Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΥΜΝΟΣ
ΚΑΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ο Σπυρίδων Τρικούπης στάθηκε πραγματικά αυτός πού έδειξε το δρόμο προς την ελληνική ποιητική δημιουργία στον μετέπειτα Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Και όχι μόνο αυτό. Υπήρξε ο πρώτος που στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» στις 21 'Οκτωβρίου 1825, επεξήγησε στους Έλληνες, τα βαθύτερο νόημα και τα ποιητικά χαρίσματα «του Ύμνου της Ελευθερίας».
Έγραφε τότε :
«Ενώ καθένα από τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, διαβάζει εις την γλώσσαν του το ποίημα του ομογενούς μας κυρίου Σολωμού, ενώ τα κάλλη αυτού του ποιήματος έθελξαν των ξένων αναγνωστών την καρδίαν, και έπλεξαν φιλολογικόν στέφανον εις την κορυφήν του νέου ποιητού μας, είναι δίκαιον μοναχή η Ελλάς να μη γνωρίζει ό,τι δοξάζει το τέκνον της, και όσα εγράφησαν δι’ αυτήν την ιδίαν, ενώ μάλιστα είναι η τρίτη φορά όπου τώρα τυπώνονται ;
Επιχειρίζεται ο ποιητής να ύμνησει την Ελευθερίαν της Ελλάδος· ούτε από τους ουρανούς μας την κατεβάζει, ούτε με τα συνηθισμένα από την ποίησιν σύμβολα της θεότητος την χαρακτηρίζει. Η ελευθερία της Ελλάδος. συνενταφιάσθη μαζί με τους ήρωας της· όθεν τους τάφους ανοίγει και ο ποιητής, από τα εκεί θαμμένα ιερά κόκκαλα την εβγάνει και όλην Ελληνικήν την παρησιάζει :
Απ τα κόκκαλα βγαλμενη
τών Ελλήνων τα ιερά,
και σαv πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, 'Ελευθέρια
Δια σύμβολον, της οπλίζει το χέρι με κοφτερήν μάχαιραν, δια να εκδικηθεί τόσων αιώνων αδικοχυμένα ελληνικά αίματα και να ξεπλυθεί και η ίδια από τον μολυσμόν της δουλείας της :
Σε γνωρίζω από την κόψι
τον σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψι
πού με βία μετράει την γη.
Αφού χαιρετά, κατ' αυτόν τον προσφυή τρόπο την Ελευθερία, ο ποιητής εξετάζει τί ήταν η χθεσινή Ελλάς, και με τους ελεγειακούς της τόνους κινεί εις πάθος την καρδιά. Αισθήματα χαράς έπειτα δια μιας ξυπνά, και τον ενθουσιασμό της καρδιάς του τον ανάφτει και εις τα στήθη των άλλων, και τους ανοίγει ευθύς το θέατρον των σημαντικότερων άθλων της νέας Ελλάδος· τους φέρει πρώτον έμπροσθεν εις τα τείχη της Τριπολιτζάς, και τόσον-έντεχνα και ζωηρά ψάλλει τα συμβάντα αυτής της πόλεως, όπου ο ακροατής νομίζει, ότι βλέπει ζωντανή παράσταση της τραγικής εκείνης σκηνής. Ιδού η δείξη.
Τότε (λέγει) ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή
το τουφέκι ανάβει αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
'Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
Της σκηνής η ώρα,
ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου oι καπνοί,
κι οι βροντές, και το σκοτάδι,
όπου αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη,
πού ακαρτέρειε τα σκυλιά.
Αυτοί δεν είναι λόγοι· είναι ζωγραφιά !
Πόσον προσφυής είναι ο τρόπος με τον οποίον ο ποιητής, επιχειρίζεται να δικαιολόγηση την τόσην σφαγή εκείνης της τρομερής ημέρας ! Τοποθέτει, ότι αναρίθμητοι ήσκιοι των αδικοφονευμένων Ελλήνων ανέβαιναν από τα σπλάχνα εις το πρόσωπον της γης, οι όποιοι χορεύοντες μεσ' τα πηκτά αίματα, βρυχίζοντες βραχνά και μανίζοντες εις το πλάϊ των Ελλήνων, έγγιζαν τα στήθη των πολεμιστών· αυτό το άγγισμα έδιωχναν από την Ελληνικήν καρδίαν κάθε αίσθημα λύπης, και κατ' αυτόν τα τρόπον
...αυξάνει του πολέμου,
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπιαμα του ανέμου
στου πελάου την μοναξιά.
Και πάλιν ο χορός του πολέμου αυξάνει, και πάντοτε εις αύξηση προχωρεί, έως εκεί που κλείνει η σκηνή της Τριπολιτζάς με τον ακόλουθο παιάνα :
Της αυγής δροσάτο αέρι
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι
φύσα, φύσα εις τον Σταυρό.
Από την Τριπολιτζά μεταβαίνει στην Κόρινθο εκεί άλλοτε παίζει την ήμερη φλογέρα, άλλοτε την πολεμική σάλπιγγα, ευτυχώς όμως πάντοτε και την μίαν και την άλλην. Έρχεται κατόπιν η πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822, και ιδού εις την φοβερήν ώρα της εφόδου, η ιερά θρησκεία, θυγατέρα του ουρανού, διαυθεντεύτρα και παρηγορήτρα των χριστιανών καταβαίνει, την ήμερα της ενανθρωπήσεως του θεού, να επισκεφτεί τον κινδυνεύοντα λαόν της, και βαστώντας τον Σταυρόν εις τα χέρι φιλά την Ελευθερία, την οποίαν ιδού πόσον θαυμάσια ο ποιητής μας την περιγράφει.
Μια τέτοια περιγραφή να είναι η εσπερινή και αυγινή προσευχή κάθε φιλελευθέρου :
A ! το φως, πού σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από την γη.
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μετωπο, οφθαλμό·
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Τα θείον εκείνο φίλημα της Θρησκείας προς την Ελευθερία ενεργεί τα τεράστια εκείνης της ημέρας· η ποίηση γίνεται και αυτή θεία. Η φωνή της είναι εις κάποια μέρη φωνή προφήτου, και παντού ως ορμητικός χείμαρρος χύνει την δύναμη της και την χάριν της.
'Ακολουθούν έπειτα ύμνοι των θαλασσινών μας, του Πατριάρχου ο τραγικός θάνατος, τραγικά και φιλεκδικητικά γραμμένος, συμβουλή εις το έθνος εναντίον της αναθεματισμένης διχόνοιας, και μια αποστροφή σφοδρότατη, εις το τέλος, προς τους Βασιλείς της Ευρώπης, έμπροσθεν των οποίων οι ανδρείοι της Ελλάδος στήνοντας τον Σταυρόν τους ερωτούν λέγοντες :
Τι θα κάμετε; θ' αφήστε
ν' αποκτήσωμεν εμείς
Λευτεριά, ή θα την λύστε
εξ’ αίτιας Πολιτικής;
Τούτο αν ίσως μελετάτε
ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό.
Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ.
Και με το κτυπήσατε κι’ εδώ κλείνει θαυμάσια τα ποίημα.
Λυπούμαι ότι τα στενά όρια της εφημερίδος δεν με συγχωρούν να αναλύσω λεπτομερώς το ποίημα και με βιάζουν να παρατρέψω τόσας στροφάς, με τάς όποιας έπρεπε να υποστηρίξω τους ακολούθους λόγους μου. Από τα προ αιώνων θαμμένα κόκκαλα των προγόνων μας βγήκε ή ελευθερία, καθώς είδαμε, από των ιδίων προγόνων μας τους κωφούς και άφωνους τάφους ξυπνά και ο Σολωμός την βαριά εκεί κοιμωμένη Μούσα. Παρόμοια με την προχθεσινή Ελλάδα εκείτετο και η ποίηση μας έως χθες, πτωχή και άδοξη· παρόμοια με την σημερινή Ελλάδα υψώνεται και αυτή τώρα και λαμπρύνεται.
Ο Ύμνος, περί του οποίου γίνεται λόγος λέγει ο ποιητής ότι δημιουργήθηκε τον Μάιο μήνα το 1823· είναι έως εκατόν εξήντα στροφές συνθεμένος από διάφορα μέρη, φαίνεται ένα, όλον μονομερές και τέλειο, και χωρίζοντας τον εις τα μέρη του ευρίσκεις καθένα από αυτά ένα όλον τέλειο. Το γυμνασμένο στην ποίηση αυτί ακούει εις αυτόν τον Ύμνο όλους τους τόνους της ποιήσεως και η ποικιλία αυτή τον μαγεύει τόσον, ώστε θέλει να τον ακούσει όλον διά μιας.
Βάθος γνώσεως των κανόνων της υψηλής Λυρικής δείχνει ο ποιητής, όταν πηδά από μίαν υπόθεση εις άλλην. Η θερμότητα της καρδίας του αποφεύγει πάντοτε την ψυχρότητα της Μυθολογίας, και το ύψος των ιδεών του αποστρέφεται τους κοινούς τύπους της ποιήσεως.
Είναι γραμμένος εις την κοινότατη γλώσσα, εις την οποίαν είναι παράκαιρο να κάμω καμίαν κρίσιν, θέλοντας, κατά το παρόν, να αποφύγω τις συνηθισμένες δια την γλωσσά μας λογομαχίας· αλλ’ οποιαδήποτε και αν είναι καθενός η γνώμη, δίκαιον είναι να παρατηρηθεί, ότι ή ευρυχωρία της φαντασίας του ποιητή πλάτυνε και αυτά τα στενά όρια της στενής μας γλώσσας, την οποίαν και ανέβασε εις τα ύψη των ιδεών του.
Η αρμονία των στίχων θα φανεί νέα βέβαια εις την Ελληνική ακοή, και όχι αρεστή· αλλά δεν δυσκολεύομαι να ειπώ, ότι είναι τόσον περισσότερο ηδονική, όσον το αυτί του ακροατή είναι μουσικότερο. Αν δεν με απατά η ειλικρινής μου προς τον ποιητή φιλία, νομίζω ότι οι άξιοι αναγνώστες αυτού του Ύμνου θέλει τον κρίνουν δόξα της Ελλάδος, και θέλει ειπούν μαζί μου, ότι εις κανένα καιρόν και εις κανένα έθνος η ελευθερία δεν ηύρε ψάλτη αξιότερο.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
ΠΗΓΗ:
ΣΠ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου