Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Ο ελληνικός διαφωτισμός και ο «Λόγος περί Ελευθερίας»

Σε ολόκληρη την οθωμανική περίοδο υπήρχαν έλληνες διανοούμενοι οι οποίοι με έναν λίγο ως πολύ ομοιόμορφο τρόπο καλλιεργούσαν την ιδέα της εθνικής ταυτότητας και τη συνέδεαν με μιαν αόριστη επιθυμία εθνικής ελευθερίας
 
 
Ο ελληνικός διαφωτισμός 
και ο «Λόγος περί Ελευθερίας»





Γνήσια παιδιά της εποχής των επαναστάσεων και των πρώιμων εθνικών κινημάτων ήσαν οπωσδήποτε οι πρωτεργάτες του ελληνικού εθνικού κινήματος στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα «εργαλεία» όμως με τα οποία δούλεψαν, οι έννοιες και σχήματα που χρησιμοποίησαν προϋπήρχαν της συναρπαστικής εποχής τους. Αν το έθνος αποτελεί έναν «καταστατικό μύθο», αυτόν τον μύθο δεν τον κατασκεύασαν, τον κληρονόμησαν. Διαχειρίστηκαν δηλαδή με οξυδέρκεια και επιδεξιότητα, όπως άλλωστε τους επέβαλλαν ο καιρός και οι συγκυρίες, μια παλαιά κληρονομιά στοιχείων εθνικής ιδεολογίας, που κυκλοφορούσαν κυρίως με ένα αποτελεσματικό και ανθεκτικό όχημα, το έντυπο βιβλίο, από τις αρχές του 16ου αιώνα. 

Τα στοιχεία αυτά ήσαν τα εξής: πρώτον, η αίσθηση του ανήκειν σε ένα αρχαίο και ένδοξο έθνος που είχε κάποτε ευεργετήσει την ανθρωπότητα αναπτύσσοντας και διαδίδοντας έναν κορυφαίο πολιτισμό· δεύτερον, το εθνικό όνομα «Ελληνες» χρησιμοποιείτο ­ παράλληλα με το γνωστότερο στους άλλους Ευρωπαίους «Γραικοί» και με το «Ρωμαίοι» της απλούστερης δημοτικής ­ για τον προσδιορισμό όσων αποτελούσαν το έθνος ή γένος, που πάντοτε ονομαζόταν «ελληνικόν»· τρίτον, η αυτονόητη σύνδεση του έθνους αυτού με μια γεωγραφική περιοχή που ονομαζόταν «Ελλάς»· τέταρτον, η συνείδηση ότι η ομιλούμενη και γραφόμενη από το έθνος γλώσσα αποτελεί φυσική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής· πέμπτον, η ιδιόμορφη σύζευξη ενός συμπλέγματος ανωτερότητας, που είχε τις ρίζες του στην ανάμνηση της παλαιάς δόξας και στην πίστη ότι έχουν κληρονομηθεί από τους ενδόξους προγόνους σπουδαία φυσικά χαρίσματα, με ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, που επήγαζε από τη συναίσθηση της θέσης του υποδούλου και της οφειλομένης στη δουλεία πολιτιστικής υστέρησης· έκτον, η επιθυμία για πολιτική αποκατάσταση του ενδόξου πλην δυστυχούς γένους ή, αλλιώς, ένα επίμονο αίτημα για απελευθέρωση της Ελλάδος, όσο αόριστη κι αν ήταν η έννοια της απελευθέρωσης, όσο ακαθόριστο κι αν ήταν το γεωγραφικό περίγραμμα της χώρας· έβδομον, η αναμονή βοήθειας και υποστήριξης από τα έθνη που όφειλαν εν μέρει την προκοπή τους στα φώτα των ενδόξων προγόνων. Ολα αυτά μπορούμε να τα βρούμε σε ολόκληρη την οθωμανική περίοδο. Μεμονωμένα ή με διάφορους τρόπους συνδυασμένα ­ πάντως όμως σχηματισμένα ­ διαδίδονταν στους κύκλους και μεταδίδονταν στις γενιές των εγγραμμάτων Ελλήνων, όσο λίγοι κι αν ήσαν αυτοί, από τις αρχές, όπως σημειώθηκε ήδη, του 16ου αιώνα και εξής. 

Η στάση των διανοουμένων 
 
Μαζί με τα προαναφερθέντα οι Ελληνες της εποχής του Διαφωτισμού παρέλαβαν από τους προηγούμενους αιώνες μια συνεχή, πολύμορφη και έντονη αμφισβήτηση της νομιμότητας της οθωμανικής κυριαρχίας, που είχε την (παρα-)θρησκευτική και την κοσμική της πλευρά. Στο περιθώριο της θρησκευτικής νομιμότητας παράγονταν και κυκλοφορούσαν ευρύτατα, σε ολόκληρη επίσης την οθωμανική περίοδο, αντι-ισλαμικά αποκαλυπτικά και χρησμολογικά κείμενα που εμφάνιζαν τόσο τη θρησκεία όσο και τη «βασιλεία» των Οθωμανών ως έργο του διαβόλου ή ενσαρκώσεις του αντιχρίστου και προφήτευαν την πτώση και των δύο· είτε αυτοκαταστρεφόμενη είτε συντριβόμενη από τους Ρώσους η αυτοκρατορία των Οθωμανών έπρεπε να καταρρεύσει για να συντριβεί κατόπιν και η θρησκεία τους.

Το λεγόμενο όμως «ρωμαίικο», ο ελληνικός λαϊκός πρωτοεθνικισμός, δεν αποτελούσε τη μόνη παράδοση: οι διανοούμενοι με ευρωπαϊκή παιδεία, αλλά και όσοι έπαιρναν αποστάσεις από την προοριζόμενη για ευρεία λαϊκή κατανάλωση παραεκκλησιαστική αυτή χρησμολογική γραμματεία, αμφισβητούσαν με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική βάση τη νομιμότητα της οθωμανικής εξουσίας και διατύπωναν με διαφορετικούς όρους την προοπτική κάποιας μορφής πολιτικής αποκαταστάσεως των Ελλήνων. Στα κείμενά τους, οι Τούρκοι δεν αντιμετωπίζονται ως μωαμεθανοί που κατατυραννούν τους χριστιανούς. Είναι οι απολίτιστοι κατακτητές που κρατούν υπόδουλο ένα ξεχωριστό για τη θέση του στην ιστορία του πολιτισμού έθνος, το οποίο κατέστη ανάπηρο με τη στέρηση της πολιτικής ελευθερίας. Η καταγόμενη από τον υστεροβυζαντινό νεοπλατωνισμό εμμονή των διανοουμένων αυτών να ονομάζουν στα σχετικά κείμενά τους τη χώρα Ελλάδα, να γράφουν για ελληνικόν γένος και να προβάλλουν την προσφορά των Ελλήνων στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ακόμη και αν κριθεί ότι είχε περιορισμένη απήχηση στους ίδιους τους ονομαζόμενους Ελληνες, είναι οπωσδήποτε αξιοπρόσεκτη γιατί δείχνει μια πολύ πρώιμη, αρκετά σαφή και διάχυτη σε πολύ μεγάλο χρονικό ανάπτυγμα τάση να ξεχωρίσουν οι Ελληνες από τους άλλους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με κριτήριο την απώτερη καταγωγή τους και τα δικαιώματα που προέκυπταν από το γεγονός ακριβώς ότι παρουσιάζονταν ως απόγονοι των ευεργετών της ανθρωπότητας αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται άλλωστε για ένα στοιχείο που αφενός διαφοροποιεί χαρακτηριστικά αυτή την κοσμική αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας από την αντίστοιχη λαϊκή και (παρα-)θρησκευτική των χρησμολογικών κειμένων, και αφετέρου ενοποιεί τις εκκλήσεις για απελευθέρωση που συντάχθηκαν από έλληνες συγγραφείς κατά την οθωμανική περίοδο.

Η επίκληση βοήθειας 
 
Το αίτημα για πολιτική αποκατάσταση των νέων Ελλήνων με τη βοήθεια δυτικοευρωπαίων ή ρώσων ηγεμόνων έκανε ένα μακρύ ταξίδι με πολλούς σταθμούς, προβαλλόμενο σε διάφορους καιρούς, τόπους και πολιτικοστρατιωτικές συγκυρίες. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και εξής οι έλληνες συγγραφείς που δεν κατατρύχονταν από τον φόβο της Ευρώπης (τον οποίο προκαλούσε στην αρχή ο καθολικισμός και αργότερα ο Διαφωτισμός) παρακολουθούσαν τις αλλαγές, τις συγκρούσεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων, πρόβαλλαν την πολιτική τους επιθυμία στους ηγεμόνες που θεωρούσαν ικανούς να συντρίψουν τους Τούρκους και τους έψαλλαν με διάφορους τρόπους την παλαιά όσο και ατελέσφορη επωδό: Η Ελλάδα που κάποτε ευεργέτησε την Ευρώπη στενάζει υπό τον βάρβαρο δυνάστη και περιμένει την ανταπόδοση της ευεργεσίας, παρακαλώντας να ελευθερωθεί από τα όπλα των σοφών και ισχυρών Δυτικοευρωπαίων ή των επίσης ισχυρών και ευσεβών Ρώσων. Μία φορά στην αρχή του 17ου αιώνα και μία φορά στην αρχή του 19ου αιώνα αμφισβητήθηκε δημόσια με έντονο τρόπο η στάση αυτή. Η πρώτη αμφισβήτηση οδηγούσε στην προσευχή να εκχριστιανισθούν οι Τούρκοι γιατί κάθε άλλη ελπίδα απελευθέρωσης ήταν μάταιη, η δεύτερη πρόβαλλε σαν αναγκαία την επανάσταση, βασισμένη μόνο στις, επαρκείς πλέον, εθνικές δυνάμεις. 

Ο καταγόμενος από την Ηπειρο επίσκοπος Μυρέων Ματθαίος, που νόμιζε ότι «Καλόν ήτον να ήμεστον όλοι αποθαμμένοι, παρά οπού βρισκόμεστεν στον Τούρκον σκλαβωμένοι», είναι ο πρώτος που κήρυξε δημόσια με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο μάταιες τις ελπίδες για απελευθέρωση ελέω χριστιανικών βασιλείων. 

Ο Ματθαίος διαβάστηκε πολύ τον 17ο και τον 18ο αι., αλλά οι Ελληνες εξακολουθούσαν «ταις ματαιολογίαις» περιμένοντας πρώτα τους Ρώσους και μετά τον Ναπολέοντα, για να τους ρωτήσει με τη χαρακτηριστική άψα του ο ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας»: «Εως πότε, ω Ελληνες, να πλανώμεθα τόσον αστοχάστως»; Και μνημονεύοντας τον Ρήγα, να αντιτάξει για πρώτη φορά στις χιμαιρικές ουτοπίες των παλαιότερων αλλά και ορισμένων συγχρόνων του τη στρατηγική ουτοπία που επρόκειτο να συσπειρώσει τα πιο εξημμένα πνεύματα εκείνης της γενιάς: «Ας διώξωμεν μίαν φοράν τον οθωμανόν εις την Αφρικήν, ω Ελληνές μου, και έπειτα θέλετε ιδεί εις πόσον ολίγους χρόνους η Ελλάς θέλει ξαναλάβει την προτέραν της λάμψιν. [...] Τα μέσα την σήμερον είναι αρκετά η μηχανή, τέλος πάντων είναι τελειωμένη. Αλλο δεν λείπει, παρά να την κινήση τινάς, και έπειτα μόνη της θέλει δουλεύσει».
 
Η διάδοση της εθνικής ιδέας 
 
Σε ολόκληρη την οθωμανική περίοδο λοιπόν υπήρχαν έλληνες διανοούμενοι οι οποίοι με έναν λίγο ως πολύ ομοιόμορφο τρόπο καλλιεργούσαν την ιδέα της εθνικής ταυτότητας και δοθείσης ευκαιρίας συνέδεαν την εθνική ταυτότητα με μιαν αόριστη επιθυμία εθνικής ελευθερίας. Η επιθυμία αυτή αντλούσε τη νομιμότητά της από την ανάμνηση αφενός της πολιτικής αυτονομίας και των πολιτιστικών επιτευγμάτων στα οποία όφειλαν την αίγλη τους οι αρχαίες ελληνικές πόλεις, και αφετέρου του μεγαλείου που περιέβαλλε το θεωρούμενο ως εξελληνισμένο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Ο βαθμός διάδοσης αυτής της ιδεολογικής κατασκευής με τις διάφορες, αλλά όχι πολύ διαφορετικές, μορφές που έπαιρνε κατά καιρούς θα πρέπει να ήταν μικρός, επειδή μικρός ήταν και ο αριθμός των ελασσόνων λογίων και γενικά των εγγραμμάτων Ελλήνων που θα μπορούσαν να την κατανοήσουν και να τη συμμερισθούν. 

Τα πράγματα άλλαξαν προς τα τέλη του 18ου και περισσότερο στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι οικονομικές και οι συνακόλουθες κοινωνικές εξελίξεις στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου έφεραν μαζί τους την αύξηση του αριθμού των Ελλήνων που έρχονταν σε επαφή με τη Δυτική Ευρώπη, την πύκνωση του δικτύου των σχολείων, την αύξηση του αριθμού των ελληνικών νεωτερικών εντύπων και την εντυπωσιακή διεύρυνση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού. Η προκοπή του «Γένους» αναδείχθηκε τότε σε στόχο με εξαιρετικά μεγάλη ακτινοβολία, και μια ισχυρή συμμαχία τον υπηρέτησε με θρησκευτική προσήλωση: η συμμαχία ενός αριθμού εμπόρων με ορισμένους διανοουμένους, που καλλιέργησε και διέδωσε, κυρίως σε ομάδες με υψηλή κοινωνική κινητικότητα, μια πρωτοφανή εθνική αυτοπεποίθηση και καθιέρωσε στις πιο προωθημένες πολιτικά συνειδήσεις την «πολιτική παλιγγενεσία του Γένους» ως τον ευγενέστερο σκοπό που θα μπορούσε κανείς να υπηρετήσει. 

Ο ελληνικός διαφωτισμός λοιπόν κληρονόμησε την εθνική ιδέα, την καλλιέργησε όπως δεν είχε καλλιεργηθεί ποτέ ως τότε, την πολιτικοποίησε και τη διέδωσε αξιοποιώντας τους αγωγούς που προσέφεραν οι καιροί και οι συνθήκες. Η καλλιέργεια και η έξαρση του εθνικού πατριωτισμού, και η ευφορία που επήγαζε από την αισιόδοξη αποτίμηση της ανάπτυξης των εθνικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με τα αισθήματα που προκάλεσαν η ρωσοτουρκική συνεργασία του 1798, η τύχη του Ρήγα και η πολιτική πορεία του Ναπολέοντα γέννησαν στην αρχή του 19ου αιώνα μιαν εντελώς νέα πρόταση, την απαλλαγή από την αυταπάτη της απελευθέρωσης ελέω κάποιου ξένου μονάρχη και την οργάνωση ένοπλης εξέγερσης των ελληνικών πληθυσμών με στόχο την ίδρυση εθνικού κράτους, οργανωμένου σύμφωνα με τις πιο προωθημένες πολιτικές αντιλήψεις της εποχής. Ο περιορισμένος κύκλος των ανθρώπων που, εκδίδοντας την «Ελληνική Νομαρχία» (ή «Λόγο περί Ελευθερίας») το 1806, διατύπωσε και τεκμηρίωσε με ρωμαλέο πάθος την πρόταση αυτή εισηγήθηκε επίσης τη συγκρότηση μιας συλλογικής ηγεσίας η οποία θα δρούσε με άκρα μυστικότητα προκειμένου να εξασφαλίσει τις ιδεολογικές και υλικές προϋποθέσεις του συντονισμού και της επιτυχημένης δράσης των εθνικών δυνάμεων. Υπήρχαν ωστόσο ακόμη πατριώτες που ήλπιζαν ότι και ως αυτοκράτορας ο Ναπολέων θα βοηθούσε τους Ελληνες. Και ίσως γι' αυτό η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814, όταν με τη συντριβή του Ναπολέοντα και αυτή η τελευταία αυταπάτη κατέρρευσε, και στρατολόγησε τα περισσότερα μέλη της από το 1818 ως το 1820, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία το ελληνικό εμπόριο και η ελληνική ναυτιλία αντιμετώπιζαν μια σοβαρή κρίση. Ενώ παράλληλα ο, φιλολογικός, ελληνικός διαφωτισμός ανθούσε, όπως δείχνουν τα περιοδικά, τα βιβλία και οι ειδήσεις για τα σχολεία, καλλιεργώντας στους όλο και περισσότερους εγγράμματους Ελληνες ένα σύμπλεγμα πολιτιστικής ανωτερότητας απέναντι στους πολιτικά κυρίαρχους Οθωμανούς, συνοδευμένο με μεγάλες δόσεις εθνικού θυμού για τα ποικίλα προβλήματα που προκαλούσε στο εθνικό σώμα ο άδικος, όπως τον βίωναν και τον έκριναν, και ασύμβατος με τον ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό πολιτισμό τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της οθωμανικής κρατικής μηχανής. 

Ιωάννης Κόκκωνας 
Ιστορικός.

Πηγή:
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=120697
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  26/03/2000,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου