Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Η βρετανική πολιτική στα χρόνια της χούντας



Η βρετανική πολιτική στα χρόνια της χούντας

Από τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις για την κατάσταση στην Ελλάδα το 1969


Τον Αύγουστο 1968, η κυβέρνηση της Βρετανίας ζήτησε από την επιτροπή για την άμυνα και τις εξωτερικές υποθέσεις και τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας σε συνεργασία με τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου να συντάξουν έκθεση για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η επιτροπή ήθελε στην έκθεση αυτή να γίνεται ειδική μνεία στις προοπτικές πώλησης βαρέων όπλων στη χούντα των Αθηνών .

Από τα έγγραφα του «Φόρεϊν Οφις» για το έτος 1969 γίνεται σαφές ότι τέσσερις ήταν οι βασικοί στόχοι της κυβέρνησης Ουίλσον όσον αφορά το καθεστώς των συνταγματαρχών:

Η αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών και της συνταγματικής ομαλότητας.
Η διαφύλαξη του μάχιμου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Η προστασία των Βρετανών υπηκόων και των βρετανικών συμφερόντων στην Ελλάδα  κυρίως στον εμπορικό τομέα.
Η διατήρηση της επιτροπής του Λονδίνου στην ελληνική εξωτερική πολιτική, ιδίως στο ζήτημα της Κύπρου.

«Για την επίτευξη αυτών των στόχων δεν πρέπει να προβούμε σε ενέργειες που να υποδηλώνουν ότι εγκρίνουμε την πολιτική του καθεστώτος», υπογραμμίζει η επιτροπή άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων στην έκθεσή της προς τον πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον (24 Ιανουαρίου 1969). Τα μέλη της επιτροπής είχαν τη γνώμη ότι οι πιέσεις προς την κυβέρνηση των συνταγματαρχών καλό θα ήταν να περιορισθούν στο διμερές επίπεδο και όχι σε επίπεδο διεθνών οργανισμών .

Στις αρχές της χρονιάς εκείνης η κυβέρνηση Ουίλσον εκτιμούσε ότι περίπου δύο χρόνια μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 η χούντα των Αθηνών είχε ισχυροποιήσει τη θέση της στο εσωτερικό της χώρας. Επίσης τόνιζαν ότι η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος 1968) είχε αναβαθμίσει το ρόλο της Ελλάδας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, γεγονός που ενίσχυε τη διαπραγματευτική ικανότητα των συνταγματαρχών στις συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εξελίξεις αυτές εν μέρει απεικονίζοντο στην απόφαση της Ουάσιγκτον (Οκτώβριος 1968) να προχωρήσει στην αποδέσμευση ορισμένων κατηγοριών βαρέων όπλων που θα ήταν δυνατό να διατεθούν προς πώληση για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. «Τα γεγονότα εξάλλου στην Τσεχοσλοβακία έδωσαν την ευκαιρία στο καθεστώς να θυμίσει σε πολλούς Έλληνες τους κινδύνους της κομμουνιστικής απειλής», υπογράμμιζαν οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Αθήνα.

Στις 3 Ιουλίου 1969, παρουσία του Βρετανού υπουργού των Εξωτερικών Μάικλ Στίουαρτ πραγματοποιείται συνάντηση στο «Φόρεϊν Οφις» με θέμα τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα. Στη συνάντηση συμμετείχε και ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα σερ Μάικλ Στίουαρτ .

Από τα πρακτικά της συνάντησης εκείνης γίνεται σαφές ότι δύο χρόνια μετά την επιβολή της εκτροπής στη χώρα μας, οι μανδαρίνοι του «Φόρεϊν Οφις» είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η χούντα των συνταγματαρχών δεν βασιζόταν σε συγκεκριμένες ιδεολογικές αρχές. Εκτιμούσαν ότι το καθεστώς διέθετε την υποστήριξη του επιχειρηματικού κόσμου χωρίς όμως οι Έλληνες  επιχειρηματίες να είναι σε θέση να επηρεάσουν  ουσιαστικά την κυβέρνηση.

«Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση είναι μια επιτροπή χαμηλόβαθμων αξιωματικών που είναι αρκετά αποτελεσματική στη διατήρηση της εξουσίας και η οποία δεν έχει κανένα απολύτως πολιτικό πρόγραμμα», διαβάζουμε στα πρακτικά της συνάντησης.

Όσον αφορά την αντίσταση στο εσωτερικό, οι Βρετανοί αξιωματούχοι είχαν τη γνώμη ότι αυτή θα μπορούσε να εκδηλωθεί μόνο στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων, ενώ είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αντίσταση των πρώην πολιτικών ήταν αμελητέα.

Στο θέμα του βασιλιά οι αξιωματούχοι του βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών δεν απέκλειαν την κατάργηση της μοναρχίας ύστερα από «στημένο δημοψήφισμα». «Αν ο Παπαδόπουλος το κρίνει αναγκαίο, στην προσπάθειά του να κατευνάσει τα εξτρεμιστικά στοιχεία του καθεστώτος, είναι πολύ πιθανό να αποφασίσει την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου», γράφει η απόρρητη έκθεση για τα συμπεράσματα της συνάντησης στο «Φόρεϊν Οφις» (3 Ιουλίου 1969). Το «Φόρεϊν Οφις» εκτιμούσε ότι η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία θα μπορούσαν να προειδοποιήσουν τον Παπαδόπουλο να μην προχωρήσει στην κατάργηση της μοναρχίας στην Ελλάδα. Παράλληλα στο βρετανικό υπουργείο των εξωτερικών επικρατούσε η εντύπωση ότι η καλύτερη τακτική για τον Κωνσταντίνο  ήταν «η τακτική της αναμονής». Εκείνη την χρονιά όμως το «καυτό ζήτημα» για τη  βρετανική εξωτερική πολιτική όσον αφορά το «ελληνικό πρόβλημα» ήταν η ενδεχόμενη αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τον Ιούλιο 1969, η βρετανική διπλωματία ήταν βέβαιη ότι τα μέτρα της χούντας για τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος δεν επρόκειτο να ικανοποιήσουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και ότι τον Δεκέμβριο της ιδίας χρονιάς, όταν δηλ. θα συνέρχονταν οι υπουργοί των Εξωτερικών των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο, το «ελληνικό ζήτημα» θα ετίθετο «επί τάπητος» ακόμη κι αν δεν είχε κυκλοφορήσει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα.

Από το σχετικό φάκελο για τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα γίνεται αντιληπτό ότι στις 25 Ιουνίου 1969, ο Παπαδόπουλος είχε ζητήσει τη «συμβουλή» του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα σερ Μάικλ Στίουαρτ για την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση πριν από την κρίσιμη σύνοδο του Συμβουλίου της Ευρώπης (Δεκέμβριος 1969). «Μπορούμε να αναμένουμε ότι ο Παπαδόπουλος θα λάβει σοβαρά υπόψη τις παραστάσεις της βρετανικής κυβέρνησης αν και δεν πρόκειται να ενεργήσει εφόσον δεν έχει υπολογίσει πρώτα τι πρέπει να κάνει για να διατηρηθεί στην εξουσία λόγω των πιέσεων που δέχεται από τα ακραία στοιχεία του καθεστώτος», ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Μάικλ Στίουαρτ μετά τη συνομιλία με τον πρωτεργάτη της εκτροπής. Στην αρχή η βρετανική πλευρά διατηρούσε την ελπίδα ότι ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης θα ήταν σε θέση να επηρεάσει το καθεστώς για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Μετά, όμως, την επιδείνωση της υγείας του Έλληνα πολιτικού (καρδιακό επεισόδιο) οι ελπίδες του Λονδίνου για τον ρόλο που μπορούσε να παίξει ο Πιπινέλης περιορίζονται: Επισημαίνει η έκθεση του «Φόρεϊν Οφις» για την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας (Ιούνιος, 1969): "Οι πληροφορίες για την υγεία του κ. Πιπινέλη είναι περισσότερο ενθαρρυντικές. Πάντως, δεν είναι γνωστό πόσο έχει βελτιωθεί η υγεία του και δεν γνωρίζουμε πόση επιρροή διαθέτει στον Παπαδόπουλο. Από την άλλη μεριά ο κ. Πιπινέλης στην προσπάθειά μας να επηρεάσουμε το καθεστώς, παραμένει ο άνθρωπος κλειδί».

Στις 9 Δεκεμβρίου 1969, ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον δηλώνει ότι η χώρα του θα υπερψήφιζε την πρόταση αποπομπής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τρεις μέρες αργότερα ο Πιπινέλης ανακοινώνει ότι η Ελλάδα «αποχωρεί μονίμως του Συμβουλίου». Στις 17 Δεκεμβρίου 1969, πραγματοποιείται νέα συνάντηση στο βρετανικό υπουργείο των Εξωτερικών με θέμα και πάλι το «ελληνικό πρόβλημα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων», διαβάζουμε στην έκθεση του Δεκεμβρίου 1969. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή η πολιτική του Πιπινέλη ήταν λανθασμένη. Εξάλλου η έκθεση κάνει σαφές ότι μολονότι η Εργατική κυβέρνηση Ουίλσον είχε υποστηρίξει την πρόταση για την απομάκρυνση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Λονδίνο επεδίωκε να μη ληφθούν μέτρα κατά της χούντας στο ΝΑΤΟ. Όπως υπογράμμιζε ο Βρετανός πρωθυπουργός στην επιστολή του προς τον βουλευτή του Εργατικού κόμματος Ντέρεκ Πέιτζ (8 Σεπτεμβρίου 1969) «οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ θα εισαγάγει το στοιχείο της διχόνοιας στους κόλπους της συμμαχίας πράγμα που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι δυνατό». Ο Ουίλσον εκτιμούσε παράλληλα ότι δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως η σκλήρυνση της βρετανικής στάσης κατά του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας θα συνέβαλε στην ανατροπή του και στην ενδεχόμενη αντικατάστασή του με ένα σύστημα κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα.

Μετά την αποχώρηση της ελληνικής αντιπροσωπείας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την αρνητική στάση που κράτησε η κυβέρνηση Ουίλσον έναντι της χούντας, η Βρετανία ανέμενε να περιορισθούν οι παραγγελίες της ελληνικής πλευράς για την αγορά όπλων και οι συνολικές απώλειες στις εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα υπολογίζοντο ότι θα ήταν της τάξεως των 6-9 εκατομμυρίων λιρών το χρόνο. Ο Βρετανός πρέσβης είχε εξάλλου τη γνώμη ότι το ενδεχόμενο να υπογραφεί συμφωνία για την προμήθεια βρετανικού πυρηνικού αντιδραστήρα στην Ελλάδα θα έπρεπε να αποκλειστεί.

Από το δημοσίευμα της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
 της ΤΡΙΤΗΣ 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου