Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ «ΓΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

 


ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ «ΓΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Του ΔΗΜ. ΨΑΘΑ (+)

Ήμουν, προφανώς, ο τελευταίος, πού είχε φτάσει στη συγκέντρωση εκείνη — τόσο καθυστερημένος — κι' ύστερα απ' τις χαιρετούσες, τα εγκάρδια «καλωσορίσματα» του Παπανδρέου και τα «καλώς σάς βρήκα», τα δικά μου, με κύκλωσαν όλοι, διψαλέοι για να μάθουν νέα και ιδιαίτερα ο αρχηγός  του  Κέντρου:

—Έλα, επί τέλους, φίλτατε, κάθισε να μάς πεις τί γίνεται!  Τί έμαθες; Τί νέα μάς φέρνεις;

Όπως μου εξήγησαν, ήταν φερμένοι όλοι εκεί, από τις δυο το πρωί — μερικοί λίγο αργότερα —   και δεν ήξεραν για τί είδους «κίνημα» επρόκειτο και ποιοι ήσαν οι αρχηγοί του. Τους είπα λεπτομερώς τα όσα είχα ακούσει απ’ το ραδιόφωνο, προσθέτοντας ότι στις ανακοινώσεις για την αναστολή του Συντάγματος, δεν αναφερόντουσαν ονόματα, άλλα μόνο αορίστως «το "Υπουργικόν Συμιβούλιον» και «ο βασιλεύς». Εν συμπεράσματι δε εξέφραζα την γνώμη άτι — δεν συζητείται — επρόκειτο σίγουρα για «κίνημα» της ΕΡΕ, για την, προετοιμασία του όποιου άλλωστε, τόσος λόγος γινόταν τις προηγηθείσες μέρες. Γέλασε ο «Γέρος»:

— Ξέρεις, φίλτατε, ποιοι κρατούνται, όπως ημείς, στον απέναντι θάλαμο; Είναι ο υπουργός της Εθνικής Αμύνης Παραληγούρας, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Γεώργιος Ράλλης, ο ύφυττουργός Προεδρίας του πρωθυπουργού Κανελλοπούλου, Κωνσταντίνος Ράλλης και πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων  και  ο Ανδρέας!

—Ανδρέας., κ. πρόεδρε;  Ποιος Ανδρέας;

—Ό... υιός   μου!   Ποιος  άλλος;

Κατάπληκτος εγώ! Ό Άνδρέας μετά του... Παπαληγούρα και μεθ' ημών ο... Μανώλης Γλέζος; Γιατί στην «παρέα» την δική μας περιλαμβανόταν και αυτός, μαζί με τον αποστάτη Μητσοτάκη, τον Κατσώτα, πατέρα και υιόν, τον δημοσιογράφο Δημήτρη Πουρνάρα, τον πατέρα του κ. Πάνου Κόκκα της «Ελευθερίας» — πού συνελήφθη σπασμωδικά, μη ευρεθέντος τού ιδίου — όπως και ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης της ίδιας εφημερίδας. Τί είδους «κίνημα» ήταν τούτο; Και από ποιους προερχόταν η διαταγή της αλλόκοτης τούτης σύναξης των συλληφθέντων;

Βρισκόμαστε σε στρατιωτικό θάλαμο του καταυλιαμοΰ του «συγκροτήματος τεθωρακισμένων»— στο επάνω πάτωμα — με τα παράθυρα κλειστά και φρουρούς στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη —   ακόμα και μέσα στον θάλαμο — και καθώς έβλεπα όλους με πυτζάμες, πλην τού αρχηγού τού Κέντρου, νόμιζα ότι ετοιμαζόντουσαν να ξαπλώσουν, στα πέρα για πέρα, κατά μήκος τού θαλάμου, στρωμένα, άδεια στρατιωτικό κρεβάτια.

Οι πυτζάμες, ωστόσο — όπως μου εξήγησαν —δεν είχαν την έννοια του... ξαπλώματος, άλλα τού... ξεσηκώματος, γιατί έτσι τους είχαν φέρει όλους, άρον - άρον απ’ τα κρεβάτια των σπιτιών τους, στις δύο το πρωί, όπως είπα, εν σπουδή, χωρίς να τους αφήσουν να πάρουν μαζί τους τίποτα, ούτε  καν ένα  κοστούμι.

—'Εσείς, κ. πρόεδρε, όμως;... Σας βλέπω ντυμένον...

Χαμογέλασε   ο   Παπανδρέου:

—Εμένα, φίλτατε, συνέβη ως έξης: Εκοιμόμουν βαθιά όταν έξύπνησα από ένα θόρυβον.  Άνοιξα τα μάτια μου και βλέπω ξαφνικά επάνω απ’ το κρεβάτι μου ένα λοχαγό εν στολή, μαύρον την θέαν, που κρατούσε ένα πιστόλι και μού έλεγε με προφανή εκνευρισμόν: «Σηκωθείτε, κ. πρόεδρε! Σηκωθείτε γρήγορα, κ. πρόεδρε»! 'Ίσως ήταν μαύρος ή πολύ μελαψός, ίσως μου εφάνη έτσι, καθώς είχα τόσον απότομα ξυπνήσει. Η πρώτη σκέψις πού έκανα ήταν: «θα με εκτέλεση!». 'Αλλά εκείνος... δεν με εκτελούσε! Εκρατούσε μόνον το πιστόλι και επαναλάμβανε: «Γρήγορα, κ. πρόεδρε! Σηκωθείτε, κ. πρόεδρε»! Η εντύπωσις πού εσχημάτισα ευθύς αμέσως ήτο ότι εκείνος... εφοβείτο περισσότερον από έμενα! «Στάσου, παιδί μου, του έλεγα, να ντυθώ, τουλάχιστον, να βάλω τα παπούτσια μου!». Εσηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου και άρχισα να ντύνομαι, ενώ ο άνθρωπος μου αγωνιούσε συνεχώς και μού επαναλάμβανε σπασμωδικά «γρήγορα, κ. πρόεδρε, γρήγορα, κ. πρόεδρε»! 'Αλλά εγώ, όταν αντελήφθην οτι δεν είχε εντολήν να με εκτέλεση, ησύχασα, εντύθηκα με όσην άνεσιν επέτρεπε η περίστασις, η οποία οπωσδήποτε δεν ήταν ιδεώδης για να φτιάξη κανείς εξαιρετικά επιμελημένην τουαλέταν! Όταν, λοιπόν, έβαλα και τις κάλτσες και τα παπούτσια μου, του είπα του άνθρωπου μου ότι ήμουν εις την διάθεσίν του και τότε μόνον είδα την ανακούφισιν, ζωγραφισμένην εις το πρόσωπο του. Με ωδήγησεν εις το αυτοκίνητον πού έπερίμενε, και έφθασα εδώ, υπό συνοδείαν και άλλων.

  Και πώς αισθάνεσθε τώρα, κ. πρόεδρε; τον ρώτησα.

  Να σας πω, φίλτατε. Ειλικρινώς σας λέω, ότι ήμουν αδιάθετος από γρίππην. Όλη αύτη η ιστορία, όμως, με... εθεράπευσε. Αισθανομαι... περδίκι!

Και  πραγματικά ήταν  τόσο  ευδιάθετος,   όσο στην κανονική ζωή του.

—Εφάγατε, κ. πρόεδρε;

— Φακές. Είναι Παρασκευή. Το στρατιωτικόν συσσίτιον της ημέρας. Εσύ δεν Έφαγες; Να σου κάνω το τραπέζι...

Και μου παράγγειλε το γεύμα...                                            

Πηγή

Εφημερίδα τα ΝΕΑ 22.4.1972

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου