Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

«Φθόνος θεών» ο άργυρος και ο χρυσός


«Φθόνος θεών» ο άργυρος και ο χρυσός
Στην κλασική Αθήνα απαγορευόταν η χρήση σκευών από πολύτιμα μέταλλα στους πολίτες

Του Χρ. Γ. Ντουμα*

Με την έκφραση «φθόνος θεών» οι πολίτες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εννοούσαν στο σύνολό τους τα σκεύη από πολύτιμα μέταλλα, χρυσό και άργυρο. Φαίνεται πως, κατά κάποιο τρόπο, η έκφραση είχε καθιερωθεί στη συνείδηση των πολιτών ως άγραφος νόμος, βάσει του οποίου η χρήση τέτοιων σκευών, από όσους πολίτες είχαν την οικονομική ευχέρεια να το πράξουν, αποτελούσε πρόκληση και θα προκαλούσε τον φθόνο εκείνων που είχαν το προνόμιο να ξεχωρίζουν, των θεών. Ηταν, με άλλα λόγια, μια πρακτική εφαρμογή της ισοτιμίας ανάμεσα στους πολίτες. Αυτό φαίνεται πως επιβεβαιώνεται και από την αρχαιολογική μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία μόνο σε ιερά της κλασικής αρχαιότητας έχουν βρεθεί σκεύη από πολύτιμα μέταλλα ως αφιερώματα στους θεούς. Χαρακτηριστική δε είναι, από την άποψη αυτή, και η παντελής απουσία τέτοιων σκευών από τους τάφους της ίδιας περιόδου, ακόμη και στην Αθήνα που φημιζόταν τόσο για την ποιότητα όσο και για την υψηλή καλλιτεχνική στάθμη των έργων τορευτικής, που παρήγαν εργαστήριά της.

Σύμβολα κύρους

Οπωσδήποτε σκεύη από αναλλοίωτα μέταλλα, όπως είναι το χρυσάφι και το ασήμι, προσέδιδαν κύρος και η διαχρονική μελέτη της χρήσης των σκευών μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη της κοινωνικής ταυτότητας των κατόχων/χρηστών τους. Αν και σπανιότατα, χρυσά ή αργυρά σκεύη έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο Αιγαίο τουλάχιστον από τα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Ωστόσο, οι ανασκαφικές συνάφειες αυτών των ευρημάτων δεν είναι ασφαλείς για να βγάλει κανείς κάποια συμπεράσματα για τους πιθανούς χρήστες των: τόσο η χρυσή κύμβη (σαλτσιέρα) που εκτίθεται στο Λούβρο και θεωρείται ότι προέρχεται από την Αρκαδία, όσο και οι θεωρούμενες ως κυκλαδικής προελεύσεως αργυρές φιάλες του Μουσείου Μπενάκη και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης είναι μάλλον προϊόντα λαθραίων ανασκαφών και συνεπώς χωρίς αρχαιολογική αξία.

Ισως όμως αξίζει να σημειωθεί ότι ο χρόνος στον οποίο αποδίδονται συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία έχουμε τις πρώτες σαφείς ενδείξεις για κεντρική εξουσία, που ίσως εκπορευόταν από τα λεγόμενα «Σπίτια με Διαδρόμους». Δεν αποκλείεται, λοιπόν, αυτά τα σκεύη να αποτέλεσαν σύμβολα κύρους αυτής της εξουσίας.

Αν και η χρήση του αργύρου και του χρυσού για την κατασκευή κοσμημάτων δεν σταμάτησε ποτέ, σκεύη από τα μέταλλα αυτά δεν ξαναβρίσκουμε στις κοινωνίες του Αιγαίου πριν από τον 16ο αιώνα π.Χ., οπότε απαντούν ως κτερίσματα σε βασιλικούς τάφους της Μυκηναϊκής περιόδου. Με το τέλος της Εποχής του Χαλκού σταμάτησε πάλι η παραγωγή και χρήση σκευών από ευγενή μέταλλα και μόνο κοσμήματα απαντούν στις ανασκαφικές συνάφειες της Γεωμετρικής περιόδου.

Αφιερώματα στα ιερά

Στους αρχαϊκούς χρόνους επανεμφανίζονται, και συνεχίζουν να παράγονται και κατά την Κλασική περίοδο και να κατατίθενται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στα ιερά ως αφιερώματα. Ωστόσο, την εποχή αυτή τα εργαστήρια τορευτικής τροφοδοτούν επίσης με τις δημιουργίες τους τις αριστοκρατίες των βαρβάρων στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου. Πράγματι, οι θησαυροί που έχουν αποκαλυφθεί στις χώρες των αρχαίων Θρακών και Σκυθών συχνά περιλαμβάνουν χρυσά και αργυρά σκεύη που κατά κανόνα αναγνωρίζονται ως έργα ελληνικών εργαστηρίων. Μάλιστα, προϊόντα αθηναϊκών εργαστηρίων της Κλασικής περιόδου έχουν αναγνωριστεί σε ευρήματα από τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Κριμαία, τη Σκυθία, τη Μικρά Ασία.

Η βουλιμία για απόκτηση πλούτου, για χρυσάφι, έχει διαφθείρει ακόμη και ευγενείς σε όλους τους πολιτισμούς της γης και οι βάρβαροι ηγεμόνες στην περιφέρεια του αρχαίου ελληνισμού δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση, καθώς βεβαιώνει και ο Θουκυδίδης, λέγοντας ότι δώρα «τόσο από χρυσό όσο και από άργυρο προσφέρονταν… όχι μόνο προς τον Σεύθο, αλλά και στην αυλή του και τους γενναίους μεταξύ των Οδρυσσών» (ΙΙ, 97). Ισως μια τέτοια διαδικασία υπαινίσσεται ο θρύλος ότι ο βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ ο Μακεδών κέρδιζε τις μάχες του χρησιμοποιώντας «χρυσές ασπίδες».

Την αναβάθμιση του κύρους και την επιβολή στους υπηκόους των επιδεικνύοντας τον πλούτο τους επεδίωξαν κατά κόρον τόσο οι Μακεδόνες βασιλείς και οι διάδοχοι της Ελληνιστικής περιόδου, όσο και η αριστοκρατία που τους περιέβαλλε. Μια απλή επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς τον τεράστιο πλούτο που κατέθεταν με τη μορφή χρυσών και ασημένιων σκευών μέσα στους τάφους οι Μακεδόνες αριστοκράτες. Ο πλούτος αυτός παράλληλα καταδεικνύει την τεράστια διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στη βασιλευόμενη Μακεδονία και τη δημοκρατική νότια Ελλάδα, όπου καθώς ήδη επισημάνθηκε, ποτέ δεν βρέθηκαν αργυρά ή χρυσά σκεύη ως κτερίσματα σε τάφους.

Αυτήν την προκλητική επίδειξη πλούτου αποκαλύπτει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, περιγράφοντας με ενάργεια την παρέλαση 1.600 νεαρών στους δρόμους της Αλεξάνδρειας: «Από αυτούς διακόσιοι πενήντα νέοι κρατούσαν χρυσές οινοχόες και τετρακόσιοι ασημένιες. Μια άλλη ομάδα διακοσίων είκοσι νεαρών κουβαλούσε χρυσούς και ασημένιους ψυκτήρες κρασιού. Μετά από αυτούς άλλα αγόρια μετέφεραν δοχεία για γλυκίσματα: είκοσι από αυτά ήσαν από χρυσάφι, πενήντα από ασήμι, ενώ άλλα τριακόσια δοχεία ήσαν κοσμημένα με εγκαυστικές ζωγραφιές σε ποικίλους χρωματισμούς» (Βιβλίο Ε, 200 α).

Δημοκρατία στην πράξη

Από τη συνοπτική περιγραφή της διαχρονικής χρήσης πολύτιμων σκευών από ευγενή μέταλλα γίνεται φανερό ότι αυτά αποτελούσαν σύμβολα κύρους και εξουσίας. Ιδιαίτερα κατά τους ιστορικούς χρόνους, για τους οποίους οι πληροφορίες μας είναι πιο άμεσες και πιο τεκμηριωμένες, η προσωπική κατοχή αργυρών και χρυσών σκευών αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα αυταρχικής ή βαρβαρικής εξουσίας. Αντίθετα, στη νότια Ελλάδα το σύνθημα «φθόνος θεών» φαίνεται πως λειτουργούσε ως μέσο για να αποτρέπεται η έπαρση και η προκλητική συμπεριφορά.

Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται πως έτεινε, τουλάχιστον στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, η παραγωγή επιτραπέζιων σκευών της λεγόμενης μελαμβαφούς κεραμικής σε κλίμακα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βιομηχανική. Κάλλος, απλότητα και από τεχνική άποψη άριστη ποιότητα, βασικά γνωρίσματα του κλασικού ιδεώδους, κάλυπταν με χαμηλό κόστος τις καθημερινές ανάγκες όλων των πολιτών αδιακρίτως: πρακτική εφαρμογή της δημοκρατίας.

* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 19.7.2009

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_19/07/2009_322396


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου