Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ "ΜΙΛΑΕΙ" ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ...

Αν δε μπορείς να κερδίσεις το παιχνίδι, άλλαξε τους κανόνες


mergersΣτις 05 Ιανουαρίου του 1993 και ενώ οι περισσότεροι τραπεζίτες και υπουργοί επέστρεφαν από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές τους, το γαλλικό φράγκο δέχτηκε επίθεση από κερδοσκοπικά κεφάλαια. Συναγερμός σήμανε στη Γαλλία η οποία ζήτησε τη βοήθεια της Γερμανίας. Οι μνήμες από την πρόσφατη κατάρρευση της βρετανικής στερλίνας, υπό το βάρος της επίθεσης του Σόρος και η αναγκαστική έξοδος της από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικής Ισοτιμίας (ΕΜΣΙ), ήταν ακόμη πολύ νωπές και είχαν αναδείξει τα τρωτά σημεία του ΕΜΣΙ.

Όταν η Βρετανία δέχτηκε τη νομισματική επίθεση ο πρόεδρος της Bundesbank Helmut Schlesinger είχε υποστηρίξει ότι δεν επιτρεπόταν στη γερμανική τράπεζα να παρέμβει καθώς αυτό αντέβαινε στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και στην πολιτική που η τράπεζα ακολουθούσε. Δεν ίσχυσε το ίδιο στην περίπτωση της Γαλλίας ωστόσο, με τη Γερμανία να υπόσχεται βοήθεια, επιβεβαιώνοντας ότι οι 'μηχανισμοί στήριξης' εξυπηρετούν συμφέροντα και όχι τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη της αγοράς.

Το λάθος της Γερμανίας, ωστόσο, να επιτρέψει την κατάρρευση της στερλίνας, είχε δημιουργήσει ένα ντόμινο κερδοσκοπικών επιθέσεων οι οποίες είχαν, ήδη, πετύχει την υποτίμηση πολλών άλλων νομισμάτων και επόμενοι στόχοι ήταν η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Γαλλία.

Οι νομισματικές επιθέσεις είχαν οδηγήσει σε υποτιμήσεις το ιταλικό και το ισπανικό νόμισμα, κάνοντας τις αντίστοιχες χώρες φθηνότερες και έτσι πιο ανταγωνιστικές έναντι της Γαλλίας, με συνέπεια το γαλλικό φράγκο να φαίνεται υπερτιμημένο, τουλάχιστον, κατά 8,00%. Το αποτέλεσμα ήταν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια να ποντάρουν στο ότι η Γαλλία θα αναγκάζονταν, αργά ή γρήγορα, να σπάσει το δεσμό της με το μάρκο και να προβεί και αυτή σε υποτίμηση. Έτσι, συνέχιζαν να στοιχηματίζουν σφοδρά σε πτώση του φράγκου ενώ η Γαλλία προσπαθούσε να αντισταθεί χρησιμοποιώντας όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των έκτακτων αποθεματικών της κεφαλαίων για να προστατεύσει το νόμισμα της, καθώς πιέζονταν να προβεί σε μία υποτίμηση του, χωρίς να συντρέχουν πραγματικοί οικονομικοί λόγοι για κάτι τέτοιο.

Αυτό ήταν ένα οικονομικό παράδοξο της νέας εποχής της χρηματιστηριακής οικονομίας που προκάλεσε σοκ στην Ευρώπη. Μέχρι τότε, πιστεύονταν ότι υπήρχαν κάποιες πραγματικές οικονομικές καταστάσεις οι οποίες και έκαναν το κεφάλαιο να πάρει τη μία ή την άλλη, λογική, πάντα, θέση. Έτσι, η τάση των αγορών (τάση του νομίσματος και των επιτοκίων της) αντανακλούσε την πραγματική οικονομική κατάσταση μίας χώρας. Τώρα, έντρομοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαπίστωναν ότι μία ‘παράλογη’ παρέμβαση από κερδοσκοπικά κεφάλαια, αντίθετη με τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες μίας χώρας, μπορούσε, τελικά, να δράσει τροποποιητικά των οικονομικών συνθηκών, οδηγώντας, πράγματι σε χειροτέρευση της οικονομικής της κατάστασης και λειτουργώντας ως μία αυτεπαληθευόμενη προφητεία.

Μέσα από αυτό το σύστημα αναδύονταν μία νέα αλήθεια: μπορεί οι οικονομικές συνθήκες να επηρεάζουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές αλλά και οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορούν να επηρεάσουν τις οικονομικές συνθήκες. Αν κάποιος είχε τη δύναμη να επηρεάσει το ένα, μπορούσε να επηρεάσει και το άλλο. Έτσι, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, παρεμβαίνοντας στη χρηματιστηριακή αγορά ασκούσαν, κατά ένα τρόπο, οικονομική πολιτική, κερδίζοντας δισεκατομμύρια από αυτήν τη διαδικασία εις βάρος των κρατών στα οποία επιτίθονταν.

Στο μεταξύ, όσο η Γαλλία βρισκόταν σε χρηματιστηριακή άμυνα, οι επιθέσεις σε άλλα νομίσματα συνεχίζονταν και ιδιαίτερα η Ιρλανδία δέχονταν μία αδυσώπητη χρηματιστηριακή επίθεση στο νόμισμα της, που κατέληξε με νίκη και τεράστια κέρδη για τους κερδοσκόπους και στην υποτίμηση του νομίσματος της. Η υποτίμηση του ιρλανδικού νομίσματος άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικής Ισοτιμίας.

Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται για την αστάθεια του νομισματικού συστήματος. Οι Ιρλανδοί κατηγόρησαν του Γερμανούς ότι δεν τους στήριξαν όσο τους Γάλλους. Κατηγόρησαν και τους Βρετανούς, ότι εξέπληξαν τις αγορές με την αιφνιδιαστική μείωση των επιτοκίων τους αυξάνοντας τις πιέσεις στην ιρλανδική λίρα.

Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Theo Waigel αρνήθηκε τις κατηγορίες των Ιρλανδών λέγοντας ότι τα προβλήματα της ιρλανδικής λίρας δεν ήταν ευθύνη της Γερμανίας. Ο Ιρλανδός υπουργός απασχόλησης Ruairi Quinn, πέρασε σε νέες κατηγορίες εναντίον της Βρετανίας, υποστηρίζοντας ότι αυτή διακατέχονταν από μία ‘βασική αντιπάθεια απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση’. Ο Γάλλος υπουργός οικονομίας Michel Sapin κατηγόρησε τη Βρετανία ότι ασκεί την πολιτική ‘θα πορευτώ μόνη μου και ας προκαλέσω προβλήματα σε όλους τους άλλους’. Οι Βρετανοί πέρασαν στην αντεπίθεση υποστηρίζοντας ότι εφόσον είχαν βγει από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα δεν ήταν δυνατό να κατηγορούνται ότι το επηρεάζουν. Η κατάσταση έγινε τόσο δυσάρεστη που έφτασε να απειλεί την οικονομική ένωση της Ευρώπης.

Ακολούθησε χρηματιστηριακή επίθεση εναντίον της δανικής κορώνας, η οποία ανάγκασε την Κεντρική Τράπεζα της Δανίας να αυξήσει τα επιτόκια. Αυτό ήταν άλλο ένα παράδειγμα επιρροής των κερδοσκοπικών παρεμβάσεων στις οικονομικές συνθήκες. Κάτι, όμως, που παρατηρούνταν για πρώτη φορά, ήταν μία, συνεχώς, αυξανόμενη εμπιστοσύνη στη δύναμη των κερδοσκοπικών κεφαλαίων και στην αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών να παρέμβουν, ουσιαστικά, στα νομίσματά τους. Οι traders αδιαφόρησαν για την αύξηση των επιτοκίων από την πλευρά της Δανίας, θεωρώντας ότι αυτού του είδους οι αμυντικές κινήσεις δε θα είχαν αποτέλεσμα μπροστά στη δύναμη της αρνητικής παρέμβασης των κεφαλαίων που πίεζαν τα νομίσματα χαμηλότερα.

Μία κατάρρευση της κορώνας θεωρήθηκε από πολλούς Ευρωπαίους οικονομολόγους ότι θα σήμαινε και το τέλος του Maastricht. Σε εκείνη, ακριβώς, τη χρονική στιγμή η Bundesbank εξέπληξε την αγορά προβαίνοντας σε μείωση των επιτοκίων από 9,50 σε 9,00%, με τον πρόεδρο της Bundesbank να εξηγεί ότι ο μοναδικός λόγος για τη μείωση των επιτοκίων ήταν η καταπολέμηση της νομισματικής κρίσης εξαιτίας των κερδοσκοπικών παρεμβάσεων.

Οι αναλυτές, από την άλλη μεριά, είχαν αρχίσει να μιλούν για παγκόσμιο νομισματικό πόλεμο, μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των διεθνών ‘πολέμαρχων’ κεφαλαίων. Έκαναν λόγο για ‘βομβιστές’ και ‘σοκαρισμένες και ταπεινωμένες κυβερνήσεις.' Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν πως η συντριπτική πλειοψηφία τους θεωρούσε ότι τα κερδοσκοπικά κεφάλαια θα υπερίσχυαν των κυβερνητικών. Αυτό δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη αρνητική παρέμβαση στα νομίσματα, η οποία προέρχονταν από τους ίδιους του traders, δηλαδή την ‘αγορά’. Η παρέμβαση έλκυε παρέμβαση και παρατάσσονταν δίπλα στα κερδοσκοπικά κεφάλαια, πιστεύοντας ότι αυτή ήταν η πιο λογική κίνηση.

Ένα νέο παράδοξο αναδυόταν από τη χρηματιστηριακή πραγματικότητα: η ‘αγορά’ που πάντα αποφάσιζε με βάση τη λογική, έκλινε προς τη λογική επιλογή της εναρμόνισης των θέσεών της με αυτές των ισχυρότερων κεφαλαίων, που σε εκείνη τη φάση φαινόταν να είναι τα κερδοσκοπικά. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, όμως, είχαν θέσεις που δεν ήταν ‘λογικές’, τουλάχιστον με βάση τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Η σύμπραξη των δυνάμεων της αγοράς με αυτές των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, δημιουργούσε ένα ενιαίο μέτωπο το οποίο ασκούσε ακόμη περισσότερη πίεση προς την ‘παράλογη’ κατεύθυνση, αλλοιώνοντας, παράλληλα, ακόμη περισσότερο και τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες.

Το νέο αυτό συμπέρασμα αυτό έσκασε σα βόμβα στην Ευρώπη η οποία συνειδητοποιούσε πως χρειαζόταν μία νέα οικονομικοπολιτική φιλοσοφία, η οποία να επέτρεπε την συνεργασία των κρατών εναντίον των κερδοσκόπων ανάλογα με τα συμφέροντα της ελεύθερης αγοράς. Με άλλα λόγια, η υπερβολική χρηματοπιστωτική ελευθερία μπορούσε να αποβεί καταστρεπτική για το ίδιο το σύστημα που την υπηρετούσε. Το αποτέλεσμά μίας τέτοιας ελευθερία, ήταν, μέχρι τότε, πέρα από την κατάρρευση της αγγλικής λίρας, την υποτίμηση του φράγκου, της λιρέτας, της ιρλανδικής λίρας και γενικότερα τις επιθέσεις στα περισσότερα ευρωπαϊκά νομίσματα και η απειλή εξουδετέρωσης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το οποίο συντηρούσε τη σταθερότητα των συναλλαγματικών αγορών στην Ευρώπη από το 1979.

Η κρίση έλαβε διεθνείς διαστάσεις όταν ο Γερμανός Καγκελάριος Helmut Kohl, κατηγόρησε ‘ανώνυμες δυνάμεις που επιδιώκουν τον τορπιλισμό της προσπάθειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για ενιαίο νόμισμα συνδράμοντας στην κερδοσκοπία εναντίων μεμονωμένων νομισμάτων' και η Γαλλία υποστήριξε, ανοιχτά, πως οι ΗΠΑ, με τη βοήθεια της Βρετανίας, δημιουργούσαν αναταραχή στην αγορά νομισμάτων καθώς η Ουάσινγκτον φοβόταν ότι ένα ευρωπαϊκό νόμισμα θα μπορούσε να εκθρονίσει το δολάριο και να περιορίσει την οικονομική δύναμη της Αμερικής. Γάλλοι αξιωματούχοι υποστήριξαν, επίσης, πως η σκηνοθετημένη και παρατεταμένη αδυναμία του δολαρίου προκαλούσε άδικες πιέσεις στα ευρωπαϊκά νομίσματα.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι παραδέχονταν πως δε στήριζαν το δολάριο αλλά περιέγραψαν την τακτική τους ως αναγκαία για να ενισχυθούν οι εξαγωγές των ΗΠΑ και η ανάπτυξη και όχι ως κίνηση υπονόμευσης των ευρωπαϊκών νομισμάτων.

Ο Γάλλος Πρωθυπουργός Pierre Beregovoy επανήλθε με δηλώσεις του, κατηγορώντας την Ουάσινγκτον ότι προσπαθεί να υπονομεύσει τα ευρωπαϊκά νομίσματα ως τμήμα του σχεδίου των ΗΠΑ για παγκόσμια οικονομική ηγεμονία.

Τη σκυτάλη των κατηγοριών πήραν οι Βέλγοι, οι οποίοι μίλησαν για Αγγλοσαξονικό ‘σχέδιο’ εναντίον της Ευρώπης, το οποίο είχε στόχο την αποτροπή δημιουργίας ενιαίου νομίσματος. Οι υποψίες ενισχύθηκαν μετά από τη δημοσίευση δεδομένων που έδειχναν ότι οι θέσεις εναντίον του γαλλικού φράγκου στην αγορά συναλλάγματος είχαν αυξηθεί κατά 83% σε σχέση με το 92 και εναντίον του βελγικού φράγκου κατά 51%. Νέα δεδομένα έριξαν λάδι στη φωτιά, καθώς οι τράπεζες της Βρετανίας παρουσίασαν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη σε εκείνο το διάστημα, κατά 61 δις δολάρια, κάτι που αποδόθηκε από κάποιους αναλυτές, στα κέρδη από την κερδοσκοπία εναντίον άλλων ευρωπαϊκών νομισμάτων.

Κάτω από την πίεση των εξελίξεων τα ευρωπαϊκά κράτη αναγκάστηκαν να προβούν στην υιοθέτηση νέων κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, επιτρέποντας μεγαλύτερες διακυμάνσεις των εθνικών νομισμάτων και ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο πίεσής τους εκτός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Οι νέοι κανόνες θα επέτρεπαν την πτώση και άνοδο του φράγκου κατά 7,00%, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέσα σε ένα όριο διακύμανσης 15%. Τα προηγούμενα προκαθορισμένα όρια ήταν της τάξης του 2,25%.

Μία σφοδρή επίθεση στο φράγκο δεν άργησε να συμβεί και στις 14 Αυγούστου έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έναντι του μάρκου. Η Τράπεζα της Γαλλίας είχε, ήδη, ξοδέψει όλα τα αποθέματα κεφαλαίου που είχε για παρεμβάσεις στη νομισματική αγορά και είχε δανειστεί επιπλέον 189 δις. φράνκα. Η πίεση συνεχίστηκε και στις 16 Οκτωβρίου το φράγκο πέρασε σε νέα, ιστορικά χαμηλή τιμή. Αυτή τη φορά, όμως, ούτε η Γαλλία αλλά ούτε και η Ευρώπη φάνηκαν να ανησυχούν όσο παλαιότερα. Τα μεγαλύτερα όρια διακύμανσης ήταν μία ασπίδα προστασίας από κερδοσκόπους, καθώς επέτρεπε μία αρκετά σημαντική πτώση του νομίσματος χωρίς την ανάγκη προστασίας του. Και αν δεν υπάρξει μεγάλη προστασία ενός νομίσματος, δεν υπάρχει και μεγάλο κέρδος για τους κερδοσκόπους. Έτσι το παιχνίδι χάνει το ενδιαφέρον του.

Η χρονιά έκλεισε με το σημαντικότερο γεγονός να παραμένει η αναμόρφωση του Νομισματικού Συστήματος. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών είχε επιβιώσει της μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία του και είχε προσαρμοστεί στις εξελίξεις, χρησιμοποιώντας κάθε λογής μέσα, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός παλιού ρητού που λέει ‘αν δε μπορείς να κερδίσεις το παιχνίδι, άλλαξε τους κανόνες’.

Όλα αυτά μέχρι τα τέλη του 2009, όταν ξέσπασε ένας νέος χρηματιστηριακός πόλεμος που οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε ως 'ελληνική κρίση', μόνο μέχρι να γίνει κατανοητό πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ευρωπαϊκή κρίση, Και ίσως η μόνη, πραγματική λύση για την οριστική έξοδο από την αυτή, είναι να αλλάξουν οι κανόνες για ακόμη μία φορά. Στο μεσοδιάστημα, η Ελλάδα και πιθανότητα και άλλες χώρες, θα πληρώσουν το τίμημα των διεθνών χρηματοπιστωτικών πολέμων.

Πάνος Παναγιώτου

Διευθυντής ΕΚΤΑ,

info@ekta1.gr

Πηγή:

http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/2010-04-23-22-18-19-2010042322454/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου