Τα γερασμένα στολίδια των Χριστουγέννων
Γράφει η Γιώτα Αγαπητού
Τα στολίδια στο δέντρο έχουν χάσει τη λάμψη τους.
Τα λαμπιόνια πάνω στα κλαδιά αγγίζουν μηχανικά τις πολύχρωμες μπάλες,
αναβοσβήνοντας νυσταγμένα.
Μετρούν στιγμές από γιορτές περασμένων χρόνων που χάθηκαν.
Τα παιχνίδια βγαίνουν σιγά σιγά και πάλι απ’ τα κουτιά τους,
προσμένοντας την ώρα που παιδικά χεράκια θα τα κρεμάσουν ευλαβικά,
παρέα με την μαμά τους,
πάνω στα ψεύτικα πράσινα κλαδιά,
δημιουργώντας έτσι αναμνήσεις που θα τις κουβαλάνε σαν ιερό φορτίο μες στην ψυχή τους.
Η μάνα για λίγο στρέφει το βλέμμα στο δέντρο,
που έχει βαΐσει από το βάρος των παιχνιδιών τόσα χρόνια.
Ωστόσο, εκείνο αγκομαχώντας παλεύει να τεντώσει το σώμα του.
Μα δε μπορεί.
Νιώθει αφάνταστα κουρασμένο.
Τώρα πια δε συγκινείται από το μαγικό χορό της εύθραυστης μπαλαρίνας,
που προσπαθεί μάταια να σαγηνεύσει το στρατιώτη της,
γιατί αυτός κοιτάζοντάς την αδιάφορα,
αγωνίζεται με δυσκολία να στηριχθεί πάνω σ’ ένα κλωνάρι.
Τόσα Χριστούγεννα πέρασαν και τα στολίδια γεράσανε.
Το παιδί πια μεγάλωσε.
Έπαψε να παίζει μαζί τους.
Φέτος από συνήθεια και πάλι κρεμάει τις μπάλες στο δέντρο.
Ενώ τα βράδια χαζεύει τα πολύχρωμα λαμπιόνια πριν πάει για ύπνο,
καθώς εκείνα καθρεφτίζουν το φως τους πάνω στον Άη Βασίλη,
που συνεχίζει αιώνια να κουβαλάει το σάκο με τα δώρα στην πλάτη του.
Εξάλλου εκείνος δεν βιάζεται.
Ελπίζει πολλά χρόνια ακόμα να ομορφαίνει,
παρέα με τ’ άλλα στολίδια,
το σαλόνι του σπιτιού που επέλεξε.
Όμως αυτά νιώθουν πως γέρασαν.
Έχουν ανάγκη ν’ αποσυρθούν στα σκοτεινά κουτιά του υπογείου,
κουβαλώντας για πάντα αναμνήσεις περασμένων Χριστουγέννων.
Γιώτα Αγαπητού