Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Το ασυμβίβαστο και η επαναλαμβανόμενη τραγωδία - Η κρίση του 1929



Η κρίση του 1929, συγκρινόμενη με την αντίστοιχη του 2009, μπορεί να δημιούργησε μεγαλύτερα οικονομικά και κοινωνικά δράματα, μπορεί να κόστισε παραπάνω από μία πενταετία στην παγκόσμια οικονομία για να ανακάμψει και περίπου 25 χρόνια στους επενδυτές για να πάρουν τα χρήματα που είχαν σε διάφορες μορφές επενδύσεις. Ομως, η κρίση του 1929 παρουσιάζει μία διαφορά σε σχέση με αυτή του 2009, που μας κάνει να εξάγουμε το συμπέρασμα πως οι δημοσιονομικές και νομισματικές Αρχές της εποχής εκείνης κατενόησαν γρήγορα τα ελλείμματα των οικονομικών και κοινωνικών θεσμών και άμεσα δρομολόγησαν την κάλυψή τους.

Η κάθε κρίση είναι αφενός προϊόν συνεχόμενων λαθών και αφετέρου κλασικής ανεπάρκειας των εποπτικών μηχανισμών.

Τα λάθη είτε είναι ανθρώπινα και καταχωρούνται ως λάθη απληστίας και κακών υπολογισμών είτε είναι θεσμικά και καταχωρούνται ως λάθη κοντόφθαλμων νομοθετικών παρεμβάσεων.

Ο,τι όμως και να είναι οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα.

Η κρίση του 1929 και η ύφεση που ακολούθησε ανέδειξε τη γύμνια του κοινωνικού κράτους.
Μέχρι τότε η κοινωνική προστασία και κυρίως η κοινωνική ασφάλιση ήταν ανύπαρκτες.

Το Νιου Ντιλ του προέδρου Ρούσβελτ, δηλαδή το πρόγραμμα εξόδου από την ύφεση που δημιούργησε η κρίση του 1929 μπορεί να φωτίζεται από τους ιστορικούς κυρίως στο κομμάτι των δημοσίων έργων μέσω της αύξησης των δαπανών, όμως κατά την προσωπική μας άποψη η κυριότερη ιστορικά συμβολή του Νιου Ντιλ είναι η ψήφιση του νόμου για την κοινωνική ασφάλιση το 1935.

Η θέσπιση συντάξεων γήρατος και η θέσπιση επιδομάτων ανεργίας αποτελεί μέγιστη τιμή για τα δεδομένα της δεκαετίας του '30 και κυρίως μέγιστη διορατικότητα για τις ανάγκες των επόμενων δεκαετιών.

Και οι συντάξεις και τα επιδόματα θεωρήθηκαν αναγκαίοι όροι επιβίωσης των εργαζομένων και των ηλικιωμένων στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα κυρίως σε περιόδους κρίσεων και μεγάλων οικονομικών μεταβολών.

Η κοινωνική ασφάλιση έδειχνε πως ο καπιταλισμός μπορεί να έχει βίαιες μορφές όταν οι φούσκες των δραστηριοτήτων του σπάνε όμως, με τις κατάλληλες παρεμβάσεις έχει και ανθρώπινο πρόσωπο ικανό να του προσδίδει αίγλη και ευαισθησία.

Μία δεύτερη θεσμική λειτουργία που κατοχύρωσε η πολιτική του Νιου Ντιλ είναι η συνδικαλιστική παρουσία στους χώρους εργασίας.

Ο νόμος για την εθνική ανάκαμψη των ΗΠΑ του 1934 μεταξύ των άλλων περιείχε και διατάξεις που επέτρεπαν στους εργάτες να ενωθούν σε σωματεία για να προστατεύουν και να εξασφαλίζουν το συλλογικό τους συμφέρον.

Επιπλέον, η αντίληψη ότι η έλλειψη εποπτείας αποτελεί σημαντικό υπόβαθρο εκκόλαψης χρηματοοικονομικών κρίσεων οδήγησε στη θέσπιση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία θα είχε τον ρόλο του θεσμικού επόπτη και του αμύντορα των κρατικών και κοινωνικών συμφερόντων.

Η θέσπιση ενός τέτοιου οργάνου ήταν καταλυτική σε σημείο που υιοθετήθηκε από όλες τις δυτικές αγορές κεφαλαίων.

Πλέον κάποιος θα επόπτευε το χρήμα και τις δραστηριότητές του και κάποιος θα προστάτευε τους επενδυτές από κακόβουλους και κερδοσκοπικούς μηχανισμούς.

Κατά την προσωπική μας άποψη κομβικό χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης, αλλά κυρίως χαρακτηριστικό που έδειχνε ότι τα αιτία της κρίσης είχαν γίνει άμεσα αντιληπτά, ήταν ο διαχωρισμός των εμπορικών και επενδυτικών λειτουργιών των τραπεζών.

Πλέον το ασυμβίβαστο θα εξασφάλιζε μέχρι και τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης του 2009 (το ασυμβίβαστο καταργήθηκε το 1999 επί κυβέρνησης Κλίντον) ότι μια ανάλογη τραγωδία δεν θα επαναλαμβανόταν.

Πλέον οι τράπεζες δεν θα είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις καταθέσεις των απλών πολιτών για να παίξουν κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος ανυποψίαστων επενδυτών.
Ο διαχωρισμός αυτός έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι όταν οι δημοσιονομικές και νομισματικές Αρχές θέλουν πραγματικά να αντιμετωπίσουν διεφθαρμένες πρακτικές, μπορούν να βρουν τις πιο αποτελεσματικές λύσεις.

Ο νομός Glass - Steagall του 1933 θέσπισε για πρώτη φορά ρυθμίσεις και κανόνες υγιούς λειτουργίας των τραπεζών και προστάτευσε το διεθνές πιστωτικό σύστημα επί 70 χρόνια.

Η κατάργησή του ήταν ύβρις προς όλους εκείνους που ένιωσαν στο πετσί τους τον τρομερό αντίκτυπο της κρίσης του 1929 και της ύφεσης της δεκαετίας του '30.


Λέγεται ότι όσοι ξεχνούν είναι αναγκασμένοι να ξαναζήσουν το παρελθόν με την οποία έκβασή του, θετική ή αρνητική, πόσο μάλλον όταν γκρεμίζουν θεσμούς που δημιουργήθηκαν για να αποτρέψουν την επανεμφάνιση του Αρμαγεδδώνος.

Σαράντος Λέκκας
Οικονομολόγος


Πηγή

Η Χρηματιστηριακή Κρίση του 1929





BE048075

Tο καλοκαίρι του 1929 η Αμερική ευημερούσε. Ο κόσμος δανειζόταν από τις τράπεζες για να «παίξει» στη Γουολ Στριτ. Ο δείκτης Ντόου Τζόουνς (DJIA) έφθασε στο υψηλότερο σημείο του, στις 381.17 μονάδες (3 Σεπτεμβρίου 1929). Οι χρηματιστηριακή αξία των μετοχών είχε αυξηθεί τόσο πολύ, που οι διορατικότεροι μιλούσαν για «φούσκα» έτοιμη να εκραγεί.

Οικονομικοί κύκλοι φοβούμενοι την κάμψη των τιμών των μετοχών άρχισαν να τις ρευστοποιούν. Στις 24 Οκτωβρίου 1929, 13 εκατομμύρια μετοχές άλλαξαν χέρια, αριθμός ρεκόρ για τα χρηματιστηριακά χρονικά («Μαύρη Πέμπτη»). Πανικός άρχισε να καταλαμβάνει τους επενδυτές και τους χρηματιστές. Οι μεγάλοι «παίχτες» της Γουόλ Στριτ άρχισαν να αγοράζουν μαζικά τα καλά χαρτιά (blue chips), σε μια προσπάθεια να συγκρατήσουν την πτώση. Η τακτική αυτή είχε αποδώσει στη χρηματιστηριακή κρίση του 1907, όχι όμως και τώρα.

Το Σαββατοκύριακο που μεσολάβησε η κατάσταση δραματοποιήθηκε ακόμη περισσότερο από τον Τύπο. Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου οι τιμές συνέχισαν την κατηφορική τους πορεία, με τους επενδυτές να ξεφορτώνονται τα «χαρτιά» τους, με σκοπό να αναζητήσουν πιο πρόσφορες επενδυτικές ευκαιρίες. Ο δείχτης χάνει 12% της αξίας του και 16,4 εκατομμύρια μετοχές αλλάζουν χέρια.

1929

Την επόμενη μέρα, η Γουόλ Στριτ καταρρέει («Μαύρη Τρίτη»). Πολλές τράπεζες που είχαν τοποθετήσει τα χρήματα των πελατών τους σε μετοχές για να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη, αντιμετωπίζουν δυσεπίλυτα προβλήματα και τις επόμενες μέρες κηρύσσουν πτώχευση.

Το χρηματιστηριακό κραχ χειροτέρευσε την ήδη εύθραυστη κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και συνέβαλε στη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση της δεκαετίας του ’30, που έπληξε Ευρώπη και Αμερική, με πτωχεύσεις εταιρειών, μαζική ανεργία και μεγάλη κεφαλαιοκρατική συγκέντρωση.

Η Γουόλ Στριτ ανέκαμψε προσωρινά στις αρχές του 1930, για να κατρακυλήσει ξανά το επόμενο διάστημα και ο δείκτης Ντόου Τζόουνς να φθάσει στις 41.22 μονάδες στις 8 Ιουλίου 1932, στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών. Το 1931 το Κογκρέσο συγκρότησε την Επιτροπή Πεκόρα για να μελετήσει τις αιτίες της χρηματιστηριακής κρίσης και βάσει των πορισμάτων της ψήφισε το νόμο Γκλας – Σίγκαλ του 1933, με τον οποίον διαχωρίστηκαν οι τράπεζες σε εμπορικές και επενδυτικές.

Τα επόμενα χρόνια, με βάση την εμπειρία της Γουόλ Στριτ, τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου πήραν μέτρα για να αποτρέψουν ένα νέο κραχ. Το κυριότερο ήταν η διακοπή των συνεδριάσεων σε περιόδους ραγδαίων μεταβολών της χρηματιστηριακής αγοράς.

Οι επιπτώσεις του «Κραχ» στις ΗΠΑ σε αριθμούς:

  • 12.000.000 έμειναν άνεργοι.
  • 12.000 έχαναν τη δουλειά τους κάθε μέρα.
  • 20.000 επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση.
  • 1616 τράπεζες πτώχευσαν.
  • 1 στους 20 γεωργούς ξεσπιτώθηκαν.
  • 23.000 αυτοκτονίες σημειώθηκαν σ’ ένα χρόνο, αριθμός ρεκόρ.
Πηγή: http://fr33doom.wordpress.com/2009/10/24/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου