Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗ ΖΑΜΠΙΑ

 

                                                                           ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΧΑΚΗΣ εκ Μαλίων Κρήτης


ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ  ΣΤΗ ΖΑΜΠΙΑ

Η ελληνική παρουσία στη Ζάμπια και το Κονγό χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα με τις αρχές του 20ου  αιώνα, όταν Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Ζάμπια στην περιοχή Chirundu και στο κοντινό Κονγκό. Συγκεκριμένα, υπήρχε μια κοινότητα στο εμπορικό κέντρο της Luapula. Μέχρι τη δεκαετία του 1920 Έλληνες έμποροι και ψαράδες είχαν δημιουργήσει ένα κέντρο στην Κατάνγκα και από εκεί προχωρούσαν στο εμπόριο διαμέσου των ποταμών του Κονγκό και στη Ζάμπια όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί.

Τα “ ίχνη” της ελληνικής παρουσίας στην αφρικανική χώρα ανάγονται βασικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο  ιστορικός- ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος γράφει στο τελευταίο του βιβλίο «Η Ελληνική Κοινότητα της Ζάμπια» («The Greek Community in Zambia») ότι μπορεί να ήταν λίγοι σε αριθμό, οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στη Ζάμπια  αλλά καθοριστική υπήρξε η συμβολή τους στην οικονομική και την πολιτική ζωή του τόπου. Διαπραγματεύθηκαν εκεί την αγορά των ορυχείων χαλκού από τους Βρετανούς και οδήγησαν στο “Πέρασμα του Διαβόλου” για να εφοδιάσουν την χώρα με τρόφιμα και καύσιμα ενώ συγχρόνως προσέφεραν στα κοινά της χώρας κι άνοιξαν δρόμους με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα.


 

Ο πρώτος Έλληνας που εγκαταστάθηκε στην περιοχή ήταν ο Νίκος Βλαχάκης, από τα Μάλια της Κρήτης.

Ο Νίκος Βλαχάκης εγκατέλειψε τα Μάλια και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη τη δεκαετία του 1880. Μη αντέχοντας τον τουρκικό ζυγό στα 1884, εγκατέλειψε την Πόλη, επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφτασε στη Μπέιρα, στην τότε Πορτογαλική Ανατολική Αφρική, όπου άρχισε να εργάζεται στο έργο του σιδηροδρόμου. Λίγους μήνες αργότερα, εγκαταστάθηκε οριστικά στο Chirundu της Βόρειας Ροδεσίας, δίπλα στον ποταμό Zambezi και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης και με την κτηνοτροφία

Το 1889, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και έφερε τον αδελφό του Δημήτρη στη Ροδεσία. Άρχισαν τότε να ασχολούνται με το εμπόριο και το κυνήγι.

Το 1913, τους δόθηκαν 510 εκτάρια γης και δημιούργησαν το αγρόκτημα «Δήμητρα» (Demetra Farm) που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Τα δύο αδέρφια ήρθαν κοντά με τον ντόπιο πληθυσμό και παντρεύτηκαν γυναίκες από τις τοπικές φυλές.

Ο Νίκος απέκτησε μια κόρη ενώ ο Δημήτρης 24 παιδιά. Απόγονοι της οικογένειας Βλαχάκη ζουν μέχρι σήμερα στη Ζάμπια και είναι περήφανοι για την ελληνική τους καταγωγή.

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα δύσκολες σε εκείνη την περιοχή και οι επιθέσεις  των άγριων ζώων ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε μια τέτοια επίθεση λιονταριού, ο Νίκος Βλαχάκης τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε το 1913. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Δημήτρης απέκτησε και ένα σκάφος που μετέφερε επιβάτες από τη μια όχθη του ποταμού Ζαμπέζη στην άλλη.

                                                                             Νabwalya Vlahakis

Άφιξη και άλλων Ελλήνων

Οι επόμενοι Έλληνες εμφανίστηκαν στην περιοχή στις αρχές του 1900 με 1910 όταν άρχισε να επεκτείνεται ο σιδηρόδρομος από τη Νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) και ασχολήθηκαν με το εμπόριο ενώ τη δεκαετία του ‘30, με την ανακάλυψη των ορυχείων χαλκού στο Κόπερμπελτ, στα βόρεια, κάποιοι μετανάστευσαν για να εργαστούν εκεί.

Ο αριθμός τους πάντως ήταν πολύ μικρός, όπως και των υπόλοιπων Ευρωπαίων, λόγω των περιορισμών που είχαν επιβάλλει οι Βρετανοί στη μετανάστευση. Περισσότεροι Έλληνες εμφανίστηκαν στην περιοχή την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδιαίτερα μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ζάμπιας το 1964, οπότε και είχαν σημαντική παρουσία που καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας.

Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες ασχολήθηκαν με τις μεταφορές και με τα φορτηγά τους τροφοδότησαν τη χώρα με καύσιμα και τρόφιμα, όταν ο εφοδιασμός έγινε δυσχερής εξαιτίας του απελευθερωτικού κινήματος στη Νότια Ροδεσία. O αποκλεισμός εντάθηκε τη δεκαετία του ‘80 λόγω της επιλογής της πολιτικής της Ζάμπιας να δώσει καταφύγιο σε ανθρώπους που μάχονταν για την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε. Το πετρέλαιο έπαψε να έρχεται μέσω σιδηροδρόμου, ο οποίος συνέδεε την Μπέιρα με το Σόλσμπερι της Νότιας Ροδεσίας. Οι Έλληνες μετέφεραν με τα φορτηγά τους καύσιμα στην Τανζανία διασχίζοντας την πιο επικίνδυνη διαδρομή της Ζάμπιας - το λεγόμενο λόγω των οδικών δυσκολιών- “Πέρασμα του Διαβόλου”.

                                                                                      Οικογένεια Ζαλούνης 4η γενιά
 

Η μεταφορά τροφίμων γίνονταν από νότια μέσω της Νοτίου Αφρικής και σε ποσοστό 80% με ελληνικά φορτηγά, με γνωστότερα αυτών, των Φιλιππάτου, Λιακόπουλου, Κονιδάρη, Βαγγελάτου, Αβραάμ, Σπύρου και του Γιαννακάκη.

“ Φανταστείτε ότι είναι μια χώρα η οποία δεν έχει πρόσβαση στη θάλασσα. Είναι αποκομμένη από την κύρια οδό που ήταν η Ζιμπάμπουε να προσπαθεί να τροφοδοτηθεί με υγρά καύσιμα, να τροφοδοτηθούν δηλαδή οι βιομηχανίες που υπήρχαν, να τροφοδοτηθεί η οικονομία. Γι αυτό ήταν καθοριστικός ο ρόλος των Ελλήνων και αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα οι άνθρωποι που είναι κάποιας ηλικίας και βίωσαν τα γεγονότα αυτά. Και φυσικά η πολιτική ηγεσία”, τόνισε ο ερευνητής κ. Χαλδαίος.

Οι Έλληνες δημιούργησαν επίσης τους πρώτους αλευρόμυλους στη Ζάμπια, στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Οι πρώτοι που δημιουργήθηκαν ήταν ο «Ολύμπικ» του Σαμαρά και η «Αντιλόπη» του Καλδή.

Μία ακόμη σημαντική δραστηριότητα που συνδέεται με τους Έλληνες είναι οι φούρνοι. Ακόμη και σήμερα, στα βόρεια, στην περιοχή του Κόπερμπελτ και σε κάθε μικρή και μεγάλη πόλη, υπάρχει ένας ελληνικός φούρνος.

Μετά τη δεκαετία του ‘60 κατά κύριο λόγο, Έλληνες που ήρθαν από την Τανζανία ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του καλαμποκιού. Εγκαταστάθηκαν στα βόρεια, κοντά στα σύνορα με το Κόγκο, στην περιοχή του Μουκούσι. Αρχικά, προσπάθησαν να εντάξουν και τα καπνά τα οποία ήταν η δραστηριότητα τους στην Τανζανία, αλλά κυρίως ασχολήθηκαν με το καλαμπόκι.

Τη δεκαετία του ‘90, δημιουργήθηκαν περισσότεροι αλευρόμυλοι, που ήταν μια από τις πρώτες δραστηριότητες των Ελλήνων, στην περιοχή της Λουσάκα και σε άλλες πόλεις στα νότια κυρίως της χώρας, με ιδιοκτήτες τους Κονιδάρη και Μαρκάτο.

Οι Έλληνες στην πολιτική

                                                                                 Ανδρέας Σαρδάνης

Σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου διαδραμάτισε ο Κύπριος Ανδρέας Σαρδάνης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Ζάμπια το 1950 για να εργαστεί στην επιχείρηση του γαμπρού του. Γνωρίστηκε με τον πρώτο πρόεδρο της Ζάμπιας, Κένεθ Καούντα, και ήταν από τους βασικούς συμβούλους του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Διετέλεσε, επίσης, γενικός γραμματέας του υπουργείου Βιομηχανίας.

Ανέλαβε μια σειρά έργων όπως τη σιδηροδρομική ζεύξη μεταξύ Νταρ ελ Σαλάμ και Ζάμπια, η οποία βοήθησε να μεταφέρονται προϊόντα την περίοδο που υπήρχε αποκλεισμός, αλλά κυρίως ήταν ο άνθρωπος που διαπραγματεύτηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 την αγορά των πολύτιμων ορυχείων χαλκού από τους Βρετανούς. Παρόλο που η Ζάμπια ήταν από το 1964 ανεξάρτητη, τα ορυχεία ανήκαν στους Βρετανούς και ο Σαρδάνης συνέβαλε καθοριστικά στο να καταφέρει η χώρα να αποκτήσει το 51% των ορυχείων. Όταν έφυγε από την κυβέρνηση, έκανε δικές του επιχειρήσεις. Ίδρυσε μια τράπεζα με υποκαταστήματα σε πολλές χώρες της Αφρικής, κυρίως στη Δυτική Αφρική.

Η ανεξαρτησία της Ζάμπιας έγινε πραγματικότητα χωρίς να προηγηθεί απελευθερωτικό κίνημα, αλλά όχι χωρίς δυσκολίες από την πλευρά των Βρετανών κατακτητών. Μεταξύ αυτών που βοήθησαν ήταν και ο Πάνος Μπένος, ο οποίος στήριξε οικονομικά το Κένεθ Κάουντα και διετέλεσε δήμαρχος της πόλης Μπεν στα νότια της χώρας, όπου και ζούσε.

Η ελληνική μειονότητα δεν ήταν πολυπληθής, λόγω των μέτρων που δεν επέτρεπαν τη μετανάστευση των μη Βρετανών ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι προέρχονται από μία συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας: το Πλωμάρι της Λέσβου. Τη δεκαετία του ‘70 έφτασαν τα 1000 άτομα, που ήταν και ο μέγιστος αριθμός και το 50% με 60% αυτών ήταν από το Πλωμάρι, ενώ οι υπόλοιποι από την Κύπρο. Οι περισσότεροι Έλληνες ήταν συγκεντρωμένοι στα βόρεια, στην περιοχή του Κόπερμπελτ, όπου εκεί ήταν το 90% των Πλωμαριτών, ενώ οι Κύπριοι ήταν κυρίως εγκατεστημένοι στην πρωτεύουσα Λουσάκα.

Υπάρχουν μέχρι και σήμερα δύο κοινότητες. Η κοινότητα της Λουσάκα και του Κόπερμπελτ, οι οποίες δημιουργήθηκαν το 1952 και το 1954 αντίστοιχα. Tα τελευταία χρόνια, γίνεται προσπάθεια να συνεχίσουν τη λειτουργία τους τα σχολεία στις έδρες των δύο κοινοτήτων, χάρις στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

 

Η ελληνική κοινότητα της Ζάμπια περιλαμβάνει σήμερα περίπου 800 άτομα (235 οικογένειες), εκ των οποίων περίπου τα μισά κατάγονται από την Κύπρο. Τα περισσότερα είναι συγκεντρωμένα στην πρωτεύουσα Λουσάκα, ενώ υπάρχουν μικρότεροι θύλακες στη Λουάνσγια και το Κιτγουέ.

Η Ελληνική Κοινότητα κατέχει ένα κτιριακό συγκρότημα στη Λουσάκα όπου στεγάζεται ο ιερός ναός του Αγίου Αλεξάνδρου μαζί με αίθουσα, φυτώριο και οικοτροφείο για τον δεύτερο Έλληνα δάσκαλο για το απογευματινό σχολείο της κοινότητας. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα στη Ζάμπια υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και έχει ξεκινήσει την κατασκευή κέντρου αποστολών στην πρωτεύουσα.  Τον Σεπτέμβριο του 2008 ιδρύθηκε ένα νέο σχολείο από την ελληνική κοινότητα που θα εξυπηρετεί επίσης τις ανάγκες της ευρύτερης κοινότητας της Ζάμπια, ιδίως των παιδιών από περιοχές που δεν εξυπηρετούνται από άλλα σχολεία.

Η κοινότητα εκπροσωπείται από την Ελληνική Ένωση Ζάμπιας (HAZ) η οποία, μαζί με το SAE - Παγκόσμιο Συμβούλιο Ελληνίδων στο Εξωτερικό διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των πολιτιστικών δραστηριοτήτων της χώρας, ιδίως στους Μίνι Ολυμπιακούς Αγώνες Ανεξαρτησίας της Ζάμπιας (ZIMO).  

 


 ΠΗΓΕΣ :

ΑΠΕ

https://www.nostimonimar-online.com/2020/04/1884.html

https://en.wikipedia.org/wiki/Greeks_in_Zambia

http://greeksofafrica.blogspot.com/2020/04/from-crete-to-constantinople-and-then.html

https://www.amazon.com/Born-Bred-Zambezi-Valley-Vlahakis/dp/1847484824

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου