Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Ο κόσμος των αρματολών και κλεφτών




Ο κόσμος των αρματολών και κλεφτών
Η ένοπλη βία τον 17ο αιώνα όπως εμφανίζεται στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά»

Του Σπυρου Ι. Ασδραχα*

Είναι ένα δημοτικό τραγούδι, χορευτικό σε ρυθμό τσάμικο, της κατηγορίας των κλέφτικων, πολύ διαδεδομένο: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά». Ο πρώτος εκδότης του (1824), ο Κλωντ Φωριέλ, είχε θησαυρίσει τρεις παραλλαγές, από τις οποίες προέκρινε τη μία για δημοσίευση στη συλλογή του· τις άλλες δυο μας τις έκαμε γνωστές (1999) ο κατ’ εξοχήν μελετητής του, ο Αλέξης Πολίτης. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στη δική του συλλογή (1852) αναπαράγει το κείμενο του Φωριέλ με μία μικρή διαφορά που ίσως να μην είναι ασήμαντη. Ο Α. Ιατρίδης (1859) μας παραδίδει μια παραλλαγή που, παρά το κοινό περιεχόμενο, διαφέρει από εκείνη του Φωριέλ· την παραλλαγή Ιατρίδη προκρίνει στα δικά του κλέφτικα (1973) ο Αλέξης Πολίτης, ενώ ο παππούς του, ο Νικόλαος, όπως και άλλοι παλαιότεροί του συλλογείς, δεν το ενέταξε στις εκλογές του. Ο Πάσοβ (1860) το γνωρίζει από τον Φωριέλ, τον Ζαμπέλιο και τη λεγόμενη συλλογή Αγγελίδη (1856) και το κατατάσσει στα χρονολογικώς αβέβαια κλέφτικα. Ανάμεσα στους πρώτους εκδότες ο Α. Μανούσος (1850). Αυτά τα δασκαλίστικα (και όχι πλήρη) σχετικώς με την έντυπη «τύχη» του τραγουδιού.

Mιλά για τον κόσμο της ένοπλης βίας που συναλλάσσει τους ρόλους του κλέφτη και του αρματολού, σταθερή επιδίωξη του πρώτου, κι ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να μην πελαγοδρομήσω σε τούτο το σημείωμα τεκμηριώνοντας τη γνώμη μου. Πρόθεσή μου είναι να σκιαγραφήσω έναν «ιδεότυπο», σύνθεμα δομών και συγκυριών, μια βαθμιδωτή χρονικότητα.

Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί να αναλύσουμε το τραγούδι και να συνεχίσουμε με ένα δεύτερο, αν όχι και τρίτο, σημείωμα. Και πρώτα η γεωγραφία του τραγουδιού: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά / Ξηρόμερο και Αγραφα (ή αντίστροφα στις παραλλαγές) / και (ή: μέσ’) στα πέντε βιλαέτια». Ο διοικητικός και δημοσιονομικός όρος «βιλαγέτ» δεν είναι μονοσήμαντος, στα χρόνια όμως που μας αφορούν ταυτίζεται με τον «καζά», υποδιαίρεση της βασικής, στρατιωτικής προέλευσης, διοικητικής ενότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του σαντζακιού. Στον καζά εδρεύει «καδής» (δικαστής) κι αλλιώς φέρεται ως «καδηλίκι»· η περιοχή όπου δεν εδρεύει καδής, αλλά υπάρχει εκπρόσωπός του (ο «ναΐπης») ονομάζεται ναχιγές. Ο Βάλτος ήταν ναχιγές. Ο όρος «σαντζάκ» σημαίνει σημαία και ο επικεφαλής του ονομάζεται σαντζάκμπεης και αντιστοίχως στα ελληνικά «φλάμπουρο» και «φλαμπουριάρης». Τα Πέντε βιλαέτια ήταν στα μέσα του Ι7ου αιώνα οι ισάριθμοι καζάδες του σαντζακιού του Κάρλελι - δηλαδή της γης του Καρόλου Τόκκου: Λευκάδα, Αγγελόκαστρο, Βλοχός, Βόνιτσα και ένα κακοδιαβασμένο όνομα ή κακογραμμένο στο οθωμανικό τεκμήριο (1668/9). Στην εποχή στην οποία ανάγεται το τραγούδι, η Λευκάδα και η Βόνιτσα ήταν βενετικές: τα πέντε βιλαέτια τότε ήταν στην πραγματικότητα ο Βάλτος, το Ξηρόμερο, ο Βλοχός και ο Ζυγός. Τα Αγραφα δεν ανήκαν στο Κάρλελι, αλλά οι Αγραφιώτες κλέφτες έκαναν τις επιδρομές τους στον Βάλτο και στο Ξηρόμερο και μαζί με τις επιδρομές τους τις συγγενικές τους σχέσεις («εγώ ’μαι Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα» - ο πρώτος στον Βάλτο, ο άλλος στ’ Αγραφα). Την ενότητα του χώρου την ορίζει η διακίνηση αυτών των ανθρώπων της βίας, στεριανών που δεν φοβούνται τη θάλασσα.

Πρόβλημα

Λοιπόν, στα χωριά του Βάλτου, «πού ’ναι τα πολλά τ’ αδέρφια» (ή κατά τη συνηθέστερη εκδοχή «φάτε, πιείτε, μωρ’ αδέρφια») «εκεί είναι οι κλέφτες οι πολλοί / όλοι ντυμένοι (“αρματωμένοι” κατά την παραλλαγή Ιατρίδη) / στο φλουρί κάθονται και τρων και πίνουν / και την Αρτα φοβερίζουν». Από τον κάθε οχτασύλλαβο ανακύπτει και ένα ερμηνευτικό πρόβλημα.

Γιατί όμως ετούτοι οι λαμπροφορεμένοι φοβερίζουν την Αρτα ή αλλιώς είχαν να κάμουν μαζί της; Πριν αποπειραθώ να απαντήσω, ας μείνουμε στον οχτασύλλαβο: «που ’ναι τα πολλά τ’ αδέρφια», ο οποίος με το «φάτε, πιείτε» έγινε επωδός.

Νομίζω ότι ο στίχος ανακρατεί μια πραγματικότητα, δηλαδή την τεκνοποιία από την οποία περνά στη μνήμη άμεσα η αρσενική: έτσι ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα, «τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, τ’ Αντρούτσου καμαρώνει για τους γιους της, Αντρίτσο τον παρέμορφο, το Χρήστο το λεβέντη, το Μουτσανά το σταυραετό». Με τον χρόνο τα συγγενικά συστήματα περνούν σε διαφορετικό «κατάστιχο», ανακατατάσσονται τα σημασιολογικά τους επίπεδα και για τον λόγο αυτό το εννοιολογικό συνεχές των στίχων γίνεται ασυνεχές και παρενθετικό. Ποιοι, όμως, αρματολοί έχουν να κάμουν με την Αρτα; Οσοι, προφανώς, διορίζονται από τις δικές της διοικητικές αρχές, οι «μπεκτσήδες», με εξάμηνη θητεία, της περιοχής της, του κάμπου της· συνέβαινε, ωστόσο, να επέκτειναν τη δικαιοδοσία τους και στο Ξηρόμερο, όχι όμως στα Αγραφα και σε όλα τα πέντε βιλαέτια· συνέβαινε, επίσης, όσοι διεκδικούσαν τα «μπεκτσηλίκια» να κατέφευγαν στη συνδρομή των Βαλτινών αρματολών και κλεφτών, ζητώντας τους να κάνουν λεηλασίες και καταστροφές, για να διαπραγματευθούν τις αξιώσεις τους. Αυτή η πρακτική στιγματίζει ως υδατογράφημα το σημασιολογικώς πολυεπίπεδο χορευτικό μας τραγουδάκι που, υποθέτω, η σωματικότητά του έχει υποτονίσει την αφηγηματική του ιστορικότητα.

Στη συνέχεια, οι λαμπροφορεμένοι κλέφτες (συγγενείς, σύντροφοι ή και αδελφοποιτοί - «βλάμηδες», «μπράτιμοι») γίνονται απειλητικοί: «πιάνουν και γράφουν μια γραφή», για να διεκδικήσουν αρματολίκια. Η γραφή δεν είναι «καϋμένη» στις άκρες -συμβολισμός τής αμετάκλητης απόφασης. Προφανώς την απευθύνουν στις αρχές της Αρτας, ενώ αν επρόκειτο για το σύνολο των επίδοξων αρματολών του Κάρλελι και των Αγράφων, θα έπρεπε αλλού να την απευθύνουν: στον μουτεσελίμη του Βραχωριού (δηλαδή του Αγρινίου), στον υπεύθυνο των διαβάσεων (τον Ντερβενάτ Ναζίρ) κι ακόμη στον Μπεηλέρμπεη της Ρούμελης που έδρευε τότε στο Μοναστήρι. Βέβαια, δεν ίσχυε αυτή η μέθοδος και αλλιώς μπορούσαν να αποδώσουν οι πιέσεις. Οχι, το δράμα παίζεται στη μικρή τοπική κλίμακα: στον κάμπο της Αρτας ως τα σύνορα με τη βενετική επικράτεια, στην περίπτωσή μας τα κάστρα της Πρέβεζας και της Βόνιτσας. Ενδεικτικό σήμα, η ύβρις που αποδέκτης της είναι ο καδής της Αρτας: «χ..... τα γένια του κατή», σήμα αλλά ενδεχομένως και χρονική συνδήλωση.

Μας παραπέμπει στις αρχές του 1753, όταν ο Χρήστος Μιλιόνης συλλαμβάνει με δόλο τον ανιψιό του καδή της Αρτας, επίδοξος κι αυτός καδής των Παλαιών Πατρών, και τον απελευθερώνει έναντι καταβολής σημαντικών λύτρων. Δεν ισχυρίζομαι ότι η χρονία αυτή δίνει την αφετηρία του τραγουδιού: έχω μόνο την εντύπωση ότι εμφιλοχωρεί σε μια μνήμη δομικού χαρακτήρα που μας πηγαίνει στα πριν και στα μετά· τίποτε δεν μας λέγει ποια ήταν η μορφή του χορευτικού τραγουδιού προτού να φτάσει στ’ αυτιά των συλλεκτών του. Στη δομή του ενσωματώνονται, εξυπακούεται, συμβάντα: ο Κ. Ρωμαίος ακολουθώντας την αφήγηση του Κασομούλη, μας πηγαίνει στα ορλωφικά· η διεκδίκηση, ωστόσο, ενός χαμένου αρματολικιού μπορεί να αναχθεί σε προηγούμενους και υστερότερους χρόνους από την προκρινόμενη στιγμή, και τα τεκμήρια δεν λείπουν.

Σαφήνεια

Στην απειλητική τους γραφή η διεκδίκηση και ο τρόπος της εκπλήρωσής της διατυπώνονται με στυγνή σαφήνεια· οι σχετικοί στίχοι από την παραλλαγή Φωριέλ: «συλλογιστείτε το καλά, /ότι (: γιατί) σας καίμε τα χωριά· / γρήγορα τ’ αρματολίκι,/ οτ’ ερχόμαστε σαν λύκοι». Βεβαίως, τα χωριά ανήκαν στους υποτελείς, όχι στους κυρίαρχους· οι τελευταίοι αντλούσαν απ’ αυτά φορολογικά έσοδα, ακόμη και γαιοπροσόδους από τις κυριότητες που συμβατικώς θα τις κατατάσσαμε στις ιδιοκτησίες. Η ανταρσία δεν κάνει φυλετικές, θρησκευτικές και κοινωνικές διακρίσεις. Εκτός όμως από την απειλητική στέλνουν και μια φιλική γραφή: «γράφουνε και στο Κομπότι, / προσκυνούνε το δεσπότη»· ευσέβεια ή ευλάβεια. Δεν είναι σπάνιες στα κλέφτικα τραγούδια και στα ήθη των ανθρώπων της βίας. Ας υπομνήσω ότι η ύβρις μπορεί να μεταπηδήσει στον κώδικα της εθιμοφροσύνης, στους «καλούς τρόπους»· σε μια από τις παραλλαγές του Φωριέλ διαβάζουμε: «χαιρετούν και τον κατή», ενώ κι εδώ προσκυνάνε τον Δεσπότη, χωρίς ωστόσο να παύουν να διεκδικούν και να απειλούν. Νομίζω ότι από τη μάλλον περιγραφική αφήγηση που προηγήθηκε αναδύονται πολλά ζητήματα, χρονικότητας, ποιητικής, κωδίκων συμπεριφοράς: με ένα λόγο, η δομή και τα συμβάντα που, αν δεν τη συγκροτούν, εμφιλοχωρούν σ’ αυτή· καταπονώντας ίσως τον αναγνώστη και με την επιθυμία να μην εγκλωβιστώ μόνο στην υπόμνηση των γνωστών, θα χρειαστεί να συνεχίσω κορφολογώντας παραδείγματα προς αναζήτηση του πιθανού.

*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός

Πηγή:

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_25/04/2010_398478

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου