Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Λαζαροκάλαντα


                                       Λαζαροκάλαντα στα σοκάκια των Μαλίων Κρήτης

 Λαζαροκάλαντα
Αναπαριστώντας το θάνατο και την ανάσταση στα ελληνικά έθιμα του Λαζάρου
της ΕΦΗΣ ΨΙΛΑΚΗ
Όσο περνούν τα χρόνια ακούγονται όλο και λιγότερο τα κάλαντα του Λαζάρου. Το έθιμο έχει αρχίσει να παραδίδεται στη λησμονιά και ίσως μόνο σε μερικά σχολεία τα πασχαλινά έθιμα διδάσκονται σαν μάθημα. Και οι μαθητές εισπράττουν τη μαθησιακή διαδικασία σαν κάτι μακρινό, σαν κάτι που ανάγεται σε περασμένες γενιές. Μαθαίνουν το «Λάζαρο» και «Του Χριστού τα Πάθη», όπως διδάσκονται κάποια μάχη που έγινε σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Υπάρχουν, όμως, μερικές απόμερες γωνιές της ελληνικής υπαίθρου, εκεί όπου ο χρόνος κυλά πιο αργά και η εξέλιξη δεν ταυτίζεται με την υιοθέτηση όλων των εισαγόμενων συνηθειών, εκεί τα πράγματα βρίσκονται πιο κοντά στις γνήσιες εκφράσεις της εθιμικής ζωής.
Παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια τρία παραδείγματα (ή τρεις απόπειρες) λαζαρικών αγερμών, όλες σε χωριά της Κρήτης.
Στην πρώτη, μερικά παιδιά γοητευμένα από τις αφηγήσεις των μεγάλων αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους ψάλλοντας τα κάλαντα του Λαζάρου. Χρειάστηκε να γράψουν τους στίχους σε χαρτί και να τους διαβάζουν κάθε φορά που βρίσκονταν μπροστά σε κάποια πόρτα.
Στη δεύτερη, τα πράγματα ήταν πιο αυθεντικά. Τα παιδιά είχαν σχηματίσει ήδη συνεργατικές ομάδες από τις προηγούμενες ημέρες και ήταν έτοιμα για την καθιερωμένη έξοδο. Οι περισσότερες από τις ομάδες αυτές δεν χρειάζονταν «χαρτί» - είχαν αποστηθίσει τους στίχους.
Λαζαροκάλαντα στο χωριό Πρασά Ηρακλείου

Στην τρίτη ένας πολιτιστικός σύλλογος αποφάσισε να αναβιώσει το έθιμο. Όπως μάθαμε το είχαν κάνει κι άλλες φορές, από τότε που το χωριό είχε αρχίσει να μην έχει μαθητές. Ήταν μια ομάδα λίγων δεκάδων ανθρώπων όλων των ηλικιών που είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν τον συνηθισμένο για την περίσταση σταυρό - στολισμένο με άνθη - και βγήκαν στους δρόμους. Πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν πια κάτοικοι του χωριού, είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις, αλλά επέστρεφαν κάθε χρόνο για να «πουν το Λάζαρο».
Το φαινόμενο ενός εθίμου που υποχωρεί δεν είναι μοναδικό. Ίσως η μεταβολή που έχει παρατηρηθεί στην ελληνική ύπαιθρο τις τελευταίες δεκαετίες να σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση που έχει συντελεστεί στη χώρα, όπως και σε άλλες μεσογειακές περιοχές, από την εποχή της καθιέρωσης του Χριστιανισμού. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι κοινωνίες έχουν γίνει πολύ-πολιτισμικές και η λαϊκή πίστη έχει τροποποιηθεί. Μερικά από τα έθιμα μόνο έχουν αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα για την οικοδόμηση των τοπικών ταυτοτήτων, αλλά κι αυτά γίνονται πια «οργανωμένα», όπως στην περίπτωση που προαναφέραμε.
Εορτή «μετάβασης»
Η εορτή του Λαζάρου μπορεί να ενταχθεί στα τελετουργικά που χαρακτηρίζουν τη μετάβαση από τη μια εποχή σε μιαν άλλη. Αφήνουμε πίσω το χειμώνα και προχωρούμε προς την κυριαρχία του «αήττητου» ήλιου, που θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο με το εαρινό ηλιοστάσιο. Το βασικότερο γνώρισμα αυτής της εποχής είναι τα λουλούδια. Παντού λουλούδια. Στις εξοχές, στα βουνά, στις αυλές και στις γλάστρες. Το τυπικό της ορθόδοξης Εκκλησίας συμπληρώνει αυτήν την ωραία εικόνα με μιαν άλλη σταδιακή μετάβαση: από την προετοιμασία και την κάθαρση της Σαρακοστής περνάμε στη χαρά της Ανάστασης. Η γιορτή του Λαζάρου, μια βδομάδα ακριβώς πριν από την Ανάσταση του Χριστού, λειτουργεί σαν προοίμιο της μεγάλης είδησης. Ο νεκρός Λάζαρος έχει ήδη κατέλθει στον Άδη, έχει γνωρίσει τον φοβερό – όπως τον αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος – κόσμο της σιωπής. Και όταν το φθαρτό σώμα είχε αρχίσει να αποσυντίθεται καλείται να επιστρέψει στον απάνω κόσμο. Γι’ αυτό και τον φαντάζονται πάντα ωχρό, χωρίς μαλλιά και γένια, με τα σημάδια του θανάτου στο πρόσωπο, έτσι που τον παρουσιάζουν και κάποιες εικόνες του. Είναι, λοιπόν, ο Λάζαρος ένα παράδειγμα θνητού που γνώρισε και τους δυο κόσμους, που είδε τι γίνεται εκεί όπου δεν υπάρχει η λέξη επιστροφή…
Η ιστορία του Λαζάρου επηρεάζει βαθύτατα την εικόνα που έχουμε για τον Άδη. Ο μοναδικός επισκέπτης του Κάτω Κόσμου παραμένει για πάντα αγέλαστος και σκεπτικός, δεν εκφράζεται, λειτουργεί με βαθύ προβληματισμό και γελά μόνο μια φορά στη ζωή του, όταν είδε έναν άνθρωπο να κλέβει μια στάμνα. Αναφώνησε, μάλιστα, πως είναι παράξενο να βλέπει κανείς το ένα χώμα (τον άνθρωπο) να κλέβει το άλλο (τη στάμνα). Η διήγηση αυτή, που αποδίδει με πολύ εντυπωσιακούς παραλληλισμούς τη θρησκευτική κοσμοθεωρία, είναι γνωστή σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο.
Ο γιορτασμός του Λαζάρου με Λαζαροκάλαντα στο Αβδού Κρήτης (2007)
Η γιορτή του Λαζάρου ταυτίζεται με την ουσιαστική έναρξη της πασχαλινής περιόδου. Η επόμενη μέρα, η Κυριακή των Βαΐων, είναι αφιερωμένη στη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και ακολουθεί η Μεγάλη Εβδομάδα με τις βραδινές ακολουθίες της. Έτσι ο εορτασμός της ανόδου από τον κόσμο της σιωπής ταυτίζεται με την χαρά της άνοιξης. Τα έθιμα που διατηρήθηκαν στο χώρο της Βαλκανικής φαίνεται να έλκουν την καταγωγή τους από παλαιότερες γιορτές θεατρικού χαρακτήρα. Στην ουσία πρόκειται για αναπαραστάσεις του θανάτου και της ανάστασης του Λαζάρου από ομάδες παιδιών που υποδύονται τα πρόσωπα της ιερής ιστορίας. Παρόμοια έθιμα είναι γνωστά στους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής, στους Βούλγαρους, στους Σέρβους, στους Ρουμάνους και στους Αλβανούς. Από περιοχή σε περιοχή, όμως, ποικίλουν. Αλλού θα δούμε παιδιά «ντυμένα» με χορτάρι, αλλού μικρές «Λαζαρίνες» κι αλλού ομάδες ανθρώπων να περιφέρουν κουδούνια, όπως γινόταν κάποτε στην Ήπειρο.
Λαζαράκια – μούμιες

Στα νησιά και σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας η εορτή του Λαζάρου εικονοποιείται με τρόπο σχεδόν εμβληματικό. Οι γυναίκες ζυμώνουν μικρά ψωμάκια σε μορφή φασκιωμένου παιδιού, όπως ακριβώς εικονίζεται ο πεθαμένος φίλος του Χριστού στην ορθόδοξη ζωγραφική: τα χέρια είναι σταυρωμένα στο στήθος και το σώμα παρουσιάζεται τυλιγμένο σε επίμηκες λευκό ύφασμα. Τα μικρά ψωμάκια έχουν αυτήν ακριβώς τη μορφή και φτιάχνονται άλλοτε για τους ζωντανούς και άλλοτε για τους νεκρούς. Οι «Λάζαροι» μοιράζονται στα μικρά παιδιά της οικογένειας.
Είναι, όμως, αυτό το είδωλο του Λαζάρου ή μήπως είναι η απεικόνιση της ψυχής; Στην ορθόδοξη ζωγραφική η ψυχή παριστάνεται σαν ένα φασκιωμένο μωρό. Το βλέπουμε στην εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου στην οποία ο Χριστός κρατά στα χέρια του ένα φασκιωμένο μωρό με τη μορφή της Παναγίας.

Θεατρική ανάσταση

Ο τάφος του Λάζαρου στην Κύπρο
Από όλο τον βαλκανικό χώρο, από τη Ρουμανία μέχρι την Κύπρο, έχουν διασωθεί πολύ ωραίες περιγραφές των λαζαρικών εθίμων. Το πιο εντυπωσιακό απ’ αυτά έχει να κάνει με την αναπαράσταση της ανάστασης, όπως γινόταν μέχρι και πριν από κάμποσα χρόνια στην Κύπρο. Παλαιότερα ήταν γνωστό και σε περιοχές της Δωδεκανήσου αλλά σήμερα είναι δύσκολο να το συναντήσει κανείς στην αυθεντική μορφή του. Ίσως σε κάποιον φθίνοντα οικισμό, ίσως σε κάποιο νησί να διατηρούνται ακόμη κάποια στοιχεία του σπουδαίου εθίμου.
Πρόκειται για μια μιμητική αναπαράσταση του θανάτου και της ανάστασης, ένα δρώμενο που αποσκοπεί στο να υπενθυμίσει τη μεγάλη γιορτή και να συγκινήσει. Πρωταγωνιστεί ένα παιδί, συνήθως χλωμό και αδύνατο για να θυμίζει τον πεθαμένο Λάζαρο. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες το παιδί που υποδύεται τον νεκρό φίλο του Χριστού δεν βαδίζει μόνο του αλλά συνοδεύεται από δυο κορίτσια, τη Μάρθα και τη Μαρία, τις αδελφές του Λαζάρου. Η πορεία θυμίζει την ανάλογη πομπή που συνέβη κάποτε στη Βηθανία σύμφωνα με τη διήγηση. Ο Χριστός πηγαίνει στον τάφο του φίλου του συνοδευόμενος από τη Μάρθα και τη Μαρία. Η μιμητική αναπαράσταση δεν ακολουθεί κατά γράμμα την αφηγηματική πλοκή, ίσως επειδή θεωρείται ύβρις να αναπαραστήσει κάποιος τον Χριστό. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε σήμερα ότι η αναπαράσταση της ανάστασης γινόταν στα τέλη του 19ου αιώνα αμέσως μετά τη λειτουργία, στο ναό του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα. Έστρωναν σε μια μεγάλη αίθουσα του μοναστηριού κλαδιά από βαγιές, λουλούδια και δάφνες. Πάνω σ’ αυτά ξάπλωνε το παιδί, που συνήθως ήταν στολισμένο με κίτρινα λουλούδια, «σιμιλούδκια», τα οποία παρέπεμπαν στο κίτρινο νεκρικό χρώμα. Ολόγυρα άναβαν κεριά και λαμπάδες. Στην τελετή συμμετείχε και ο ιερέας που κρατούσε το Ευαγγέλιο και διάβαζε. Όταν έλεγε τη φράση «Λάζαρε έξελθε», άλλαζε το θρηνητικό κλίμα, οι ψάλτες και οι επίτροποι πλησίαζαν, έβαζαν σταυρούς στο κεφάλι του νεκρού, τον ράντιζαν με ανθόνερο κι εκείνος σηκωνόταν μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού. Του πρόσφεραν γλυκό του κουταλιού και λαζαρόψωμο, οι υπόλοιποι έπιναν κουμανταρία και φώναζαν «Λάζαρος Ανέστη».
Η τελετή δεν τέλειωνε, όμως, στην εκκλησία. Άρχιζε η πορεία στους δρόμους της πόλης και το σκηνικό επαναλαμβανόταν σε πολλά σπίτια. Ο κάθε νοικοκύρης είχε φροντίσει να έχει στρώσει ένα πλούσιο νεκρικό κρεβάτι, με πολλά λουλούδια, πρασινάδα και καλά υφάσματα. Ο Λάζαρος ξάπλωνε πάλι στο ομοίωμα της νεκρικής κλίνης και αναστηνόταν με τον ίδιο τρόπο. Η περιφορά αυτή κρατούσε όλη τη μέρα και αποτελούσε έναν τρόπο επίδειξης κοινωνικής και οικονομικής θέσης: Όλοι οι «έχοντες» φρόντιζαν να έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα και να δώσουν μια καλή εικόνα στους επισκέπτες τους.
Αξίζει να δούμε πώς περιγράφει το έθιμο η M. Ohnefalsch – Richter, στην οποία χρωστάμε πλήθος πληροφοριών για την εθιμική ζωή της Κύπρου, όπου είχε μείνει από το 1894 μέχρι το 1912:


«Μετά την έγερση του από τον Χριστό ο Λάζαρος μαζί με τη Μαρία και τη Μαγδαληνή ήρθαν στο Κίτιον, όπου και πέθαναν. Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν το 890 στο Βυζάντιο με εντολή του αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού.
Η γιορτή, στην οποία πρωτοστατεί ο εκάστοτε επίσκοπος Κιτίου, ξεκινά από το κενοτάφιο του Λαζάρου, μια απέριττη ρωμαϊκή σαρκοφάγο που βρίσκεται στην κρύπτη κάτω από το εικονοστάσι -το χρυσοποίκιλτο εικονοστάσι της παλαιοβυζαντινής εκκλησίας του Λαζάρου- και τελειώνει στην Αγία Τράπεζα μπροστά από το εικονοστάσι. Τα κλαδιά των λαζάρων μεταμορφώνουν την εκκλησία σ’ ένα τεράστιο χαλί. Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο «πρωτοπαπάς» ψιθυρίζει τις ψαλμωδίες, που επαναλαμβάνει όλη η κοινότητα στους ίδιους ένρινους τόνους, ενώ ο Επίσκοπος στέκεται στο χρυσοποίκιλτο θρόνο του, περιστοιχισμένος από αρχιμανδρίτες, εξάρχους και δύο διάκους, που κρατούν από τρεις αναμμένες λαμπάδες. Ο αέρας γίνεται πιο βαρύς από τα πολλά θυμιατά και από τα χιλιάδες αναμμένα κεριά.
Προς το τέλος, όλο το πλήθος του λαού κατευθύνεται προς την εικόνα του Λαζάρου, μια ξύλινη ελαιογραφία, στο κεντρικό σημείο του εικονοστασίου, για να την ασπασθεί. Σηκώνουν ακόμη και τα βρέφη και τοποθετούν τα χείλη τους πάνω στο χέρι της αγίας εικόνας. Ακόμη μεγαλύτερος συνωστισμός επικρατεί γύρω από την αγία κολώνα του τάφου του Λαζάρου, που όλοι ασπάζονται και πάνω στην οποία πρέπει, ακόμη και ο κάθε ζητιάνος, να τοποθετήσει τα αναμμένα κεριά που φέρνει για δώρο. Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης μαζί με τους ιερείς και την κοινότητα αποσύρονται στη μεγάλη αίθουσα των δεξιώσεων, τη σάλα του Μοναστηριού του Αγίου Λαζάρου. Στο μεταξύ οι επίτροποι, δηλαδή οι προύχοντες της εκκλησίας και οι διάκοι, έχουν ντύσει το ομορφότερο και εξυπνότερο αγόρι της περιοχής, το Παιδί του Λαζάρου, με ένα ένδυμα καμωμένο από κίτρινους λαζάρους, «τα λουλούδια του Λαζάρου» (το πανέμορφο φυτό, Chrysantemum coronarium L.) πλεγμένο ειδικά για τη γιορτή από εξέχουσες γυναίκες της πόλης.
Με τη συνοδεία λυπητερών τραγουδιών και πένθιμης μουσικής, ξαπλώνουν το παιδί στη μέση του μεγάλου δωματίου, πάνω σ’ ένα κρεβάτι/χαλί καμωμένο από ποικιλόχρωμα λουλούδια και φύλλα. Το δωμάτιο μυρίζει τριαντάφυλλα και πορτοκάλια, λάμπει από τους πορφυρένιους ανθούς της ροδιάς, περιτριγυρίζεται από φοίνικες, δάφνες, μυρτιές και πράσινα δημητριακά φυτεμένα σε γλάστρες, ενώ γύρω του τρεμοσβήνουν σε ασημένια κηροπήγια με πολλά χερούλια και τεράστιες λαμπάδες από κερί. Ο αρχιερέας διαβάζει το ευαγγέλιο του Λαζάρου, στο 11ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και όταν φθάσει στο στίχο 43, υψώνει τη φωνή, ακριβώς όπως έκανε ο Χριστός: «Όταν αυτός το είπε, φώναξε με δυνατή φωνή: Λάζαρε έξελθε». Κατά τη διάρκεια της έκκλησης «Λάζαρε έξελθε», (δηλαδή, Λάζαρε, σήκω πάνω και βγες έξω από τον τάφο), τρεις διακεκριμένοι αρχιερείς, που με τη σειρά τοποθετούν το σταυρό πάνω στο κεφάλι του Παιδιού-Λαζάρου, το καπνίζουν με θυμιατό και το ραντίζουν με αγίασμα από μια δέσμη από μυρτιές που έχουν βυθίσει προηγουμένως στην κούπα με το αγίασμα.
Τότε μόνο ο Λάζαρος, το πεθαμένο παιδί, ξυπνά και σηκώνεται απότομα, ενώ γυναίκες τον ραντίζουν με ροδόσταγμα, του ρίχνουν ροδοπέταλα και χώνουν μέσα στο στόμα του γλυκό τριαντάφυλλο και άλλα ζαχαρωτά. Ένας επίτροπος του προσφέρει μια γουλιά κρασί και ένα κομμάτι από το ψωμί του Λαζάρου.
Οι φλογέρες, τα πιθκιαύλια και οι ταμπουτσιές, τα βιολιά και τα λαούτα ακολουθούν και μαζί με τη χορωδία της εκκλησίας όλοι ψάλλουν σε ρυθμό βαλς, ενώ όλη η κοινότητα συμμετέχει στην ψαλμωδία με μια φωνή. «Ο Λάζαρος αναστήθηκε», φωνάζει ο κάθε νεοφερμένος.
Οι Λαρνακείς επίτροποι του ναού και οι τελετάρχες προσφέρουν στους εκλεκτούς προσκεκλημένους που παρευρίσκονται μαζί με τις γυναίκες και τις κόρες τους, φαγητά και ποτά κάθε είδους, πλούσια διακοσμημένα με φρούτα και ζαχαρωτά και ειδικά εδέσματα στη μνήμη των πεθαμένων, τα κόλλυβα του Λαζάρου. Προσφέρουν ακόμη γλυκίσματα και ψωμιά που έχουν πρωτότυπα σχήματα και που θα ξανασυναντήσουμε στις προετοιμασίες του Πάσχα, γλυκό από φρούτα που μαγειρεύεται με ζάχαρη με διάφορους τρόπους και προσφέρεται σε ασημένια εντυπωσιακά δοχεία. Προσθέτουν επίσης λικέρ διάφορων περιοχών και μαστίχα, ζιβανία και Κουμανταρία, το γλυκό κυπριακό κρασί. Ταυτόχρονα ραντίζουν τα χέρια των παρευρισκομένων στη γιορτή με άφθονο ροδόσταγμα και ανθόνερο από ασημένιες μερέχες και στο τέλος τρέχουν να καπνίσουν τους τιμωμένους με ωραία ασημένια καπνιστήρια, για να απομακρύνουν το κακό μάτι. Μ’ αυτό τον τρόπο τελειώνει η πρώτη τελετή για την ανάσταση του Λαζάρου στην αυλή της εκκλησίας.
Στη συνέχεια, η πομπή των προσκυνητών του Λαζάρου και οι τελετάρχες περπατούν ξεκινώντας από το όμορφο ταφικό δωμάτιο προς τα ιδιωτικά σπίτια, όσο τους επιτρέπουν τα αναμμένα κεριά, μέσα από δρόμους και σπίτια, μέχρι βαθιά μέσα στη νύκτα. Κάθε νοικοκυρά προσπαθεί να παραβγεί τις άλλες στο στόλισμα του κρεβατιού του Λαζάρου, στα λουλούδια, στα φυτά, στα κοσμήματα των λαμπάδων, στην όμορφη παρουσίαση των δημητριακών, στην τέχνη της ζαχαροπλαστικής και μαγειρικής, στην παραγωγή γλυκών καλών ποτών και κρασιών και στο καθόλου αμελητέο δώρο για τους παπάδες που εκφράζεται σε χρήματα ή σε κεριά, μέλι, ψωμιά, γλυκίσματα, τσιγάρα και καπνό.
Τα Λαζαροκάλαντα της Κύπρου


Πίσω από την αγωνιώδη κραυγή «Λάζαρε, πες μου τι είδες εις τον Άδη όπου επήγες» κρύβεται όλη η μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου. Παρακολουθούμε την Ανάσταση του Λαζάρου ως μια διαδικασία ήττας του θανάτου, σαν μια προσδοκία της αιωνιότητας. Κι ο ίδιος ο Λάζαρος δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο που συμμετέχει σε μια ιερή ιστορία, αλλά και μια οικεία μορφή που εκφράζει την ελπίδα της ζωής. Αυτήν την ιερή ιστορία διηγούνται τα Λαζαροκάλαντα που άκουγαν σε κάθε ελληνική γωνιά οι παππούδες μας κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Η εκδοχή που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες και προέρχεται από την Κύπρο:
Το Τραούδιν του Λαζάρου
Έαρ ημίν επέφανεν τοις πάσι το μηνύον
η του Λαζάρου έγερσις, ξένον φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε
και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ν’ ακροαστείτε
δια να καταλάβετε και να κατανυχθείτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν.
Ούτος ησθένησεν λοιπόν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έλαβεν κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλην
με κόσμον πολυάριθμον, ομού κι οι Αποστόλοι.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με πόνους
και προσκυνούσα τον Χριστόν λέγει αυτούς τους λόγους:
« Ει ης ώδε, κύριε, ο Λάζαρος ο φίλος
δεν ετελεύτα, αληθώς, ουδέποτε εκείνος».
Λέγει τους: «Πού τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον;
Υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατε εκείνον».
Και παρευτύς επρόσταξεν ετούτον να ποιήσουν
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλήσουν.
Και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην:
«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εν τω Άδη.
Κι ευτύς εξήλθεν Λάζαρος έξω λαζαρωμένος
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Φόβος πολύς κατέλαβεν τότε τους Ιουδαίους
αρχιερείς και ιερείς κι αυτούς τους Φαρισαίους.
Τον Λάζαρον και τον Χριστόν ζητούσιν να φονεύσουν
από το πρόσωπον της γης να τους εξολοθρεύσουν.
Και φοβηθείς ο Λάζαρος σε πλοίον επιβαίνει
στης Λάρνακας τες αλυκές την αύριον ξεβαίνει.
Τριάντα χρόνους έζησεν την αρχιεροσύνην
κι εποίμανεν το ποίμνιον με ταπεινοφροσύνην.
Και την λαμπράν Ανάστασην όλοι ν’ αξιωθώμεν
τον παντοδόναμον Θεόν να Τον δοξολογώμεν.
Κι εμείς καλώς σας ηύραμεν και να πολυχρονάτε
τυριά πολλά να κάμνετε κι εμάς να μας διάτε.
Χρόνους πολλούς να ζήσετε κι εσείς και τα παιδιά σας.
Η Παναγία κι ο Χριστός κι ο Άγιος ο Λάζαρος
να ’ναι βοήθειά σας.

Παντού επαναλαμβάνεται η ίδια τελετή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάλογα με τη θέση και το κύρος κάθε σπιτιού. Μόνο οι πολύ φτωχοί και αυτοί που δεν μπορούσαν να φτιάξουν κρεβάτι για το Λάζαρο, δεν συμμετέχουν. Η πομπή ακολουθούσε πάντα ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο.
Τα Αδώνια της Αλεξάνδρειας.
Άραγε δεν παίρνουν εδώ σάρκα και οστά οι περιγραφές του Θεόφραστου για τα Αδώνια, που μεταφυτεύτηκαν από την αρχαία Κύπρο στην Αλεξάνδρεια και μαζί τους όλοι οι αρχαίοι μύθοι και οι γιορτές που προϋπήρχαν; Παρόμοιοι και συνώνυμοι του Άδωνη, ο εβραϊκός Tammuz, ο αιγύπτιος Όσιρις, μέχρι και ο βαβυλώνιος Θεός/Παιδί Τουμούσι, ο γιος της ζωής που ξύπνησε η θεά Ιστάρ από τον κάτω κόσμο, δίνοντας του να πιει από το νερό της ζωής.
Στα Αδώνια της Αλεξάνδρειας, ο Άδωνης και η αγαπημένη του, η κύπρια θεά Αφροδίτη, εκθέτονταν ο ένας δίπλα στον άλλο σαν έργα τέχνης και ολόκληρος ο χρυσός επιτάφιος ήταν καλυμμένος με ένα χαλί, στολισμένο και διακοσμημένο με λουλούδια. Μέσα στον επιτάφιο, τοποθετούσαν σε χρυσά και ασημένια δοχεία, γλυκά και φρούτα κάθε λογής, γλυκίσματα σε μορφές ζώων που πετούσαν και έρπονταν στους κήπους του Άδωνη, δημητριακά, μαρούλι, μάραθο, όλα μεγαλωμένα μέσα σε γλάστρες, σύμβολα της αρχαιότητας και της γρήγορης φθοράς».
Σε άλλες περιοχές
Στην Κρήτη το έθιμο είναι πιο απλό αλλά δεν γνωρίζουμε αν κατά το παρελθόν γινόταν διαφορετικά και αν υπήρχε μιμητική αναπαράσταση της ανάστασης. Τα παιδιά στολίζουν ένα καλάμι ή ένα ξύλο πάνω στο οποίο πλέκουν στεφάνι ή σταυρό με λουλούδια της άνοιξης. Η κατασκευή αυτή λειτουργεί ως συμβολική δήλωση – κωδικοποιεί την παρουσία του εθίμου και υπενθυμίζει τη θρησκευτική γιορτή. Τα παιδιά γυρίζουν και εδώ από σπίτι σε σπίτι και ψάλλουν τα λαζαροκάλαντα παίρνοντας, όπως και στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα, φιλοδωρήματα, κυρίως αυγά.
Σε πολλά μέρη της Βόρειας Ελλάδας (Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη) το Λάζαρο τραγουδούσαν συνήθως μόνο κορίτσια, οι Λαζαρίνες. Στο έθιμο αυτό μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε τις κοινωνικές προεκτάσεις καθώς στα περασμένα χρόνια αποτελούσε την επίσημη έξοδο των κοριτσιών από το σπίτι. Φορούσαν εορταστική φορεσιά και είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν τα χαρίσματά τους, ιδιαίτερα στο τραγούδι, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους τόσο στα αγόρια της περιοχής όσο και στις υποψήφιες πεθερές. Οι κοπέλες που αποτελούσαν την ομάδα των Λαζαρίνων μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής για να μάθουν το τραγούδι του Λαζάρου. Το Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια αυτά περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν ενώ ένα απ’ αυτά κρατούσε καλάθι, όπου και συγκέντρωνε τα διάφορα φιλοδωρήματα που έδιναν οι νοικοκυρές στις Λαζαρίνες. Συνήθως αυτά ήταν άβαφα αυγά και γλυκίσματα.
Στην Ανατολική Θράκη στόλιζαν το ομοίωμα του Λαζάρου, τον Λάζαρη όπως τον έλεγαν, με παλιά ρούχα και την παραμονή τον πήγαιναν στη βρύση για να τον ποτίσουν. Στη συνέχεια τον θυμιάτιζαν και τον τοποθετούσαν για ολόκληρο το βράδυ στο εικονοστάσι του σπιτιού. Μόλις ξημέρωνε η μέρα, οι νεαρές Λαζαρίνες έπαιρναν το ανθρώπινο ομοίωμα και ξεκινούσαν τους αγερμούς στο χωριό.
Στη Σαντορίνη, μεγαλύτερη σημασία δινόταν στο σταυρό του Λαζάρου ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής. Ανήμερα το Σάββατο του Λαζάρου όλο το χωριό ήταν στο πόδι για να ετοιμάσει τον «Λάζαρο». Μερικές κοπέλες με πανέρια μάζευαν λουλούδια, ενώ κάποιοι νέοι έκοβαν αρισμαρί. Στη διαδικασία κατασκευής συμμετείχε όλο το χωριό, καθώς άλλοι έφτιαχναν τα ξύλα του σταυρού, τα οποία μάλιστα πολλές φορές έφταναν τα είκοσι μέτρα, άλλοι μάζευαν τα σκοινιά με τα οποία έδεναν το σταυρό και άλλοι συγκέντρωναν βάγια. Το απόγευμα όλο το χωριό μαζευόταν στην πλατεία όπου μετά τον εσπερινό στηνόταν ο «Λάζαρος». Έμενε εκεί μέχρι το Μεγάλο Σάββατο οπότε και ξεστολιζόταν παραχωρώντας τη θέση του στη μεγάλη Ανάσταση, στο μεγάλο θαύμα.
Στη Ρόδο, το Λάζαρο τον τραγουδούσαν παιδιά τα οποία γύριζαν από πόρτα σε πόρτα συγκεντρώνοντας χρήματα και αυγά για τους ιερείς. Παλαιότερα, αυτή την ημέρα κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί όπως πίστευαν, ό,τι έπιανε θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα και το ψήσιμο των κουλουριών.
Σε πολλές περιοχές της Εύβοιας το ομοίωμα του Λαζάρου ήταν και πάλι ένας ξύλινος σταυρός. Για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν μία ρόκα που τη στόλιζαν με πολύχρωμα ρούχα, λουλούδια και κορδέλες.
Στην Ήπειρο ο Λάζαρος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δύο σανίδες πλουμισμένες με κλαδιά δάφνης και λουλούδια και τοποθετημένες κάθετα σε ένα ξύλο. Από το σταυρό που σχηματιζόταν, κρέμονταν κουδούνια τα οποία χτυπούσαν όση ώρα έλεγαν το τραγούδι του Λαζάρου.
Στην Πελοπόννησο αλλά και σε πολλά νησιά, όπως στη Μήλο και την Κίμωλο, ο σταυρός ήταν φτιαγμένος από καλάμια και στολισμένος με άνθη από λεμονανθούς και αγριολούλουδα.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΕΡ)
http://librodoro.blogspot.com/2011/04/blog-post_16.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου