Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ


«ΑΙ ΓΕΝΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ»


Έμπαινε η Μεγάλη Βδομάδα κι έβλεπες να πλανιέται, να χρωματίζει πρόσωπα, δου­λειές, σπίτια η Μεγάλη Μέρα. Ασβεστώματα, συγυρίσματα, καθαριότητα, παραγγελίες, αναμονή, κουβεντολόι.


- Φέτος παράγγειλα κατσίκι. Δέκα ως δώδεκα κιλά, τούπα.

- Θάρθει ο Ζάχος;

- Νάμαστε καλά πρώτα.


Ξεγλωσσαζιόταν κι η καμπάνα να καλεί στην εκκλησιά, πουλιά και καπνοί γυρόφερ­ναν στον ουρανό, εμείς τα σχολιαρούδια είχαμε πειθαρχήσει στο τεντωμένο δάχτυλο του δασκάλου.


- Τα «Μερμυγκιαρίσια» και τα «Χλωμίσια» μια κομπανία εσείς. Τα «Λυκοραχίσια» άλλη αποκεί. Να ιδώ ποιος θα τα φωνάξει δυνατότερα.


Περνάμε κάτι μαραγκιασμένους τυφλοσούρτες με τα «Εγκώμια» και ψάχναμε απ' τους πρώτους γνωστούς στίχους ως τους μεσαίους άγνωστους, κάναμε πρόβες πάνω στον τονισμό, «Η ζωήή εν τάάφω...», «Αξιόόν εστίίί»... προετοιμαζόμασταν σα να πρόκειταν να δώσουμε μάχη.


- «Αι γεννεαίαί πάάάσαι»...


Αυτό το «αι» των γενεών το θέλαμε κολλημένο στο «πάσαι» χωρίς να καταλαβαί­νουμε καλά - καλά περί τίνος πρόκειται. Λέ­ξεις άγνωστες, ντυμένες τα λαμπρά θρησκευ­τικά τους άμφια ορθώνονταν φερμένες από τόπους της Ανατολής, διαλύονταν μυστηρια­κά και εισχωρούσαν στην ψυχή μας πούψαχνε να τις γδύσει, να πιάσει τα νοήματα χω­ρίς να τις απογυμνώνει, χωρίς να βρίσκει άκρη.


- «Ους έθρεψε το μάάάνα...».


Αλλά να! Τα γυρίσματα από πόρτα σε πόρτα με το «Λάζαρο» και το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...»,έφτασε ό επιτάφιος πνιγμένος στα λουλού­δια και τα σχήματα απ' τα κρινοδάχτυλα των κοριτσιών, έπεσε το βράδυ, όλα έδιναν το μεγάλο μέτρο των στιγμών. Ήταν η προε­τοιμασία, μα ήταν κι ή προσβολή.


- Φέτος ήσασταν ψόφια. Σας βαλαν κάτω τα «Λυκοραχίσια».


Αυτό δεν τ' αντέχαμε.


Μας χώριζαν πολλά. Μας χώριζε το ποτάμι, πού μοίραζε το χωριό στα δύο. Μας χώριζε το μέρος της γέννας μας, από τούτο ή απ' το πέρα μέρος του ποτάμιου. Είχαμε μοιράσει και την εκκλησία στη μέση. Μικροί - μεγάλοι. Οι «Λυκοραχίσιοι» κι όσοι παντρεύτηκαν αποκεί, οι «Μερμυγκιαρίσιοι», οι «Χλωμίσιοι» και οι «Αγιοργώτες» αποδώ. Πιάναμε τις δύο πάντες του «Επιτάφιου», απ' αριστερά εμείς από δεξιά εκείνοι, η μία παράταξη αποδώ, η άλλη αποκεί, στριμογνώμασταν τεντώνο­ντας τα λαιμουδάκια μας κοντά στα «Εγκώ­μια» και περιμέναμε το σύνθημα. Κάποτε αργήσαμε και τόδωσε ο δεξιός ψάλτης.


- Βροντάτε το ρέ!

- «"Αξιον έστίίί»...


Πετάχτηκαν οι φωνές, κόλλησαν στον παντοκράτορα, κουνιόταν ή εκκλησιά. Στριγγιές, φάλτσες, άγριες απ' τη δύναμη πού βάναμε, φανατισμένες, πρωτόγονες φωνές, σηκώνονταν κύματα - κύματα να τρυπήσουν τον τρούλο, τα κεραμίδια, να φτάσουν στα ουράνια, να τις ακούσει ο Θεός. Κείνα τα «Λυκοραχίσια» ήταν τρομερά. Όπως στον πετροπόλεμο. Μας παίρναν σβάρνα.


- «Αι γεννεαίαί πάάάσαι»...


Φούσκωναν στο λαιμό οι φλέβες οι δι­κές μας αποδώ, αγρίευαν τα μάτια μας γε­μάτα έχθρα και πείσμα, κόλλαγαν τα χέ­ρια στα πλευρά να ενισχύσουν τα πνευμό­νια και νάτην: Έβγαινε η φωνή σαν από πιπιρίγκι, πάνω απ το καμπαναριό.


- «'Ωώώώ γλυκύ μου Έέέέέαρ»...

Χαλασμός. Τσίριζαν τ' αυτιά.

«Τα φάγα­με τα Λυκοραχίσια»...


Φέτος, πέρσι, πρόπερσι και παραπρόπερσι, λίγο - λίγο με τα χρόνια, ούτε παρατά­ξεις, ούτε συναγωνισμός, μήτε μαχαλάδες.


Παραμιλούσα σ' όλο τον δρόμο απ' το φαι­νόμενο:


«Άκου αι γενεαί πάσαι».


Ούτε σχολιαρούδια, ούτε τίποτα. Κάτι ιδρωμένοι ψαλτάδες και μερικοί βοηθητικοί της προπολεμικής, της κατοχικής και της μεταπολεμικής γενιάς, προσπαθούσαμε να δώσου­με τον τόνο. Χρειάστηκε να το φωνάζει ο παπάς, δίνοντας το σύνθημα κάθε χρόνο.


- Όλοι μαζί: «Αι γεννεαίαί πάάάσαι»..


Σαν έφτασα στο σπίτι και βρήκα τον δικό μου να παίζει μ' ένα μηχάνημα τον αεροπόλεμο και το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, ξέσπασα μ' όλα μου τα νεύρα τραβώντας τα καλώδια.


- Αι γενεαί πάσαι, πλην της παλιοφάρας της δικής σας...



ΓΙΩΡΓΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου