Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Η συνθηκολόγηση των σοσιαλιστών

Η ήττα των σοσιαλιστών στις τελευταίες ευρωεκλογές δεν ανήκει στην κατηγορία των συνηθισμένων πολιτικών διακυμάνσεων. Αυτή η ήττα σηματοδοτεί τη ρήξη ενός ιστορικού κύκλου και απαιτεί μιαν ανάλυση που θα συμπεριλαμβάνει τα γεγονότα της τελευταίας τριακονταετίας. Δεν πιστεύω ότι ο σοσιαλισμός, μεγάλο ιστορικό κίνημα που συνδέεται με απαράγραπτα αιτήματα δικαιοσύνης, ενταφιάστηκε από μιαν εκλογική ήττα, όσο συντριπτική και αν ήταν. Η ιστορία του σοσιαλισμού είναι γεμάτη από αναγγελίες του θανάτου του που διαψεύστηκαν.

Ούτε ο φασισμός δεν κατάφερε να τον εξοντώσει. Οι εκλογές όμως σηματοδότησαν το τέλος μιας χλομής και αναποφάσιστης σοσιαλδημοκρατίας.

Μπορεί να φανεί παράδοξο το ότι οι εκλογές δεν τιμώρησαν τη δεξιά, η οποία επί είκοσι χρόνια ταυτίστηκε με την έλλειψη ρυθμίσεων και κανόνων που ευθύνεται για τον τωρινό οικονομικό μαρασμό και η οποία δεξιά σήμερα φαίνεται να έχει γίνει κεϊνσιανή και κρατιστική. Αντίθετα, μάλιστα, έπληξαν τον ιστορικό της ανταγωνιστή. Δεν είναι όμως παράδοξο για δύο λόγους. Πρώτα απ' όλα, η δεξιά δεν έγινε καθόλου κρατιστική, αλλά θέλει μόνο να είναι το κράτος αυτό που θα πληρώσει τους λογαριασμούς της κρίσης, για να αποσυρθεί έπειτα γρήγορα από τη σκηνή. Εξάλλου, η σοσιαλδημοκρατία όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστική προς τον οικονομικό φιλελευθερισμό, αλλά εφάρμοζε μόνο μιαν ασθενή εκδοχή του, τυπικά «μετασοσιαλιστική», όπως ήταν ο μπλερισμός.

Επιπλέον, η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιπαρέθεσε στην οικονομική παγκοσμιοποίηση εκείνη την ενίσχυση της διεθνούς πολιτικής εξουσίας, που θα μπορούσε να γεννηθεί από μια πιο ισχυρή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αντίθετα, κλείστηκε στον «σοσιαλεθνικισμό» ( η ηθελημένα προκλητική έκφραση είναι του Νίνο Αντρεάτα), σε ένα πεδίο στο οποίο η δεξιά είναι ανίκητη.

Οι σοσιαλιστές έχασαν μια μοναδική ευκαιρία να οικοδομήσουν μιαν ενωμένη και μεταρρυθμιστική Ευρώπη, όταν βρίσκονταν στην κυβέρνηση σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες· μιαν Ευρώπη διαφορετική από αυτό το γραφειοκρατικό δημιούργημα, που σίγουρα δεν φτιάχτηκε για να εμπνέει τους Ευρωπαίους πολίτες· μιαν Ευρώπη η οποία θα αντιπροσωπεύει ένα ολοκληρωμένο οικονομικό μοντέλο και ένα προχωρημένο κοινωνικό μοντέλο. Η αποτελεσματική απάντηση στη νεοφιλελεύθερη εκτροπή θα ήταν να αντιτάξουμε στον πολιτικό εθνικισμό και στην οικονομική παγκοσμιοποίηση μια Ευρώπη της ευημερίας ως νέο υποκείμενο στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε. Και τώρα στην Ευρώπη θριαμβεύουν οι εθνικισμοί, επανεμφανίζεται ο ρατσισμός και ο λογαριασμός της κρίσης φορτώνεται στις πλάτες των φορολογουμένων.

Πρέπει επομένως να αναρωτηθούμε: τι απομένει από τον σοσιαλισμό; Αυτή θα ήταν η στιγμή ενός νέου Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, ενός θεμελιώδους αναστοχασμού για όλους εκείνους τους λόγους που υπήρξαν για μιαν ένδοξη ιστορική φάση οι λόγοι του «αληθινού υπαρκτού σοσιαλισμού». Προφανώς το ζητούμενο δεν είναι να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν, σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ριζικά. Το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε τα ισχυρά ρεύματα που διατρέχουν την ιστορία μας, για να αναρωτηθούμε με ποιον τρόπο μια πολιτική που εμπνέεται από τις παραδοσιακές αξίες της αριστεράς μπορεί να κατευθύνει την πορεία προς μια πιο ελεύθερη και πιο δίκαιη κοινωνία. Αυτή είναι η συγκεκριμένη ουσία του ρεφορμισμού.

Για να μην αρκεστώ στις συνήθεις ρητορικές ευχές («μια κοινωνία πιο ελεύθερη, πιο δίκαιη»), θα προσπαθήσω να υποδείξω τις θεμελιώδεις κατευθύνσεις μιας θεωρητικής και πολιτικής έρευνας και επεξεργασίας. Το αν έπειτα στην έκβαση αυτής της επεξεργασίας οφείλουμε ακόμα να δώσουμε το όνομα του «σοσιαλισμού» είναι πρόβλημα που μπορούμε να το παραπέμψουμε στο τέλος του έργου. Σκέφτομαι τέσσερις θεμελιώδεις κατευθύνσεις έρευνας.

1 Η πρώτη αναφέρεται στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Δεν υπάρχει και δεν είναι ρεαλιστικό να προτείνεται μια παγκόσμια κυβέρνηση.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα διακυβέρνησης (gover-nance). Η τωρινή μορφή της «παγκόσμιας αταξίας» είναι η έκβαση μιας βραδείας διαδικασίας αποδιάρθρωσης, που άρχισε να αναπτύσσεται με αφετηρία τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς, δηλαδή της τελευταίας μεγάλης απόπειρας να οικοδομηθεί ένα σύστημα παγκόσμιας τάξης στο οικονομικό πεδίο. Αυτό το σύστημα ανατράπηκε αλλά δεν αντικαταστάθηκε. Παραμένει σιωπηλά η προϋπόθεση εκείνου του συστήματος: η αμερικανική ηγεμονία, η οποία στερείται όμως τους κανόνες που θα όφειλαν να εξασφαλίζουν την υπεύθυνη άσκησή της. Αυτή η ηγεμονία όμως αμφισβητείται από την ανάδυση νέων μεγάλων δυνάμεων. Και αυτή είναι μια όψη της τωρινής αταξίας. Μια άλλη όψη είναι το χάσμα που άνοιξε ανάμεσα σε πολιτική και οικονομία, ανάμεσα στην αλληλεξάρτηση της οικονομίας, που ενισχύεται από την παγκοσμιοποίηση, δηλαδή κυρίως από την απελευθέρωση των διεθνών κινήσεων του κεφαλαίου, και τις ικανότητες ελέγχου μιας πολιτικής που παραμένει περιχαρακωμένη ουσιαστικά στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας. Η τωρινή κρίση, στην οποία είμαστε ακόμα βυθισμένοι, είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια αυτού του κενού και της αξίωσης αυτό να καλυφθεί από μιαν αυτορύθμιση των αγορών.

Περιβαλλοντική βιωσιμότητα

Αν μια νέα μεγάλη δύναμη, όπως η Κίνα, επικαλείται την αναγκαιότητα να αντιμετωπιστεί το θέμα ενός «υπεύθυνου» παγκόσμιου νομίσματος, αυτό είναι μια ένδειξη ότι η τωρινή κατάσταση πλησιάζει τα όρια του οικονομικά και πολιτικά απαράδεκτου.

Από μέρους των σοσιαλιστικών κομμάτων δεν υπήρξε μέχρι τώρα μια λέξη γι' αυτό το πελώριο πρόβλημα, το οποίο ούτε καν αποτέλεσε θέμα των προγραμμάτων τους και των συνεδρίων τους. Το πλαίσιο αναφοράς τους παραμένει το κρατικό και το εθνικό. Η απάντησή τους στην παγκοσμιοποίηση είναι η ανικανότητά τους να δώσουν μιαν απάντηση.

2 Η δεύτερη κατεύθυνση έρευνας αναφέρεται στο πρόβλημα που έχει αναδυθεί και γιγαντωθεί στα τελευταία πενήντα χρόνια, στο πρόβλημα δηλαδή της οικολογικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

Αναφέρονται σε αυτό το πρόβλημα -περισσότερο για να είναι με τη μόδα παρά από βαθύτερη πεποίθηση- σαν απαίτηση μείωσης των τεχνολογιών που μολύνουν το περιβάλλον και ενίσχυσης των λεγόμενων «καθαρών» τεχνολογιών. Αποφεύγουν, αντίθετα, επιμελώς τον πυρήνα του προβλήματος: το ότι δεν είναι ιστορικά βιώσιμη μια διαρκής ανάπτυξη, η οποία θεωρείται μάλιστα ως αναγκαία και φυσιολογική κατάσταση της οικονομίας.

Το πρόβλημα, όχι της ευημερίας αλλά της επιβίωσης της ανθρωπότητας, συνδέεται με τη μετάβαση από μιαν οικονομία της ποσοτικής ανάπτυξης σε μιαν οικονομία σταθεροποιημένη όσον αφορά τη χρήση μη ανανεώσιμων πόρων και επικεντρωμένη στην ποιοτική ανάπτυξη. Αυτό συνεπάγεται την αναγκαιότητα να εγκαταλείψουμε την αξίωση να μετράμε την πρόοδο της ανθρωπότητας με την απροσδιόριστη αύξηση του μεγέθους της οικονομίας και να ορίσουμε σαφείς δείκτες της αυθεντικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προόδου που πρέπει να επιδιώκουμε. Από τη μεριά των σοσιαλιστών και πάντοτε στο επίπεδο των πολιτικών και προγραμματικών εξαγγελιών δεν υπήρξε μια ρητή καταγγελία της καθυπόταξης της οικονομίας της ευημερίας στην αύξηση του ΑΕΠ και μια υπόδειξη άλλων ποιοτικών σκοπών της οικονομίας.

3 Η τρίτη κατεύθυνση έρευνας αναφέρεται σε αυτό που θα έπρεπε να είναι η καρδιά του σοσιαλιστικού μηνύματος: στην ισότητα (υπενθυμίζω το μάθημα του Μπόμπιο) ή καλύτερα στην πάλη έναντια στις ανισότητες. Φαίνεται ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα πείστηκαν ότι είναι ορθό το απλοϊκό συμβατικό σύνθημα της δεξιάς -για να αναδιανέμουμε χρειάζεται πρώτα να παράγουμε- όταν φαίνεται όλο και πιο καθαρά από τα γεγονότα που μας έριξαν σε αυτή την τελευταία κρίση ότι αυτά γεννήθηκαν από μια διανεμητική δυσαναλογία, που αντισταθμίστηκε ανεύθυνα με μιαν απεριόριστη προσφυγή στη χρέωση, η οποία παράγει μόνο νέα χρέη. Δεν παράγεται τίποτα με βάση τον κανόνα: δύο μερίδια σε μένα, κανένα σε σένα, πράγμα που ισούται στατιστικά με ένα κατά κεφαλήν μερίδιο. Η άδικη διανομή δεν γεννάει την ενάρετη ανταγωνιστική άμιλλα όλων, αλλά τον βαθμιαίο διαχωρισμό των λίγων.

Διακυβέρνηση, αναδιανομή

4 Η τέταρτη κατεύθυνση έρευνας μου φαίνεται η πιο σημαντική, επειδή αναφέρεται στο ερώτημα που βρίσκεται στο βάθος των άλλων τριών: για ποιο σκοπό; Για ποιο σκοπό η διακυβέρνηση, η παραγωγή, η αναδιανομή; Το νόημα αυτού του ερωτήματος δεν είναι ένα ηθικό κήρυγμα, αλλά είναι η πολύ συγκεκριμένη διαπίστωση της θεμελιώδους ασυνέπειας της στρατηγικής της εμπορευματοποίησης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο του νεοφιλελεύθερου ευαγγελίου και οδηγεί στην αυτοκαταστροφή της. Αναφέρομαι σε έναν κοινό τόπο: οι κανόνες του παιχνιδιού δεν αποτελούν μέρος του παιχνιδιού. Οι αποφάσεις του διαιτητή στο γήπεδο του ποδοσφαίρου δεν μπορούν (δεν θα 'πρεπε) να αγοράζονται και να πουλιούνται, αν θέλουμε να έχει αξία το παιχνίδι. Οι αποφάσεις των δικαστών δεν μπορούν (δεν θα 'πρεπε) να αγοράζονται και να πουλιούνται, αν θέλουμε να έχουν νόημα οι δίκες. Οι ψήφοι των πολιτών δεν μπορούν (δεν θα 'πρεπε) να αγοράζονται και να πουλιούνται, αν θέλουμε να λειτουργεί η δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει και για την πίστωση. Αυτή συνδέεται με μια αντικειμενική και πραγματική σύγκριση ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά της (έτσι τουλάχιστον μας δίδασκαν τα κείμενα). Αυτό αποτελεί τον κανόνα της και το φρένο της.

Αν, αντίθετα, η πίστωση γίνεται ένα προϊόν που μπορεί να πουλιέται και να αγοράζεται στην αγορά, χάνει την ιδιότητά της του κανόνα και γίνεται ένα αγαθό που πρέπει να μεγιστοποιηθεί. Αυτό ακριβώς δεν έγινε όταν οι υποθήκες των δανείων μετατράπηκαν σε τίτλους που ανταλλάσσονταν στην αγορά; Εφτασαν μάλιστα στο σημείο να απουσιάζει κάθε φρένο στην έκδοση αυτών των τίτλων. Ο κανόνας μπήκε στο παιχνίδι που έπρεπε να ρυθμίζει. Εξηγείται έτσι το πώς η αυτορύθμιση γίνεται απουσία κανόνων. Οι συμπεριφορές που υπακούουν σε αντικειμενικούς κανόνες είναι αντισταθμιστικού χαρακτήρα. Αν αυξάνεται η ζήτηση τίτλων, μεγαλώνει η τιμή τους, με αποτέλεσμα να φρενάρεται η ζήτηση. Αλλά αν ταυτόχρονα υπάρχουν και εκείνοι που προσφέρουν τίτλους αντιπροσωπευτικούς δανείων που μπορούν να αγοραστούν, η ζήτηση μπορεί να αυξάνεται και η αγορά γίνεται σωρευτική, εκρηκτική, αχαλίνωτη. Αυτό είναι που έγινε στην πραγματικότητα.

Το ίδιο πράγμα μπορούμε να πούμε και για το ρίσκο. Αν ακόμα και το ρίσκο γίνεται κάτι που πουλιέται και αγοράζεται, το αίτημα προστασίας από τον κίνδυνο γίνεται εύκολο αίτημα πολλαπλασιασμού των κινδύνων. Με άλλα λόγια, πυροδοτούνται αυτοτροφοδοτούμενα σπειροειδή φαινόμενα. Ξεσπάει από μέρους των τραπεζών ένα κυνηγητό πελατών, στους οποίους προσφέρονται δάνεια με επισφαλείς προϋποθέσεις. Και οι πιστωτικές κάρτες προσφέρονται ως εγγύηση για τη χορήγηση νέων δανείων: μια πίστωση που εγγυάται μιαν άλλη πίστωση. Σε ένα ορισμένο σημείο το φαγοπότι τελειώνει και το παιχνίδι αντιστρέφεται.

Αναρωτιέμαι και εδώ αν υπήρξε, εκ μέρους των πιο αντιπροσωπευτικών παραγόντων των σοσιαλιστικών κομμάτων, μια συνθηκολόγηση με μιαν εσφαλμένη και ψευδή σκέψη, που ταυτίζει την αξία του χρήματος με την αξία γενικά. Εξάλλου, αν είναι αληθινό ότι, στον καιρό που κατοικούσε στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, το ζεύγος Μπλερ είχε εμπλακεί σε στεγαστικά δάνεια αξίας 4 εκατομμυρίων στερλινών, θα ήταν αφελές να αξιώνουμε ο Μπλερ, ως γραμματέας του παλαιού και ένδοξου Εργατικού Κόμματος, να έθετε έναν οικονομικό και ηθικό φραγμό στην καταιγίδα που μας έπληξε όλους.

* Ο οικονομολόγος Τζόρτζιο Ρούφολο είναι ιστορικό στέλεχος της ιταλικής αριστεράς και πρωταγωνιστεί εδώ και πολλά χρόνια στη θεωρητική και προγραμματική συζήτηση που διεξάγεται στους κόλπους της. Στο παρελθόν έχει διατελέσει υπουργός Περιβάλλοντος και ευρωβουλευτής. Είναι επίσης ιδρυτής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ερευνών. Το άρθρο του αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Mondoperaio». *

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=143538

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου