Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ




ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ  ΑΘΗΝΑ

Η ιστορίες του Μερακλή (Δημήτρη Στεργιόπουλου) 

και του Σπύρου Λούη

Ο Μερακλής, υπήρξε ο φρουρός των κυριών, των νταντάδων και των παιδιών. Γεννήθηκε σε κάποιο χωριό κοντά στο Καρπενήσι. Κατετάγη στο ευζωνικό απ' όπου απελύθη με τον βαθμό του Δεκανέα. Το ήθος, η διαγωγή και η εντιμότητα πού επέδειξε κατά το διάστημα της θητείας του καθώς και οι συστάσεις ενός σημαίνοντος προσώπου της τότε εποχής έγιναν αφορμή να τον προσέξει η Ζάππειος Επιτροπή Ολυμπίων και κληροδοτημάτων και να τον προσλάβει ως φύλακα και φρουρό της τάξεως και της καθαριότητας στον χώρο του Ζαππείου.
Ό Μερακλής ήταν πάντοτε πεντακάθαρος, φρεσκοξυρισμένος και καλοκτενισμένος ενώ έτρεφε και αρειμάνιο μύστακα.
Κάθε πρωί ανελάμβανε υπηρεσία. Κυριακές γιορτές δεν είχε ό Μερακλής. Ούτε άδεια αναπαύσεως έπαιρνε, διότι τότε ακόμη η Κυριακή αργία δεν είχε θεσπιστεί.
Ο Μερακλής ήταν τόσον αυστηρός, ώστε είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος των κουτσαβάκηδων και των μόρτηδων αλλά μόνον εάν τολμούσε κάποιος εξ αυτών να πειράξει, έστω διά λόγων και χειρονομιών, καμιά από τις κυρίες, τις νταντάδες και τις δασκάλες των παιδιών πού συνόδευαν. Ό Μερακλής, τιμωρός, κανόνιζε το θέμα διά της εφαρμογής τού ρητού «όπου δεν πιάνει λόγος πίπτει ράβδος».
Υπήρχε βεβαίως και άλλος πνεύμονας στην περιοχή του Ζαππείου, ο Βασιλικός (Εθνικός σήμερα) Κήπος, αλλά ήταν ανοικτός διά το κοινό δύο φορές την εβδομάδα. Εις την πλευρά του Ζαππείου που ήταν προς την οδό Ηρώδου του Αττικού υπήρχαν οι περίφημες Αγελάδες τού Σκιαδά. Εκεί πήγαιναν οι μαμάδες, οι νταντάδες και οι δασκάλες για να δώσουν ένα φλιτζάνι φρέσκο γάλα στα παιδιά. Σ' αυτό το κέντρο σύχναζαν και τα γυμνασιόπαιδα για να πάρουν το γλυκό τους ή τον ερατεινόν (καφέ) και να καπνίσουν το τσιγαράκι τους μακριά από τα βλέμματα των συγγενών ή καθηγητών των, όχι όμως και από το βλέμμα  του Μερακλή, ο όποιος τούς μάλωνε. Όλη αυτή η εκτεταμένη περιοχή ήταν υπό την επίβλεψη τού Μερακλή, ο οποίος εκτελούσε τα καθήκοντά του με ευγένεια, ευσυνειδησία και αυστηρότητα.
Ο Μερακλής πέθανε πλήρης ημερών. Στη κηδεία του δε παρέστη πολύς και εκλεκτός κόσμος.

Σπύρος Λούης, ο Ολυμπιονίκης και νερουλάς


Η Αθήνα είχε μεγάλη έλλειψη από νερό πόσιμο. Το Αδριάνειο υδραγωγείο δεν επαρκούσε να εκπληρώσει ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες τού πληθυσμού. Η ποσότητα του νερού που συγκεντρωνόταν στην δεξαμενή των Αθηνών, λόγω των πλημμελών συστημάτων απολύμανσης δεν εξασφάλιζε το πλήρως υγιεινό νερό για όσους το είχαν ανάγκη. Για τον λόγο αυτό οι εύποροι Αθηναίοι προτιμούσαν να αγοράζουν το υγιεινό νερό της Πεντέλης, το οποίο συγκεντρωνόταν και μεταφερόταν  από το όπισθεν της σημερινής Δημαρχίας Αμαρουσίου χώρο, όπου υπήρχε ειδικό ντεπόζιτο.
Οι μεταφορείς (νερουλάδες) από τα ξημερώματα τρέχοντας με τις σούστες τους έφθαναν στο ντεπόζιτο για να γεμίσουν τις στάμνες και στη συνεχεία ερχόντουσαν στην Αθήνα για να κάμουν διανομή επί πληρωμή στα σπίτια. Το γεγονός αυτό απαιτούσε τρέξιμο για να προλάβουν έγκαιρα να κάνουν την διανομή.
Οι οικογένειες των Λούη, Πετρούτσου, Μόαχα, Γκότση, ήταν οι κυρίως ασχολούμενες με την  εργασία αυτή. Η δουλειά αυτή τούς άφηνε σημαντικό κέρδος ώστε να κτίσουν καινούργια σπίτια στο χωριό τους το Μαρούσι και να το μετατρέψουν σε ένα ωραίο προάστιο των Αθηνών.
Μετά την μικρή αυτή παρεμβολή ας ξαναγυρίσουμε στο έτος 1896, την εποχή πού επρόκειτο να γίνουν στο  Αβερώφειο Ολυμπιακό Στάδιο, τιμής ένεκεν και με υπόδειξη του βαρόνου ντε Κουμπερτέν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες.
Όλα τα κράτη ετοίμαζαν τις ομάδες τους πού θα συμμετείχαν στους αγώνες και τις προπονούσαν ξοδεύοντας αφειδώς χρήματα. Η μικρή και πτωχή Ελλάδα —ούτε αιώνας δεν είχε συμπληρωθεί από την απελευθέρωση της —έκαμε το παν για να εμφάνιση μίαν καλή ομάδα. Ευτυχώς βρέθηκαν Έλληνες πατριώτες πλούσιοι εγκατεστημένοι τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό πού με δωρεές βοήθησαν την προσπάθεια αυτή. Κατόπιν αυτού έγινε δυνατή η κατάρτιση μία ομάδας αποτελουμένης από τούς καλύτερους τότε αθλητές Παρασκευόπουλον, Πέππαν, Φέτση και για τον Μαραθώνιο δρόμο τούς Λούη, Βασιλάκον, Μπελόκαν κ.ά. Επίσης διέθετε και οπλομαχητική ομάδα υπό τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεωργιάδη.


Στο εθνικό αγώνισμα τού Μαραθωνίου από τον Τύμβο του Μαραθώνα στο  Ολυμπιακό Σταδίο, μια  απόσταση 42.179 μ. ελάμβαναν μέρος και αρκετοί ξένοι δρομείς. Επειδή η διαδρομή ήταν σε ανώμαλο δρόμο, οι μέλλοντες να μετάσχουν δρομείς κάθε μέρα προπονούνταν επιτοπίως ώστε να είναι προετοιμασμένοι.
Έφτασε λοιπόν η κρίσιμη μέρα διεξαγωγής του Μαραθωνίου. Οι δρομείς, ξεκίνησαν από τον Τύμβο τού Μαραθώνα για το Στάδιο.
Όταν έφτασαν στο Πικέρμι, αρκετοί είχαν ήδη αποχωρήσει. Έμειναν βασικά δύο από τους ξένους δρομείς και από τούς Έλληνες οι: Λούης, Βασιλάκος και Μπελόκας. Οι δύο ξένοι, άρχισαν να παρουσιάζουν σημεία κόπωσης. Οι Λούης και Μπελόκας, πού τούς στενοχωρούσαν τα παπούτσια τους, τα πέταξαν και συνέχισαν το τρέξιμο ξυπόλητοι.
Στα πρώτα 10 χιλιόμετρα προηγούνταν σαφώς οι ξένοι δρομείς Λερμουσό (Lermusiau), Φλακ (Flack) και Μπλαίηκ (Blake), μετά όμως από τα 20 χλμ. που αποτελούσε το μέσο της διαδρομής άρχισαν οι Έλληνες δρομείς Βασιλάκος, Λούης και Μπελόκας να αναπτύσσουν την ταχύτητά τους. Στο 23ο χλμ. ο Μπλαίηκ δεν αντέχει άλλο και εγκαταλείπει τον αγώνα. Στο 32ο χλμ ο Λερμουζό παράπεσε χάνοντας πολύτιμο χρόνο, ενώ λίγο μετά εγκαταλείπει και ο Φλακ, οπότε και τέθηκαν στην αρχή του αγώνα ο Λούης ακολουθούμενος από τον Βασιλάκο.
Σύμφωνα με αφήγηση του Βασιλάκου, ως το Σταυρό της Αγ. Παρασκευής έτρεχαν μαζί με το Λούη, αλλά εκεί τους εγκατέλειψαν οι συνοδοί αξιωματικοί και έσπευσαν στον Στάδιο. Τότε πολλοί χωρικοί, συντοπίτες του Λούη, οι οποίοι παρακολουθούσαν άρχισαν να τον επευφημούν και στη συνέχεια τον ακολούθησαν με άλογα, κάρα και ποδήλατα εμποδίζοντας τον Βασιλάκο να προσπεράσει: "οι παριστάμενοι χωρικοί ηκολούθησαν τον Λούη ενθαρρύνοντες αυτόν. Κατόπιν τον ηκολούθησαν άμαξαι, κάρρα, ποδήλατα, ίπποι κτλ. Εγώ δεν έσπευσα να διασχίσω το πλήθος δια να τον νικήσω ή να τον συναγωνισθώ και κατ' ανάγκην παρέμεινα όπισθεν του πλήθους."


Όταν ιππέας αγγελιαφόρος φτάνει στο Στάδιο και αναγγέλλει «προηγείται Έλλην» ακολούθησε παραλήρημα. Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος σπεύδει και αναμένει τον πρώτο δρομέα στη συμβολή των οδών Λ. Κηφισίας (όπως λέγονταν τότε τη Βασιλίσσης Σοφίας) και Ηρώδου Αττικού όπου καταφθάνει ο Σπύρος Λούης τον οποίο και συνοδεύει τιμητικά μέχρι το τέρμα εντός του Σταδίου.
Η είσοδος του Λούη στο Στάδιο ξεσήκωσε όλους τους θεατές που όρθιοι παραληρούσαν και ζητωκραύγαζαν ρυθμικά το επίθετό του όπου και τερματίζει με χρόνο 2 ώρες, 58΄ και 50΄΄, ενώ δεύτερος εισήλθε στο Στάδιο, μόλις μετά επτά λεπτά, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τερματίζοντας σε χρόνο 3 ώρες, 06΄ και 30΄΄.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 έζησαν εκείνη την ημέρα την σπουδαιότερη στιγμή. Απευθυνόμενος ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν στο Σπύρο Λούη του είπε «Σήμερα έγραψες ιστορία».
Λέγεται ότι όταν ο  Βασιλιάς ρώτησε τον Λούη τι χάρη θα ήθελε να τού κάμει, εκείνος απάντησε ότι επιθυμεί να αποκτήσει ένα άλογο και μια σούστα για να κουβαλάει τις στάμνες με το νερό από το Μαρούσι.

Πηγές :
Άγγελος Δ. Γέροντας : Αναμνήσεις από την παλιά Αθήνα (Αστυνομικά Χρονικά Αύγουστος 1973)
https://el.wikipedia.org/wiki/Μαραθώνιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου