Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Η δίψα της επιβίωσης



ΜΑΝΤΩ ΝΤΑΛΙΑΝΗ-ΚΑΡΑΜΠΑΤΖΑΚΗ,
«Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου,1946-1949. σημερινοί ενήλικες»
(επιστημονική επιμέλεια -.Ι. Τσιάντης - Δ. Πλουμπίδης).
Μουσείο Μπενάκη - Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. - Εκδόσεις της Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου
2009 - σελ, 526



Η δίψα της επιβίωσης

Σε μια μελέτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα

στην Ελλάδα αναδεικνύονται οι επιπτώσεις

του εγκλεισμού σε παιδιά πολιτικών κρατουμένων

της δεκαετίας του '40.



Eίχε μόλις αποφοιτήσει από την Ια­τρική Σχολή, το 1949, όταν η Μαντώ Νταλιάνη, κόρη Μικρασιατών προ­σφύγων, συνελήφθη από τις ελληνικές Αρχές για παράνομη πολιτική δράση. Μέχρι να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που τη Βάραιναν και να αφεθεί ελεύθερη, χρει­άστηκε να περάσει 20 μήνες στις Φυλακές Α­βέρωφ, στο παράρτημα όπου κρατούνταν απο­κλειστικά γυναίκες, καθώς και ορισμένα ανή­λικα τέκνα των εκεί πολιτικών κρατουμένων.

Ο εμφύλιος είχε μόλις φτάσει, επίσημα, στο τέλος του, ωστόσο ο βαθύς διχασμός στο κοι­νωνικό σώμα θα χρειαζόταν πολλές δεκαετίες μεταπολεμικά για να επουλωθεί. Επρόκειτο για ένα διχασμό που θα ριζωνόταν Βαθιά όχι μόνο στις πολιτικές συνειδήσεις, αλλά και στις ψυχές ιδίως όσων είχαν πάρει ενεργό μέρος στην ένο­πλη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τη δεκαετία του '. Οι διώξεις των κομμουνιστών ή ακόμη και των «συμπαθούντων» την Αριστερά, με βάση ένα ολόκληρο νομικό-πολιτικό σύστημα το οποίο υ­ποστηριζόταν από εκτεταμένη αστυνομική επι­τήρηση του πληθυσμού και από τη συνεργεία ενός πολυπλόκαμου παρακρατικού μηχανι­σμού, θα λάμβαναν διάφορες μορφές, από τις διοικητικές διακρίσεις (μέσω του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων) και την πολυ­ετή φυλάκιση ή την εκτόπιση σε ξεχασμένους τόπους εξορίας μέχρι και την εκτέλεση. Όσους κατάφερναν να επιβιώσουν τους περίμενε, στη συνέχεια, η απόρριψη από την πλευρά των συχωριανών τους ή και από την ίδια την οικογένεια τους, και ο εν γένει κοινωνικός αποκλεισμός, με τη φτώχεια, την ανέχεια (δεν τους επιτρεπόταν ούτε η πρόσληψη στο Δημόσιο ούτε η μετανά­στευση στο εξωτερικό) και τις διαρκείς παρενο­χλήσεις από την Ασφάλεια να καθορίζουν απο­φασιστικά τη ζωή τους.

Η Μ. Νταλιάνη, ούσα η ίδια θύμα του, αντε­λήφθη από την αρχή ότι η ψυχική επίδραση που ασκούσε το σύστημα αυτό στο έγκλειστο υποκεί­μενο, ιδίως αν περνούσε στη φυλακή τα πρώτα ευαίσθητα χρόνια της ζωής του, δεν μπορούσε να μην έχει ποικίλες και μακροπρόθεσμες συνέ­πειες για τον ψυχισμό του. Έτσι, από την πρώτη στιγμή της κράτησης της άρχισε να καταγράφει σε συνεντεύξεις την τραυματική αυτή εμπει­ρία, επικεντρώνοντας την προσοχή της στα παι­διά ηλικίας κάτω των 5 ετών και στις έγκλειστες μητέρες τους. Το σώμα του υλικού αυτού θα εμπλουτιστεί από περαιτέρω συνεντεύξεις που θα συγκεντρώσει η ίδια περίπου 30 χρόνια αρ­γότερα (από το 1980 μέχρι το 1986), έχοντας στο μεταξύ μεταναστεύσει στη Σουηδία, όπου ερ­γαζόταν ως παιδίατρος. Στόχος της μελέτης της, που εκπονήθηκε ως διδακτορική διατριβή, είναι να εξεταστεί πώς οι εμπειρίες αυτές επηρέα­σαν τη σωματική, ψυχολογική και συναισθημα­τική ανάπτυξη των παιδιών, κατά πόσο επηρέα­σαν την κοινωνική τους προσαρμοστικότητα και αν οι όποιες Βλάβες είχαν επίπτωση στον τρόπο που οι ίδιοι Βίωναν την πατρότητα ή τη μητρό­τητα ως ενήλικες πλέον.

Παρ' ότι για τις γυναίκες της εποχής η πο­λιτική δράση στο χώρο της Αριστεράς αποτέ­λεσε σημαντική οδό για τη χειραφέτηση τους, ωστόσο ο δρόμος αυτός έκρυβε σοβαρά προ­βλήματα. Οι μητέρες τις οποίες μελέτησε η Νταλιάνη-Καραμπατζάκη είχαν ενεργό δράση στο αντάρτικο ή ήταν σύζυγοι ανταρτών του ΕΛΑΣ. Όμως, στις ακραίες συνθήκες που θέτει πάντα ο ένοπλος αγώνας, η ταυτόχρονη συνύπαρξη της ταυτότητας της αγωνίστριας και της μητέ­ρας δεν μπορούσε παρά να θέτει περίπλοκα δι­λήμματα. Πολλά παιδιά γεννήθηκαν σε σπηλιές βουνών ή στην ύπαιθρο και γλίτωσαν μόνο από τύχη το θάνατο κατά τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους.

Συχνά, επίσης, οι μητέρες είχαν να επιλέ­ξουν ανάμεσα στο να ακολουθήσουν στο βουνό ή στην εξορία τον άνδρα τους ή να μείνουν με το ανυπεράσπιστο τέκνο τους, και δεν ήταν λίγες οι φορές που επικρατούσε τελικά η προσήλωση στο κόμμα. Το τραύμα της απόρριψης για το παιδί ήταν, σε αυτές τις περιπτώσεις, μεγάλο και διαχρονικό: «Τους σέβομαι για την αφοσίωση τους στον αγώνα για έναν καλό σκοπό» έλεγε ως ε­νήλικη η Τζένη, κόρη μιας κρατούμενης, «αλλά αισθάνομαι πικρία επειδή συνδύασαν τον αγώνα τους για κοινωνική δικαιοσύνη με ένα παιδί. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να το κάνουν αυτό. Τους έχω πει ότι αν είχα παιδί δεν θα συμμετείχα σε κανέναν αγώνα».

Πληγωμένοι άλλα όχι κατεστραμμένοι

Μεγάλους κινδύνους για την ψυχοσωματική α­νάπτυξη των παιδιών έκρυβε και η περίοδος που πέρασαν στις φυλακές μαζί με τις μητέρες τους. Ο χώρος που τους αναλογούσε, π.χ. στις Φυλα­κές Αβέρωφ, ήταν ελάχιστος, η επαφή τους με τον έξω κόσμο ανύπαρκτη, οι ευκαιρίες για παι­χνίδι πολύ λίγες, ενώ δεν περιλαμβάνονταν ούτε στο καθημερινό συσσίτιο, καθώς τα παιδιά δεν ήταν επισήμως καταγεγραμμένα ως τρόφι­μοι. Όπως προκύπτει από την εν λόγω έρευνα, αν κάτι μετρίαζε, ως ένα σημείο, το νοσηρό αυτό περιβάλλον, ήταν η προσπάθεια των κρατούμε­νων μητέρων να συμβιώσουν ομαδικά με τις συγκροτούμενες τους και να δώσουν στα παιδιά τους την αίσθηση ότι υπήρχαν κι άλλοι στους ο­ποίους θα μπορούσαν κάλλιστα να επενδύσουν για ασφάλεια, φροντίδα και αγάπη.

Αυτό θα αποδειχθεί πολλαπλώς χρήσιμο για όσα από τα παιδιά αυτό χρειαστεί να απο­μακρυνθούν αργότερα από τις βιολογικές τους μητέρες και αναγκαστούν να μεγαλώσουν είτε σε ανάδοχες οικογένειες (συνήθως συγγενών) είτε σε κάποια από τις δεκάδες «παιδουπόλεις» που θα οργανωθούν από το ελληνικό κράτος ανά την επικράτεια, υπό την εποπτεία της τότε βασίλισσας. Εκεί τα παιδιά μεγάλωναν με ημιστρατιωτικούς κανονισμούς, πουριτανική ηθική και δασκάλους που συνήθως ήταν αδιάφοροι ή και εχθρικοί. Παρ' όλα αυτά (με την εξαίρεση ο­ρισμένων παιδουπόλεων, όπως της Βέροιας, που χαρακτηρίζονται φρικτές), υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που δείχνουν ότι τα παιδιά αυτά, χάρη στον ανεξάρτητο χαρακτήρα τους, μπόρε­σαν να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον, ενώ τα περισσότερα αντιμετώπισαν με ε­πιφύλαξη την εθνικόφρονα κατήχηση από τους δασκάλους τους.

Πιο οδυνηρή εμπειρία ήταν μάλλον η επα­νασύνδεση της μητέρας μετά παιδιά της, ακόμη και σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο πατέρας δεν ήταν απών (είτε νεκρός είτε πολιτικός εξόρι­στος στο «Παραπέτασμα»). Υπήρχαν παιδιά που δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν τις γυναίκες αυτές ως μητέρες τους. «Η λέξη "μητέρα" δεν υ­πήρχε για τα παιδιά μου» αναφέρει χαρακτηρι­στικά μία από αυτές, ενώ ο γιος μιας άλλης πα­ραδέχεται ότι την αποκαλούσε στην αρχή «κομμουνίστρια».

Όσο κι αν όλα τα παραπάνω προδιαθέτουν ότι ο ενήλικας που ως παιδί έχει βιώσει τέτοιες οριακές καταστάσεις θα είναι ψυχικά τσακισμέ­νος, κοινωνικά και επαγγελματικά αποτυχημέ­νος, το βασικό συμπέρασμα από την παιδοψυχολογική αυτή έρευνα είναι μάλλον αισιόδοξο.

Σε γενικές γραμμές, τα παιδιά αυτά κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς να φέρουν τραύματα τέ­τοια που να τα καθιστούν δυσλειτουργικά στις σχέσεις τους ή στην εργασία τους. Μάλιστα, πολ­λές ήταν οι περιπτώσεις παιδιών που κατάφεραν να διακριθούν κοινωνικά και επαγγελματικά, όπως π.χ. ο Άρης, ο οποίος, παρ' ότι γεννήθηκε στη φυλακή από μια μητέρα που δεν ασχολή­θηκε ιδιαίτερα μαζί του και «κληρονόμησε» από εκείνα τα χρόνια πεπτικό έλκος και αγοραφοβία, κατόρθωσε να γίνει ένας πολύ καλός αθλητής, να μάθει στη συνέχεια μόνος του να ζωγραφίζει, να παντρευτεί και νά κάνει δύο παιδιά.

Ακόμη κι αν οι άνθρωποι αυτοί δεν μπόρεσαν να επου­λώσουν πλήρως τις πληγές τους, πέτυχαν, χάρη στη ζεστασιά που τους παρείχε η μικρή κοινό­τητα ενός απομονωμένου περιβάλλοντος με αξίες, να προχωρήσουν με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια σε όσα απρόοπτα τους επιφύλασσε η ζωή.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (sotiropoutos@cpress.gr)


Πηγή:
FREESUNDAY/28.02.2010



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου