Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

                                                                

                                                                 ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΝΑΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ

                                                                  ΘΕΟΦΑΝΗΣ (ΦΑΝΗΣ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΡΑΙΚΙΩΤΗ

                                                                              ΠΟΥ ΓΙΟΡΤΑΖΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

‘’ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ‘’
 
 
Αποβραδίς ξεκίνησα ως το πρωί να γράφω
Κι ο ήλιος μεσουράνησε χωρίς να καταλάβω
Ακόμη κι όταν έδυσε και πέρασ’ όλη η μέρα
Με τα δαχτύλια να χτυπούν τα πλήκτρα τα καημένα 
 
Ότες σαν τραίνο η νυχτιά
Στου σκοταδιού τις ράγες
Προς μεσονύχτι κύλαε
Και άξαφνα καμπάνες
Ακούω απ’ τις εσχατιές
Του σύμπαντος να κρούουν
Τα σήμαντρα σιγόπνοα
Και λέω με το νου μου
 
Παράδοξο παράξενο κι ασύμβατό της νύχτας
Μα και της ώρας που χτυπούν και ξέψυχα αλήθεια
Αναρωτιέμαι εύλογα ενώ θαρρώ και πάλι
Ακούω σήμαντρα αμυδρά να κρούουν μες στο βραδύ 
 
Μη με πλανεύει η κούραση
Που φτάνει πριν τη νύστα
Εσωλογιάζω στη σιωπή
Και σιωπούν τα πλήκτρα
Σαν τα δακτύλια απέσυρα
Ο νους κι η προσοχή μου
Στη σιγαλιά φτερούησαν
Της καμπανιάς τον ήχο
 
Να επαληθέψω θέλοντας της ακοής τη φάτνη
Σαν η παλάμη αυχένισε και τη διπλασιάζει
Ενώ γυρνώ σα το ραντάρ αυτη-ί με τον αυχένα
Στην κοντινή την εκκλησιά τ’ Αϊ Γιώργη στον Καρέα
 
Μες στην ασάλευτη σιωπή
Χωρίς αμφιβολία
Μετά από λίγο άκουσα
Να κρούουν μες στη νύχτα
Πιο καθαρά τα σήμαντρα
Τρίτη φορά και πάλι
Ενώ αφουγκράζομαι καλά
Και στο εικονοστάσι 
 
Μπρος στην εικόνα του Χριστού στο φως απ το καντήλι
Λες αυτομόλησ’ η ματιά ο νους μου φτερουγίζει
Λογιάζει και στοχάζεται το λόγο που χτυπάμε
Της εκκλησιάς τα σήμαντρα τ’ Αϊ Γιώργη οι καμπάνες 
 
Θέ μου ας ήξερα γιατί
Μονολογώ και κλήση
Θαρρείς στο θείο έκανα
Για να μου εξηγήσει
Όταν πετάει η ματιά
Στη μαύρη την οθόνη
Που ανάβει μ’ ένα σκούντημα
Κι απάνω στο ρόλοι 
 
Αφήνω το βελάκι της τυχαία και ανοίγει
Ένα μακρύ παράθυρο με το ημερομήνι
Τετάρτη είναι σήμερα και του Γενάρι πέντε
Κι αναρωτιέμαι άξαφνα οι θύμησες μου λένε 
 
Σαρακοστές χαιρετισμούς
Δεν έχει ο Γενάρης
Της εκκλησίας τα σήμαντρα
Να κρούουν μες στο βραδύ
Έκτος κι αν ύπνονείρομαι
Και ξυπνητός νομίζω
Κι ανοίγω το πορτόφυλλο
Να μπει δροσάτο κρύο… 
 
‘’ ΕΝΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΒΙΩΜΑ ‘’
 
Μια μορφή αιθερικη πανώρια τυλιγμένη
Μες σε μανδύα φωτεινό η τριςευλογημένη
Μ’ άσπρο μαντήλι στα μαλλιά ανάλαφρα δεμένο
Ομορφοπρόσωπη γλυκιά θωρώντας τη με δέος 
 
Ανατριχάω σύγκορμα
Φτεροκοπούν τα ρίγη
Τα ματοκλάδια βρόχιναν
Σα με κοιτά εκείνη
Εκείνη που αγάπησα
Όσο καμία στη πλάση
Εκείνη που μ’ αγάπησε
Χωρίς να θέλει κάτι 
 
Τα λόγια είναι περιττά ότες μιλούν τα μάτια
Κι αφού με καθησύχασε σαν το παιδί η μάνα
Ήρθε στο γιο της και θύμα πως αύριο γιορτάζει
Ότι είναι Θεοφάνεια και έξι του Γενάρι
 
Θεώνη τη Μανούλα μου
Στην κεφαλή μου είδα
Να μου χαϊδεύει τα μαλλιά
Τα ασήμι τα γκρίζα
Αν και φαντάζουν όμορφα
Στα μάτια των ανθρώπων
Λίγοι γνωρίζουν το γιατί
Τον ασημιό τον πόνο
 
Που ανηφορίζει απ την ψυχή και πάει στο κεφάλι
Θαρρείς του πόνου το οξύ ότι ασήμια τα βάφει
Μη θλίβεσαι κι αχόβοάς παιδί μου αγαπημένο
Το ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ και να πονάς δε θέλω
Λες είπε κι ήταν αρκετό
Να με επαναφέρει
Ευτύς το είναι κι η ψυχή
Ο νους να γαληνέψει
Αφού το ήξερε καλά
Σαν πόναε πονούσα
Στη θλίψη της θλιβόμουνα
Κι ας της χαμογελούσα 
 
‘’ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΝΑ ΧΕΙ ΦΩΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΣΑ ‘’
 
Πολλά μου είπε κι είπαμε στης νύχτας τη γαλήνη
Τα όσα ήθελα πολύ να ακούσω από ‘Κείνη
Απ’ τη ζωή σαν έφυγε που είναι και τι κάνει
Αν θα ανταμώσουμε ξανά κι άμα υπάρχει άλλη;
 
Πες μου Μανούλα μου γλυκιά
Εάν υπάρχει όντος
Όπως πιστεύουμε πολλοί
Στο μάταιο τον κόσμο
Αλήθεια πότε κι αν ποτέ
Θα σ’ ανταμώσω πες μου
Αν δεν τελεύουν οι ψυχές
Που πάνε όταν φεύγουν 
 
Πες μου που νά 'ρθω να σε βρω Μανούλα αγαπημένη
Πάνω στη σκάλα την πλατιά πως θα με περιμένεις
Πως θα σε δω και θα με δεις θα με καλωσορίσεις
Για τους δικούς μας θα μου πεις πριχού με ξεναήσεις 
 
Σαν είπα η Μανούλα μου
Μ’ απάντησε μελένια
Με ένα της χαμόγελο
Κι αγάλλιασε εμένα
Σαν την κοιτώ και με κοιτά
Απ την εικονοθήκη
Πλάι στην εικόνα του Χριστού
Στο φως απ το καντήλι
 
Ομορφοπρόσωπη γλυκιά η ώρα η δωδέκατη
Το πρώτο δευτερόλεπτο της έκτης του Γενάρι
Κι ετούτα Θεοφάνεια που εν ζωή δεν είσαι
Αν και γιορτάζεις σήμερα μια νόηση μου είπε
 
Χρόνια πολλά είν’ άκαιρο
Στο πνεύμα το αιώνιο
Με το δικό μου από καρδίας
Από της γης τον κόσμο
Θέλω να κάνω μια ευχή
Μανούλα μου για Σένα
Όπου κι αν είσαι να χει Φως
Στο Φως να είσαι μέσα - 
 
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΛΕΞΑΝΤΡΙΝΟΣ ©

 

Ένα εξαιρετικό ποίημα που έγραψε στην μνήμη της μητέρας του, με αφορμή της ημέρας των Θεοφανείων, ο αγαπητός διαδικτυακός φίλος-λογοτέχνης Νικόλας Αλεξαντρινός και που με την σειρά μου το αφιερώνω στην μνήμη της Ανδριτσάνας αρχόντισας και γιαγιάς μου Φανής Δ. Γραικιώτη.
Νικόλα σε ευχαριστώ.

1 σχόλιο:

  1. Χαρα μου πολυ καλα εκανες φιλε κι αδερφε μας Ποιητη, σ' ευχαριστω απο καρδιας να σαι παντα καλα.-


    ΑπάντησηΔιαγραφή