Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

ΑΘΗΝΑ ΕΤΟΣ 1919



ΑΘΗΝΑ - ΠΛΑΚΑ 1919

-->
Έχετε άραγε σκεφθεί πως ήταν η ζωή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τι σκέπτονταν οι τότε Αθηναίοι για τα παιδιά τους;
Για να πάρετε μια γεύση σας μεταφέρω από το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 15ης Σεπτεμβρίου 1919 το σχετικό χρονογράφημα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα αυτή.
Για να μη χαλάσω μάλιστα το ύφος του χρονογραφήματος κράτησα την γλώσσα και την ορθογραφία του πρωτοτύπου με μόνη εξαίρεση την κατάργηση των τόνων της καθαρεύουσας.
κγ

-->
Σημειώσεις Αθηναίου
15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1919
Κάποτε συλλογίζομαι τα νέα παιδιά.
Τι θα γίνουν αυτά τα πλάσματα» που δεν περιμένουν να θαυμάσουν τίποτα πλέον εις τον κόσμον αυτόν ;

Όταν άνοιξαν ένα βράδυ τα μάτια των δια να αντικρύσουν την πλάσιν, ένας πελώ­ριος γλόμπος ηλεκτρικού των εκατό κηρίων εφώτιζε την κούνια των. Και από εκείνην την στιγμήν εμπρός εις το μπιμπερόν τους είδαν να χορεύη τον τρελλόν χορόν της προόδου ή Επιστήμη. Τα αεροπλάνα εκατέβαιναν εις το πεζοδρόμιον, τα υποβρύχια ώργωναν τας θάλασσας, ένας μυριόνεκρος πόλεμος εσκόρπιζε μ’ εργαλεία καταχθόνια νεκρούς εις όλην την γην και το κουτί τα σπίρτα εφθανεν ένα δίφραγκο. Τί ειμπορεί πλέον να συμβη εις την σφαίραν, δια να δώση εις τας νέας αυτάς υπάρξεις την χαράν της καταπλήξεως ; Η ιδική μας γενεά ελευκάνθη γουρλώνουσα τους οφθαλμούς ανά πάν εικοσιτετράωρον. Αντίκρυσε μίαν αυγήν τα αμάξια να τρέχουν δίχως άλογα.

Είδε τα δίποδα να πετούν και αγαθούς πολίτας να κάμουν τούμπες εις τον αέρα. Είδεν ανθρώπους να πίνουν καφέν εις το Βερολίνον και να φονεύουν άλλους ανθρώπους που έκαμναν τα ίδια εις το Πα­ρίσι. Έστειλε την φωνήν της δια μέσου των ωκεανών και εις τας πλέον μακρυνάς Ηπείρους, έλαβε απάντησιν εις ολίγα δευτερόλεπτα, και τα έκαμε όλα αυτά άλλοτε με ολίγον σύρμα και άλλοτε χωρίς σύρμα, διά το οικονομικώτερον. Και όταν ή γραία Γη την εστενοχώρει με τα χιονισμένα της Βουνά και τους ωραίους της κάμπους, ή γενεά μας ετρυπούσε βιαστική τα βουνά και έκοβε τους κάμπους, διά να μη χάνουν καιρόν πολύτιμον εις γύρους ασκόπους.

Και τώρα έκουράσθη. Κάποτε βλέπει κά­νεις δυο ανθρώπους με λευκά μαλλιά να αργοπερνούν την όδον Συγγρού με ένα πανάρχαιον λαντώ. Ο κύριος φορεί ακόμη το καπέλλον που εφορούσαν οι κομψευόμενοι των αρχών του περασμένου αιώνος, ή κυρία κρατεί το καπελλίνον της με τις βε­λούδινες κορδέλες που σχηματίζουν φιόγγον εμπρός εις τον λαιμόν, και κάποια τουρνούρα φαίνεται να κρύπτεται εις το βάθος της αμάξης. Τα αυτοκίνητα περ­νούν και χάνονται γεμάτα κόσμον, τα α­εροπλάνα θορυβούν μέσα εις τα νέφη, και τα τηλεγραφικά σύρματα πάλλονται δεξιά και αριστερά τις οίδε από ποίας χαράς και από ποίους πόνους. Και το λαντώ αργοπερνά σέρνει αδιάφορον πειά την γενεάν η οποία έκουράσθη να κατα­πλήσσεται, και νοσταλγεί τώρα τα πρώτα εκείνα μέσα με τα όποια εκινήθησαν ή έζησαν οι άνθρωποι του παλαιού καιρού. Τί σημαίνει ; Την ευτυχία ειμπορεί να την συνάντηση κάνεις και με το μόνιππον, όταν ο άλλος την κυνηγά με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων.


*
***
Προχθές εις το Ζάππειον μία γραία νταντά εκρατούσεν ένα ξανθόν άνθρωπον ηλικίας επτά ή οχτώ ετών. Έξαφνα ένα αεροπλάνον εφάνη εις τα σύννεφα, κατέβη, έστριψε, εγύρισε πάλιν, ηνώχλησε την κορυφην ενός κυπαρισσιού και εκάρφωσε την νταντάν έκθαμβον εις το χώμα. Και ο μπεμπές εγύρισε και της είπε :

— Πάμε, Νταντά,...αεροπλάνο είνε...

Είνε η νέα γενεά, που δεν θα καταπλαγή πλέον.

Ι. ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Πηγή:
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - ΠΡΩΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ (1919-2000)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου