Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Ο από μηχανής θεός σώζει από τη φωτιά

 

 

Ο από μηχανής θεός σώζει από τη φωτιά

 

 Γράφει ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης, ναυτικός

 

Το κλίμα βαρύ τροπικό. Ώρα 5:30 πρωινή πλέοντας στην Καραϊβική με προορισμό μας αρχικό το λιμάνι Belice φορτωμένοι general cargo. Η θέση μας ανάμεσα στην χερσόνησο του Yucatan και Cuba.

 

Χασμουρήθηκα τεντώθηκα, έριξα κρύο νερό στα μάτια μου, άρπαξα τα κλειδιά του ψυγείου και της αποθήκης βγήκα απ’ την καμπίνα μου, και κατέβηκα εκεί που ήταν τα ψυγεία ώστε να ανοίξω την πόρτα για να βγάλουμε τρόφιμα και να ετοιμάσει ο μάγειρας το φαγητό της ημέρας.

 

Η πόρτα αυτή ήταν επίσης μια από τις εισόδους που έβλεπε στις γραδελάδες και κατέβαινες στην μηχανή. Σα να λέμε ένα όροφο πιο κάτω, απ’ την κουβέρτα.

 

Ξαφνικά και πριν προφτάσω ν’ ανοίξω την πόρτα ακούω το καμπανάκι της μηχανής να χτυπά δαιμονισμένα, την ίδια στιγμή ο δεύτερος μηχανικός, ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος καλό παιδί και πολύ φίλος μου απ’ την Θεσσαλονίκη, μου φωνάζει «παράτα όλα έβγα έξω πήραμε φωτιά. Τρέξε κι εσύ, χτύπα πόρτες ξύπνα όλο το πλήρωμα».

 

Ο καπνός από το στόκολο ήταν πυκνός. Έτρεξα χτύπαγα πόρτες, φώναζα «φωτιά, φωτιά», οι φλόγες είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τα σπηράγια της μηχανής στο δεύτερο κατάστρωμα και έγλυφαν τις σωσίβιες βάρκες. Η τσιμινιέρα, μια περήφανη ψηλή χρωματισμένη κόκκινη με τρεις σειρές μπλε και δυο άσπρες και με μαύρο καπέλο,  καιγόταν σαν πούρο Αβάνας. Η φωτιά είχε ξεκινήσει απ’ το στόκολο όπου είναι τα καζάνια παραγωγής ατμού.

 

Τι είχε συμβεί; Κάθε καζάνι είχε δυο φούρνους όπου με την βοήθεια του υπάριου μεταφερόταν μαζούτ, ένα χοντρό είδος πετρελαίου, με σωληνάκια στους καυστήρες σε κάθε φούρνο. Ένα από αυτά τα σωληνάκια έσπασε και για κάποιο ανεξήγητο λόγο η φωτιά γύρισε προς τα έξω. Το πετρέλαιο είχε χυθεί στο στόκολο το οποίο είχε πάρει φωτιά. Ο θερμαστής ένας πρωτάρης στη δουλειά λατινοαμερικάνος φοβήθηκε τα παράτησε έτσι κι ανέβηκε στην κουβέρτα. Ο δεύτερος μηχανικός που είχε βάρδια 4-8 έτρεξε σταμάτησε το υπάριο, αυτό που τροφοδοτούσε με πετρέλαιο τους καυστήρες, τα καζάνια σταμάτησαν να παράγουν ατμό, το βαπόρι ακινητοποιήθηκε, οι ηλεκτρογεννήτριες κι αυτές ατμοκίνητες σταμάτησαν να παράγουν ρεύμα. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο.

 

Οι σωσίβιες κουλούρες μαζί με τις βάρκες ήταν τυλιγμένες στις φλόγες. Τα ατομικά μας σωσίβια, κλεισμένα στα δωμάτιά μας -όσοι είμασταν στην μέση- κανένας δεν είχε καιρό να πάει να τα πάρει, ή να τα σκεφτεί. Η γυναίκα του καπετάνιου είχε πάει στο καπούνι της πλώρης… και ένα καμαροτάκι είχε πάει πρίμα και είχε αγκαλιάσει μια ρόδα αυτοκινήτου.

 

Υπήρχε μια βενζινοκίνητη αντλία στην πλώρη ενόψει πυρκαγιάς όμως από την πολυκαιρία είχε βγει σε αχρηστία και δεν έπαιρνε μπροστά. Οι δεξαμενές καυσίμων έβραζαν και από τους εξαεριστήρες έβγαζαν άσπρο καπνό. Σε μια στιγμή κοιταχτήκαμε όλοι φοβισμένοι. Υπήρχε κίνδυνος για έκρηξη.

 

Κάποιος αξιωματικός φώναξε πως η τελευταία μας ελπίδα ήταν να βγάνουμε νερό από την θάλασσα με μπουγιέλα. Αμέσως σχηματίστηκε μια αλυσίδα από χέρια και όλοι μαζί βγάζαμε νερό και το ρίχναμε από τις γραδελάδες του στόκολου πάνω στα καζάνια. Ξάφνου ένας δυνατός κρότος ακούστηκε που τον συνόδευσε ένα σατανικό σφύριγμα. «Έκρηξη πετρελαίου» φώναξε κάποιος και τα γόνατά μας παρέλυσαν. Ήρθε το τέλος μας σκεφτήκαμε. Όλοι όμως κοίταξαν το βαπόρι που ήταν ολόκληρο και η φωτιά είχε αρχίσει να παίρνει προς τα πίσω.

 

«Θαύμα σωθήκαμε» κάποιος φώναξε. Τι είχε συμβεί; Όπως ρίχναμε το νερό πάνω στα καυτά σίδερα, από την διαφορά θερμοκρασίας έσπασαν τα γυαλιά των καζανιών ο ατμός και τα νερά χύθηκαν στο στόκολο κι έσβησαν τη φωτιά. Ο από μηχανή Θεός, που λένε.

 

Για μια ακόμα φορά σωθήκαμε από το σφιχταγκάλιασμα του θανάτου αυτό που φέρνει η θάλασσα…

 

Παρά την τρομάρα μας όμως έπρεπε να συνεχίσουμε το ταξίδι. Κατέβηκαν οι μηχανικοί άλλαξαν τα γυαλιά, και τον σπασμένο σωλήνα, ξαναήλθε ο ατμός, δούλεψαν οι ηλεκτρικές, ξανακούστηκε το τουκ, τουκ, της μηχανής. Έβαψαν μεσοπέλαγα την τσιμινιέρα, έβαψαν τις σωσίβιες βάρκες, καθάρισαν τους διαδρόμους «αλουέδες» με ποτάσα και το ταξίδι συνεχίστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μάλιστα όπως λεγότανε ειδοποίησε το Γραφείο ότι δεν έπρεπε να αφήσουμε ούτε ίχνη καπνιάς, και να μην ειδοποιήσουμε την ασφάλεια. Αυτό όμως το τελευταίο το γράφω με κάθε επιφύλαξη.

 

Φτάνοντας στο λιμάνι του Puerto Barrios ξεμπαρκάρισα ήταν η 25η Μαΐου 1962. Με λύπη και με δάκρυα αποχαιρέτισα αυτό το βαπόρι που άλλαξε την τύχη μου, όμως έπρεπε να γίνει καθώς δεν άντεχα άλλο… Είχα μπαρκάρει τον Ιούλιο του 1956 και ξεμπαρκάρισα το Μάη 1962. Είχα περάσει σε αυτό 6 ολόκληρα χρόνια ζωής με μόνη εξαίρεση τους δυο μήνες στα 1959 που είχα παραμείνει λόγο ασθενείας στη Νέα Ορλεάνη. 

 

(Διασκευή Κ. Γραικιώτης)

 

Πηγή

Facebook/ Θάλασσα - Ναυτιλία - Ναυτικοί - Πλοία

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου