Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ '21








Το δημοτικό μας τραγούδι, το σχετικό με το '21, ξεκινάει και διαμορφώνεται μέσα στο φλογερό καμίνι της Εθνεγερσίας. Συγκλονιστικά γεγονότα και οριακές μορφές του πανεθνι­κού ξεσηκωμού δίνουν αφορμή σε λαϊκούς αν­θρώπους με έντονο το ποιητικό αίσθημα μέσα τους να συγκροτήσουν αυτό το μοναδικό ποιητικό θησαύρισμα του λαϊκού ποιητικού λογού. Επώνυμοι και κατ' εξοχήν ανώνυμοι δημιουρ­γοί πλάθουν το στίχο  μέσα στη φλεγόμενη καρδιά και την ψυχή τους, για να δώσουν τον καίριο λόγο και ρυθμό. Κ' έτσι έγινε να κυκλο­φορεί, μέσα στην Επανάσταση, συλλογή δημοτικών τραγουδιών, στο εξωτερικό, πού να περιλαμβάνει και τραγούδια για το Εικοσιένα. Το τραγούδι ακούγεται με το πρώτο καριοφύλι του ξεσηκωμού, οδοιπορεί μαζί του σ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα και τα πρώτα κατο­πινά χρόνια.

Ό Νικόλαος Πολίτης αποδίδει την δημιουρ­γία των δημοτικών τραγουδιών, σε προικισμένα με ποιητικά στοιχεία άτομα γράφοντας : «Ή ομαδική ποίησης είναι πράγμα αδύνατον. Πως δε γεννώνται τα δημοτικά άσματα; Εις των πολλών, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητος και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων εις εσωτερικήν ώθησιν, εν στιγμή εξάρσεως, συνθέτει το άσμα και ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις τα γνωστά. Το άσμα τούτο πα­ραλαμβάνει άλλος της αυτής μορφώσεως και επαναλαμβάνει, όταν διατελή εις παρομοίαν ψυχικήν διάθεσιν, διότι διαβλέπει εν αυτώ άποτύπωσιν των σκέψεων και των συναισθημάτων του επιφέρων ενίοτε εις αυτό ασήμαντους μεταβολάς, διά ν' αποκαταστήση πληρεστέραν την συμφωνίαν αυτού προς τα ίδια συναισθήματα. Ούτω δ’ άπό στόματος εις στόμα διαδιδόμενον, καθίσταται κοινόν κτήμα. έκαστος τραγουδι­στής ιδιοποιείται αυτό τρόπον τινά ανεπιγνώστως, το ιδιοποιείται απλούστατα και φυσικώτατα, καθόσον φέρεται αδέσποτον, και, όπερ σπουδαιότερον, καθ’ όσον ευρίσκει εν αυτώ τα πάντα γνώριμα, ουδέν δε ξένον ή ανώτερον των ιδίων νοημάτων και συναισθημάτων, ή και αν εύρη τι τυχόν αλλότριον ή απρόσιτον εις αυτόν το μεταβάλλει ή το αποβάλλει. Είναι δε αδέσποτον το τραγούδι, διότι ό πρώτος δη­μιουργός αυτού δεν κατείχετο υπό του πόθου να καταστήση γνωστόν το όνομα του, άλλ' αμοιρών φιλολογικής φιλοδοξίας, το εποίησε, διότι του το επέβαλεν ανάγκη της καρδίας του... το κυριώτατον γνώρισμα του δημοτικού άσμα­τος είναι η συμφωνία αυτού προς την διανόησιν των πολλών. ουδέν πρέπει να περιέχη το υπερεξέχον του κοινού επιπέδου, της μορφώ­σεως ουδέ το μαρτυρούν την παρέμβασιν της προσωπικότητας του ποιητού, προσωπικότητος χωριστής καί ανωτέρας».

Ό Νικόλαος Πολίτης, εξάλλου, σε άλλη περίπτωση, θα πει πώς «εξαίρετον αναντιρρή­τως θέσιν μεταξύ των μνημείων του λόγου του ημετέρου λάου κατέχουν τά τραγούδια. όχι μόνον ως ισχυρώς κινούντα την ψυχήν διά το απέριττον κάλλος, την αβίαστον απλότητα, την πρωτοτυπίαν και την φραστική δύναμιν και ενάργειαν, αλλά και ως ακριβέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος του λάου εμφαίνονται τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έ­θνους».

Ο Γιάννης Αποστολάκης επισημαίνει την ανάγκη βαθύτερης και σωστής μελέτης του δημοτικού μας τραγουδιού, δημιουργικής επικοινωνίας και όχι ξερής φιλολογικής έρευνας και συνδέει την περιφρόνηση ή αδιαφορία από μερικούς στο λαϊκό λόγο με τη γλωσσική δια­μάχη των καιρών. «Σ' αυτό λοιπόν — γράφει — το γενικό κατατρεγμό της φυσικής γλώσσας, ποιος να νοιαστή  για τα δημοτικά τραγούδια; Αυτά θύμιζαν τη φυσική γλωσσα κι ο μορφωμένος είχε βάλει στο κεφάλι του να μην έχη απ’ αυτή· κοντός περιορισμός της φύσης, πού έμελλε αργά ή γρήγορα να ξεσπάση. Γι’ αυτό κι ό αλαλαγμός της χαράς του δημοτικιστή για τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι όλος ψεύτικος. Είχε πολύ δίκιο να φωνάζη και να χαίρεται. από τη σκοτεινιά της φυλακής βρέθηκε πάλι στο φως του ήλιου. Τα δημοτικά τραγούδια του ξαναζωντάνευαν πάλι μπρος στα μάτια του όλο το θάμα της φύσης, χρόνια και χρόνια τώρα ξεχασμένο». Μιλώντας με ιδιαίτερα εγκώμια για την προσπάθεια του Πολίτη, γράφει πώς στην εποχή του «ήτανε ζωντανό το '21 και οι άνθρωποι είχαν να το λογαριάσουν στη ζωή τους, ό καθένας βέβαια ανάλογα με το νου του και τη δύναμη του. κι έτσι ή ζωή έπαιρνε ψυχικό άπλω­μα και ύψωμα, πού δεν τ' ονειρεύτηκε η εποχή μας. Μ' άλλα λόγια στη ζωή τότε απλωνότανε και η ηθική ατμόσφαιρα, που είναι έτσι απα­ραίτητη για το μεγάλωμα του άνθρωπου όπως η  φυσική».

«Οι ποιηταί του λάου — γράφει ο Στίλπων Κυριακίδης — και οι αυτοσχέδιοι και οι επαγγελ­ματίας δεν εξέρχονται των παραδεδομένων. Ό,τι άπαξ ευρέθη, έδοκιμάσθη και ενεκρίθη υπό του λάου, δεν εγκαταλείπεται ευκόλως. Αυτό αποτελεί εις το εξής τον κανόνα τον οποίον ακολουθούν εν τη δημιουργία αυτών οι ανώνυμοι λαϊκοί ποιηταί, την λαϊκήν τουτ' έστι ποιητικήν τεχνοτροπίαν. Επειδή δε και τα συναισθήματα τα όποια κινούν την ψυχήν των λαϊκών τούτων ποιητών, δεν είναι διάφορα εις έκαστον, άλλα κοινά και προς αλλήλους και προς τα του πολλού λάου, εις το επίπεδον του οποίου ευρίσκονται, διά τούτο και τα δη­μιουργήματα αυτών ομοιάζουν τόσον αναμετα­ξύ των, ως προϊόντα μιας τέχνης και μιας ψυ­χής, εκπροσωπούντα τον ενιαίον χαρακτήρα ενός  λαού».

Ό Γιώργος Λαμπρινός, συνδέει το δημοτικό τραγούδι, με το λαϊκό αγώνα πού έχει διπλό στόχο, την απολύτρωση από τον τούρκο και τον κοτσάμπαση, δίνει σ' αυτό ιστορικο-πολιτική και κοινωνική διάσταση, για το θεμέλιωμα της λευτεριάς και την πραγματοποίηση των οραμάτων του ράγια και το ξαναζωντάνεμα της Ρωμιοσύνης. Ό κλεφταρματολισμός προετοι­μάζει το έδαφος. Έτσι «ή επανάσταση ανοίγεται σα θετική προοπτική μπροστά στη ρω­μιοσύνη... Η αντίθεση με τον Τούρκο παίρνει το χαρακτήρα πάλης ολάκερου σκλαβωμένου λάου πού αγωνίζεται να λυτρώσει τον τόπο του από τον ξένο κατακτητή.  Η ωριμότητα τούτη φανερώνει καθαρά την όψη της στο κλέφτικο. τραγούδι από τα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα κι ύστερα. Η κοινή δράση των αρματολών της Ελλάδας από τον Όλυμπο και το Αιγαίο, τα επαναστατικά κινήματα του Νικοτσάρα και πιο πολύ του Βλαχάβα, παρ’ όλο τον περιορισμένο χαρακτήρα τους, είχαν απλώσει τους σκοπούς τους στα εθνικά όρια. Στα ίδια όρια απλώνεται και το κλέφτικο τρα­γούδι, πιστός καθρέφτης της νέας ζωής και της νέας πάλης στο στάδιο τούτο, για να ολοκληρω­θεί απάνου στην επανάσταση (1821) με τα τραγούδια του Διάκου και των άλλων αγωνιστών πού χώρισαν τελικά στη συνείδηση των Ρωμιών την Ελλάδα από την Τουρκιά».

Ο Φωριέλ (1772-1844) πού δημοσίευσε στο Παρίσι, στο διάστημα 1824-1825) σε δυο τόμους το έργο του «Δημοτικά τραγούδια της Νέας Ελλάδος», με μια διαφωτιστική εισαγω­γή, παραδέχεται και ο ίδιος πώς τα δημοτικά μας τραγούδια είναι δημιουργήματα άγνωστων ποιητών και σημειώνει πώς «εκτός ίσως με­ρικών εξαιρέσεων, αι οποίαι ενισχύουν τον κανόνα, είναι βέβαιον ότι τα δημοτικά τραγού­δια, είναι ό καρπός μιας ποιητικής ιδιοφυίας, φυσικής, αυθορμήτου, άσχετου προς οιανδήποτε πνευματικήν καλλιέργειαν... Οι απαί­δευτοι ποιηταί των δημοτικών τραγουδιών συνθέτουν συγχρόνως τους μουσικούς σκοπούς, επάνω εις τους οποίους τραγουδούνται και διαδίδονται εις την χώραν». Και αφού προχω­ρήσει σε μια γενικότερη ανάλυση τους θα κα­ταλήξει, με την υπόδειξη πώς σαν λευτερωθεί ή Ελλάδα, όταν θα ξανανθίσουν οι επιστήμες και η φιλοσοφία, οι σύγχρονοι Έλληνες «ας σπεύσουν να συλλέξουν ο,τι δεν εχάθη από τα δημοτικά τους τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους οφείλη ευγνωμοσύνην δι’ ό,τι θα πράξουν προς διαφύλαξίν των. και οι ίδιοι θα είναι γοητευμέ­νοι μίαν ημέραν, διότι θα δύνανται να γνωρίσουν τα προϊόντα μιας σοφής και καλλιεργημένης ποιήσεως, τα απλά αυτά μνημεία του πνεύμα­τος, της Ιστορίας και των ηθών των προγόνων των».

«Ο λόγος «Ελληνικό Θαύμα» — έγραψε ό Παλαμάς — κοντεύει να καταντήση, με τη χρήση και την κατάχρηση πού του γίνεται, κοινός τόπος. Αδιάφορο. Κάτι σαν το «Ελλη­νικό Θαύμα» συμβαίνει και στο Δημοτικό μας τραγούδι. «Το θαύμα, είπε κάποιος, είναι απλούστατα, το θείον. Γίνεται αθόρυβα στη ζωή, χωρίς να μας προειδοποιήση».

Και ο Κόντογλου θά πει: « Άνθρωπος πού δεν νοιώθει στα κατάβαθα της καρδίας του, τα λαϊκά μας τραγούδια, δεν είναι σε θέση να νοιώσει αληθινά την επανάσταση του Εικοσιένα. Μπορεί να την καταλαβαίνει σαν ένα πολιτικό και Ιστορικό καθέκαστο, δηλαδή να την καταλαβαίνει από την υλική μεριά, δε νοιώθει όμως απ’ αυτή το «τιμιώτατον», δηλαδή την πνευ­ματική  φωτοχυσία της,  πού  την  κάνει αύτη την επανάσταση ξεχωριστή ανάμεσα στις λο­γής λογής επαναστάσεις πού γινήκανε».

Μέσα από τα λαϊκά τραγούδια βγαίνει η ίδια η ψυχή του λάου μας, πεντακάθαρη και ατόφια, πηγή δημιουργική κι ανάσα καινούργιας ζωής. Βγαίνει το μέγα δίδαγμα της λευτεριάς. Το διάβασμα τους, η μελέτη τους είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στην εποχή μας. Δεν είναι μόνο η ευεργετική ιστορική αναδρομή και διδαχή, είναι και μια λυτρωτική ενδυνάμωση της εθνι­κής μας αυτογνωσίας και προβληματικής, πάνω σε καίρια θέματα — προβλήματα του καιρού μας και του τόπου μας, έτσι καθώς οδοιπορούμε, μέσα από το δημοτικό τραγούδι, προς το έπος της  Εθνεγερσίας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1990
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΥΡΙΔΗ


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου