Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 


ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 

Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 

Ο φυγάς και το λυκόσκυλο

Γράφει η Άννα Βιτσανη

Χειμώνας του '44. Για έναν ολόκληρο χρόνο κρυβόμουν από τους Γερμανούς, σε ένα μικρό χωριουδάκι. Κρυβόμουν μέσα σε μια καλύβα σκεπασμένη με χιόνι.

Και έφτασαν και σε αυτό το χωριό.

Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας για Εβραίους.

Ο αγρότης που μ' έκρυβε μου ζήτησε να φύγω, αν με έβρισκαν εκεί θα σκότωναν κι αυτόν και την οικογένεια του.

Περπατούσα μέσα στην νύχτα χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Το κρύο αβάσταχτο. Και τότε τον άκουσα να γρυλίζει σιγανά. Ήταν ο σκύλος του αγρότη, ένας γκρίζος λύκος. Ζούσε δεμένος με μια χοντρή αλυσίδα. Με μύρισε και δεν γαύγισε παρά με πλησίασε ώσπου η αλυσίδα του τεντώθηκε. Ήρεμα και σιωπηλά έγλυψε τα παγωμένα δάχτυλα του χεριού μου.

Κοιταχτήκαμε και του ζήτησα να με σώσει. Κι αυτός κατάλαβε.

Με τράβηξε από τα ρούχα και εγώ κράτησα την παγωμένη αλυσίδα του και τον ακολούθησα. Με πήγε στο σπίτι του, έσκυψα και χώθηκα μέσα, παγωμένος και με μάτια που είχαν μάθει στο σκοτάδι. Αυτός ξάπλωσε δίπλα μου και με ζέστανε με το σώμα του.

Για τρείς μήνες, για ενενήντα μέρες και ενενήντα νύχτες, έμεινα εκεί μαζί του. Μοιραζόμασταν το φαγητό από το ίδιο πιάτο.

Κι όταν κάποιος πλησίαζε το μικρό ξύλινο καταφύγιο μας στην άκρη του δάσους, αυτός τον έδιωχνε με άγρια γαυγίσματα.

Κουλουριασμένος με τις ώρες, κοιτούσα μέσα από τα κενά στις σανίδες τον ουρανό και τα γυμνά δέντρα. Είχα δει τον αγρότη και ξέρω ότι με είχε δει και αυτός, γιατί το πιάτο που μοιραζόμασταν γέμιζε πια με διπλή μερίδα.

Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί επέστρεψα και αγόρασα τον σκύλο από τον αγρότη.

Του έβγαλα την αλυσίδα και αυτός με ακολούθησε.

Με είχε σώσει και θα του ήμουν πιστός.

Δεν ήταν δυνατόν να μην γυρίσω πίσω για αυτόν.

Δεν θα είχα γίνει άνθρωπος ξανά.

https://www.facebook.com/anna.bitsani

 

Υποταγή

 


 

Δεν ήταν ο Χίτλερ ή ο Χίμλερ που με απήγαγε, με χτύπησε και πυροβόλησε την οικογένεια μου. Ήταν ο τσαγκάρης, ο γαλατάς, ο γείτονας, που πήρε μια στολή και στην συνέχεια πίστεψε ότι είναι η κυρίαρχη φυλή. (Κάρελ Στοικα, επιζών του Άουσβιτς)

Ένας διοικητής ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης είχε πει στη δίκη του ότι μπορούσε μέσα σε μια μέρα να "ξαποστείλει" έως και 10 χιλιάδες κρατούμενους με συνοδεία μόλις ενός φρουρού.

Όταν τον ρώτησε έκπληκτος ένας από τους δικαστές αν οι κρατούμενοι ήξεραν που πήγαιναν, ο ναζί απάντησε "και βέβαια ήξεραν, μιας και η λειτουργία των κρεματορίων είχε πνίξει το στρατόπεδο με μια μόνιμη αιθαλομίχλη που γέμιζε τα πάντα με τη μυρωδιά των πτωμάτων".

Η δήλωση αυτή προκάλεσε την εύλογη απορία ενός άλλου δικαστή που ρώτησε τον κατηγορούμενο: τι ήταν εκείνο που τους κρατούσε και δεν έπαιρναν το ρίσκο να επιτεθούν στους φρουρούς και να δραπετεύσουν?

Ο ναζί απάντησε με πολύ φυσιολογικό τρόπο ότι οι κρατούμενοι δεν είχαν κανενός είδους οργάνωση, αλληλεγγύη και συνοχή, δεν ενδιαφερόταν ο ένας για τον άλλο, ενώ "είχαμε" ανάμεσά τους κι εκείνους που τους έλεγαν διαρκώς ότι αν κάτσουν ήσυχα μπορεί και να γλυτώσουν, ότι ίσως να μην είναι στην επόμενη "φουρνιά".

Κι ο ναζί χαμογελώντας είπε στους έκπληκτους δικαστές του, ότι ακόμη και στην ουρά για τους θαλάμους αερίων, υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι κάτι θα γίνει και τελικά θα επιβιώσουν.

Όσοι πιστεύουν ότι κάποιος άλλος θα επαναστατήσει και θα υπερασπιστεί τις ζωές τους για αυτούς, περιμένουν τον από μηχανής θεό, παραιτούνται με το "δε γίνεται τίποτε" ή προχωρούν ανενόχλητοι με το "δουλίτσα να υπάρχει" , το ίδιο τέλος θα βρουν.

facebook.com/Μανώλης Κουλούρας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου