«Τι είν' η πατρίδα μας »
Θυμόμαστε - δεν θυμόμαστε ότι το ποίημα είναι του Ιωάννη Πολέμη, μπερδεύουμε - δεν μπερδεύουμε τα «άσπαρτα» βουνά με τα «άπαρτα», που μάλλον μας ακούγονται πιο ηρωικά, το σίγουρο είναι πως οι στίχοι :
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά; κ.τ.λ. κ.τ.λ.,
διεκδικούν τα πρωτεία της φήμης από ένα άλλο ποίημα του ίδιου ποιητή που συνεχίζει να πυροδοτεί συζητήσεις, εκείνο για το «Κρυφό Σχολειό».
᾽Απ’ ἔξω μαυροφόρ’ ἀπελπισιά,
πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστό σκοτάδι
καί μὲσα στή θολόχτιστη ἐκκλησιὰ
(στήν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τήν ὄψη τοῦ σχολειοῦ)
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
τρεμάμενο τά ὄνειρα τα ἀναδεύει
καί γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.
Τυπικά οι λαοί που έχουν ανάγκη, αλλά και χρέος, να αναρωτιούνται «τι είν' η πατρίδα τους» είναι όσοι βρίσκονται στα πρώτα στάδια της εθνογένεσής τους και κάποιος τρόπος πρέπει να βρεθεί για να συμπλεύσει ο νους και η καρδιά τους στη σύνταξη των πρώτων κεφαλαίων του εθνοαφηγήματός τους -κομμάτι δύσκολο βέβαια γιατί τα θερμά αισθήματα συνήθως λογοκρίνουν ή πνίγουν την ψύχραιμη σκέψη.
Τυπικά και πάλι, εμείς, περίπου διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, δεν έχουμε λόγους να μπλέκουμε με το ερώτημα «τι είν' η πατρίδα μας» και τι εμείς. Ο χρόνος έκανε τη δουλειά του, στρογγύλεψε τα πράγματα, άμβλυνε τις αντιθέσεις, έκοψε τις αιχμές, τακτοποίησε τις αντιφάσεις, έδωσε υλική υπόσταση ακόμα και σε θρύλους, μας παρέδωσε με λίγα λόγια μια στρωμένη και ορθή Εθνική Ιστορία, επίσημη, για σχολική, στρατιωτική και εν γένει κρατική χρήση. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουμε σε καβγά για το ποια πρέπει να είναι η διεθνής ονομασία της χώρας μας, Hellas ή Greece, καβγάς που ανακαλεί, έστω κι αν ενίοτε δεν τη γνωρίζει, την προ δύο αιώνων αντιμαχία των λογίων για το πως ταιριάζει να ονομαζόμαστε, Έλληνες, Γραικοί ή Ρωμιοί, φανερώνει ότι όσα μετράμε σαν λυμένα και αυτονόητα, ίσως δεν είναι· ότι δηλαδή η ιδεολογική σύγκρουση με αντικείμενο τον αυτοπροσδιορισμό μας είναι άπαυτη.
Δεν εννοούμε και δεν ζούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τις κρίσιμες λέξεις, «Έλληνες», «ελληνισμός», «πατρίδα», «πατριωτισμός». Ποτέ δεν τους αποδώσαμε την ίδια σημασία, ούτε καν όταν ο τόπος ταλανιζόταν υπό ξένο ζυγό ή τον σκίαζε τυραννία εσωτερική- ο επίσημος εθνικός μας αυτοπροσδιορισμός προϋπέθετε τον πόλεμο τόσο εναντίον των εξωτερικών εχθρών (οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν κατώτεροι, αν όχι βάρβαροι) όσο και εναντίον των «εσωτερικών», οι οποίοι, σαν νοσούντες, αποκόπτονταν από τον υγιή εθνικό κορμό με διατάγματα, ιδιώνυμα, εκτοπισμούς, φυλακίσεις.
Για να μη βγαίνουμε έξω από την Ιστορία γλιστρώντας προς τις βολικές περιοχές της μεταφυσικής και της υπερβατικότητας, οφείλουμε να μη λησμονούμε πως δεν έλειψαν ποτέ όσοι, βέβαιοι ότι τυγχάνουν οι μόνοι φορείς των γνήσιων γονιδίων και οι αυθεντικοί εκφραστές της ελληνικότητας, κήρυσσαν «βδελυρούς», «μιάσματα» ή «εθνοπροδότες» τους άλλους, τους αντιπάλους τους στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας. Κι αν δεν τους έστελναν πάντοτε σε νησιωτικούς «Παρθενώνες» προς σωφρονισμό, φρόντιζαν, ακόμα και σε καιρούς δημοκρατίας, όπως σήμερα, να βάζουν μπροστά τη μηχανή του στιγματισμού και του αποκλεισμού: «εκάςοι βέβηλοι», εκάς οι μαγαρισμένοι και μαγαρίζοντες, τα μισαδάκια της ελληνικότητας...
Η ελληνομετρία διατηρεί αμείωτους τους οπαδούς της, αφού πάντοτε ξεφυτρώνουν όλο επιθετικότητα οι «γνήσιοι» και «καθαροί»· και ευτυχώς που πια, οδηγημένοι και από τον Καβάφη, ξέρουμε τι να υποθέτουμε όταν ακούμε για «το χρέος προς την πατρίδα και άλλα ηχηρά παρόμοια».
Και μιας και βρισκόμαστε στον χώρο της ποίησης, ας πω και τούτο: Τιμώ τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά ως εθνικούς ποιητές (και) για λόγους για τους οποίους κάποιοι θα είχαν ίσως την όρεξη να τους αναθεματίσουν σαν ανθέλληνες ή, τέλος πάντων, σαν ενδοτικούς «θολοκουλτουριάρηδες». Τον μεν Ζακύνθιο για το υψηλό εκείνο «ο altra cosa» («ή κάτι άλλο») που πρόσθεσε, μέσα σε παρένθεση, στη γνωστότατη (αλλά φαλκιδευμένα μνημονευόμενη) προτροπή του: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (ο altra cosa) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Τον δε Μεσολογγίτη για τον συντονισμό του με το ρεύμα της πραγματικής και όχι της μυθοπλασμένης Ιστορίας, όπως την αποκαλύπτουν οι εξής οχληροί για τους γαλαζοαίματους στίχοι του: «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Παραδόξως, ακόμα δεν έχει κηρυχθεί εκστρατεία αναδρομικής διόρθωσης επί το εθνοπρεπέστερον του σολωμικού και του παλαμικού έργου. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.
Από το άρθρο «Τι είν' η πατρίδα μας » - ξανά του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ στην Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου