Στο
απόσπασμα οι χήρες και τα μικρά παιδιά τους
Με
τις θανατηφόρες περικοπές στις συντάξεις τους
Ο περιβόητος νόμος της
ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλιώς νόμος Κατρούγκαλου, δεν παρέλειψε να
σημειώσει τις χήρες και τα ορφανά.
Σε μια εποχή φτωχοποίησης
για τους έλληνες πολίτες, η κυβέρνηση περιόρισε δραστικά ακόμη και τα
δικαιώματα από τις χήρες. Στην περίοδο που η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο και
οι μισθοί βρίσκονται στα 300 ευρώ, ο μεταρρυθμιστής υπουργός έδωσε τη χαριστική
βολή στους ανθρώπους που έχασαν τον σύντροφό τους σε νεαρή ηλικία και παράλληλα
μεγαλώνουν παιδιά που μόνο για τα φροντιστήριά τους -όπως είναι δομημένη η
ελληνική εκπαίδευση- απαιτούνται μερικές εκατοντάδες ευρώ. Βέβαια, ας μην
ξεχνάμε τις ανάγκες επιβίωσης, που είναι πρωταρχικές και ακόμη μεγαλύτερες.
Πώς θα επιβιώσουν αυτοί οι
άνθρωποι, κύριε πρωθυπουργέ; Είναι δυνατόν μια γυναίκα που ο σύζυγός της
απεβίωσε πριν αυτή συμπληρώσει τα 52 χρόνια να λαμβάνει σύνταξη χηρείας μόνο
για τρία έτη και εάν απεβίωσε (ο σύζυγος) λίγο πριν από τη συμπλήρωση των 55 να
τη λαμβάνει για τρία χρόνια και μετά αφού συμπληρώσει τα 67 έτη; Με βάση τη
σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας, με την οποία ρυθμίζονται οι
προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης, λόγω θανάτου, στα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου
ή ασφαλισμένου, όταν ο θάνατος του/της συζύγου επήλθε μετά τις 13/5/2016,
εισάγονται ενιαίες αρχές-κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξάρτητα τον
ασφαλιστικό φορέα προέλευσης. Επισημαίνεται ότι για να χορηγηθεί σύνταξη στα
δικαιοδόχα μέλη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, ο θανών θα πρέπει κατά την
ημερομηνία που συνέβη το γεγονός να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις
για τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, πλήρους ή μειωμένης, όπως αυτά
διαμορφώνονται ανά ασφαλιστικό οργανισμό και κατηγορία ασφαλισμένων - νέοι ή
παλαιοί.
Ποιοι
είναι οι δικαιούχοι
Δικαιούχοι είναι ο
σύζυγος, τα νόμιμα τέκνα και όσα εξομοιώνονται με αυτά (αναγνωρισθέντα,
υιοθετημένα κ.λπ.) καθώς και ο/η διαζευγμένος/η σύζυγος, υπό τις παρακάτω
προϋποθέσεις:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο
θεσπίζεται ως όριο ηλικίας, για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου,
το 55ο έτος, το οποίο πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά τον χρόνο θανάτου του
ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, οπότε και η σύνταξη χορηγείται εφ’ όρου ζωής, αν
δεν συντρέξουν ειδικές προϋποθέσεις παύσης της. Εάν ο θάνατος επέλθει προτού
συμπληρωθεί το ως άνω όριο ηλικίας, η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο
για μία τριετία. Μετά την πάροδο της τριετίας ελέγχεται εάν ο επιζών σύζυγος
συμπλήρωσε ή όχι τα 55. Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας ο επιζών σύζυγος
συμπληρώσει τα 55, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται μόλις συμπληρωθεί η
τριετία και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση των 67. Εάν κατά τη διάρκεια της
τριετίας δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος, διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης
με τη λήξη της τριετίας και δεν επαναχορηγείται. Σε περίπτωση όμως που ο επιζών
σύζυγος έχει τέκνα που κατά τον χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή
συνταξιούχου είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους
ή το 24ο έτος, εφόσον σπουδάζουν ή είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε
βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση
των 24 ή ο ίδιος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας με
ποσοστό 67% και άνω και για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, η
σύνταξη λόγω θανάτου συνεχίζει να καταβάλλεται, ανεξάρτητα εάν, βάσει των
ανωτέρω, προκύπτει είτε οριστική διακοπή της είτε διακοπή και επαναχορήγησή της
με τη συμπλήρωση των 67. Σημειώνεται επίσης ότι αν ο επιζών σύζυγος δεν φτάνει
στα 55 κατά τη διάρκεια της τριετίας αλλά εξακολουθεί να λαμβάνει τη σύνταξη
θανάτου και πέραν της τριετίας, λόγω ύπαρξης ανήλικων ή τέκνων που σπουδάζουν ή
ανίκανων για εργασία τέκνων, εφόσον έως τη λήξη της ανηλικότητας ή των σπουδών
ή της ανικανότητας συμπληρώσει τα 55, τότε ναι μεν η σύνταξη θα διακοπεί με την
παύση ισχύος των ως άνω προϋποθέσεων (ανηλικότητα, σπουδές, ανικανότητα), θα
επαναχορηγηθεί ωστόσο όταν ο επιζών συμπληρώσει τα 67.
β) Τα νόμιμα τέκνα και όσα
εξομοιώνονται με αυτά (νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα κ.λπ.) δικαιούνται τη
σύνταξη λόγω θανάτου εφόσον:
1) Είναι άγαμα και δεν
έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εκτός κι αν φοιτούν σε ανώτερες
σχολές ή ανώτατες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού (ακόμη και αν φοιτούν
για απόκτηση δεύτερου πτυχίου ή σε μεταπτυχιακά προγράμματα ή εκπονούν
διδακτορική διατριβή) ή σε ΙΕΚ ή σε κέντρα/σχολές επαγγελματικής κατάρτισης,
οπότε και η χορήγηση της σύνταξης παρατείνεται έως τη λήξη της φοίτησής τους σε
αυτές και σε κάθε περίπτωση έως τη συμπλήρωση των 24. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα
συνταξιοδότησης ενηλίκων άγαμων θυγατέρων καταργείται.
2) Κατά τον χρόνο θανάτου
του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα προς κάθε βιοποριστική
εργασία, εφόσον η ανικανότητα επήλθε πριν από τη συμπλήρωση των 24, οπότε η
σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση των 24 και για όσο
διαρκεί η ανικανότητα προς κάθε βιοποριστική εργασία.Πρόσθετη προϋπόθεση για τη
χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο είναι ο θάνατος του
ασφαλισμένου ή συνταξιούχου να έχει επέλθει μετά την πάροδο πέντε ετών από την
τέλεση του γάμου, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, όπως αυτές περιοριστικά
αναφέρονται στην κοινοποιούμενη διάταξη (θάνατος που να οφείλεται σε ατύχημα,
γέννηση τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου κ.λπ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου