Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Ο Γερμανός στρατιώτης της γέφυρας της οδού "Πλαταιών"

 

Παρέλαση νίκης την ημέρα της απελευθέρωσης του Πειραιά στην οδό Καραΐσκου, έξω από το κτήριο της Επαγγελματικής Σχολής στο ύψος της Πλατείας Κοραή

 

Ο Γερμανός στρατιώτης της γέφυρας της οδού "Πλαταιών"

 

του Στέφανου Μίλεση

Η οικογένεια Νομικού έγραψε τη δική της ιστορία στον Πειραιά κατά την περίοδο του πολέμου και της κατοχής που ακολούθησε. Εκατοντάδες τέτοιες ιστορίες είναι που συνέθεσαν το μωσαϊκό της ιστορίας της πόλης μας. Ιστορίες θλιμμένες, παράξενες που αφήνουν μια πικρή γεύση στο στόμα. Ιστορίες της μοίρας που παίζει παράξενα παιχνίδια όταν συναντά πεδίο ελεύθερο. Και ο πόλεμος είναι το φυσικό ελεύθερο πεδίο της "ειμαρμένης".  

Ο Γεώργιος Νομικός και η γυναίκα του η Παρασκευή που οι γείτονες έμειναν να τη φωνάζουν Παρασκευούλα, είχαν δημιουργήσει στη συνοικία Λεύκα, μια πραγματικά πολυμελής οικογένεια. Στο δίπατο σπίτι τους έμεναν τα παιδιά τους αλλά  και οι γονείς τους.

Τις ήρεμες στιγμές της οικογενειακής καθημερινότητας ήρθαν να ταράξουν οι μέρες του πολέμου και της μεγάλης ταραχής. Ο γιος τους ο Δημήτρης, επιστρατεύτηκε αμέσως και στάλθηκε στο Αλβανικό μέτωπο, επανδρώνοντας το Σώμα των Μεταφορών, παρότι από το 1929 ήταν ναυτικός και είχε ήδη μπαρκάρει με εμπορικά πλοία.

 


Ναυτικό Φυλλάδιο Δημητρίου Νομικού

που εκδόθηκε στον Πειραιά στις 30 Μαΐου 1929

 

Η μονάδα του Δημήτρη Νομικού, ανεχώρησε σχεδόν δύο μέρες μετά τη κήρυξη του πολέμου για το μέτωπο. Αυτή η διήμερη καθυστέρηση είχε να κάνει με τις επιστρατεύσεις φορτηγών και άλλων οχημάτων, τα οποία το Κράτος έπαιρνε από τους ιδιώτες δίνοντάς τους μια πρόχειρη έγγραφη βεβαίωση. Στη συνέχεια πάνω σε αυτά τα φορτηγά, τα επιστρατευμένα, ανέβαιναν άνδρες του Σώματος των Μεταφορών για να τα οδηγήσουν πρώτα στη μονάδα και ύστερα στο μέτωπο. Καθώς το φορτηγό που θα αναλάμβανε ο Δημήτρης Νομικός βρισκόταν κοντά στην Πλατεία Ιπποδαμείας, ο πατέρας του έτρεξε και τον έβγαλε μια τελευταία φωτογραφία πριν αναχωρήσει για το μέτωπο. 

Ο Δημήτρης Νομικός αν και Πειραιώτης ναυτικός, δεν άργησε να προσαρμοστεί γρήγορα στις συνθήκες του ορεινού πολέμου της Αλβανίας. Επρόκειτο για δύσκολη σωματική εργασία, καθώς τα φορτηγά κολλούσαν διαρκώς σε στρώματα λάσπης των χωμάτινων δρόμων που χρησιμοποιούσαν. Τις περισσότερες φορές δεν ήταν καν δρόμοι αλλά απλά μονοπάτια. Έπρεπε λοιπόν να κατεβαίνουν κάθε τόσο από τα φορτηγά τους και να βρίσκουν τρόπο να τα ξεκολλούν τοποθετώντας εμπόδια στους τροχούς τους, ώστε αυτοί να σκαλώνουν πάνω τους και να μη γυρίζουν ανεξέλεγκτα μέσα στη λάσπη. Άλλοτε πάλι όταν δεν έβρισκαν τίποτα, τοποθετούσαν την ίδια τους την κουβέρτα ή την χλαίνη τους κάτω από τις ρόδες. 


 

Ο Δημήτρης Νομικός επέζησε όλων των κακουχιών του μετώπου και όταν το μέτωπο έπεσε, αυτός όπως και χιλιάδες άλλοι επέστρεψε με τα πόδια στις πόλεις από όπου είχε ξεκινήσει ο καθένας. Το φορτηγό που οδηγούσε είχε καταστραφεί από τον έκτο μήνα του πολέμου και μέχρι το τέλος του εκτελούσε χρέη ημιονηγού δηλαδή είχε χρεωθεί ένα μουλάρι με το οποίο μετέφερε κασόνια με εφόδια στην πρώτη γραμμή.

Όταν έφτασε πίσω στο σπίτι του στη Λεύκα του Πειραιά, βρήκε την οικογένειά του σώα παρά τους βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί, για τους οποίους είχε ακούσει πολλά, όταν ήταν στο μέτωπο και είχε ανησυχήσει ιδιαιτέρως. Η ήττα της Ελλάδας τον είχε πικράνει πολύ. Έβγαλε τη στολή του και την κρέμασε με ιδιαίτερες τιμές στη ντουλάπα του δωματίου του. Κάποτε όταν ο καιρός θα άλλαζε, θα έβρισκε τρόπο να τη φορέσει ξανά, όχι ηττημένος και πικραμένος, αλλά νικητής και περήφανος. Λίγο καιρό αργότερα ο Δημήτρης έφυγε από το σπίτι της Λεύκας. Καθώς είχε βρει εργασία μακριά από τον Πειραιά, είχε πάρει τα λιγοστά του υπάρχοντα, μεταξύ των οποίων και τη στολή του μετώπου της Αλβανίας, και ζούσε κοντά στο σημείο που δούλευε. Επισκεπτόταν κατά καιρούς την οικογένεια με τον "Ηλεκτρικό" σιδηρόδρομο. 


 

Όταν ο καιρός θα άλλαζε,  ο Δημήτρης Νομικός θα έβρισκε τρόπο να φορέσει ξανά τη στολή του μετώπου και να βγει στους δρόμους του Πειραιά, όχι ηττημένος και πικραμένος, αλλά νικητής και περήφανος.

 

Ακολούθησαν τα ζοφερά χρόνια της κατοχής που η οικογένεια δυσκολεύτηκε πολύ, γιατί καθώς ήταν πολυμελής η εύρεση τροφής δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Ήταν συχνό φαινόμενο τότε οι σειρήνες να ηχούν άσκοπα, ακόμα και όταν μόνο ένα αεροπλάνο περνούσε πάνω από την Ελευσίνα. Άλλοτε πάλι ενώ οι σειρήνες ηχούσαν για να σημάνουν τη λήξη κάποιου συναγερμού, μετά από κάποια λεπτά ηχούσαν εκ νέου για να σημάνουν την έναρξη ενός καινούργιου. Και αυτό το αδιάκοπο πήγαινε - έλα σταματούσε κάθε δραστηριότητα, είτε εργασία, είτε ανάπαυση. Οι άνθρωποι από την έλλειψη τροφής και ύπνου είχαν εξασθενίσει, οι μήνες και τα χρόνια της διαρκούς έντασης περνούσαν, δυσκολεύονταν  πια να τρέξουν αν δεν υπήρχε ανάγκη να το κάνουν. Η εξοικονόμηση θερμίδων ήταν μια σοβαρή υπόθεση. Έτσι δεν έτρεχαν κάθε φορά που οι σειρήνες ηχούσαν αλλά μόλις έπεφταν οι πρώτες βόμβες στο λιμάνι. Σήμερα αυτά μας φαίνονται αδιανόητα, αλλά η κούραση που επιφέρει ο πόλεμος ύστερα από τέσσερα χρόνια αδιάκοπης πάλης επιβίωσης μετατρέπει τον άνθρωπο και τις αντιδράσεις του.

Κόντευε μεσημέρι, η ώρα του φαγητού πλησίαζε για την οικογένεια που εκείνη τη φορά είχαν εξασφαλίσει επιτέλους μετά από πολύ καιρό κάποιο γεύμα. Λαχανίδες για βράσιμο, τόσες ώστε σε κάθε μέλος της οικογένειας να αντιστοιχεί μια σχεδόν κανονική μερίδα φαγητού. Ο πατέρας της οικογένειας ο Γιώργης είχε στείλει νωρίτερα παραγγελιά με κάποιο φίλο στην οικογένεια να βάζουν το νερό να βράζει. Κατάφερε να δώσει κάποια από τα προικιά της Παρασκευούλας με αντάλλαγμα φαγώσιμα.

Από τη στιγμή της παραγγελιάς, όλη η οικογένεια περίμενε τον πατέρα με αγωνία να επιστρέψει πίσω. Ακόμα και το νερό ήταν έτοιμο, βρασμένο με την κατσαρόλα να αχνίζει πάνω στη φωτιά. Με το που εμφανίστηκε ο Γιώργης κρατώντας στα χέρια του το σάκο με τις λαχταριστές λαχανίδες, άρχισαν οι σειρήνες να ηχούν, δυνατά, εκνευριστικά. Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Από το πρωί περίμεναν αυτή την ευλογημένη ώρα, του πολύτιμου φαγητού. Πεινούσαν! Αχ πώς πεινούσαν.

Η βόμβα έπεσε ακριβώς πάνω στο σπίτι της οικογένειας Νομικού στη Λεύκα του Πειραιά. Όλη η οικογένεια ξεκληρίστηκε, στο σύνολο οκτώ άτομα. Και αφού η σκόνη καταλάγιασε το μόνο που έμενε όρθιο να στέκεται μέσα στα χαλάσματα, ήταν η κατσαρόλα που συνέχιζε να στέκεται όρθια πάνω στην εστία της κουζίνας. Το νερό βρασμένο κι έτοιμο από νωρίς, περίμενε τον Γιώργο με τις λαχανίδες.

Σήμερα αν επισκεφθεί κάποιος το μνημείο για τους νεκρούς του "Συμμαχικού" βομβαρδισμού της 11ης Ιανουαρίου του 1944, θα δει ανάμεσα στα ονόματα που έχουν χαραχθεί και εκείνο που αναγράφει "Νομικού Γεωργίου Οικ.". Αυτό το "Οικ."  που δεν αναγράφεται δίπλα στα άλλα ονόματα, αλλά μόνο στο όνομα του Νομικού Γεωργίου, περιλαμβάνει τη σύζυγο Παρασκευούλα δύο γέροντες και τέσσερα παιδιά. Οκτώ στο σύνολο ψυχές.

 


 Αυτό το "Οικ."  που δεν αναγράφεται δίπλα στα άλλα ονόματα, αλλά μόνο στο όνομα του Νομικού Γεωργίου περιλαμβάνει τη σύζυγο Παρασκευούλα δύο γέροντες και τέσσερα παιδιά. Οκτώ στο σύνολο ψυχές.

 

Ο μόνος που σώθηκε ήταν ο μαχητής της Αλβανίας, ο Δημήτρης Νομικός. Όταν έμαθε το χαμό της οικογένειας παράτησε τη δουλειά και επέστρεψε στον Πειραιά. Δεν τον ενδιέφερε πια η επιβίωσή του. Έμενε κοντά στην Πλατεία Ιπποδαμείας. Μισούσε αχ πως μισούσε τους Γερμανούς. Άκουγε κρυφά στο ραδιόφωνο ότι ο πόλεμος πλησίαζε στο τέρμα του. Οι Γερμανοί έχαναν σε όλα τα μέτωπα. Περίμενε την ώρα της απελευθέρωσης της χώρας, την ώρα που θα λάμβανε το μαντάτο της αποχώρησης των Ούννων, την ώρα που οι ντόπιοι συνεργάτες τους θα εξαφανίζονταν από προσώπου γης. Μήπως η ώρα που περίμενε έφτασε;

"Δημήτρη έβγα έξω! Δημήτρη έβγα έξω, οι Γερμανοί φεύγουν, οι Γερμανοί φεύγουν" φώναζε ο Κωστάκης, ένα δωδεκάχρονο γειτονόπουλο.

Ο Δημήτρης ανοίγει γρήγορα την ντουλάπα και φοράει τη στολή του μετώπου, τη στολή των νικηφόρων μαχών της Αλβανίας. Έφτασε η ώρα που τόσα χρόνια περίμενε. Βγήκε έξω από το σπίτι του με κατεύθυνση τη διπλανή Πλατεία Ιπποδαμείας. Θα έβγαιναν κι άλλοι γείτονες να πανηγυρίσουν ήταν απλά θέμα χρόνου. Φτάνει στην Πλατεία Ιπποδαμείας αλλά δεν συναντάει κανένα άλλο, είναι μόνος του φορώντας τη στολή του. 

 

Η γέφυρα της "Πλαταιών" μένει σήμερα ίδια, όπως και επί κατοχής, με μόνη διαφορά τα προστατευτικά κάγκελα που τοποθέτησαν στις δύο πλευρές της

Ο Γερμανός στρατιώτης που φύλαγε σκοπιά πάνω στη μικρή γέφυρα που ενώνει την οδό Αλιπέδου με την Ομηρίδου Σκυλίτση, είδε κάποιον να εμφανίζεται λίγα μέτρα πιο κάτω στην πλατεία, να τρέχει φορώντας στρατιωτική στολή. Η γέφυρα που στεκόταν ήταν χαρακτηρισμένη με την ονομασία "Πλαταιών" καθώς αποτελούσε φυσική προέκταση της οδού με το ίδιο όνομα. Σε όλη την διάρκεια της κατοχής του Πειραιά, η διοίκηση είχε ορίσει το συγκεκριμένο σημείο να είναι φυλασσόμενο, όπως και πολλά άλλα σημεία της γραμμής του "ηλεκτρικού". Οι δολιοφθορές στα αφύλακτα ήταν συχνές. Σήμερα και αυτός όπως και οι υπόλοιποι της μονάδας του θα έφευγαν από τον Πειραιά για πάντα. Όμως ακόμα ήταν εκεί, πάνω στη γέφυρα. Σήκωσε το τουφέκι του και πυροβόλησε. Ο Δημήτρης Νομικός έπεφτε νεκρός στις 12 Οκτωβρίου τους 1944 στις οκτώ η ώρα το πρωί.

Η ιστορία της πόλης κατέγραψε στα ψιλά γράμματα με τα οποία συνήθως γράφονται οι υποσημειώσεις, ότι κατά την αποχώρηση των Γερμανών ο σκοπός της Γέφυρας της Πλαταιών δεν έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους αλλά παρέμεινε στη θέση του πυροβολώντας εκείνους που σιγά σιγά ξεπρόβαλαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν.

http://pireorama.blogspot.com/2017/02/blog-post_18.html

 

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 


ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 

Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 

Ο φυγάς και το λυκόσκυλο

Γράφει η Άννα Βιτσανη

Χειμώνας του '44. Για έναν ολόκληρο χρόνο κρυβόμουν από τους Γερμανούς, σε ένα μικρό χωριουδάκι. Κρυβόμουν μέσα σε μια καλύβα σκεπασμένη με χιόνι.

Και έφτασαν και σε αυτό το χωριό.

Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας για Εβραίους.

Ο αγρότης που μ' έκρυβε μου ζήτησε να φύγω, αν με έβρισκαν εκεί θα σκότωναν κι αυτόν και την οικογένεια του.

Περπατούσα μέσα στην νύχτα χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Το κρύο αβάσταχτο. Και τότε τον άκουσα να γρυλίζει σιγανά. Ήταν ο σκύλος του αγρότη, ένας γκρίζος λύκος. Ζούσε δεμένος με μια χοντρή αλυσίδα. Με μύρισε και δεν γαύγισε παρά με πλησίασε ώσπου η αλυσίδα του τεντώθηκε. Ήρεμα και σιωπηλά έγλυψε τα παγωμένα δάχτυλα του χεριού μου.

Κοιταχτήκαμε και του ζήτησα να με σώσει. Κι αυτός κατάλαβε.

Με τράβηξε από τα ρούχα και εγώ κράτησα την παγωμένη αλυσίδα του και τον ακολούθησα. Με πήγε στο σπίτι του, έσκυψα και χώθηκα μέσα, παγωμένος και με μάτια που είχαν μάθει στο σκοτάδι. Αυτός ξάπλωσε δίπλα μου και με ζέστανε με το σώμα του.

Για τρείς μήνες, για ενενήντα μέρες και ενενήντα νύχτες, έμεινα εκεί μαζί του. Μοιραζόμασταν το φαγητό από το ίδιο πιάτο.

Κι όταν κάποιος πλησίαζε το μικρό ξύλινο καταφύγιο μας στην άκρη του δάσους, αυτός τον έδιωχνε με άγρια γαυγίσματα.

Κουλουριασμένος με τις ώρες, κοιτούσα μέσα από τα κενά στις σανίδες τον ουρανό και τα γυμνά δέντρα. Είχα δει τον αγρότη και ξέρω ότι με είχε δει και αυτός, γιατί το πιάτο που μοιραζόμασταν γέμιζε πια με διπλή μερίδα.

Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί επέστρεψα και αγόρασα τον σκύλο από τον αγρότη.

Του έβγαλα την αλυσίδα και αυτός με ακολούθησε.

Με είχε σώσει και θα του ήμουν πιστός.

Δεν ήταν δυνατόν να μην γυρίσω πίσω για αυτόν.

Δεν θα είχα γίνει άνθρωπος ξανά.

https://www.facebook.com/anna.bitsani

 

Υποταγή

 


 

Δεν ήταν ο Χίτλερ ή ο Χίμλερ που με απήγαγε, με χτύπησε και πυροβόλησε την οικογένεια μου. Ήταν ο τσαγκάρης, ο γαλατάς, ο γείτονας, που πήρε μια στολή και στην συνέχεια πίστεψε ότι είναι η κυρίαρχη φυλή. (Κάρελ Στοικα, επιζών του Άουσβιτς)

Ένας διοικητής ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης είχε πει στη δίκη του ότι μπορούσε μέσα σε μια μέρα να "ξαποστείλει" έως και 10 χιλιάδες κρατούμενους με συνοδεία μόλις ενός φρουρού.

Όταν τον ρώτησε έκπληκτος ένας από τους δικαστές αν οι κρατούμενοι ήξεραν που πήγαιναν, ο ναζί απάντησε "και βέβαια ήξεραν, μιας και η λειτουργία των κρεματορίων είχε πνίξει το στρατόπεδο με μια μόνιμη αιθαλομίχλη που γέμιζε τα πάντα με τη μυρωδιά των πτωμάτων".

Η δήλωση αυτή προκάλεσε την εύλογη απορία ενός άλλου δικαστή που ρώτησε τον κατηγορούμενο: τι ήταν εκείνο που τους κρατούσε και δεν έπαιρναν το ρίσκο να επιτεθούν στους φρουρούς και να δραπετεύσουν?

Ο ναζί απάντησε με πολύ φυσιολογικό τρόπο ότι οι κρατούμενοι δεν είχαν κανενός είδους οργάνωση, αλληλεγγύη και συνοχή, δεν ενδιαφερόταν ο ένας για τον άλλο, ενώ "είχαμε" ανάμεσά τους κι εκείνους που τους έλεγαν διαρκώς ότι αν κάτσουν ήσυχα μπορεί και να γλυτώσουν, ότι ίσως να μην είναι στην επόμενη "φουρνιά".

Κι ο ναζί χαμογελώντας είπε στους έκπληκτους δικαστές του, ότι ακόμη και στην ουρά για τους θαλάμους αερίων, υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι κάτι θα γίνει και τελικά θα επιβιώσουν.

Όσοι πιστεύουν ότι κάποιος άλλος θα επαναστατήσει και θα υπερασπιστεί τις ζωές τους για αυτούς, περιμένουν τον από μηχανής θεό, παραιτούνται με το "δε γίνεται τίποτε" ή προχωρούν ανενόχλητοι με το "δουλίτσα να υπάρχει" , το ίδιο τέλος θα βρουν.

facebook.com/Μανώλης Κουλούρας


Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Ο Βυζαντινός πληθυσμός ήταν ελληνικός στην πλειοψηφία του;

 


Ο Βυζαντινός πληθυσμός ήταν ελληνικός στην πλειοψηφία του;

Σύντομη απάντηση: Αρχικά όχι, αργότερα ναι.

 

Κάποιος πρέπει να είναι προσεκτικός όταν χρησιμοποιεί τον όρο εθνικότητα σε νεότερους χρόνους. Τείνουμε να σκεφτόμαστε με βάση τα σύγχρονα έθνη-κράτη και πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο κανόνας. Αλλά τα έθνη-κράτη είναι μια αρκετά νέα υπόθεση. Στην περίπτωση που εξετάζουμε έχουμε μια πολυεθνική αυτοκρατορία και επομένως θα ελέγξουμε τη γλώσσα που μιλούσαν και πώς ονομάζονταν.

Η (Ανατολική) Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τη Βυζαντινή εποχή της ήταν μικρότερη από την ενωμένη αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά εξακολουθούσε να συμπεριλαμβάνει διάφορους λαούς σε αυτήν, ειδικά στο αποκορύφωμά της, την εποχή της ανάκτησης της Δύσης του Ιουστινιανού. Παρακάτω βλέπετε πως φαινόταν στα μέσα του 6ου αιώνα. 

 


 

Υπάρχουν πολλοί λαοί σε αυτή. Αν επιστρέψουμε στις μέρες του Αυγούστου και των πρώτων αυτοκρατόρων, θα έπρεπε να υπήρχαν πάρα πολλές γλώσσες που ομιλούνταν μεταξύ των ανθρώπων. Δεν υπήρχε ιταλικό έθνος, για παράδειγμα, ελέγξτε πόσες διαφορετικές γλώσσες μιλούσαν στην ίδια την Ιταλία, πόσο μάλλον στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

 


 

Αλλά όπως σας έδειξα στον πρώτο μου χάρτη, μέχρι τον 6ο αιώνα είχαν επικρατήσει ορισμένες γλώσσες. Λατινικά στη Δύση, Ελληνικά στο κέντρο, Κοπτικά στα νότια, Αραμαϊκά και Αρμενικά στα ανατολικά.

Όταν η Δύση χάθηκε για πάντα, και η Αρμενία ακολούθησε τη δική της πορεία ως ξεχωριστή οντότητα (εκείνες που σχετίζονται στενά με τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία), υπήρχαν 3 μεγάλες γλώσσες που μιλήθηκαν στην Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή από περίπου το ίδιο ποσοστό ανθρώπων: Ελληνικά, Αραμαϊκά και Κοπτικός (πηγή: Mango Cyril, 1980, «Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης»).

Μετά τις μουσουλμανικές κατακτήσεις τον 7ο αιώνα, οι επαρχίες όπου επικράτησαν τα αραμαϊκά και τα κοπτικά χάθηκαν. Επίσης, διάφοροι σλαβικοί λαοί είχαν πλημμυρίσει τα Βαλκάνια. Εντάχθηκαν στην αυτοκρατορία λίγο πολύ, με την εξαίρεση των Βούλγαρων που προσπάθησαν να καθιερώσουν τη δική τους κυριαρχία μέχρι να υποταχθούν από τον Βασίλειο ΙΙ στις αρχές του 11ου αιώνα. Βασικά λοιπόν είχαμε έναν ελληνόφωνο πληθυσμό στις παράκτιες περιοχές, σλαβόφωνους και λατινόφωνους (αρκετά λίγους καθώς ήταν δύσκολο, σύμφωνα με πηγές, να βρεθεί κάποιος να μιλά λατινικά στην Κωνσταντινούπολη) στο εσωτερικό των Βαλκανίων, ενώ η Ανατολία φαίνεται να ήταν εξελληνισμένη σε μεγάλο βαθμό, εκτός από το εσωτερικό της. Η Νότια Ιταλία ήταν πιθανώς ένα μείγμα λατινικοφών και ελληνοφώνων.

 


 

Στα τέλη του 11ου αιώνα οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό της Ανατολίας, αλλά οι παράκτιες περιοχές παρέμεναν ρωμαϊκές («Βυζαντινές») για αιώνες.

 


 

Αν συγκρίνετε αυτόν τον χάρτη με τον χάρτη με τις γλώσσες θα δείτε ότι η ρωμαϊκή («βυζαντινή») αυτοκρατορία περιορίσθηκε ως επί το πλείστον στα ελληνόφωνη εδάφη της και επομένως ήταν τελικά μια «ελληνική» αυτοκρατορία. Εδώ άλλος ένας χάρτης παρμένος από το βιβλίο “A history of the Byzantine state and society” «Μια ιστορία της βυζαντινής πολιτείας και της κοινωνίας) του Treadgold»  

 


 

Και εδώ αμετάφραστα το τι έγραψε για την ελληνική γλώσσα.

 


«Τις περισσότερες φορές οι περισσότεροι βυζαντινοί μιλούσαν ελληνικά».

Οι Σλάβοι - που είχαν κάνει τα ανεξάρτητα βασίλεια τους τελικά - και οι Δυτικοί αναφέρονταν στους Ρωμαίους (της Ανατολικής Αυτοκρατορίας) ως «Έλληνες», και αυτό έγινε ειδικά μετά τη διάσπαση μεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών χριστιανών και με το σχηματισμό της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση, τον 11ο αιώνα .

Οι Ελληνόφωνοι (Ορθόδοξοι επίσης, συνήθως και τα δύο) παρέμειναν και στην παράκτια Ανατολία μέχρι τον 20ο αιώνα, αλλά χάθηκαν στα θλιβερά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ονομάστηκαν Ρουμ, Ρωμαίοι. Οι δύο όροι είχαν πλέον γίνει σχεδόν συνώνυμα.

Κείμενο του Γιάννη Γαϊτανα* σε μετάφραση από τα αγγλικά

* Ο Γιάννης Γαϊτανας σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία & Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Πηγή : Quora Digest