Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΕΤΣΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ




 
 
Εκποίηση ασημικών, κοσμημάτων, επίπλων και αναμνήσεων
 

Της Μαριλης Μαργωμενου

«Δεν είναι που δεν έχω να ζήσω, ήθελα απλώς να πουλήσω κάποια παλιά μου αντικείμενα». Ενα ασημένιο μενταγιόν, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένα βραχιόλι… Ετσι γράφει η αγγελία. Η γυναίκα που μου απαντάει στο τηλέφωνο ακούγεται γύρω στα εξήντα. «Τα κοσμήματά μου είναι», λέει. «Δεν τα λυπάστε να τα πουλήσετε;». «Τα λυπάμαι, αλλά τι να κάνουμε;». Εχει να τα φορέσει χρόνια, μου εξηγεί, και η ζωή άλλαξε. «Προτιμούσα να με παίρνατε τηλέφωνο για να τα αγοράσετε», λέει. «Καρφίτσα μπριγιάν, 12 καράτια».

Η γυναίκα στο τηλέφωνο της επόμενης αγγελίας δεν αρνείται την ανάγκη της. «Είναι δύσκολες οι μέρες». Η καρφίτσα ήταν της μητέρας της. «Μπορεί και να το σκέφτηκα παλιότερα πως αν μια μέρα αγριέψουν τα πράγματα ίσως χρειαστεί να την πουλήσω. Αλλά ποτέ δεν φαντάζεσαι πως τελικά θα έρθει εκείνη η μέρα». Δεν την έχει φορέσει ποτέ την καρφίτσα, είναι απ' αυτά τα βαριά κομμάτια που ήταν της μόδας πολλά χρόνια πριν. Η κυρία Ελένη είναι σίγουρη πως αν ζούσε η μητέρα της δεν θα είχε αντίρρηση. «Το μόνο που θα ήθελε θα ήταν να είμαστε εμείς καλά», λέει. Οπως και να είναι, στη φωνή της η στενοχώρια ακούγεται.

Στις μικρές αγγελίες, οι ιστορίες των ανθρώπων πιάνουν πέντε λέξεις η καθεμία. «Νυφικό φορεμένο μια φορά». Η Μαρία που απαντάει στο τηλέφωνο παντρεύτηκε τον Νοέμβριο. Τώρα εκείνη και ο άνδρας της έχουν να πληρώσουν το στεγαστικό δάνειο και τις δόσεις για τα έπιπλα. «Τι να το κάνω το νυφικό;». Εδώ και τρεις μήνες, λέει η Μαρία, το τι είναι χρήσιμο και το τι άχρηστο άρχισε να ορίζεται με διαφορετικό τρόπο.



500 ευρώ η προίκα
«Κεντήματα προίκας, όλα μαζί 500 ευρώ». Πιο παλιά τέτοιες αγγελίες δεν υπήρχαν στις εφημερίδες. «Πιο παλιά η μητέρα μου που τα κέντησε θα με έδιωχνε απ' το σπίτι αν έβαζα αγγελία», λέει η Ιωάννα. «Τώρα ήρθε μόνη της και μου είπε «βρε παιδί μου, δεν τα δίνεις αυτά; Χώρο πιάνουν, παλιομοδίτικα πράγματα…»». Ενας άνδρας άνεργος, ένα παιδί ανήλικο, μια μάνα με σύνταξη 400 ευρώ, και η Ιωάννα να κρατάει το σπίτι με ένα μισθό. «Τι θα τα κάνετε τα 500 ευρώ;» τη ρωτάω. «Θα ξεπληρώσω δύο μήνες απ' την κάρτα. Θα χρωστάω μόνο τρεις». Τη ρωτάω πού είναι τα κεντήματα τώρα. «Στο τραπέζι, στο γραφείο, στο σύνθετο… το καθένα είναι και κάπου στο σπίτι». Η Ιωάννα θα τα μαζέψει και θα αφήσει τα έπιπλα γυμνά. Δεν τη στενοχωρεί αυτό. «Μόνο που δεν θα φτάσουν τα λεφτά με νοιάζει», λέει. «Και που μετά έχουν σειρά τα ασημικά».

Κάθε ιστορία είναι διαφορετική, αλλά όλες έχουν το ίδιο τέλος. Ενας άνθρωπος που ψάχνει κάποιον να αγοράσει τα κομματάκια της ζωής του. Οπως ο κύριος Νίκος. «Τρεις πολυέλαιοι κρυστάλλινοι και τέσσερις απλίκες. Τιμή ευκαιρίας». Κάπου στου Ζωγράφου, ο κύριος Νίκος σηκώνει το τηλέφωνο. «Και τι θέλετε να κάνουμε;», μου απαντάει. «Τους αγόρασα πριν από δεκαπέντε χρόνια. Τότε κάναμε χαρά που φτιάχναμε το σπίτι. Και τώρα…». Ο κύριος Νίκος κάνει παύση. «Δεν βαριέσαι», λέει. «Είναι πολλά που αναγκάζεσαι να κάνεις για να ζήσεις. Πολλά που γίνονται και δεν λέγονται». Οι πολυέλαιοι είναι ακόμη κρεμασμένοι στο σπίτι του. Αν βρεθεί αγοραστής, θα τους ξεκρεμάσει, θα βάλει απλές λάμπες, και με τα χρήματα θα περάσει εκείνος κι η γυναίκα του έναν - δύο μήνες καλά. Μόνο που τόσες μέρες, απ' την Κυριακή που έβαλε την αγγελία ώς σήμερα, που είναι Τετάρτη, δεν χτυπάει το τηλέφωνο.

«Πρώτη φορά σκέφτομαι, καλά που δεν έχω παιδιά», λέει η κυρία Ελευθερία. «Σερβίτσιο παλαιό σε άριστη κατάσταση» γράφει η δική της αγγελία. Γύρω στα εξήντα, ζει κάπου στα Πατήσια με τον άνδρα της. «Δύο άνθρωποι είμαστε, τι να τα κάνουμε τόσα πιατικά; Πιο καλά να έχουμε δύο - τρεις μήνες ρεύμα και τηλέφωνο, έτσι δεν είναι;». Τη ρωτάω πώς το αποφάσισε. «Μόνη μου», απαντάει. Ο άνδρας της δεν ξέρει πως ψάχνει να πουλήσει το σερβίτσιο. «Ξέρετε πώς είναι οι άνδρες», απολογείται. «Θα το πάρει άσχημα». Στο τηλέφωνό της χτυπάει μια δεύτερη γραμμή. «Συγγνώμη, αλλά μπορεί να είναι κάποιος αγοραστής», κάνει η κυρία Ελευθερία. «Μόνο να γράψετε πως οι άνθρωποι αυτόν τον καιρό δεν είναι όπως φαίνονται», μου λέει μια στιγμή πριν κλείσουμε. «Πίσω απ' την πόρτα του σπιτιού δεν ξέρεις τι περνάει ο καθένας».

 Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_05/12/2010_424841






 Του ΣΤΑΘΗ από το "ΠΑΡΟΝ"



Στη «μαύρη αγορά» για χρυσή λίρα





 
Κοσμοσυρροή στα ενεχυροδανειστήρια από «μικροεπενδυτές» υψηλού ρίσκου
 
Tης Ιωαννας Φωτιαδη

«Θέλω να ξέρω μόνο το μικρό σου όνομα». Αυτή είναι η προϋπόθεση και η «δικλίδα» για την αγορά χρυσών λιρών στην ελληνική μαύρη αγορά, η οποία γνωρίζει μέρες δόξης. «Μετά, δεν σε ξέρω - δεν με ξέρεις» λέει ξεκάθαρα ο προμηθευτής, καθώς επιδεικνύει στον υποψήφιο πελάτη το προσπέκτους με τα «είδη» χρυσής λίρας. «Δεν χρειάζεται να με ειδοποιήσεις, έχω αποθέματα, φέρε απλώς τα μετρητά» συμπληρώνει και τον ξεπροβοδίζει. Η πόρτα με τα κάγκελα κλείνει πίσω του και η κάμερα αφαλείας παρακολουθεί τον πελάτη μέχρι την έξοδο από το κτίριο. Μιλάμε για μια καθημερινή, συχνά επαναλαμβανόμενη σκηνή σε καταστήματα πέριξ της Ομόνοιας αλλά και σε γειτονιές της Αθήνας.

Εκατοντάδες «μικροεπενδυτές», βαθιά ανήσυχοι από την κρίση, απευθύνονται σε «ειδικούς» που πωλούν χρυσές λίρες Αγγλίας. Οι ενδιαφερόμενοι εκμεταλλεύονται το καθεστώς της (παράνομης) εκτός τραπέζης συναλλαγής: τη μειωμένη τιμή και κυρίως την απαλοιφή του «πόθεν έσχες». Η σημερινή τιμή πώλησης της λίρας στην Τράπεζα Ελλάδος (που μαζί με την Τράπεζα Πειραιώς αποτελούν τους νόμιμους προμηθευτές) κυμαίνεται περί τα 290 ευρώ περίπου, ενώ «έξω» η τιμή μειώνεται από 8 ευρώ έως και 30 ευρώ, ανάλογα πάντα με το ύψος της συναλλαγής και τη διαπραγματευτική δεινότητα των ενδιαφερομένων. Επίσης, για την αγορά λιρών αξίας συνολικά πάνω από 15.000 ευρώ, ο πελάτης καλείται να επιδείξει στην τράπεζα τα ανάλογα πιστοποιητικά για την προέλευση των χρημάτων, όπως βέβαια και να δηλώσει την ταυτότητά του. Ενώ, στα «μαγαζιά» κανείς δεν κάνει... αδιάκριτες ερωτήσεις. Οταν, όμως, παίζεις με τη φωτιά πρέπει να είσαι έτοιμος και να καείς.

«Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τη γνησιότητα του νομίσματος, έχουν πέσει θύματα ακόμα και οι πιο πεπειραμένοι» λέει στην «Κ» άνθρωπος του χώρου «αλλά και κάλπικη να μην είναι η λίρα, μπορεί να είναι λιποβαρής με πολύ μικρότερη ανταλλακτική αξία».

Στις τράπεζες
Παράλληλα με το παραεμπόριο, μέχρι και το καλοκαίρι είχε σημειωθεί «κοσμοσυρροή» και στις τράπεζες, τώρα, όμως, η ζήτηση χρυσής λίρας στα τραπεζικά ιδρύματα επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Το 2009 πωλήθηκαν επισήμως 110.000 λίρες από την Τράπεζα της Ελλάδος και εξίσου μεγάλος αριθμός από την Τράπεζα Πειραιώς και το 2010 υπολογίζεται ότι συνολικά ο αριθμός τους θα ξεπεράσει τις 300.000. Η στροφή στον χρυσό είχε αποτέλεσμα και την εκτίναξη της τιμής του. Ετσι, ενώ πριν από λίγες ημέρες η επίσημη τιμή πώλησης στην Τράπεζα της Ελλάδος προσδιοριζόταν στα 292,56 ευρώ, στις 27/1/2010 ήταν 212,01, στις 27/11/2009 209,14 και στις 9/9/2009 ήταν 186,83. Σημείο των καιρών και οι εξορμήσεις επίδοξων χρησοθήρων σε επαρχιακές πόλεις και σε βουνά οι οποίοι τους τελευταίους μήνες ψάχνουν σεντούκια με χρυσές λίρες ακόμα και με τη συμβολή μέντιουμ!

«Αν θέλεις μια λίρα, θα σου κόψω ένα ευρώ, αν όμως θέλεις περισσότερες, αλλάζει» λέει περιγραφικά στην «Κ» νεαρός έμπορος, «δεν σου λέω ακόμα τιμή, γιατί θα πας στον διπλανό». Εδώ, όλα είναι συζητήσιμα. «Θα τα βρούμε, μην ανησυχείς» καταλήγουν όλοι. Τελικά, η «συμφωνία» κλείνει στις 37 λίρες νέας κοπής έναντι 10.000 ευρώ. Χαρακτηριστικό, πάντως, είναι ότι η συζήτηση γίνεται ανοικτά και χωρίς... αναστολές με οποιονδήποτε περνάει την πόρτα τους. Κανείς δεν μοιάζει να ανησυχεί για την παράνομη συναλλαγή. «Αφού δεν πιάνουν τους αληθινούς κλέφτες, εμένα θα τιμωρήσουν, που διευκολύνω τον κόσμο;» διερωτάται ένας έμπορος και «κάθε μέρα έχω και περισσότερη πελατεία». Οι λίρες αλλάζουν συνεχώς χέρια: άλλοι τις πωλούν για να ξεχρεώσουν και άλλοι τις αγοράζουν ως σιγουριά για τις ακόμα πιο δύσκολες μέρες που φοβούνται ότι θα έρθουν. Μεγάλοι κερδισμένοι, βεβαίως, οι μεσάζοντες που βοηθούν με το «αζημίωτο». «Κάθε μέρα έρχονται στο μαγαζί γιατροί, δικηγόροι, στρατιωτικοί» λέει στην «Κ» ενεχυροδανειστής.

Και στον κόσμο του Ιντερνετ... κυκλοφορούν ανενόχλητα χρυσές λίρες. Σε εξειδικευμένα «φόρα» οι χρήστες καταθέτουν την αγωνία τους, αλλά και τις... βαφτιστικές τους λίρες, οπότε και αρχίζει το παζάρι. «Το Ιντερνετ είναι άτιμο. Εμένα με βλέπεις και ξέρεις πού δουλεύω!» επισημαίνει ένας έμπορος. «Θα έρθεις να με βρεις αν κάτι δεν πάει καλά, ενώ ο άλλος θα γίνει Λούης». Απαξ και οι λίρες είναι ζεστές στα χέρια του αγοραστή, ξεκινάει η αγωνία της φύλαξής τους. «Κρύψτε τις λίρες στα πιο απίθανα σημεία του σπιτιού» συμβουλεύει ένας πωλητής, και πάντως όχι σε γλάστρες...

Η νόμιμη οδός της επένδυσης
Η νόμιμη (και ασφαλής) οδός για την απόκτηση χρυσών λιρών «περνά» από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Τράπεζα Πειραιώς. Για να προμηθευτεί κάποιος λίρες, οφείλει να προσκομίσει αστυνομική ταυτότητα και εκκαθαριστικό εφορίας (για ποσά πάνω από 15.000) στην Τράπεζα της Ελλάδος, να διατηρεί ή να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς. Η τιμή αγοράς και πώλησης διαφέρει μεταξύ των δύο τραπεζών, και σχετικά με τις διακυμάνσεις υπάρχει καθημερινή ενημέρωση στα sites τους (www. bankofgreece. gr και www. piraeusbank. gr).

«Τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί όχι μόνον ο αριθμός όσων αγοράζουν χρυσές λίρες λόγω της γενικότερης ανασφάλειας, αλλά και εκείνων που πωλούν εκμεταλλευόμενοι τη συνεχώς αυξανόμενη τιμή πώλησης», επισημαίνουν στην «Κ» τραπεζικοί κύκλοι. Πάντως, από τον Σεπτέμβριο του 2008, με την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, σημειώθηκε σαφής στροφή των Ελλήνων στον χρυσό. Μάλιστα, το καλοκαίρι που μας πέρασε το ενδιαφέρον του κοινού υπήρξε τέτοιο, που οι λίρες νέας κοπής προς στιγμήν εξαντλήθηκαν και άρχισαν να διατίθενται λίρες παλαιάς κοπής. «Τα πρώτα χρόνια ο κόσμος ήταν επιφυλακτικός έναντι των τραπεζών», σχολιάζουν τραπεζικοί κύκλοι, «προτιμούσαν τις χαμηλές τιμές της μαύρης αγοράς». Συν τω χρόνω, όμως, καθώς από το 2000 ο επενδυτικός χρυσός έπαψε να φορολογείται, οι επενδυτές άρχισαν να αναγνωρίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των συναλλαγών με τράπεζες, ενώ οι πλέον «έχοντες» Ελληνες επενδυτές εκδηλώνουν ενδιαφέρον και για τις ράβδους χρυσού. Τέλος, μέσω της Τράπεζας Πειραιώς προσφέρεται η δυνατότητα εκτίμησης και φύλαξης χρυσών λιρών.

Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_05/12/2010_424625





Εναλλακτικές λύσεις εν μέσω κρίσης
 
 
Οι συγκεντρώσεις σε σπίτια με παραγγελίες ντελίβερι αντικαθιστούν σιγά σιγά τις εξόδους, ενώ παρατηρείται αναβίωση του «κάν’ το μόνος σου»
 
Του Ηλια Mαγκλινη




Το κοριτσάκι κοιτάζει έκπληκτο σχεδόν τα ολοκαίνουργια παπούτσια του. Η πασίγνωστη φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου, τραβηγμένη αμέσως μετά την απελευθέρωση, εκφράζει με μοναδική λιτότητα την Ελλάδα της πενταετίας 1945 - 50. «Κάντε υπομονή δεκαπέντε χρόνια μέχρι να ανακάμψει η χώρα σας», μας είπε εσχάτως ο σύμβουλος του πρωθυπουργού, αν και οι Ελληνες εκείνης της μακρινής Ελλάδας περίμεναν πολύ περισσότερο, ουσιαστικά έως τη δεκαετία του '80. «Μακρινής», είπα; Πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό οι κορώνες της καταστροφολογίας ότι θα επιστρέψουμε στη μιζέρια της δεκαετίας του '50. Ισως κάποιοι να λησμονούν ότι «ανέχεια» δεν σημαίνει απαραίτητα και μιζέρια· έστω όμως. Ζούμε τη βεβαιότητα μιας βασανιστικής αβεβαιότητας και την ίδια στιγμή βιώνουμε μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητά μας και ίσως ζήσουμε ακόμα πιο δραματικές - ή και απελευθερωτικές αλλαγές, γιατί όχι. Κάθε νόμισμα, εξάλλου, έχει δύο πλευρές και το ίδιο ισχύει και σε εποχές οικονομικής κρίσης.

Είναι βέβαια νωρίς ακόμα για να εξαγάγει κανείς ασφαλή συμπεράσματα, μια πρώτη όμως αναγνωριστική ματιά γύρω μας μάς αφήνει υπόνοιες ότι επιχειρήσεις όπως συνοικιακά σουβλατζίδικα, πιτσαρίες κ. ο. κ. δεν κάνουν βέβαια χρυσές δουλειές, αλλά, δεδομένου ότι οικογένειες και παρέες κλείνονται πιο συχνά σπίτι πλέον, οι παραγγελίες σε delivery συνηθίζονται πολύ - τουλάχιστον σε ό, τι αφορά τις επιχειρήσεις εκείνες που έχουν κερδίσει έναν κάποιο σεβασμό του κοινού.

Κάπως ανάλογα, επειδή οι βραδινές επισκέψεις σε φιλικά σπίτια έχουν αυξηθεί (σε αυτό έχει παίξει σημαντικό ρόλο, εκτός από την κρίση, και η απαγόρευση του καπνίσματος σε μπαρ και εστιατόρια), για να μην «πάμε με άδεια χέρια», μια στάση σε κάβα και κυρίως σε κάποιο ζαχαροπλαστείο επιβάλλεται.

Πολλοί υπέθεσαν ότι ορισμένα επαγγέλματα ξεχασμένα από τον χρόνο (μεταποιήσεις ενδυμάτων, μοδίστρες, τσαγκάρηδες κ. ά.) θα ωφεληθούν από την κρίση: όπως το κοριτσάκι του 1945 στη φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου, για το οποίο τα καινούργια παπούτσια ήταν κάτι μοναδικό, για τον σημερινό Ελληνα της δεκαετίας του 2010 ίσως παύσει σιγά σιγά να είναι τόσο αυτονόητο το «χαλάει κάτι - αγοράζω ένα καινούργιο», που κυριάρχησε στην εποχή της επίπλαστης ευμάρειας. 

Ωστόσο, δεν υπάρχουν πια οι φθηνοί τσαγκάρηδες και οι μοδίστρες του '50 και του '60. Το να ράψεις ένα ρούχο ή να επιδιορθώσεις ένα παπούτσι συνεχίζει να μην είναι μία και τόσο συμφέρουσα επιλογή, ειδικά όταν έχεις αλυσίδες καταστημάτων μαζικής και φθηνής ένδυσης. Ισως χρειάζεται πολύς χρόνος για να περάσει στον μέσο Ελληνα και τη μέση Ελληνίδα η νοοτροπία της μη αντικατάστασης ενός προϊόντος, αλλά η επιδιόρθωσή του.

Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_05/12/2010_424842


Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ;;;;;



 Διανομή ενδυμάτων από την UNRA
1945 -1955

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου