Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Επιβίωση στη Βαλτική Θάλασσα!



Επιβίωση στη Βαλτική Θάλασσα!

Μια πραγματική ιστορία. Η ενδιαφέρουσα αφήγηση ενός νεαρού ανδρογύνου που επέζησαν σε μια από τις χειρότερες ναυτικές τραγωδίες στην Βαλτική

ΔΕΝ ήμουν παρά 14 ετών κορίτσι όταν, στις 15 Μαρτίου 1938, το πολυτελές πλοίο Βίλχελμ Γκουστλόφ, που είχε αποκληθεί από το Ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας ως «πλοίο της χαράς,» αναχώρησε για το παρθενικό του ταξίδι. Θεωρήθηκε ως ένα τεχνολογικό θαύμα, που δεν θα μπορούσε ποτέ να βυθιστεί! Παρά το μεγάλο μέγεθος του, μπορούσε να μεταφέρη 1.465 επιβάτες και 426 μέλη του πληρώματος γρήγορα στον προορισμό τους.
Επτά χρόνια αργότερα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εισήλθε στο τελικό του στάδιο. Το ανατολικό μέτωπο της Γερμανίας κατέρρευσε τον Ιανουάριο του 1945, δημιουργώντας χιλιάδες πρόσφυγες από την Ανατολική Πρωσσία που προσπαθούσαν να μεταβούν σε ασφαλέστερες περιοχές. Επειδή όμως οι οδικές και οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες με την κυρίως Γερμανία είχαν διακοπή, μόνο η θάλασσα απέμενε ως οδός διαφυγής. Κάθε τι που επέπλεε, περιλαμβανομένου και του Βίλχελμ Γκουστλόφ, τέθηκε στην υπηρεσία των προσφύγων.
Εκείνο τον καιρό ήταν αγκυροβολημένο στην Γκντανσκ της Πολωνίας  και χρησιμοποιείτο για κατοικία των μελών του Γερμανικού ναυτικού. Στο Γκντανσκ ζούσαμε και εμείς, και ο σύζυγος μου, ο Κουρτ, έμενε μέσα στο πλοίο.
Η πόλις ήταν γεμάτη από πρόσφυγες, από τους οποίους οι περισσότεροι  ήταν εξαντλημένοι  από τη συνεχή πεζοπορία μέσα στο χιόνι κουβαλώντας στους ώμους τις αποσκευές τους. Φαινόταν ότι όλοι σκόπευαν να επιβιβασθούν στο Γκουστλόφ, διότι είχε καλή θέρμανση και είχε αποθέματα ζεστής τροφής και προφανώς θεωρείτο ως ένα ασφαλές καταφύγιο. Αλλά για να μπεις χρειαζόταν  ειδική άδεια και δεν ήταν εύκολο να την βρεις. Ένας έμπορος από τη γενέτειρα μου προσπαθούσε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να δωροδοκήσει τον σύζυγο μου για να πάρει άδεια γι’ αυτόν και την οικογένεια του, μολονότι είχε ήδη εξασφαλίσει θέσεις σ’ ένα άλλο πλοίο. Ωστόσο, κατάφερε με κάποιον τρόπο να επιβιβαστεί, όπως αργότερα μας υπερηφανεύτηκε.
Το πλοίο ήταν πάρα πολύ φορτωμένο, επειδή επετράπη σε χιλιάδες πρόσφυγες να επιβιβασθούν. Στην αρχή, καταγράφονταν, αλλ’ αργότερα αυτό ήταν αδύνατο. Έτσι, ο τελικός αριθμός των ατόμων που επιβιβάσθηκαν είναι καθαρά υποθετικός. Μερικοί υποθέτουν ότι υπήρχαν 6.500 άτομα, αλλά μπορεί να ήσαν και περισσότεροι. Πολλοί επιβάτες  κοιμόντουσαν στους διαδρόμους· έτσι, μας ζήτησαν να μοιρασθούμε την καμπίνα μας με άλλους. Μια μητέρα με δύο παιδιά ήλθε στην καμπίνα μας και, μολονότι αυτό σήμαινε ότι θα ήμασταν στενόχωρα, μας έδωσε το ωραίο αίσθημα ότι τους βοηθήσαμε να γίνει  το ταξίδι τους όσο το δυνατόν πιο άνετο.
Στεκόμασταν στο κιγκλίδωμα εκείνο το απόγευμα της Τρίτης, στις 30 Ιανουαρίου 1945, καθώς το πλοίο ξεκίνησε στις μία η ώρα. Ήταν θλιβερό να βλέπει κανείς μια ηλικιωμένη γυναίκα γονατισμένη στην αποβάθρα, έχοντας τις αποσκευές δίπλα της, ενώ παρακαλούσε δυνατά: «Καπετάνιε, πάρε με κι εμένα! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!» Αλλά ήταν πολύ αργά γι’ αυτήν.
Στις επτά το απόγευμα, άνοιξα το φινιστρίνι, για να μπει λίγος καθαρός αέρας. Κοιτώντας έξω στο σκοτάδι, έβλεπα τα χαραγμένα νερά και αισθανόμουν τον ψυχρό θαλασσινό αέρα. Μικρά παχιά κομμάτια πάγου επέπλεαν στο νερό. Η θερμοκρασία ήταν μηδέν βαθμοί Φαρενάιτ (-18 βαθμοί  Κελσίου).


Ήταν το πρώτο μου ταξίδι  με πλοίο και η σκέψη ότι βρισκόμουν μακριά στη Βαλτική θάλασσα με τρόμαζε. Πολλοί επιβάτες ταλαιπωρούνταν από ναυτία. Ήταν μια τρομερή νύχτα. Αν μπορούσα να φαντασθώ τι θα συνέβαινε!
Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να μας επιτεθούν Ρωσικά υποβρύχια, μας είπαν να μη βγάλουμε τα σωσίβια μας, ακόμη και όταν τρώγαμε, και να παραμείνουμε έτσι όλη τη νύχτα. Μπορώ ακόμη να θυμηθώ πόσο στενόχωρα αισθανόμουν φορώντας το σωσίβιο μου στην τραπεζαρία. Την ώρα του ύπνου δεν έβγαλα τα εσώρουχα μου και τις κάλτσες μου και τοποθέτησα το φόρεμα μου πολύ κοντά για να μπορώ γρήγορα να το φθάσω. Δυστυχώς, πολλοί επιβάτες δεν πήραν στα σοβαρά την προειδοποίηση όπως έκανα εγώ.
Ξαφνικά στις εννέα και 16 λεπτά ξυπνήσαμε απότομα. Τρείς τορπίλες έπληξαν το πλοίο. Τώρα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Έπρεπε ν’ ανέβουμε στην κορυφή του καταστρώματος όσο το δυνατόν πιο γρήγορα! Πού βρισκόταν η πλησιέστερη έξοδος; Ευτυχώς, γνωρίζαμε την ακριβή της τοποθεσία. Μέσα σε δευτερόλεπτα, οι διάδρομοι γέμισαν ασφυκτικά. Εκατοντάδες άτομα πάλευαν να βρουν τον δρόμο για ν’ ανέβουν επάνω.  Αγωνιζόντουσαν  για τη ζωή τους. Εμείς φύγαμε μαζί με τους άλλους, χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας.
Για να μη βυθιστεί το πλοίο, τα στεγανά μέρη του πλοίου σε μερικά από τα 12 υδατοστεγή διαμερίσματα του, κλείσθηκαν αμέσως. Αυτό σήμαινε βέβαιο θάνατο για όσους βρισκόντουσαν  ακόμη εκεί, διότι τώρα όλοι οι δρόμοι διαφυγής είχαν διακοπή. Γι’ αυτούς ο θάνατος ήλθε γρήγορα, ενώ για άλλους σταδιακά, σιγά σιγά. Μερικοί, δεν μπόρεσαν να φθάσουν στο πάνω μέρος του πλοίου επειδή κειτόντουσαν τραυματισμένοι ή ζαλισμένοι κάπου μέσα στο πλοίο. Άλλοι από απελπισία —πόσοι δεν γνωρίζω— αυτοκτόνησαν.
Εν τω μεταξύ, είχαμε φθάσει στο παγωμένο κατάστρωμα, γνωρίζοντας ότι το πλοίο, που τώρα έγερνε πολύ προς τη μια πλευρά, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να επιπλέει για πολύ ακόμη. Κοντά στεκόταν  ένας νεαρός ναύτης, ο οποίος, αν και ήταν κίτρινος από τον φόβο, φώναζε συνεχεία με μια σταθερή φωνή: «Δεν υπάρχει λόγος να πανικοβάλλεσθε. Πλοία διασώσεως θα έλθουν πολύ σύντομα. Κρατήστε την ψυχραιμία σας». Τον θυμάμαι ακόμη. Έκανε ότι  καλύτερο μπορούσε για να καθησυχάσει τους επιβάτες. Πράγματι, ενδιαφερόταν ανιδιοτελώς για τη σωτηρία των άλλων.


Εν αντιθέσει μ’ αυτόν, υπήρχε μια γυναίκα η οποία συνεχώς θρηνούσε: «Οι βαλίτσες μου! Οι βαλίτσες μου! Τα κοσμήματα μου! Όλα τα κοσμήματα μου βρίσκονται εκεί στην καμπίνα. Έχασα τα πάντα!» Αλλά θυμάμαι ότι αναρωτιόμουν αν η ζωή πράγματι έχει λιγότερη αξία από τα κοσμήματα.
Ακριβώς μπροστά από μας είδα τον έμπορο που ανέφερα προηγουμένως, ο οποίος είχε καταφέρει ν’ ανέβη στο Γκουστλόφ. Στηριζόταν σε μια μικρή βάρκα, καπνίζοντας το «τελευταίο τσιγάρο»,  όταν η βάρκα ξαφνικά γλίστρησε, στέλνοντας αυτόν και ολόκληρη την οικογένεια του, που έβγαζαν δυνατές κραυγές καθώς γλιστρούσαν πάνω στο κατηφορικό κατάστρωμα, στα σκοτεινά νερά, που ήδη είχαν γεμίσει από σώματα που κολυμπούσαν.
Η θέση μας πολύ γρήγορα έγινε κρίσιμη. Ο Κουρτ κι εγώ είχαμε παντρευτεί πριν από λίγο καιρό και αγαπιόμασταν πολύ. Δεν θέλαμε να πεθάνουμε!
«Βλέπεις εκείνη τη μικρή σχεδία εκεί;» μου έδειξε ο Κουρτ. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να φθάσουμε εκεί. Αυτή η σχεδία θα μας σώσει.»
Πράγματι, είδα ότι η σκέψη του ήταν σωστή, αλλά είδα και τα παγωμένα νερά. Μολονότι είχα ντυθεί  ζεστά —μακρύ παντελόνι, χειμωνιάτικο παλτό, και γάντια— ολόκληρο το είναι μου επαναστατούσε στη σκέψη να πηδήσω. Άρχισα να κλαίω. Ξαφνικά, ο σύζυγος μου μ’ έσπρωξε πάνω στο κιγκλίδωμα. Τώρα μόνο η κατωφερής πλευρά του πλοίου μας χώριζε από το νερό. Τι μας περίμενε κάτω; Πάλι δίσταζα. Ο σύζυγος μου προσπάθησε να με συνετίσει: «Αν δεν πηδήσουμε τώρα, θα χαθούμε!» φώναξε.
Για μια στιγμή σταθήκαμε αγκαλιάζοντας σφικτά ο ένας τον άλλο. Κατόπιν χέρι με χέρι, σαν ν’ ανεβαίναμε σε μια πίστα, γλιστρήσαμε πάνω στην παγωμένη πλευρά του πλοίου πριν πέσουμε στο κενό για να ταξιδέψουμε ποιος ξέρει πόσο μακριά. Το παγωμένο νερό μάς έκοψε την αναπνοή καθώς πέσαμε επάνω σ’ αυτό. Αλλά όταν τελικά ανεβήκαμε στην επιφάνεια, ήμαστε πάλι μαζί, η σχεδία ήταν εκεί κοντά!
Ήδη τα πόδια μου και τα χέρια μου είχαν σχεδόν παγώσει. Ήταν συνετό το ότι είχα ντυθεί τόσο ζεστά, επειδή αργότερα διαπιστώσαμε ότι πολλά από τα θύματα είχαν παγώσει με αποτέλεσμα να πεθάνουν στα ψυχρά νερά. Τρεις άνδρες βρισκόντουσαν  πάνω στη σχεδία που θα μπορούσαν να μας ανεβάσουν επάνω. Εκεί καθίσαμε —τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα-  σε μια σχεδία στη μέση της Βαλτικής Θαλάσσης. Τι θα συνέβαινε τώρα;


Ακριβώς μια ώρα είχε περάσει από τότε που οι τορπίλες μας είχαν κτυπήσει. Ξαφνικά, για κάποια ανεξήγητη αιτία, όλα τα φώτα πάνω στο Γκουστλόφ άναψαν πάλι. Τότε, λάμποντας στο έπακρον, σαν να επρόκειτο να επαληθεύσει το όνομα του «πλοίο της χαράς,» βυθίσθηκε. Εκείνο που έμεινε μόνο ήταν τα παγωμένα νερά, ο θυελλώδης άνεμος, το απόλυτο σκοτάδι, η απελπιστική κατάσταση!
Μέσα στο σκοτάδι διακρίναμε ένα πλοίο. Οι ελπίδες μας αυξήθηκαν. Οι άνδρες τραβώντας κουπί με όλη τους τη δύναμη, μας οδήγησαν πιο κοντά. Μπορούσαμε τώρα να δούμε τη μορφή του πλοίου πιο καθαρά. Η διάσωση  ήταν κοντά. Και τότε κάτι πολύ τρομακτικό συνέβηκε ! Εκείνη τη στιγμή  και δεν το ξέραμε τότε —ένα υποβρύχιο ανάγκασε το πλοίο να εγκαταλείψει τη θέση του, εγκαταλείποντας μας!
Αφού είχαμε μείνει στη μικρή σχεδία επί μια ώρα και πλέον, είδαμε πάλι ένα πλοίο, ένα τορπιλοβόλο που είχε ως χαρακτηριστικό γνώρισμα το Τ-36. Περιβαλλόταν από σχεδίες και άτομα που κολυμπούσαν. Μπορούσαμε να ελπίζουμε; Πλησιάσαμε πιο κοντά, αλλά δεν μπορούσαμε να φωνάξουμε για βοήθεια· είχαμε βραχνιάσει πάρα πολύ. Όσο οι ελπίδες μας αυξάνονταν, τόσο μεγάλωνε η απόφαση μας να υπομείνουμε. Σύντομα είδαμε άτομα να κινούνται πάνω στο πλοίο. Κατόπιν ακούσθηκε η φωνή κάποιου: «Η κυρία πρώτα.»
Με τράβηξαν από την παγωμένη πλευρά του πλοίου. Μόλις με ανέβασαν πάνω στο πλοίο δεν μπορούσα να περπατήσω. Με άφησαν να γλιστρήσω μέσα στο πλοίο, όπου κάποια εξυπηρετικά χέρια μου έβγαλαν τα βρεγμένα και μερικώς παγωμένα ρούχα. Με τύλιξαν με ζεστές μάλλινες κουβέρτες και με οδήγησαν σε μια κουκέτα. Εκεί μου έδωσαν κάτι ζεστό να πιω. Αλλά η αγωνία μου δεν σταμάτησε. Η διάσωση  είχε διακοπή απότομα καθώς σπεύσαμε ν’ απομακρυνθούμε για ν’ αποφύγουμε μια πιθανή επίθεση υποβρυχίου. Εξερρηγνύοντο βόμβες βυθού. Στον ήχο κάθε εκρήξεως, πεταγόμουν από την κουκέτα μου και προσευχόμουν να πεθάνω καλύτερα παρά να γυρίσω πίσω στο παγωμένο νερό.
Αλλά τι συνέβηκε με τον Κουρτ; Λίγα λεπτά μετά τη διάσωση μου, η βάρκα γύρισε και απομακρύνθηκε. Εκείνον τον είχαν περισυλλέξει; Όταν ο γιατρός με πλησίασε για να με ρωτήσει πώς ήμουν, του είπα ότι δεν χρειαζόμουν βοήθεια, αλλά ρώτησα αν μπορούσε να δη αν ο σύζυγος μου ήταν στο πλοίο. Μου υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να μάθη. Πόσο ανακουφίσθηκα όταν λίγο αργότερα άκουσα από το μεγάφωνο: «Προσοχή! Ένα μήνυμα για την Κυρία Χάμπις. Ο σύζυγος σας είναι ασφαλής και βρίσκεται στο δωμάτιο . . . » Ξεχνώ τον αριθμό του δωματίου τώρα.
Έβαλα ό,τι ρούχα βρήκα μπροστά μου, επειδή τα πράγματα μου ευρίσκοντο στο μηχανοστάσιο για να στεγνώσουν. Ο Κουρτ θα έμεινε έκπληκτος όταν είδε ξαφνικά τη σύζυγο του να στέκει  μπροστά του φορώντας τη στολή του πρώτου υποπλοιάρχου! Για πολλή ώρα κανένας από τους δυο μας δεν μιλούσε. Καθόμαστε εκεί, κρατώντας σφικτά ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Είχαμε σωθεί!
Σύμφωνα με τις στατιστικές, μόνο 800 με 900 άτομα διασώθηκαν. Το πλοίο που μας έσωσε είχε περισυλλέξει 564 επιζώντες. Τι συγκινητική ήταν η στιγμή όταν αφήσαμε το πλοίο στο Σάσνιτζ και απολαύσαμε για μια φορά ακόμη το αίσθημα να πατούμε σε στερεό έδαφος!
Υπήρχαν πολλές αξιοσημείωτες διασώσεις και συγκινητικές επανενώσεις. Μια τραυματισμένη γυναίκα, που ήταν στενοχωρημένη για τα χαμένα παιδιά της, τα βρήκε και τα τέσσερα ζωντανά. Χαρήκαμε επίσης για μια μητέρα και για το μωρό της, ηλικίας 6 μηνών, που επέζησαν απ’ αυτή τη δοκιμασία χωρίς να πάθουν τίποτα. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν  που βρισκόμαστε μεταξύ των επιζώντων σ’ ένα από τα χειρότερα ναυάγια της ιστορίας! Είχαμε χάσει όλα τα υλικά μας υπάρχοντα σ’ εκείνο το έκτο έτος του παγκοσμίου πολέμου —ενδύματα, υφάσματα, κοσμήματα και σπουδαία χαρτιά, πιστοποιητικά, διπλώματα, βιβλιάρια καταθέσεων. Αλλά ήμασταν ζωντανοί! Περίπου 5.000 ή 6.000 άλλα άτομα δεν είχαν αυτή την τύχη. Αναρωτιόμουν γιατί. Γιατί; Γιατί;
Σήμερα, τόσα  χρόνια αργότερα, ο σύζυγος μου κι εγώ δεν έχομε ξεχάσει τους ανθρώπους που μας βοήθησαν να σωθούμε. Υποκινούμενοι από ένα πνεύμα υποβοηθήσεως και με κίνδυνο της ζωής τους, κρεμόντουσαν σε σχοινιά και σχοινένιες σκάλες πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης και περιμάζευαν μισοπεθαμένα πτώματα από την ταραχώδη και παγωμένη θάλασσα. Το ζωοσωτήριο έργο τους είχε ως αποτέλεσμα να σωθούν πολλά άτομα από βέβαιο θάνατο. Οι ανιδιοτελείς και εγκάρδιες προσπάθειες τους αποτελούν θαυμάσιο παράδειγμα για μας σήμερα.  

https://www.perfectreader.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου