου. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν σήμερα παλιά βιβλία γιατί δεν υπάρχουν πια παλιά σπίτια με εκείνες τις τεράστιες βιβλιοθήκες. Τα βιβλία που έχουμε εδώ, ξεκινάνε από 50, 100, 200 δραχμές μέχρι ένα χιλιάρικο. Φυσικά, υπάρχουν και βιβλία που κοστίζουν και 300.000 δρχ. όπως αυτό εδώ» και μου δείχνει ένα τρίτομο του 1833 γεμάτο καταπληκτικές γκραβούρες με τίτλο «Τα περιηγητικά του Λόρδου Βύρωνα».
3η στάση: Μια μικρή παράκαμψη στην οδό Νίσου. «Ο,τι νέον σε αντίκες». Μικροαντικείμενα, έπιπλα, κρύσταλλα, φωτιστικά, καθρέπτες, δαντέλες. Όλα παλιά, μοναδικά. «Τιμές από 20.000 δρχ. μέχρι 2.500.000 δρχ., όπως αυτός ο πολυέλαιος Αρτ Νουβό», λέει η κ. Ελένη Σοκαρά, η ιδιοκτήτρια. Χάνεις το μυαλό σου μέσα σε αυτό το μικρό μαγαζάκι με το φως να διαθλάται μέσα από τα χρωματιστά του κρύσταλλα, τα ασημένια σερβίτσια, τις κορνίζες, τις παλιές ρομαντικές κούκλες, τα κομψά κηροπήγια, τα πανέμορφα μπαούλα απ' όπου ξεπροβάλλουν κεντήματα και υφάσματα ανυπολόγιστης αξίας...
4η στάση: Πίσω στην Ηφαίστου. Αριθμός 26. Σε μια μικρή στοά με τους τοίχους βαμμένους σε κόκκινο, κίτρινο, μπλε ρουά κάτω από ήχους ροκ-εντ-ρολ, νεαρόκοσμος περιεργάζεται παλιούς δίσκους κουνώντας ρυθμικά το πόδι στο δάπεδο με το ρυθμό της μουσικής που ξεπηδά από τα ηχεία. Συλλέκτες, μουσικόφιλοι, ροκαμπιλάδες, χεβιμεταλλάδες, λάτρεις των ελληνικών βρίσκουν εδώ παλιούς αγαπημένους δίσκους με 500, 700, 1.000, 1.500 δρχ. και σε εξαιρετικές περιπτώσεις 3.000-4.000 δρχ. Οι πιο παλιοί δίσκοι, μια ομιλία του Βενιζέλου το 1929 και μια αντίστοιχη του Ανδρέα Παπανδρέου στην Πλατεία Κλαυθμώνος το 1962. «Αυτοί πόσο κοστίζουν;», ρωτώ τον ιδιοκτήτη Βαγγέλη Δαμάσκο. «Αυτοί είναι άτιμοι», μου απαντά χαριτολογώντας, «είναι κειμήλια του μαγαζιού».
Η περιήγηση τελειώνει Ηφαίστου 15. Εδώ βασιλεύει η αμερικανική αγορά. Μπουφάν δερμάτινα, τζάκετ, όλα εισαγόμενα, δυσεύρετα, όπως πρεσβεύουν οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών από 12.000-23.000 δρχ. Κι ακόμα, καπέλα στιλ Ιντιάνα Τζόουνς με 7.000 δρχ., κασκέτα του ΝΒΑ με 5.000 δρχ., φούτερ και παντελόνια από 5.000-10.000 δρχ. Την παράσταση κλέβουν οι αρβύλες που φιγουράρουν, στρατιές ολόκληρες, σε πάγκους ή κρέμονται σαν τσαμπιά από τα κορδόνια τους. Οι τιμές από 12.000 μέχρι 25.000. Οι επίδοξοι αγοραστές πολλοί, όχι μόνο οι φαντάροι αλλά και οι «τρελαμένοι» με το military στιλ.
Ακριβώς απέναντι, μια άλλου είδους αγορά μου τράβηξε την προσοχή. Ανεβαίνοντας μια σκάλα σε μια μικρή στοά με χαμηλό φωτισμό και μουσική, άκρως μπιτάτη, κάτω από μια οροφή ζωγραφισμένη με γαλαξίες και ουράνια σώματα, ρούχα παλιομοδίτικα από 15.000 δρχ., ιδανικά για εκκεντρικές εμφανίσεις και ακόμα πουκάμισο καρό καουμπόικα με 3.000 δρχ., με έβαλαν σε πειρασμό...
O κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει, οι τόνοι έπεφταν σιγά σιγά και η μυρωδιά από τα ψητοπωλεία και τα σουβλατζίδικα μαρτυρούσε πως ήταν ήδη μεσημέρι. Τα τραπεζάκια άρχισαν να γεμίζουν από την πεινασμένη πελατεία και τα μαγαζάκια ερήμωσαν για λίγο. Μια μικρή ανάπαυλα. Σε λίγο όλα θα γίνονταν όπως πριν και η αγορά θα γέμιζε και πάλι με χρώμα, ήχους και ανθρώπους κάθε ηλικίας να τριγυρίζουν, να χαζεύουν, να αγοράζουν, μέχρι που θα άρχιζε να πέφτει το σούρουπο. Αύριο πάλι...

ΡΙΛΑΞ, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου