Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Μπουραζάνι - Πωγώνι (Αγγίζοντας την μεθόριο)

 


Μπουραζάνι - Πωγώνι

 Αγγίζοντας την μεθόριο

Στην εσχατιά της Ελλάδας, σ' έναν τόπο όπου η φύση και η παράδοση μοιράζονται κοινή πορεία, η περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο σταματά μόνο μπροστά στα σύνορα. Οι περιηγήσεις σε αυτήν την ξεχασμένη ακρογωνιά της  Ηπείρου αποκαλύπτουν ένα άφθαρτο πολιτισμικό  τοπίο και  ένα ανεκτίμητο  εθνικό κεφάλαιο...

Γράφουν οι Θοδωρής Αθανασιάδης και η Ζερμαίν Αλεξάκη

Το ξύπνημα στο Μπουραζάνι γίνεται με τον πιο φυσικό και αισιόδοξο τρόπο. Οι πρώτες ακτίνες του Ηλίου τρυπώνουν στο δωμάτιο και τα ζωηρά κελαηδίσματα των πουλιών σε σπρώχνουν να ανοίξεις το παράθυρο. Το βουητό του Αώου, που σιγοπερπατά κάτω από το μπαλκόνι, μουρμουρίζει το ξεκίνημα της μέρας. Ένα διάφανο φως διαχέεται παντού. Πώς να μη σου φτιάξει η διάθεση! Το άνοιγμα του χάρτη ήρθε πρώτο απ' όλα να προσδιορίσει τη θέση που βρισκόμασταν και να μας χαράξει ρότα μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Το Μπουραζάνι είναι μία εκτεταμένη ημιορεινή περιοχή στα βορειοδυτικά του νομού Ιωαννίνων, που αγγίζει τη μεθόριο. Η περιοχή, αν και διοικητικά ανήκει στην επαρχία Κόνιτσας, αποτελούσε ανέκαθεν κομμάτι μιας ευρύτερης αδιάσπαστης πολιτισμικής οντότητας που άκουγε στο όνομα Πωγώνι και γεωγραφικά εκτεινόταν μέχρι και τη σημερινή νότια Αλβανία, τότε που ακόμη αυτή συνιστούσε τμήμα της παλιάς ενιαίας Ηπείρου. Σήμερα η επαρχία Πωγωνίου, καθώς ακουμπά στο γειτονικό Μπουραζάνι, αλλά και πάνω στη διαχωριστική γραμμή των δύο χωρών, καταλαμβάνει τη δυτικότερη ακρογωνιά του νομού, της Ηπείρου και ολόκληρης της ηπειρωτικής χώρας.

Σιωπηλοί γίγαντες, οι χιονισμένοι όγκοι των βουνών του Γράμμου, της Γκαμήλας και της συνοριακής Νεμέρτσικα, αγκαλιάζουν την κοιλάδα του Μπουραζανίου και προσδιορίζουν, παρ' όλο το χαμηλό υψόμετρο, την ορεινή της προσωπικότητα.

Η δυναμική υδάτινη πορεία του ποταμού Αώου, τα πυκνά δρυοδάση και οι άφθονοι λόφοι, κατάστικτοι από πράσινα εύφορα λιβάδια, καθορίζουν αποφασιστικά τη γεωμορφολογία του φυσικού χώρου.

Οι λαδοπράσινοι κυματισμοί της γης δηλώνουν την έντονη γεωργική δραστηριότητα, που από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα φαίνεται να μεταμορφώνει με ήπιο τρόπο το τοπίο στις υπηρεσίες του ανθρώπου.

 

 Ένα σύστημα άρδευσης με αυλάκια βοήθησε στη γονιμότητα των χωραφιών. Η γεωλογική κατανομή και το είδος των πετρωμάτων επέτρεψαν την υπόγεια ροή του νερού και τη δημιουργία πηγών που αναδύονται παντού, προσφέροντας πλουσιοπάροχα τη ζωογόνα υγρή ενέργεια στη γη. Έτσι οι γύρω κοινότητες δεν έμειναν παραμελημένες από αυτήν την ευλογία της φύσης, που η ανθρώπινη πολυπραγμοσύνη αξιοποίησε κατάλληλα, με την κατασκευή νερόμυλων, νεροτριβών, υδροπρίονων και μαντανιών. Σε μικρή απόσταση από τη γέφυρα Μπουραζανίου, οι εγκαταστάσεις του παλιού νερόμυλου μας «ξενάγησαν» με τον καλύτερο τρόπο στις παραδοσιακές ασχολίες των κατοίκων που σχετίζονταν με την εκμετάλλευση του νερού. Η νεροτριβή ρούφαγε με δύναμη τις φλοκάτες μέσα στην αφρισμένη δίνη της και το μαντάνι, παραδίπλα, χτύπαγε με τα κοπάνια του τις μάλλινες βελέντζες που μόλις είχαν βγει απ' τον αργαλειό. Ο νερόμυλος, πρόσφατα αναπαλαιωμένος, ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα Αηδονοχωρίου και εκτελεί χρέη μουσείου. Παραμένει όμως ακόμη ένα ζωντανό συγκρότημα υδροκίνησης, ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής του χωριού, αφού λειτουργεί κανονικά για την εξυπηρέτηση των κατοίκων.

Απλωμένο σε τμήμα της μικρής κοιλάδας και στα γύρω υψώματα, προσδιορίζει την έκταση του ένα καταφύγιο σπάνιων θηλαστικών της ελληνικής πανίδας.

Μια αξιέπαινη προσπάθεια ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σε συνεργασία με δημόσιους, τοπικούς και πανεπιστημιακούς φορείς, έχει μετατρέψει ένα ιδιόκτητο κτήμα 2.000 στρεμμάτων, με εκτεταμένο δρυόδασος, σε πρότυπο Περιβαλλοντικό Πάρκο Άγριας Ζωής. Η περιοχή είναι επισκέψιμη και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού φιλοξενεί απειλούμενα με εξαφάνιση είδη, που κάποτε ευδοκιμούσαν σε μεγάλους αριθμούς στα Βαλκάνια. Ζουν και αναπαράγονται ελεύθερα το αγριογούρουνο, το μεγαλόσωμο ελάφι, το μικρόσωμο ελάφι ή πλατόνι, το κρι-κρι, ζαρκάδια και αγριοπρόβατα. Λειτουργεί περίπτερο οπτικοακουστικής περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, όπου γίνεται ενημέρωση από ειδικούς επιστήμονες για τα είδη, τιςς συνήθειες των ζώων, το βιολογικό τους κύκλο. Η περιήγηση σε αυτόν το μοναδικό στο είδος του χώρο -πάντα συνοδεία ειδικού ξεναγού- αποκτά μια τελετουργική διάσταση μύησης στην άγνωστη άγρια ζωή.

 

Σκεπασμένη με μολύβι...

Άφθονα μικρά χωριά, αγροτικοί οικισμοί και διάσπαρτα βυζαντινά, αλλά και μεταβυζαντινά μνημεία μαρτυρούν τη ζύμωση αυτού του τόπου με τον άνθρωπο, εδώ και αιώνες.

Ακολουθώντας την πορεία του Αώου προς τα αλβανικά σύνορα στρίψαμε για Αηδονοχώρι και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τις στροφές. Δύο χιλιόμετρα έξω από το χωριό βρίσκεται η μονή Ταξιαρχών Γκούρας, χτισμένη σε ύψος 800 μέτρων.

Από ένα σημείο, πραγματικό εξώστη, αντικρίσαμε ολόγυρα την πανώρια θέα. Το ξάνοιγμα της κοιλάδας του Αώου, η φιδίσια κίνηση του ποταμού μέσα της, το σμίξιμό του με τον Σαραντάπορο, η μονή Μολυβδοσκέπαστη στην άκρη, οι κορυφογραμμές του Γράμμου στο σύθαμπο του ορίζοντα και τέλος τα σύνορα... Η προσωνυμία του μοναστηριού των Ταξιαρχών οφείλεται στο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω σε βράχο, που στην αλβανική διάλεκτο λεγόταν γκουρ (=πέτρα), ενώ το πιθανότερο είναι ότι κτίστηκε το 16ο αιώνα. Εντυπωσιαστήκαμε από τη λιτή φρουριακή μορφή του, αλλά και τις αξιόλογες αγιογραφίες στο εσωτερικό, φιλοτεχνημένες από Χιοναδίτες ζωγράφους στα μέσα του 19ου αιώνα.

Ενας χωματόδρομος μας έβγαλε σιη δροσερή απλωσιά όπου ο Αώος κανόνισε το ραντεβού του με τον Σαραντάπορο.

Ακουμπισμένη κάτω από τη σκιά των αιωνόβιων πλατάνων, η Μολυβδοσκέπαστη Παναγιά μετρά τους αιώνες που πέρασαν και τα σημάδια που άφησαν στην ιεροπρεπή όψη της.

Οι εξωτερικοί τοίχοι του μοναστηριού έχουν με επιμέλεια αναπαλαιωθεί, ακολουθώντας τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής. Οι μοναχοί μάς ξενάγησαν στους ιδιαίτερα προσεγμένους εσωτερικούς χώρους και μας εξήγησαν κάθε λεπτομέρεια για τα ιερά κειμήλια και την ιστόρια τους. Η μονή Κοίμηση της Θεοτόκου Μολυβδοσκέπαστη είναι ένα από τα σπουδαιότερα και αρχαιότερα θρησκευτικά και πολιτιστικά μνημεία της χώρας. Η σύνθετη αρχιτεκτονική της παρουσία δηλώνει πολλές οικοδομικές φάσεις, με παλαιότερη αυτή του ανατολικού τρίκογχου τμήματος του 11ου αιώνα. Ο κυρίως ναός είναι Βυζαντινού ρυθμού, μονόκλιτος με τρούλο. Σύμφωνα με τις επιταγές της παράδοσης, ήταν σκεπασμένος με μολύβι, γεγονός που έδωσε και το όνομα στο μοναστήρι. Μια επιτοίχια επιγραφή του ναού, ανεπιβεβαίωτη όμως ιστορικά, θέλει πρώτο χρηματοδότη της Μολυβδοσκέπαστης τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ' Πωγωνάτο (668-685), ενώ μας πληροφορεί ότι ανακαινίστηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό στις αρχές του 14ου αιώνα. Κατά την Τουρκοκρατία το μοναστήρι ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με σημαντική βιβλιοθήκη και σχολή χειρογράφων, ενώ η φήμη του είχε φτάσει μέχρι τη Βλαχία και τη Ρωσία όπου διατηρούσε πολλά μετόχια. Σεβαστό μέρος του καταστράφηκε στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν βομβαρδίστηκε το 1943 και κάηκαν τα περισσότερα κειμήλια.

 

Παρ' όλ' αυτά ο πολιτιστικός και θρησκευτικός πλούτος του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε κατάφεραν και διασώθηκαν μέχρι σήμερα αρκετές εσωτερικές τοιχογραφίες των 13ου και 16ου αι., καθώς και αγιογραφίες εξαιρετικής τέχνης.

Η δρύινη πόρτα που συνδέει το νάρθηκα με τον κυρίως ναό είναι σπάνιο δείγμα ξυλογλυπτικής της υστεροβυζαντινής περιόδου, μοναδικό στην Ήπειρο, που αναπαριστά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και πριν από κάμποσα χρόνια έγινε αντικείμενο αρχαιοκαπηλίας.

Σήμερα, συντηρημένη, όπως εξάλλου και ολόκληρο το μοναστήρι, τραβά την προσοχή του επισκέπτη. Η μονή Μολυβδοσκέπαστη είναι ένα πέτρινο αρχιτεκτονικό στολίδι. Το αρχαιότερο πολιτιστικό σημείο αναφοράς της περιοχής, αλλά και ένα ζωντανό, ακόμη και σήμερα, θρησκευτικό κέντρο της επαρχίας Πωγωνίου. Υπήρξε από παλιά τόπος λατρείας και συρροής πιστών, όχι μόνο για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πωγωνιανίτισσας, αλλά και για τα πανηγύρια του.

Το ομώνυμο χωριό, μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, οροθετεί το ακριτικότερο σημείο της επαρχίας. Η παλιά Δεπολίτσα πήρε το σημερινό της όνομα από το μοναοτήρι, την εποχή της Τουρκοκρατίας. Πολλά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία του οικισμού μαρτυρούν την αδιάλειπτη ιστορική του συνέχεια από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Ο μονόχωρος ναός του Αγίου Δημητρίου του 11ου αιώνα έφτασε στις μέρες μας σχεδόν κατεστραμμένος. Η κόγχη του ιερού, καθώς ορθώνεται σήμερα -ύστερα από αναστήλωση- σε όλο το ύψος της, είναι διάστικτη από ίχνη τοιχογραφιών.

Κατηφορίσαμε μέσα από το χωριό και πλησιάσαμε τον επιβλητικό ναό των Αγ. Αποστόλων, τη μεγαλύτερη εκκλησία της περιοχής, που υπήρξε έδρα της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής στα Βυζαντινά χρόνια. Είναι βασιλική εγγεγραμμένη, σταυροειδούς ρυθμού με δωδεκάπλευρο τρούλο. Διατηρεί ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, αλλά και θαυμάσιες εσωτερικές αγιογραφίες που ανάγονται στο 17ο αιώνα.

Πάνω σε ύψωμα φυλάσσεται σώο, κάτω από στέγαστρο -καθως η σκεπή έχει καταρρεύσει- ό,τι έχει απομείνει από το ναό του Αγίου Σώζοντος. Στο εσωτερικό του διακρίνονται παλιές τοιχογραφίες με πιο ευδιάκριτη αυτή του δικέφαλου αετού στο κέντρο του. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του χωριού αγωνίζεται να διατηρηθεί ανέπαφος.

Με φιλότιμες προσπάθειες της κοινότητας ιδρύθηκε το μικρό λαογραφικό μουσείο, αλλά και το εκθετήριο παρασκευής τσίπουρου, όπου την κατάλληλη εποχή ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει όλη τη διαδικασία απόσταξης. Απορροφημένοι σε μια ατέρμονη περιπλάνηση στον ιστορικό και πολιτιστικό πλούτο αυτού του τόπου, φτάσαμε στο αδιέξοδο των συνόρων. Στο μεθοριακό φυλάκιο οι δύο φαντάροι μάς θύμισαν ευγενικά ότι εδώ τελειώνει το ελληνικό έδαφος, δείχνοντας μας τις χαρακτηριστικές τσιμεντένιες πυραμίδες, που από εδώ ήταν ευδιάκριτες ακόμη και με γυμνό μάτι.

Το χωριό Πωγωνίσκος μάς έφερε πάλι πίσω στην ελληνική επικράτεια και μας «προσγείωσε» στη μοναχική πραγματικότητα της μεθορίου... Ο μικρός οικισμός, ξεχασμένος από θεούς και ανθρώπους, έμοιαζε να βρίσκεται στην άκρη του πουθενά, 900 μέτρα ψηλά στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα. Μας είπαν ότι μια οικογένεια συνεχίζει να μένει εδώ σε αυτήν την απόμακρη γωνιά της ηπειρώτικης γης -συντριπτικό το νούμερο! Εμείς όμως δεν είδαμε κανέναν. Τα περισσότερα σπίτια είχαν καταρρεύσει, ενώ τα μικροσκοπικά χωράφια που απλώνονταν μεταξύ των απρόσιτων βουνοκορφών παρέμεναν χέρσα εδώ και χρόνια.

 

Σημάδια απ' το παρελθόν

Προσπαθώντας να συνδέσουμε οδικά ένα χώρο αδιάσπαστο πολιτισμικά εδώ και αιώνες, την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε από το Μπουραζάνι για την καρδιά του Πωγωνίου. Χαράξαμε έναν κύκλο στο χάρτη. Βασιλικό, Κεφαλόβρυσο, Δολό, Πωγωνιανή, Λελβινάκι, Βήσσανη, Ωραιόκαστρο... και επιστροφή στη βάση μας.

Οδηγούσαμε σιωπηλά σε ένα δύστροπο δρόμο διασχίζοντας ένα μοναχικό τοπίο, με έντονα τα σημάδια από το παρελθόν. Είχαμε μπει για τα καλά στο Πωγώνι.

Το όνομα του οφείλεται -κατά μια εκδοχή- στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Πωγωνάτο, αφού σύμφωνα με αναφορές ιστορικών έζησε εδώ για δύο χρόνια.

Λόγω της στρατηγικής θέσης του μπήκε από νωρίς στο στόχαστρο ληστρικών επιδρομών, αλβανικών επιθέσεων και κατακτητών, ενώ κατά την Τουρκοκρατία έμεινε έξω από την «εύνοια» και τα προνόμια της Πύλης, με αποτέλεσμα να γνωρίσει πολλά δεινά. Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής χαρακτηρίζεται από συνεχείς εποικισμούς και αποδημίες, που κατά συνέπεια επηρέασαν διαχρονικά τον κοινωνικό ιστό και το πολιτισμικό σκηνικό του τόπου.

Στα νεότερα χρόνια η περιοχή αναπτύχθηκε οικονομικά, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του οδικού άξονα Ιωαννίνων-Αργυροκάστρου-Αγίων Σαράντα, που περνούσε από εδώ. Η Μολυβδοσκέπαστη, η Πωγωνιανή και το Δελβινάκι αναδείχθηκαν σε εμπορικά κέντρα. Οι κάτοικοι, αν και κατά παράδοση γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τις τέχνες. Άρχισαν να ταξιδεύουν στην Πόλη, στα Βαλκάνια και η δράση τους έφτασε μέχρι τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Σύμφωνα με αναφορές παλιών περιηγητών, έκαναν τους κηπουρούς, τους κρεοπώλες, τους μυλωθρούς, του βαρελοποιούς, εμπορεύονταν χρυσή κλωστή και δέρματα. Τα «καζάντια» (πλούτη) τους γύρναγαν πίσω στην πατρίδα, δίνοντας στήριγμα και πνοή στο βασανισμένο τόπο. Όμως οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αντιξοότητες της εποχής δημιούργησαν σταδιακά ασφυκτικό κλίμα, προκαλώντας έτσι μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που απογύμνωσε δημογραφικά το Πωγώνι.

 

Χθες και σήμερα

Η γεωμορφολογική φυσιογνωμία του καθορίζεται από το βουνό Νεμέρτσικα στα βόρεια, το όρος Κασιδιάρη και τον ποταμό Γορμό (παραπόταμο του Καλαμά) στα ανατολικά, τα όρη Τσαμαντά στα νότια και τον Μακρύκαμπο στα δυτικά. Περίκλειστο από βουνά το πωγωνίσιο τοπίο, δείχνει να περιφρουρεί αποφασιστικά το στρωτό μεν, αλλά πολύμορφο φυσικό του χώρο. Με αυτήν την πλούσια φυσιογραφία συμβιώνουν, άλλοτε διάσπαρτα μέσα στα δάση, άλλοτε κρυμμένα στις ρεματιές, ή απλωμένα στο άνοιγμα μικρών κοιλάδων, ένα πλήθος χωριών που κάτω από την ίδια φυσική στέγη μοιράζονται κοινή μοίρα και ιστορία.

Η περιοχή προσεγγίζεται εύκολα από τον καινούργιο δρόμο που συνδέει τα Γιάννενα με το τελωνείο της Κακαβιάς, το κυριότερο συνοριακό πέρασμα προς την Αλβανία. Το γεωργικό χωριό Κεφαλόβρυσο είναι η σημερινή έδρα του δήμου Άνω Πωγωνίου. Το Δελβινάκι αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά χωριά της επαρχίας, μια και διατηρεί 1.000 μόνιμους κατοίκους χειμώνα-καλοκαίρι. Καθώς απέχει από την πρωτεύουσα της Ηπείρου μόλις 40 χιλιόμετρα, ενδείκνυται για διαμονή, αφού εδώ λειτουργεί και ξενώνας. Αξιόλογη από αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας είναι η εκκλησία της Παναγιάς, κτίσμα του 1153.

Στο ύψος του οικισμού Χάνι Δελβινάκι, η μικρή λίμνη της Ζαραβίνας στολίζει διακριτικά το τοπίο με τη γαλάζια πινελιά της και τις κατάφυτες όχθες της. Το χωριό Πωγωνιανή, το πάλαι ποτέ ακμάζον εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του Πωγωνίου, διατηρεί ακόμη και σήμερα μέσα στη μοναξιά του το παραδοσιακό του χρώμα.

Μια μικρογραφία των παλιών καιρών του χωριού παρουσιάζεται μέσα από τα ενδιαφέροντα εκθέματα του λαογραφικού μουσείου. Σε μια απόκρημνη περιοχή, σε αυτήν εδώ την ξεχασμένη εσχατιά της Ηπείρου, ξεκουράζεται το όμορφο Δολό, που έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός και «ως εκ θαύματος» διαθέτει αξιόλογο κατάλυμα. Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα της περιοχής ξεχωρίζουν για την αρχιτεκτονική και ιστορική τους παρουσία τα κοντινά χωριά Άνω Μερόπη, με υπολείμματα αρχαίου οικισμού, αλλά και το Ωραιόκαστρο με ένα από τα παλαιότερα γεφύρια της Ηπείρου και με υποδομή για διαμονή. Ο παραδοσιακός οικισμός της Βήσσανης ήταν γνωστός από τη λαμπρή ελληνική σχολή και το περίφημο Παρθεναγωγείο που λειτουργούσε επί Τουρκοκρατίας. Στο χωριό Βασιλικό διασώζεται ακόμη το σπίτι του πατριάρχη Αθηναγόρα, ενώ ενδιαφέρον είναι το λαογραφικό μουσείο στον οικισμό Κάτω Μερόπη.

 

 

«Βάρα Πωνωνίσιο!»

Ακόμη και η μουσική παράδοση αποτύπωσε με τον καλύτερο τρόπο τη «μάστιγα» του Ελληνισμού, τον πόνο της ξενιτιάς, και τον έκανε μοιρολόι. Το πολυφωνικό πωγωνίσιο τραγούδι, που σφράγισε με τη μοναδικότητα του την εξέλιξη του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Σύμφωνα με τους μουσικολόγους έχει ρίζες προελληνικές και εκφράζει με την ομαδικότητα του τη συνοχή της τοπικής κοινωνίας. Βαρύς, αφαιρετικός, μα και λυρικός συνάμα ο ιδιόμορφος πωγωνίσιος σκοπός, αποπνέει μια λιτή, σχεδόν «δωρική» διάθεση που καθηλώνει. Μέσα από τα φωνητικά σχήματα των τραγουδιστών ακούγεται το παράγγελμα του πρωτοχορευτή: Βάρα Πωγωνίσιο!

Κάτω από το βάρος της πολύπαθης διαδρομής του στο χρόνο, το Πωγώνι μας άφησε την εντύπωση ενός ανεξάντλητου πολιτισμικού πυρήνα, που μέσα στην ιστορική ιερότητα του φυσικού του χώρου επιβίωσε ζωντανό μέχρι σήμερα.

ΓεωΔΙΑΔΡΟΜΕΣ                                        

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου