Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Βασίλης Σ. Κανέλλης : «Σκοτώστε τους γέρους, τι τους θέλετε;»



«Σκοτώστε τους γέρους, τι τους θέλετε;»
Όταν η ζωή κοστίζει όσο μια μάσκα…
Θα τραβήξουμε κι εμείς τον αναπνευστήρα από 65ρηδες για να ζήσουν άλλοι; Εκεί θα φτάσουμε; Να... φτύσουμε στους τάφους των ηλικιωμένων συγγενών και φίλων μας;

Γράφει ο Βασίλης Σ. Κανέλλης

Λένε ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί και να μη βάζουν συναίσθημα στα κείμενά τους, ακόμη κι αν αυτά δεν είναι ρεπορτάζ αλλά η γνώμη τους.
Αλλά πώς να μη γράψει κάποιος ένα κείμενο υπό τη συναισθηματική φόρτιση μιας παγκόσμιας πανδημίας και ειδήσεων σαν κι αυτές που έρχονται από την Ισπανία, την Ιταλία και πιθανότατα κι από άλλες χώρες;
Ένας γιατρός λέει ότι βγάζουν τους αναπνευστήρες από 65χρονους και τους ναρκώνουν για να πεθάνουν ανώδυνα και να ζήσουν οι νέοι. Λέει ότι επειδή οι οικογένειές τους δεν μπορούν να είναι μαζί τους, τους βοηθούν να πεθάνουν, κάτι σαν ευθανασία δηλαδή, επειδή δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχουν υλικά, δεν υπάρχουν γιατροί. Οπότε κάνεις επιλογή θανάτου ή ζωής.
Και συνεχίζει:
«Το καταπίνεις, ξεγελάς τον εαυτό σου και πας στην δουλειά, ξέροντας ότι θα αφήσεις πολλούς ανθρώπους να πεθάνουν. Κλαις στο σπίτι, κλαις τα βράδια και πας στην δουλειά το επόμενο πρωί».
Η άλλη είδηση είναι ότι πυροσβέστες βρήκαν σε γηροκομείο νεκρούς και εγκαταλελειμμένους ηλικιωμένους που δεν πήγε κανείς να βοηθήσει λόγω της πανδημίας. Τους άφησαν να πεθάνουν…
Μακάρι να είναι φάρσα, από τα γνωστά fake news που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και μακάρι όλα αυτά να μη συμβαίνουν. Γιατί αν πράγματι έχουν συμβεί, κι αν κι εδώ στην Ελλάδα το σχέδιο είναι να εγκαταλείψουμε τους «γέρους» για να ζήσουν οι νέοι, τότε ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει υποστεί μεγάλη ήττα.
Πολλοί κατέκριναν τον Σωτήρη Τσιόδρα γιατί, μιλώντας για τους ηλικιωμένους που πρέπει να προστατέψουμε όλοι, «έσπασε», δάκρυσε.
Διότι προφανώς σκέφτηκε τους δικούς του γονείς ή υπερήλικες συγγενείς του και συγκινήθηκε στην ιδέα και μόνο ότι κάποιοι ανεύθυνοι θα τους κολλήσουν κοροναϊό και το «σύστημα» θα πρέπει να επιλέξει:
Τον 70χρονο ή 80χρονο που «έφαγε τα ψωμιά του» ή τον 30άρη, 40άρη που έχει ακόμη πολύ ζωή μπροστά του;
Η απάντηση προφανής, το πρόβλημα είναι πώς φτάνουμε σ’ αυτό το δίλημμα. Και γιατί τον 21ο αιώνα σε χώρες που υποτίθεται ότι είναι προηγμένες να πρέπει να τραβάμε τους αναπνευστήρες από 65χρονους και να επιλέγουμε τη ζωή άλλων.
Δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους, να πρέπει να «σκοτώσεις» έναν άνθρωπο γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Επειδή δεν υπάρχουν γιατροί, νοσοκομεία, φάρμακα και αναπνευστήρες.
Τι θα κάνουμε στην Ελλάδα;
Δεν ξέρω τι λάθος έκαναν στην Ιταλία ή την Ισπανία και μετρούν δεκάδες νεκρούς. Δεν ξέρω γιατί έφτασαν στο σημείο οι γιατροί να επιλέγουν να κάνουν ευθανασία σε έναν ηλικιωμένο για να δώσουν τον αναπνευστήρα σε κάποιον άλλον.
Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν πρέπει στην Ελλάδα να ζήσουμε αυτό το σκηνικό. Το λέμε όλοι από την πρώτη στιγμή, η διασπορά του ιού θα σκοτώσει εκατοντάδες, όχι γιατί είναι τόσο θανατηφόρα η νόσος. Αλλά γιατί δεν θα αντέξει το σύστημα υγείας. Και ήταν τουλάχιστον άτοπο από πλευράς Βασίλη Κικίλια να λέει ότι αντέχει το ΕΣΥ αυτή την ώρα που έχει μόλις 600 κρούσματα η χώρα και 100 – 120 ασθενείς στα νοσοκομεία.
Τι θα γίνει δηλαδή αν την επόμενη εβδομάδα έχουμε χιλιάδες κρούσματα και πρέπει να νοσηλευτούν 500 ή 1.000; Θα επιλέγουμε να τραβάμε κι εμείς τους αναπνευστήρες και να βλέπουμε δικούς μας ανθρώπους να πεθαίνουν για να ζήσουν άλλοι;
Το κράτος οφείλει να είναι θωρακισμένο για τέτοιες καταστάσεις. Οφείλει να έχει σχέδιο για να προστατεύει όλους τους πολίτες ισότιμα. ΟΛΟΥΣ. Και τους νέους και τους γέρους. Και τους Έλληνες και τους ξένους που ζουν στη χώρα μας. Χωρίς καμία διάκριση. Γιατί μιλάμε για ανθρώπινες ψυχές.
Οφείλει να επιτάσσει, όταν χρειάζεται ιδιωτικά νοσοκομεία και ξενοδοχεία για να περιθάλπει τους ασθενείς.
Οφείλει να κόψει το λαιμό του να βρει λεφτά να αγοράσει αναπνευστήρες, γάντια, μάσκες και τεστ για να κάνουν όλοι οι πολίτες.
Οφείλει να κόψει το λαιμό του ο κάθε υπουργός να έχει έτοιμες Εντατικές και κρεβάτια κι όχι να πανηγυρίζει όταν βρίσκεται κάποιος και κάνει δωρεές ή όταν ανοίγουν 5-6 μετά από κόπο.
Οφείλει να έχει τον απαραίτητο αριθμό γιατρών και νοσηλευτών κι όχι να ζητά… εθελοντική εργασία από φοιτητές και συνταξιούχους.
Οφείλει το κάθε πολιτισμένο κράτος να κοιτάζει στα μάτια τους πολίτες ώστε αυτοί να αισθάνονται ότι είναι ασφαλείς.
Έχετε δει τα μάτια ενός σκύλου που σας ζητά βοήθεια, φαγητό ή βόλτα; Αν τα έχετε δει σίγουρα λυγίσατε.
Κοιτάξτε τους στα μάτια
Πηγαίνετε λοιπόν τώρα στον πατέρα σας, τη μάνα σας, τον παππού ή τη γιαγιά, τον μόνο και ξεχασμένο θείο και θεία και δείτε τους στα μάτια.
Ειδικά τώρα που ακούνε όλα αυτά για τον κοροναϊό. Κοιτάξτε τους στα μάτια, άσχετα αν είναι εξηντάρηδες, εβδομηντάρηδες ή ογδοντάρηδες.
Κοιτάξτε τους και μετά πείτε μου: «Από ποιον θα βγάλω τον αναπνευστήρα για να ζήσει ο νεότερος;»
Θα φτάσουμε λοιπόν στην Ελλάδα να σκοτώσουμε τα… άλογα που έχουν γεράσει;
Θα φτύσουμε στους τάφους των δικών μας ανθρώπων επειδή τους αρρωστήσαμε και δεν μπορούμε τώρα να τους περιθάλψουμε;
Θα θυσιάσουμε ανθρώπους που μας γέννησαν, μας μεγάλωσαν, μεγαλώνουν τα παιδιά μας, ελπίζουν σε εμάς για ένα τίμιο τέλος, όπως τους αξίζει;
«Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής ερήμωσης», έγραφε ο Ρίτσος. Θα τους αφήσουμε λοιπόν έρημους όλους εκείνους που έχουν το δικαίωμα στη ζωή όσο εμείς;
Ποιος θα βρει το κουράγιο στην Ελλάδα να τραβήξει το καλώδιο από έναν 65άρη, επειδή δεν είχε άλλη επιλογή;
Επειδή κάποιοι ανόητοι διέσπειραν τη νόσο;
Κι επειδή κάποιοι άλλοι ανόητοι δεν προετοίμασαν το σύστημα υγείας κατάλληλα;
Όχι, λοιπόν. Δεν θα φτύσουμε στον τάφο κανενός ηλικιωμένου συγγενή, φίλου ή γείτονα. Η ζωή δεν είναι διαπραγματεύσιμη.
Τα μάτια του γέρου δεν αντέχονται όταν σε κοιτάζουν και προσπαθούν να κρατηθούν από σένα. Να κρατηθούν από την ελπίδα.
Ας σοβαρευτούμε όλοι επομένως. Και ατομική ευθύνη να έχουμε και συλλογική – κρατική ευθύνη να απαιτούμε.
Οι καιροί είναι δύσκολοι, επικίνδυνοι, σκληροί. Τουλάχιστον να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας. Τουλάχιστον να μη γίνουμε κακόψυχοι και να πρέπει να επιλέξουμε ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε τη λαϊκή σοφία που λέει: «Εκεί που είσαι ήμουνα, εδώ που είμαι θα’ ρθεις».
Και όταν θα γίνουμε κι εμείς ηλικιωμένοι, μ’ εκείνο το φοβισμένο, πονεμένο και κουρασμένο βλέμμα, ας δούμε αν θα μπορούμε να επιλέξουμε ποιος θα μας τραβήξει τον αναπνευστήρα.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Οι Έλληνες ως Ευρωπαίοι



Οι Έλληνες ως Ευρωπαίοι

Η Ευρώπη, μοναρχούμενη και συντηρητική, ήταν «ευνομούμενη», «φωτισμένη» και «πεπολιτισμένη», αποτελούσε πηγή νομιμότητας για τη νέα χώρα.

Γράφει  ο κ. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.

Η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους ούτε αυτονόητη ήταν ούτε έγινε αποδεκτή χωρίς αντιδράσεις. Καταπολεμήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία και άφησε αδιάφορη τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Θεωρείται βέβαιο, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι Έλληνες της εποχής αυτής θαύμαζαν τους Ευρωπαίους για τα επιτεύγματα τους· θεωρείται εξίσου βέβαιο ότι οι ίδιοι αυτοί Έλληνες δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως ήταν σε θέση να κρίνουν τη στάση της Εκκλησίας για τους Ευρωπαίους. Εκπλήσσει τον ιστορικό όχι τόσο η αντίδραση της Εκκλησίας ή η αδιαφορία των περισσότερων Ελλήνων στα μηνύματα από τους Φράγκους και τους αναμεταδότες των μηνυμάτων Έλληνες, αλλά η ευκολία με την οποία προβλήθηκε και έγινε αποδεκτή η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους ευθύς μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1821.
Οι μαρτυρίες από τον Αγώνα είναι αξιόπιστες και πειστικές. Η Ευρώπη ως πολιτιστική και πολιτική έννοια κατείχε δεσπόζουσα θέση στις ιδεολογικές αναζητήσεις των πρωτεργατών του Αγώνος. Για τους Έλληνες η Ευρώπη αποτέλεσε εξαρχής καθοριστικό παράγοντα όχι μόνο της διεθνούς θέσεως που θα εξασφάλιζε ή όχι η επαναστατημένη χώρα, αλλά και της εσωτερικής της πολιτικής συγκροτήσεως. Η Ευρώπη της εποχής, μοναρχούμενη και συντηρητική, ήταν «ευνομούμενη», «φωτισμένη» και «πεπολιτισμένη», αποτελούσε δε πηγή νομιμότητας για τη νέα χώρα. Η ταύτιση δηλαδή με αυτή την Ευρώπη «απομάκρυνε» το έθνος από την έως τότε ταύτιση του με τον Ασιάτη δυνάστη και ήταν ταυτόχρονα στοιχείο νομιμότητας. Η επαναστατημένη Ελλάς ή, σωστότερα, η ηγεσία των Ελλήνων επαναστατών προσέβλεπε στην Ευρώπη όχι μόνο για τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική βοήθεια που ήταν σε θέση να παράσχει η Ευρώπη, αλλά και για λόγους που συνδέονταν με τον νέο προσανατολισμό του έθνους.
Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Αδαμάντιου Κοραή ή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Θεόκλητου Φαρμακίδη ή του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου, του Ιωάννη Θεοτόκη ή του Ιωάννη Κωλέττη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής δείκτης ενός γενικότερου ιδεολογικού προσανατολισμού προς την Ευρώπη. Τεκμήρια πειστικά αποτελούν οι σχετικές μαρτυρίες άλλων πρωταγωνιστών, όπως αυτή του Οδυσσέα Ανδρούτσου ή η ακόλουθη μαρτυρία του Νικολάου Στορνάρη, ισχυρού καπετάνιου του Ασπροποτάμου: «... είναι αδύνατον να εισχωρέση εις τον νουν των κατοίκων της Θεσσαλίας, ότι ημπορούμεν χωρίς ευρωπαϊκήν δύναμιν να αποτινάξωμεν τον ζυγόν και να συστήσωμεν μόνοι μας διοίκησιν δια τούτο [...] είναι αναγκαίον εν σώμα φράγκικον με λαμπροφορεμένον αρχηγόν και τυμπανιστάς και σαλπιστάς Ευρωπαίους».
Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός των πρωταγωνιστών του Αγώνος ήταν συνειδητή επιλογή ανδρών που είχαν σαφείς στόχους ως προς την πολιτική αποκατάσταση και την πορεία του έθνους και ήσαν πεπεισμένοι πως αυτή η πορεία ήταν όχι μόνον συμφέρουσα λύση, αλλά η μόνη λύση στο πρόβλημα του έθνους, το οποίο ήταν πρόβλημα υποστάσεώς του.
Μεταγενέστερες προσπάθειες να εξηγηθεί ο προσανατολισμός αυτός, είτε ως επιβεβλημένος έξωθεν είτε ως προϊόν εξωνημένων ανδρών, απηχούν απόψεις που είναι αποτέλεσμα ιδεολογικής επεξεργασίας των δεδομένων και που δεν αντέχουν στον βασανιστικό έλεγχο που επιτρέπουν τα διαθέσιμα στοιχεία της εποχής. Δεν είχαν βεβαίως μεταμορφωθεί σε ειλικρινείς λάτρεις της Ευρώπης οι έως πρότινος ισχυροί στυλοβάτες του καθεστώτος, που είχε επιβάλει ο Τούρκος δυνάστης και νομείς μέρους της εξουσίας του, δεν είχαν ίσως ακόμη αποβάλει την κληρονομημένη περιφρόνηση και απέχθεια προς τη «μιαρά» Εσπερία. Είχαν ωστόσο αφεθεί να ρυμουλκηθούν από μια δράκα ανδρών που ήσαν απολύτως πεπεισμένοι ότι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός ήταν ταυτόσημος της εξόδου από την κυριαρχία του Τούρκου δυνάστη και ότι η εναλλακτική λύση ήταν η βαρβαρότητα και η τυραννία  και ότι το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που είχε διαμορφώσει ο ίδιος δυνάστης, καθώς και ο ρόλος που έπαιζαν εξ ανάγκης ή εκ πεποιθήσεως οι έως τότε ηγετικές ομάδες του έθνους στο καθεστώς αυτό, δεν επιδέχονταν προσαρμογές.
Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, λοιπόν, ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία δεν είχε γίνει ακόμα αντιληπτή η διάσπαση της ιστορικής ενότητας της καθ' ημάς Ανατολής από δυνάμεις που είχαν αποδεσμευθεί στην Ευρώπη και που δεν ήταν δυνατόν να συγκρατηθούν στα σύνορα της αυτοκρατοριών του Οθωμανού Σουλτάνου και εκτός των ορίων δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Καθημερινή 03/2011

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Η πολιτική διάσταση των διεκδικήσεων της Επανάστασης



Η πολιτική διάσταση των διεκδικήσεων της Επανάστασης

Η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης και το δικαίωμα της ελευθερίας και της ίδρυσης αυτόνομης και ευνομούμενης ελληνικής πολιτείας.

Γράφει ο κ. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ

Το τρίτο συστατικό στοιχείο του ελληνικού εθνικού κινήματος, η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης και της τουρκικής εξουσίας ως αυθαίρετης, αποτελούσε διακήρυξη που χρειαζόταν να στηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα, ιδίως δε το πρώτο της σκέλος. Το αυθαίρετον της τουρκικής εξουσίας δεν ήταν φυσικά δύσκολο να αποδειχθεί· ακόμη και εκείνοι που επίστευαν πως ήταν ανάγκη να διατηρηθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να μη μεταβληθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή, συνομολογούσαν με τους εχθρούς των δεσποτικών καθεστώτων ότι το καθεστώς του Σουλτάνου αναπαρήγε την αυθαιρεσία των οργάνων του. Οι μεταρρυθμίσεις εξάλλου, του Σουλτάνου Σελήμ Γ' στο τέλος του ΙΗ' αιώνος είχαν δείξει πόσο δύσκολος ήταν ο εκσυγχρονισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με δυτικούς όρους και αρχές.
Δεν ήταν εύκολο να αποδειχθεί πειστικά το παράνομον της τουρκικής κυριαρχίας. Από τους παράγοντες που δυσχέραιναν αυτό το έργο πρόδηλοι ήσαν: α) Η απόφαση της Ιεράς Συμμαχίας να μην επιτρέψει την ανατροπή του πολιτικού και εδαφικού καθεστώτος που προέκυψε από τη Συνθήκη της Βιέννης του 1815. β) Η πρόθεση δύο δυτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, της Αγγλίας και της Γαλλίας, να μην επιτρέψουν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή τη θεωρούσαν χρήσιμο ανάχωμα στις επεκτατικές προσπάθειες που κατέβαλλε κατά καιρούς η Ρωσία στην Εγγύς Ανατολή. Το γενικότερο κλίμα που είχαν διαμορφώσει αυτές και άλλες συναφείς πολιτικές σκοπιμότητες δεν ευνοούσε κινήματα που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα των κάθε είδους μοναρχικών καθεστώτων και των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Έπρεπε, λοιπόν, να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της κυριαρχίας του Οθωμανού Σουλτάνου επί των Ελλήνων και μάλιστα με επιχειρήματα αποδεκτά από τους αντιπάλους των κινημάτων που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα των μοναρχικών καθεστώτων και των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, και ταυτοχρόνως να προβληθεί η νομιμότητα του ελληνικού Αγώνα για την ίδρυση ανεξάρτητης ελληνικής πολιτείας.
Η ελληνική επανάσταση, υποστηρίχθηκε σε όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα της εποχής, κατά του Σουλτάνου καθώς δεν στρεφόταν εναντίον της νομιμότητας που εστήριζε και προωθούσε η Ιερά Συμμαχία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά ήταν «νόμιμος επανάσταση» εναντίον παρανόμου σφετεριστού της κυριαρχίας επί των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν είχαν συνομολογήσει με τον Σουλτάνο συνθήκη υποταγής, δεν είχαν αποδεχθεί την εξουσία και την κυριαρχία του· ήσαν «δορυάλωτοι δούλοι» ξένου και παρανόμου δυνάστη, ο οποίος με βία κατείχε τις ελληνικές χώρες. Με την επανάσταση τους οι Έλληνες δεν παρέβαιναν όρκο πίστεως προς τον Σουλτάνο· ως «δορυάλωτοι δούλοι» οι Έλληνες δεν είχαν καθομολογήσει τέτοιον όρκο, ούτε άλλωστε τον είχε απαιτήσει ο Σουλτάνος.

Ελευθερία και ανεξαρτησία


Το τέταρτο, τέλος, στοιχείο του εθνικού κινήματος των Ελλήνων, η προβολή του δικαιώματος να διεκδικήσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους και να ιδρύσουν αυτόνομη και ευνομούμενη ελληνική πολιτεία, αποσκοπούσε και αυτό στην προβολή της επαναστάσεως ως νομίμου δικαιώματος των Ελλήνων. Οι Έλληνες αποτελούσαν έθνος υποδουλωθέν διά της βίας, είχαν στερηθεί της ελευθέριας, των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, και ήσαν στην απόλυτη διάκριση ενός τυραννικού δεσπότη. Η αυθαίρετη εξουσία του ξένου δυνάστη αναπαράγε την καταπίεση, τη δυσαρέσκεια, την ανασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των υποδούλων. Οι Έλληνες δεν είχαν δικαιώματα παρά μόνο υποχρεώσει, τις οποίες όριζαν όχι τόσο οι νόμοι όσο η βούληση των εκπροσώπων του καθεστώτος. Είχαν, ως εκ τούτου, αποφασίσει να θέσουν τέρμα στο παράνομο και αυθαίρετο καθεστώς του ξένου δυνάστη, με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεση τους, και να ιδρύσουν στη θέση του πολιτεία ελληνική, αυτόνομη και ανεξάρτητη, ευνομούμενη όπως οι ευνομούμενες πολιτείες του πολιτισμένου κόσμου.
Για να διασκεδασθούν οι φόβοι της Ιεράς Συμμαχίας από το ενδεχόμενο να εκτραπεί η επανάσταση των Ελλήνων προς «ιακωβινικές» κατευθύνσεις, οι πρωτεργάτες της επαναστάσεως, οι φιλελεύθεροι όσο και οι συντηρητικοί, δεν έχαναν την ευκαιρία να διακηρύσσουν ότι η ελευθερία που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν ήταν «φρόνιμος» ελευθερία κατ η πολιτεία που θα συγκροτούσαν «φρόνιμος» πολιτεία. Η Α' Εθνοσυνέλευση διακήρυξε τον Ιανουάριο του 1822, επί τη λήξει των εργασιών της, ότι ο πόλεμος των Ελλήνων δεν στηριζόταν «είς αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις». Σε ανάλογη δε διακήρυξη προέβη πέντε χρόνια αργότερα η Ε' Εθνοσυνέλευση: «Ο λαός ούτος έλαβεν εις χείρας τα όπλα όχι διά να θεμελίωση την ύπαρξίν του εις δημαγωγικάς βάσεις, τας οποίας δεν αποδέχεται η βασιλευομένη Ευρώπη».
Κατά την περίοδο της Επαναστάσεως, χρειάστηκε πλέον να οριστούν οι Έλληνες ως έθνος, μάλιστα δε ως πολιτών της πολιτείας που οραματίζονταν οι Πατέρες του έθνους. Αναπόδραστα στοιχεία αποτέλεσαν τότε, η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Στο Σύνταγμα, μάλιστα, της Επιδαύρου (1822) ορίστηκε ως εξής και η ταυτότητα των Ελλήνων: «Ελληνες εισίν όσοι εις Χριστόν πιστεύοντας κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος». Στο επόμενο Σύνταγμα της Τροιζήνας (1823) προστέθηκε και η γλώσσα ως κριτήριο ταυτότητας· αλλά πλέον η ελληνική γλώσσα με την χερντεριανή της έννοια, δηλαδή ως πολιτιστικό στοιχείο. Με άλλα λόγια, απομακρύνθηκε η γλώσσα και φυσικά και το έθνος από την υπόσταση που είχαν προσλάβει κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, από την ελληνική γλώσσα δηλαδή ως στοιχείο που οδηγούσε στην τελείωση του ανθρώπου. Προστέθηκαν, επίσης, σε επόμενα Συντάγματα η καταγωγή και το φρόνημα ως απαραίτητα στοιχεία της ταυτότητας των Ελλήνων. Τότε είναι που άρχισαν πράγματι να απομακρύνονται οι Έλληνες από τους αλλοφώνους συνοίκους λαούς της ορθόδοξης οικουμένης και να καλλιεργείται η Μεγάλη Ιδέα και οι προσδοκίες αυτού του μεγάλου προγράμματος. Άρχισε δε να ατονεί η ρήση του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, κατά τον οποίον: «Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αλλόγλωσσοι, χαρήτε, κ' ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε» και άρχισε να παρατηρείται μια κάμψη του γλωσσικού εξελληνισμού των αλλοφώνων.

* Ο κ. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.

Καθημερινή 03/2011