Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Ποιοι «έχτισαν» το Μουσείο της Ακρόπολης




Ενας πρώην υπουργός και μία πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού καταγράφουν το χρονικό της ανέγερσης

Των Θεοδωρου Παγκαλου και Λινας Μενδωνη*

Εχει κάπως απομακρυνθεί ο ήχος των κυμβάλων και η ιαχή. Τώρα που κρύωσαν οι ειδήσεις και ενδεχoμένως αμβλύνθηκαν τα πάθη, για όσους ενδιαφέρονται για την αλήθεια, σκεφθήκαμε ότι η καταγραφή των πραγματικών γεγονότων θα είχε κάποια σημασία. Δεν τρέφουμε την αυταπάτη ότι μπορούμε να νικήσουμε την καπηλεία και τη δαφνοκλοπή. Απλώς προσπαθήσαμε να τακτοποιήσουμε τις ημερομηνίες, τις πράξεις και τις παραλείψεις. Ισως είναι χρήσιμο και για το μέλλον.

Τη δεκαετία του 1970, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε συνεργασία με τους υπουργούς Πολιτισμού Κ. Τρυπάνη και Δ. Νιάνια δρομολόγησαν δύο πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, το 1977 και το 1979, για την εκπόνηση μελέτης για την ανέγερση στο δημόσιο κτήμα Μακρυγιάννη ενός νέου Μουσείου, το οποίο θα φιλοξενούσε τις αρχαιότητες της Ακρόπολης. Ο Καραμανλής είχε από την αρχή θεωρήσει ότι ο καλύτερος χώρος για την ανέγερση του Μουσείου ήταν ο συγκεκριμένος, αφ’ ενός γιατί βρισκόταν σε άμεση σχέση με τον Βράχο, αφ’ ετέρου διότι ανήκε στο Δημόσιο, άρα δεν προϋπέθετε ακριβές απαλλοτριώσεις. Και οι δύο διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι. Ετσι ατόνησε η ιδέα για την ανέγερση του Μουσείου. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά και το γεγονός ότι είχαν ήδη εκδηλωθεί έντονες επιφυλάξεις και διαφωνίες σχετικά με την καταλληλότητα του κτήματος Μακρυγιάννη να δεχθεί το νέο κτίριο.

Επιστροφή των Μαρμάρων

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και την τοποθέτηση στο Υπουργείο Πολιτισμού της Μελίνας Μερκούρη, δίνεται νέα ώθηση και δυναμική στο θέμα του Μουσείου. Στην Παγκόσμια Διάσκεψη της UNESCO στο Μεξικό το καλοκαίρι του 1982, η Μελίνα έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα που είχαν διαρπαγεί από τον Ελγιν. Την επόμενη χρονιά ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Βρετανική Επιτροπή για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Πίσω από την πρωτοβουλία αυτή ήταν οι προσωπικές γνωριμίες της Μελίνας και του Ντασσέν. Ο Ζυλ Ντασσέν ήταν αυτός που πρώτος και με πάθος ασπάστηκε το όραμα της Μελίνας. Τότε υπεβλήθη για πρώτη φορά επισήμως από την Ελληνική Κυβέρνηση προς την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας το αίτημα για τον επαναπατρισμό των γλυπτών.

Ουσιαστικά, από τότε το ζήτημα της διεκδίκησης των παρθενωνείων γλυπτών συνδέθηκε με την αναγκαιότητα ανέγερσης ενός σύγχρονου Μουσείου το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει το σύνολο των αρχαιοτήτων της Ακρόπολης, καθώς ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου εναντίον της επιστροφής των Μαρμάρων ήταν ότι η Αθήνα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο για να στεγάσει τα γλυπτά. Η σύνδεση της επιστροφής των Μαρμάρων με την ολοκλήρωση του νέου Μουσείου δίνει άλλη ποιότητα στο θέμα.

Η ανέγερση του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης αναδεικνύεται σε κρίσιμη προτεραιότητα της πολιτιστικής πολιτικής της Μελίνας. Το 1988 κηρύσσονται απαλλοτριωτέα όλα τα ιδιωτικά ακίνητα του οικοδομικού τετραγώνου Μακρυγιάννη και συγκροτείται πολυεπιστημονική επιτροπή προκειμένου να γνωμοδοτήσει για τη θέση του Μουσείου. Η επιτροπή εισηγήθηκε τρεις χώρους: το δημόσιο κτήμα Μακρυγιάννη, τη θέση του εστιατορίου «Διόνυσος» και τους λόφους της Κοίλης και του Φιλοπάππου. Τον Μάιο του 1989 προκηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για τη μελέτη ανέγερσης του Νέου Μουσείου σε έναν εκ των τριών χώρων. Αυτό απεδείχθη εκ των υστέρων λάθος της Μελίνας. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς πιο απλά στη συνέχεια, αν είχε εκείνη επιλέξει τον χώρο.

Στον διαγωνισμό συμμετείχαν 438 ομάδες μελετητών. Ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1990, επί υπουργίας Τζ. Τζαννετάκη. Το πρώτο βραβείο απενεμήθη από διεθνή κριτική επιτροπή στους M. Nicoletti και L. Passarelli με τους οποίους, το 1992, η τότε υπουργός Πολιτισμού Α. Μπενάκη - Ψαρούδα υπέγραψε σύμβαση. Το ΣτΕ, τον Οκτώβριο του 1993, αποδέχθηκε την προσφυγή του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ) για κάποιο τυπικό θέμα και ακύρωσε τον διαγωνισμό. Τότε, το Υπουργείο Πολιτισμού ακύρωσε αναγκαστικά και την σύμβαση με τους Ιταλούς μελετητές. Το ζήτημα της ανέγερσης του Νέου Μουσείου βρισκόταν σε αδιέξοδο.

Μετά τον θάνατο της Μελίνας, τον Μάρτιο του 1994, ο υπουργός Θ. Μικρούτσικος και ο υφυπουργός Ν. Σηφουνάκης, αρχιτέκτων, έφεραν στη Βουλή τον ιδρυτικό νόμο του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακροπόλεως (ΟΑΝΜΑ). Ο νόμος ψηφίστηκε από τις τρεις πτέρυγες της Βουλής. Ο Οργανισμός λειτούργησε ως ΝΠΙΔ το 1995 με πρώτο πρόεδρο τον Σ. Μουσούρη, τ. επίκουρο γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ο υπουργός Πολιτισμού Στ. Μπένος εξέδωσε δύο Προεδρικά Διατάγματα για τη χωροθέτηση του Μουσείου στο κτήμα Μακρυγιάννη και τους όρους δόμησης του κτιρίου. Εν τω μεταξύ, οι περίοικοι έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση των απαλλοτριώσεων.

Παράλληλα, τον Δεκέμβριο του 1996, το Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη αναθέτει με δικές του δαπάνες την εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης προμελέτης για το κτίριο στους αρχιτέκτονες που είχαν πρωτεύσει στον διεθνή διαγωνισμό M. Nicoletti και L. Passarelli.

Σημαντικές αρχαιότητες

Η ανασκαφή που ήδη διενεργούνταν απέδωσε πυκνά και σημαντικά αρχαία ερείπια. Συγκεκριμένα μία γειτονιά των Αθηνών της ύστερης αρχαιότητας και των πρώτων παλαιοχριστιανικών αιώνων, η οποία πουθενά αλλού στην πόλη δεν είχε σωθεί. Τα αρχαία έπρεπε να διατηρηθούν και να αναδειχθούν επί τόπου.

Εξ αιτίας των αρχαιοτήτων, η υπουργός Πολιτισμού Ε. Παπαζώη, αποφάσισε το 1999 την μη εφαρμογή της μελέτης των Nicolleti - Passarelli και συγκρότησε διεπιστημονική επιτροπή, προκειμένου να γνωμοδοτήσει κατά πόσον ήταν δυνατή η κατασκευή του Μουσείου στον συγκεκριμένο χώρο. Η επιτροπή εισηγήθηκε τη δυνατότητα συνύπαρξης των αρχαιοτήτων με το κτίριο του Μουσείου. Η εισήγηση συζητήθηκε στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Οκτώβριος 1999), το οποίο ομοφώνως την απεδέχθη. Στο τέλος του 1999 κατετέθη από την Ε. Παπαζώη προς την Βρετανική Κυβέρνηση για δεύτερη φορά το αίτημα της επιστροφής των γλυπτών.

Ο νέος διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προκηρύχθηκε το καλοκαίρι του 2000 επί υπουργίας Θ. Πάγκαλου.

Την ίδια περίοδο, αναδιοργανώνεται ο ΟΑΝΜΑ και τοποθετείται πρόεδρός του ο Δ. Παντερμαλής. Επίσης, επί υπουργίας Θ. Παγκάλου πραγματοποιείται στο Λονδίνο η συζήτηση επί του δευτέρου αιτήματος της Ελληνικής Κυβέρνησης για τον επαναπατρισμό των παρθενωνείων γλυπτών. Την Κυβέρνηση εκπροσώπησε τριμελής αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον τότε υπουργό Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου και μέλη τον αείμνηστο Πρόεδρο του Ιδρύματος Μελίνας Μερκούρη Ζυλ Ντασσέν και την τότε Γενική Γραμματέα του ΥΠ.ΠΟ. Λίνα Μενδώνη.

Εν τω μεταξύ, στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, που βρισκόταν σε εξέλιξη, συμμετείχαν 12 μελετητικές ομάδες. Η διεθνής επιτροπή αξιολόγησης, που ορίστηκε από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Ευ. Βενιζέλο, επέλεξε τον Σεπτέμβριο του 2001 την πρόταση των Β. Tschumi - Μ. Φωτιάδη και τον Δεκέμβριο υπογράφηκε η σχετική σύμβαση.

Ο θεμέλιος λίθος

Ο Ευ. Βενιζέλος, κατόπιν ομοφώνων γνωμοδοτήσεων του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ενέκρινε την προμελέτη το 2002 και την οριστική μελέτη το 2003. Τον Ιούλιο του 2002 είχε εκδοθεί από την Πολεοδομία Αθηνών άδεια για εργασίες εκσκαφών και αντιστηρίξεων της θεμελίωσης του Μουσείου, οι οποίες ξεκίνησαν 14 μήνες αργότερα. Ο θεμέλιος λίθος του Μουσείου τίθεται το καλοκαίρι του 2003 με την έναρξη των συγκεκριμένων εργασιών. Η αιτία της καθυστέρησης της έναρξης των εργασιών ήταν τα ασφαλιστικά μέτρα και οι αναστολές των εργασιών εξαιτίας των συνεχών μηνύσεων που υπέβαλαν περίοικοι εναντίον κυρίως της Α΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων και του ΟΑΝΜΑ για δήθεν καταστροφή αρχαιοτήτων.

Παράλληλα, ο ΟΑΝΜΑ ανέθεσε και συνέταξε νέα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία εγκρίθηκε με νόμο τον Δεκέμβριο του 2003. Με τον ίδιο νόμο χορηγήθηκε και η οικοδομική άδεια για την ανέγερση του κτηρίου.

Την έκδοση οποιασδήποτε πράξης του Υπουργείου Πολιτισμού συνόδευε καταιγισμός μηνύσεων και προσφυγών στο ΣτΕ, πάντα με το επιχείρημα της προσβολής των μνημείων της Ακρόπολης ή της καταστροφής των αρχαιοτήτων στο οικόπεδο Μακρυγιάννη.

Το 2002, ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Π. Τατούλης κατέθεσε στον Αρειο Πάγο μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου για παράβαση καθήκοντος και παράβαση του νόμου περί Αρχαιοτήτων. Αυτές οι ενέργειες έσυραν πολλές φορές τον Πρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. του ΟΑΝΜΑ, του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, της διεθνούς επιτροπής αξιολόγησης του διαγωνισμού, καθώς και διευθυντικά στελέχη του ΥΠ.ΠΟ. σε δυσάρεστες και δαπανηρές περιπέτειες, ενώ το ίδιο το έργο της ανέγερσης του Μουσείου εμπλέκεται σε αναίτιες, χρονοβόρες διαδικασίες.

Τον Φεβρουάριο του 2004, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου βάσει της μηνυτήριας αναφοράς που είχε υποβάλει ο βουλευτής της Ν.Δ. Π. Τατούλης.

Το 2004, ανέλαβε υφυπουργός Πολιτισμού ο Π. Τατούλης. Τον Ιούλιο το ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο απέρριψαν τις προσφυγές των περιοίκων και του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), οπότε το έργο, έπειτα από μήνες απραξίας, ξεκίνησε και πάλι. Τον Νοέμβριο υπογράφηκε η σύμβαση για την κατασκευή του Μουσείου με την τεχνική εταιρεία ΑΛΤΕ ΑΤΕ, την οποία υποκατέστησε η εταιρεία ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε ο κ. Τατούλης, αλλά ούτε και ο τότε υπουργός Πολιτισμού και πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής έκαναν οποιαδήποτε, έστω και έμμεση, δήλωση αυτοκριτικής.

Μεσούντος του 2007 εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για τους κατηγορουμένους βάσει της μηνυτήριας αναφοράς Τατούλη. Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ο μηνυτής είχε αναιρέσει όσα περιελάμβανε η αναφορά του καταθέτοντας ότι (…) μάλλον είχε παραπληροφορηθεί διότι από πλευράς ΥΠ.ΠΟ. και ΟΑΝΜΑ είχαν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων.

Πέραν όμως των όποιων δηλώσεων Τατούλη, αψευδής μάρτυρας ότι το ΥΠ.ΠΟ. και ο ΟΑΝΜΑ όλο το προηγούμενο διάστημα ενεργούσαν σύμφωνα με το νόμο και με γνώμονα την προστασία των αρχαιοτήτων είναι ο αναπεπταμένος, αναδεδειγμένος και επισκέψιμος, αρχαιολογικός χώρος των πέντε στρεμμάτων στο υπόγειο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, όπως εξ αρχής είχε μελετηθεί και προγραμματισθεί.

Μεταφορά των αρχαίων

Τον Ιούλιο του 2007, επί υπουργίας Γ. Βουλγαράκη, το παλιό Μουσείο επί του Βράχου έπαψε να λειτουργεί. Τον Οκτώβριο του 2007, επί υπουργίας Μ. Λιάπη, ξεκίνησε η μεταφορά των αρχαίων από την Ακρόπολη στο Μουσείο, η οποία διήρκεσε κάποιους μήνες. Τον Φεβρουάριο του 2009, έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση, επί υπουργίας Α. Σαμαρά, εγκρίθηκε η μουσειολογική μελέτη του Νέου Μουσείου.

Η κατασκευή του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης ήταν ένα πρόγραμμα με διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι ένα ειδικό οικοδομικό έργο. Η κατασκευή του Μουσείου από τη Μελίνα και απ’ όλους τους υπουργούς Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ συνδέθηκε άμεσα με το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνος. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. συνειδητοποίησε τη σχέση των δύο ζητημάτων (Μουσείο και διεκδίκηση γλυπτών) πολύ αργά, μόλις το φθινόπωρο του 2007, όταν ο πρωθυπουργός, σε δηλώσεις του μετά το πέρας επίσκεψής του στο Νέο Μουσείο, συνέδεσε τα δύο θέματα.

Η κήρυξη και η ολοκλήρωση των μεγάλων απαλλοτριώσεων, όσο και η χωροθέτηση του Μουσείου, σε σχέση με τα αρχαιολογικά ευρήματα, προκάλεσαν μεγάλο αριθμό προσφυγών, όχι μόνον στο ΣτΕ, αλλά και στα διοικητικά και τα ποινικά δικαστήρια. Ο αριθμός των μηνύσεων ξεπέρασε τις εκατό. Για όλες τις υποθέσεις εκδόθηκαν απαλλακτικά βουλεύματα. Εξ αιτίας των ανωτέρω που είχαν ως συνέπεια σε πολλές περιπτώσεις την πολύμηνη αναστολή των εργασιών, χάθηκε πολύτιμος χρόνος για το έργο της ανέγερσης του Μουσείου, το οποίο θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί τουλάχιστον τρία χρόνια νωρίτερα.

Πριν από λίγες μέρες γιορτάστηκε με κλιμακούμενες εκδηλώσεις η έναρξη της λειτουργίας του Νέου Μουσείου. Στα επίσημα εγκαίνια είχαν προσκληθεί και παρευρέθησαν οι πρώην Υπουργοί Πολιτισμού που είναι φανερό ότι «έχτισαν» το Μουσείο. Πάλι καλά. Τουλάχιστον αυτοί δεν ξεχάστηκαν στην προσπάθεια οικειοποίησης και μονοπώλησης του έργου και των συμβολισμών του από τους κυβερνώντες. Αλλωστε, δεν θα ήταν η πρώτη φορά.

Ας είναι! Για μας σημασία έχει ότι έγινε το Μουσείο. Οτι η επιθυμία της Μελίνας έγινε πραγματικότητα. Γι’ αυτό και συνεορτάσαμε τα εγκαίνια.

Τέλος καλό όλα καλά, αλλά χρήσιμο είναι να θυμόμαστε.

*Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι βουλευτής, πρώην υπουργός Πολιτισμού. Η κ. Λίνα Μενδώνη είναι αρχαιολόγος, πρώην Γενική Γραμματέας του ΥΠ.ΠΟ.

Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.7.2009

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_19/07/2009_322527

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου