Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 : ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ



20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Πριν από την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας οι επίσημες θέσεις του βουλγαρικού κράτους τάσσονταν υπέρ της ουδετερότητας παρόλο που είχε αρχίσει ήδη η προσέγγιση με τον Άξονα. Αυτές οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή του πρωτοκόλλου της 1ης Μαρτίου 1941 που σφράγισε την είσοδο της Βουλγαρίας στον Άξονα και καθόρισε τους όρους της συμφωνίας (παραχώρηση στη βουλγαρική διοίκηση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης πέραν του Έβρου, ελεύθερη διάβαση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της Βουλγαρίας) που έγινε αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν του βουλγαρικού πολιτικού κόσμου και του λαού.
Με απόφαση του παλατιού, τα βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν επίσημα στην είσοδό τους σε ελληνικό έδαφος στις 20 Απριλίου 1941 χωρίς η Βουλγαρία να έχει κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα και χωρίς να έχουν διακοπεί οι διπλωματικές τους σχέσεις. Για την Γερμανία, ο σκοπός της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων ήταν καταρχήν η διαφύλαξη της τάξης με την απεμπλοκή των γερμανικών στρατευμάτων που θα ήταν χρήσιμα σε άλλες εμπόλεμες ζώνες ενώ οποιαδήποτε αναθεώρηση των συνόρων και εφαρμογή άμεσου πολιτικού ελέγχου προς όφελος των Βουλγάρων θα αποφασιζόταν με το πέρας του πολέμου. Σε αυτές τις απόψεις των συμμάχων τους αντιτάχθηκαν σφόδρα οι βουλγαρικές αρχές που με την έναρξη της διοίκησης (de facto κατοχής) της περιοχής ξεκίνησαν τις διαδικασίες ενσωμάτωσής της στον κύριο κορμό του βουλγαρικού κράτους.

Η Β. Ελλάδα υπό βουλγαρική κατοχή



Γράφει ο Νίκος Χρυσολωράς 

Οι αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας για τη Μακεδονία χρονολογούνται ήδη από την εποχή της εθνογένεσής της και τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις αρχές του 20ού αιώνα μάλιστα, η σύγκρουσή της με την Ελλάδα για τον έλεγχο της περιοχής παίρνει τη μορφή ακήρυχτου πολέμου, με τον Μακεδονικό Αγώνα. Ωστόσο, οι προσπάθειες της Σόφιας αποδεικνύονται ατελέσφορες και καταλήγουν σε συντριπτικές ήττες στον Β΄ Βαλκανικό και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δύο δεκαετίες αργότερα, η ήττα του ελληνικού στρατού από τις γερμανικές δυνάμεις φάνηκε να δίνει την ευκαιρία στη Βουλγαρία, η οποία είχε στο μεταξύ προσχωρήσει στο ναζιστικό στρατόπεδο, την ευκαιρία που τόσο επιζητούσε, καθώς η χώρα μας χωρίζεται σε τρεις ζώνες κατοχής - μία γερμανική, μία ιταλική και μία βουλγαρική. Το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας τίθεται υπό βουλγαρική διοίκηση.
Από το 1941 έως και το 1944, οι Έλληνες, αλλά και οι Εβραίοι της Μακεδονίας υπέστησαν πρωτοφανείς διώξεις, η αγριότητα των οποίων ξεπερνούσε σε ορισμένες περιπτώσεις τη θηριωδία των Ναζί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σύμβολο του μαρτυρίου έγινε το χωριό Δοξάτο και μάλιστα για δεύτερη φορά στην ιστορία του, καθώς είχε καταστραφεί από τους Βούλγαρους και κατά τη διάρκεια της υποχώρησής τους, στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μαζικές διώξεις υπονόμευσαν ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά όλα τα επιχειρήματα της βουλγαρικής πλευράς περί νόμιμων διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Εξ άλλου, η πορεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σύντομα επρόκειτο να αλλάξει και η Σόφια θα βρισκόταν παγιδευμένη στο «λάθος στρατόπεδο».

Οι επιδιώξεις των Βούλγαρων στη Μακεδονία


Της Κατερινας Τσεκου*
Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού από τις ναζιστικές δυνάμεις, η περιοχή από τον Στρυμόνα έως τον Έβρο, μαζί με τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία, ως ανταμοιβή για την προσχώρησή της στον Αξονα (εκτός από 3/4 του νομού Έβρου, έπειτα από σχετική αξίωση της Τουρκίας). Έκτοτε, για τους κατακτητές ανήκαν διοικητικά στην «περιφέρεια Ασπρης Θάλασσας» ή «Αιγαίου» ή «Αιγαιίδα» (Μπελομόρε), η οποία συμπεριλαμβανόταν στην 4η περιοχή (Στάρα Ζαγκόρα - Πλόβντιφ - Μπελομόρε) της βουλγαρικής επικράτειας.
Εδώ έγκειται και η διαφορά μεταξύ ιταλικής, γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μια ξένη χώρα ως δύναμη κατοχής, ενώ οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε «απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος» και σκόπευαν να μείνουν οριστικά. Η Βουλγαρία ισχυριζόταν πως δεν κατέλαβε, αλλά απελευθέρωσε περιοχές, οι οποίες ήταν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό, λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού του ελληνικού κράτους. Έτσι δικαιολογούσε τα αποτελέσματα βουλγαρικής απογραφής της 31ης Μαΐου 1941 στην «περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας», κατά την οποία καταγράφηκαν 13 πόλεις και 799 χωριά (συνολικά 812 οικισμοί) και απογράφηκαν 649.419 κάτοικοι. Και συγκεκριμένα κατά εθνικότητα 43.761 Βούλγαροι, 6.138 Πομάκοι, 72.985 Τούρκοι, 514.426 Έλληνες και 12.019 άλλοι (Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά.).


Η νέα βουλγαρική κατοχή υπήρξε βαρύτερη από τις προηγούμενες (η πρώτη στους Βαλκανικούς, 1912 - 1913, κι η δεύτερη στον Α΄ Παγκόσμιο, το 1916 - 1919), καθώς ο ελληνισμός της «βουλγαροκρατούμενης ζώνης» (514.426 Έλληνες, κατά τους Βουλγάρους) βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν επιθετικό βουλγαρικό επεκτατισμό, ανανεωμένο από τις νέες συνθήκες, λόγω της συνεργασίας του με τη Γερμανία, και αποφασισμένο με το τέλος του πολέμου να διεκδικήσει «αποκατάστασιν της εθνικής ενότητος της Βουλγαρίας».
Η μοναρχική εξουσία του Βόρη Γ΄, με την «πρόθυμη», κατά την προπαγάνδα της, συνεργασία και συμμετοχή της πολιτικής, εμποροβιομηχανικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας της Βουλγαρίας, επιχείρησε να ανατρέψει τα πληθυσμιακά δεδομένα και να (απο)δείξει την ενότητα της «Παλιάς Βουλγαρίας» με τα «νεο-απελευθερωμένα» εδάφη.
Προετοίμαζε την πολυπόθητη οριστική προσάρτησή τους, με το να δημιουργήσει «εθνικά δίκαια» των «σκλαβωμένων για χρόνια Βουλγάρων αδελφών» στις παραχωρημένες, από τους Γερμανούς, στη Βουλγαρία περιοχές: τα σερβικά εδάφη, τη Δομβρουτσά, επαρχία ρουμανική, αλλά και «την περιφέρεια Ασπρης Θάλασσας», δηλαδή τον νομό Σερρών, εκτός της περιοχής της Νιγρίτας (δηλαδή εκτός του 1/5 του νομού Σερρών), τους νομούς Δράμας - Ξάνθης - Καβάλας - Ροδόπης και Έβρου, εκτός της ουδέτερης ζώνης (δηλαδή εκτός των 3/4 του νομού Έβρου).
Παρά τις όποιες αρχικές υποσχέσεις προς τους κατοίκους για ασφάλεια, ευνομία, ζωή, τιμή και περιουσία, όλα μαρτυρούν ότι εφαρμόσθηκε στα νεοαποκτηθέντα για τη Βουλγαρία εδάφη ένα μελετημένο, και στις λεπτομέρειές του, πρόγραμμα εμφάνισης των υπό κατοχήν περιοχών με όψη και χαρακτήρα βουλγαρικό.

Η εξέγερση της Δράμας και η σφαγή στο Δοξάτο


Η πρώτη ένοπλη αντίδραση στον αφόρητο ζυγό της βουλγαρικής κατοχής, η εξέγερση της Δράμας και της γύρω περιοχής της (28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941), παραμένει σκοτεινή υπόθεση σε πολλά σημεία της. Φαίνεται πως η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ Δράμας εκτίμησε εσφαλμένα την κατάσταση: Παρασύρθηκε, υπολογίζοντας σε γρήγορη νίκη του «Κόκκινου Στρατού» και στη λαϊκή δυσαρέσκεια και τη λαχτάρα για αντίδραση στην καταπίεση. Έδωσε πίστη σε φήμες για κομμουνιστική εξέγερση στη Βουλγαρία κατά των Γερμανών και για επικείμενη προσχώρηση του βουλγαρικού στρατού κατοχής σ' αυτήν (ενδεχομένως υποβολιμαίες από την Ασφάλεια των βουλγαρικών Αρχών κατοχής - Οχράνα. Δηλαδή δεν αποκλείεται βουλγαρική «προβοκάτσια» με σκοπό την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου).
Η εξέγερση, όμως, ήταν πρόωρη και η έλλειψη στρατιωτικών στελεχών και κατάλληλων μηχανισμών, αλλά και σχεδίου και στόχου, δεν άφηναν προοπτική επιτυχίας και οδήγησαν σε τραγωδία.
Με το πρόσχημα της καταστολής της εξέγερσης, οι βουλγαρικές Αρχές προχώρησαν σε σκληρά αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας: συλλήψεις, εκτελέσεις (3.000 στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο μόνο), ανακρίσεις, ξυλοδαρμοί, λεηλασίες... Η συστηματική καταδίωξη των ανταρτών συνεχίσθηκε μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1941. Οι βουλγαρικές δυνάμεις κατάφεραν την εξόντωση των ενόπλων ανταρτικών ομάδων και τη σύλληψη και εκτέλεση ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, ενώ, και μέχρι τα μέσα του 1942, οι ελάχιστοι διασωθέντες αντάρτες επιχειρούσαν να διαφύγουν στη γερμανοκρατούμενη ζώνη.


Τα «γεγονότα της Δράμας» συγκλόνισαν όλο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι συνέπειες ήταν καθοριστικές για το μέλλον: επικράτησε σύγχυση για τις συνθήκες εκδήλωσης «του κινήματος της Δράμας», το ΚΚΕ βρέθηκε χωρίς ηγεσία, εξαιρετικά δύσκολη ήταν πια η ανάπτυξη αξιόλογου μαζικού ανταρτικού κινήματος, διότι προέκυψε διστακτικότητα και φόβος του πληθυσμού για την ένοπλη δράση, αλλά και καχυποψία και εχθρότητα κάποτε προς το ΚΚΕ, στο οποίο χρεώνονταν τα τρομερά αντίποινα των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η εμφάνιση και η δράση αυτόνομων, κυρίως εθνικιστικών, αντιστασιακών ομάδων.
Συμπερασματικά, στη διάρκεια της κατοχής 1941 - 1944, η Βουλγαρία, σε πλήρη αντίφαση με την επίσημη ρητορική της «...περί τηρήσεως απολύτου ισότητος και δικαιοσύνης έναντι του πληθυσμού...», μέσω της αποδυνάμωσης, της απομάκρυνσης, της εξόντωσης, της «βουλγαροποίησης» του πληθυσμού και της τελικής αλλοίωσης της εθνολογικής του σύνθεσης προετοίμαζε την επιθυμητή οριστική προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης. Για να εκπληρώσει επιτέλους, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το όνειρο της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και να επικρατήσει στη χερσόνησο του Αίμου.

Οι προσπάθειες αφελληνισμού του πληθυσμού


Ο Ελληνισμός, ανεπιθύμητος στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη υπέστη, κατά την τρίχρονη κατοχή (1941 - 1944), μέτρα κατάργησης κάθε εθνικής και θρησκευτικής του ελευθερίας, αλλά και σκληρότατα μέτρα εξόντωσής του:
- Κατάλυση του ελληνικού κράτους σε όλες του τις εκδηλώσεις (Διοίκηση, Εκκλησία, Παιδεία...).
- Ανάληψη της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομικής ζωής από το βουλγαρικό κράτος και από Βούλγαρους ιδιώτες (αναγκαστικός συνεταιρισμός, απαγόρευση άσκησης επαγγελμάτων...).
- Αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου με την απομάκρυνση των στηριγμάτων του, πνευματικών, κοινωνικών, ηθικών, τις απελάσεις, τη στρατολογία και την απαγωγή των ανδρών μακριά από τις εστίες τους (ομηρία, «τάγματα εργασίας»).
- «Βουλγαροποίηση» του ελληνικού στοιχείου, με την υποχρέωση έκδοσης βουλγαρικής ταυτότητας, πίεση για δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας, υποχρεωτική χρήση βουλγαρικής γλώσσας σε όλες τις εκδηλώσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής κ.ά.
- Οικονομική αφαίμαξη του ελληνικού στοιχείου με την επιβαλλόμενη ανεργία, τη βαριά φορολογία, τον αναγκαστικό δανεισμό από το βουλγαρικό Δημόσιο, τις αρπαγές κ.ά.


- Τρομοκράτηση, βιαιοπραγίες, απαγορεύσεις, εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων, κυρίως με τους περιορισμούς στη διατροφή, το νερό, τον φωτισμό.
- Δημογραφική αραίωση του τόπου, καθώς με τις διάφορες πιέσεις προωθούνταν η εκούσια ή ακούσια μετανάστευση των Ελλήνων κατοίκων του.
- Αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης με τον εποικισμό με Βούλγαρους εθελοντές εποίκους.
- Προπαγάνδα του βουλγαρικού ενδιαφέροντος με την οργάνωση συνεδρίων, διασκέψεων κ.ά., την κατασκευή τεχνικών έργων κ.ά. διαφημιζόμενων με απροκάλυπτες τυμπανοκρουσίες από τον βουλγαρικό Τύπο.
- Εμφάνιση μορφωτικού - καλλιτεχνικού - «εκπολιτιστικού» έργου με εκδηλώσεις στις κατεχόμενες περιοχές προς επίδειξη του βουλγαρικού χαρακτήρα της «Νέας Βουλγαρίας» (κοινής καταγωγής, θρησκείας, γλώσσας, ηθών και εθίμων).
* Η κ. Κατερίνα Τσέκου είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου