Θεμελιακό γεγονός στην πορεία του νεώτερου ελληνισμού, το 1821, έθρεψε τη νεοελληνική ποίηση από τις ώρες ακόμα, πού ο Αγώνας της Παλιγγενεσίας ήταν καυτή και ματωμένη καθημερινή πραγματικότητα μέχρι τις μέρες μας.
Οι αναγνώστες του παρόντος θα έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι, στη μικρή αυτή ανθολογία από ποιήματα πού έχει εμπνεύσει το '21, περιλαμβάνονται και μερικοί από τους ωραιότερους, υψηλότερους και ρωμαλεώτερους νεοελληνικούς στίχους.
Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι
Σχεδίασμα Β'
"Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει,
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κ' ή μάνα το ζηλεύει»
Τα μάτια ή πείνα έμαύρισε' στα μάτια ή μάνα μνέει'
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει :
«"Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' εχω γώ στο χέρι;
όπου συ μου ' γ ίνες βαρύ κι7 ό Άγαρηνός το ξέρει.»
Σχεδίασμα Γ'
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
κι όταν Θολώσουν τα νερά, κι’ όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κ' οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του,
το πέταξε, τ' αστόχησε, και περιτριγυρνώντας :
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου !
πέλαγο μέγ’, αλί μόνον ! Βαρεί το καλυβάκι'
σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν
αθάνατη 'σαι, πού, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις ;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ' εμέ να κλάψης.»
Διονύσιος Σολωμός
*
Του πολέμου του '21
Κρυφά το λένε τά πουλιά, κρυφά το λεν τ' αηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμένος από την Αγία Λαύρα :
«Παιδιά, γιά μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε,
δεν είν' ο περσινός καιρός κι' ο φετεινός χειμώνας.
Μας ήρθε ή γι-άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Νά διώξουμ' όλη την Τουρκιά ή νά χαθούμε ούλοι».
Δημοτικό
*
Το Χάνι της Γραβιάς
(απόσπασμα)
Ούτε εν όπλον εις μάτην καπνίζει,
ούτε εν όπλον είς μάτην βροντά
κάθε βόλι συρίζον πετά
και τα κρέατα σχίζει.
Περιίπτατ' εκεί πολυαίμων
εν νεφέλαις καπνού και πυρός,
με το βλέμμα δριμύ, φοβερός
τον ολέθρου ο δαίμων.
Ταχυθάνατον πέλεκυν σείει
και ακόρεστον βλέμμα κολλά
οπού αίματα ρέουν πολλά,
όπου θνήσκουν ανδρείοι.
Ή κλαγγή ώς γλυκύφθογγον μέλος
του θηρίου τα ώτα κτυπά,
και τα μέλαινα χείλη του σπά
καταχθόνιος γέλως.
Γεώργιος Ζαλοκώστας
*
Κανάρης
Όλη ή βουλή των προεστών στο μώλο συναγμένη
είπε πώς όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και νά μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση :
«Τίποτα, aρχόντοι, δε φελά' μονάχα το καράβι!»
Σα μ' άκουσε ένα άπ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
«Ποιος είναι αυτός, και πώς τον λέν, που συβουλές μας δίνει;»
Να τα Ψαρά πώς χάθηκαν. Κι' εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, καί πέρα τράβηξα κατά της Χιός τα μέρη,
κ' είπα από κει—δε βάσταξα—με χείλια πικραμένα :
Νά πώς με λεν εμένα !»
Αλέξανδρος Πάλλης
*
Στ' άρματα
(Από τους «Βωμούς»)
Κ' εσύ, ιερό, με τ' άργυροδεσίδια
και με τά κρεμεζά ψηφιά, Βιβλίο!
Το πρώτο σου το φύλλο είν' ή κρεμάλα
Του Πατριάρχη,
και το στερνό σου φύλλο είναι το βόλι
που τρώει το Γιο τον ήρωα της Καλογριάς
και τ' όνομα χρυσό στο ξώφυλλό σου:
Τό ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ.
Με βαριές τότε θάρθουμε λαμπάδες,
ή καθεμιά ώς το μπόι μας. αναμμένες,
και με δαφνόκλαρ άπό τών Ελλήνων τά περιβόλια.΄
Θά κάνονμε ν’ στράψης και νάφέξης,
τέμπλο εκκλησιάς φωτοπλημμυρισμένης,
και νά μοοκοβολήσης, καθώς ένας μακάριος κόσμος
πον θά μοσκοβολούσε άπό τη χλώρη
τών καλόκαιρων όλων,χλωρή πάντα,
κι όλο άπό τάνθια τών άπριλομάηδων,
ιερό Βιβλίο !
Τρίζονν τά δόντια, τά σπαθιά τροχίζουν
Άλλοι Αγώνες' απελπισμένοι η ψόφιοι
μόνο ξεχνιούνται στο ξεφύλλισμα σου
την ώρα τούτη.
Κωστής Παλαμάς
*
Εικοστή πέμπτη Μαρτίου
Ευαγγελισμός - Ελληνισμός
Με μιας ανοίγει ο ουρανός τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγ' αστράφτει... ακούονται ψαλμοί καί μελωδία...
Πετάει εν άστρο... στάματα εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε, της λέει, άειπάρθενε, ευλογημένη, χαίρε !
Ό Κύριος μου είναι με σέ. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλαι ο ουρανός... Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι' απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραχα, σκοτάδι ολόγυρα της.
Τα καταφρόνια, ή δυστυχία σέπουν τα κόκκαλά της.
Τρέμει με μιας ή φυλακή και διάπλατη ή θυρίδα
φέγγει κι' αφήνει και περνά εν άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλόνει τα φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μή φοβοϋ, χαίρε, Παρθένε, χαίρε
. Ό Κύριος μου είναι με σέ, Ελλάς, ανάστα, χαίρε».
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου