Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

ΚΗΔΕΥΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΗΡΩΑΣ ΛΑΚΗΣ ΣΙΑΝΤΑΣ

«ΣΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΤΙΜΟΥΝ ΟΛΟΙ - ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ» 
- ΜΕΣΙΣΤΙΑ Η ΣΗΜΑΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
 
Στερνό «αντίο» στον ήρωα Λάκη Σάντα
 
 


Σε συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα, από το οποίο, μάλιστα, δεν έλειψαν και ορισμένες -περιορισμένης έκτασης- εκδηλώσεις κατά πολιτικών, τελέστηκε χθες από το Α’ Νεκροταφείο η νεκρώσιμος ακολουθία του Λάκη Σάντα, του συμβόλου της Αντίστασης της Ελλάδας κατά του ναζισμού, καθώς πριν από 70 χρόνια ο εκλιπών μαζί με τον Μ. Γλέζο κατέβασαν από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης τη σημαία της χιτλερικής Γερμανίας.

Σημειώνεται ότι χθες η σημαία στην Ακρόπολη κυμάτιζε μεσίστια.

Πλήθος κόσμου

Ενώπιον πλήθους κόσμου και αγωνιστών της εθνικής Αντίστασης, αλλά και παρουσία του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου, του προέδρου του ΣΥΝ και της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα, υπουργών, βουλευτών από όλα τα κόμματα, στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, εστάλη χθες το απόγευμα το ύστατο «αντίο» στον Λάκη Σάντα. Τον επικήδειο εκφώνησε ο κ. Γλέζος, ο οποίος επικαλέστηκε συζητήσεις του με τον Λάκη Σάντα, στις οποίες ο εκλιπών διατύπωνε πάντα την άποψη ότι από το 1821 και μετά «οι ολετήρες του έθνους έχουν υποδουλώσει τη χώρα στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά». Και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην οικονομική υποδούλωση, λέγοντας ότι «από μέρα σε μέρα η θηλιά γύρω από το λαό σφίγγει όλο και περισσότερο». Ο σύντροφος του Λάκη Σάντα στην τολμηρή πράξη αντίστασης κατά του ναζισμού έδωσε την υπόσχεση στο συναγωνιστή του ότι «θα συνεχίσει τον αγώνα για να πίνουν οι νέοι ελεύθεροι το κρασί της χαράς».

«Είμαστε περήφανοι»

Από την πλευρά της, η κόρη του εκλιπόντος Αλ. Σάντα τόνισε ότι «σε θυμούνται και σε τιμούν όλοι. Άρα υπάρχει ελπίδα. Είμαστε περήφανοι, γιατί ανέβασες στα ύψη την ανθρωπιά, τις αξίες του ήθους, της ηθικής και της ανιδιοτέλειας. Μας μίλαγες για ανθρωπιά, αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Ήσουν διεθνιστής και πατριώτης, ένα ελεύθερο πνεύμα, που δεν έμπαινες σε καλούπια. Γι’ αυτό και πλήρωσες το κόστος γι’ αυτόν το μοναχικό δρόμο που επέλεξες, αν και, όπως μας έλεγες, εκατό επιπλέον χρόνια ζωής να είχες, τα ίδια θα έκανες». Ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι «ο Λάκης Σάντας, με τη ζωή του, υπήρξε ένα φωτεινό παράδειγμα αντίστασης, ηρωισμού, ανιδιοτέλειας και διαρκούς προσφοράς. Τούτες τις κρίσιμες ώρες για τον τόπο, που όλα γύρω φαίνονται να βουλιάζουν, είναι ένα αγκωνάρι για να ακουμπήσουν όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες και να σταθούν όρθιοι». Στον Λάκη Σάντα τιμές απέδωσε άγημα της αεροπορίας.

Αποδοκιμασίες

Όπως προαναφέρθηκε, το κλίμα της τελετής εντάθηκε ιδιαίτερα όταν, κατά την άφιξη του πρωθυπουργού στο Α’ Νεκροταφείο, μερίδα πολιτών που βρισκόταν εκεί για το στερνό «αντίο» στο Λάκη Σάντα, τον αποδοκίμασε έντονα, φωνάζοντάς του υβριστικά συνθήματα και αποκαλώντας τον «πρωθυπουργό προδότη και δωσίλογο». Προς στιγμήν επικράτησε μικροένταση στον προαύλιο χώρο του παρεκκλησιού, αλλά το επεισόδιο δεν συνεχίστηκε. Νωρίτερα άλλη ομάδα ανθρώπων αποδοκίμασε έντονα τον πρώην πρόεδρο της Βουλής Απ. Κακλαμάνη κατά την άφιξή του για την κηδεία του Λάκη Σάντα, φωνάζοντάς του ότι «όλοι οι πολιτικοί είναι υποκριτές και η παρουσία τους στην κηδεία του Λάκη Σάντα είναι άλλη μία απόδειξη της υποκρισίας τους».


Πέθανε ο Λάκης Σάντας

Ο άνθρωπος που κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 30 Απριλίου 2011



Ο Λάκης Σάντας, ο άνθρωπος ο οποίος μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, πέθανε σήμερα σε ηλικία 89 ετών.

Ο Απόστολος Φιλίππου Σάντας, εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στη Λευκάδα και έφυγε σήμερα από τη ζωή, ένα μήνα πριν από την συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο.

Το 1934 η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης.

«Ήταν η πρώτη ανάσα της αντίστασης» είπαν στη Βουλή, τιμώντας τον Λάκη Σάντα και το Μανώλη Γλέζο, το Νοέμβριο του 2008. «Δύο δεκαοκτάχρονα που έπαιξαν με την ιστορία, είδαν ένα σύμβολο και αποφάσισαν να γίνουν σύμβολα οι ίδιοι».

Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ και βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε.

Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ' όπου το 1948 στέλνεται στην Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 θα επιστρέψει στην Ελλάδα.

«Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, 'ανώνυμοι'» έλεγε.

Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, είχε πει: «Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.

» Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.

» Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε.

» Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας».

Η οικογένειά του ευχαριστεί θερμά τον διευθυντή, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας του νοσοκομείου Σωτηρία, που έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να τον σώσουν.

Το ΚΚΕ εκφράζει την θλίψη του για το θάνατο του αγωνιστή Λάκη Σάντα που με τόλμη συμμετείχε το Μάη του 1941 στο κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης. Στη συνέχεια μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ με το όπλο πολέμησε κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους. Για αυτή την αντιστασιακή του δράση τιμωρήθηκε σκληρά από τις αστικές κυβερνήσεις με φυλακές και εξορίες στην Ικαρία και στην Μακρόνησο. Το ΚΚΕ εκφράζει τα θερμά του συλλυπητήρια στην οικογένειά του.

Σε ανακοίνωση του ο ΣΥΝ εκφράζει τη λύπη του για το χαμό του, σημειώνοντας ότι «ανέβασε τις αξίες του ήθους, της ηθικής και της ανιδιοτέλειας στα ύψη. Πάντα απλός, αλλά όχι απλοϊκός, και πάντα σεμνός».

«Η μνήμη του Λάκη Σάντα θα παραμείνει ζωντανή στις καρδιές και τους αγώνες μας» επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ.
«Η Αριστερά και ολόκληρος ο ελληνικός λαός θα τον έχουν πάντα στην καρδιά του και στη μνήμη τους» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Δημοκρατική Αριστερά.

 http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4628836


 ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ



Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά όλη η Ελλάδα 
(με κάποιες εξαιρέσεις)


Πόσες φορές έχει η Ελλάδα την τύχη να ακουμπά σε ένα φέρετρο; Πόσες φορές έχει η πατρίδα την ευκαιρία να σταθεί στην ουρά ενός λαϊκού προσκυνήματος; Κι’ εκεί, περιμένοντας υπομονετικά – ο πιο ανυπόμονος λαός, ο λαός της «ιδιοτροπίας της στιγμής» - να πέσει σε βαθιά περισυλλογή;

Ελάχιστες. Μια τέτοια μέρα είναι η σημερινή. Έρχεται από τα βάθη των αιώνων, από αυτή την ιδιοτροπία του Έθνους να κλίνει το γόνυ μπροστά σε φέρετρα, σκιασμένο από τον αποχωρισμό συμβόλων που δεν ξέχασε, αλλά παραμέλησε.

Τελευταίος αποχαιρετισμός σήμερα στον Απόστολο (Λάκη) Σάντα. Τον ηρωικό και σεμνό Έλληνα που πρόσφερε στην πατρίδα του περισσότερα (και αυτός) από όσα εκείνη του έδωσε.

Η Ελλάδα σήμερα πενθεί τον ήρωα που κατέβασε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο την σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό από τον Ιερό Βράχο.

Δυο ήρωες με τόσο διαφορετική ιδιοσυγκρασία, πρόσωπα μυθικά, που λες και στα χρόνια που ακολούθησαν μετά από εκείνη την παράτολμη στιγμή – τη στιγμή που τους οδήγησε στην Αθανασία – επέστρεψαν στον… εαυτό τους.

Ο ένας, ο Γλέζος, ορμητικός, ακαταπόνητος, πάντα στις επάλξεις, πάντα στην πρώτη γραμμή της ανιδιοτελούς προσφοράς στην πατρίδα.

Ο άλλος, ο Σάντας, ήρεμη δύναμη, φιλόσοφος, να προσπαθεί να περνά απαρατήρητος, σκύβοντας το κεφάλι κάθε φορά που ο παντοτινός του φίλος ανέφερε το όνομά του.

Αλλά πάντα μαζί, δυο φίλοι που δεν χώρισαν ποτέ, δυο φίλοι που δεν ξέχασαν ποτέ το καθήκον τους προς την Πατρίδα. Με το θάρρος της γνώμης και τα ανάμικτα συναισθήματα οργής και κατανόησης προς τα ελαττώματα του Έθνους, αναπόσπαστο κομμάτι του οποίου παρέμειναν για πάντα.

Σήμερα, το Έθνος ακουμπά πάνω στο φέρετρο του Λάκη Σάντα. Η ατμόσφαιρα είναι διαφορετική κάτω από τον Ιερό Βράχο.

Σωπάστε. Κι’ εσείς ολετήρες που αναπτύξατε την ολέθρια δράση σας επειδή χάρη σ’ αυτούς βρήκατε μια ελεύθερη πατρίδα για να την υποδουλώσετε ξανά, κάντε μια διακοπή – από τις έριδες, τις προσωπικές επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, τα ψέματα, τις δήθεν διερευνήσεις βρωμερών υποθέσεων, τα μπινελίκια.

Και προπαντός, μακριά από το φέρετρο. Εκεί ακουμπά ο λαός που κοροϊδέψατε και εκμαυλίσατε. Δεν έχει βλέπετε λογαριασμούς στην Ελβετία και παχυλά «πόθεν έσχες» να ακουμπήσει.

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά όλη η Ελλάδα. Εκτός από αυτούς  που την κατέστρεψαν και την υποδούλωσαν…

της Σοφίας Βούλτεψη

 Πηγή:
http://www.elzoni.gr/html/ent/099/ent.9099.asp


ΛΑΚΗΣ ΣΑΝΤΑΣ

Ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας (22 Φεβρουαρίου 1922 - 30 Απριλίου 2011), γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Πηγαδισάνοι της Λευκάδας, με τη μητέρα του να κατάγεται και από την Βυτίνα Αρκαδίας.[1] Το 1934, η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα.[2] Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης και θα την κρύψει στο πηγάδι που οι αρχαίοι τάιζαν τον Εριχθόνιο, όπου και βρίσκεται θαμμένη εκεί ακόμα. Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια απ’ όπου το 1948 στέλνεται στην Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου έκτοτε ζει μόνιμα.

Ο ίδιος εξιστόρησε το εγχείρημα υποστολής της σημαίας και ορισμένα περιστατικά από τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση, στον Ηλία Πετρόπουλο.




Η ΑΦΗΓΗΣΗ

Όταν το Μέτωπο της Μακεδονίας έσπασε και η Μπότα των Ναζί κατέβαινε και μας πλάκωνε στο στήθος, η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω με τα υποχωρούντα στρατεύματα για την Αίγυπτο για να συνεχίσω εκεί τον πόλεμο. Λογάριασα, όμως, χωρίς τα Στούκας, τα οποία δεν άφησαν ούτε καρυδότσουφλο στον Σαρωνικό κόλπο. Κι έτσι, ανάμεσα στις φλόγες και στις βόμβες των Στούκας, είδα να βυθίζονται οι ελπίδες μου για την Αίγυπτο, κι έμεινα.

Μπήκαν στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία σ' έναν ψηλό κοντό, πάνω στα αθάνατα μάρμαρα της Ακρόπολης. Άπειρα μάτια ελληνικά εδάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.

Έτσι εδάκρυσαν και τα δικά μου. Μα... ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους.

Ήταν η φλόγα που μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο, κάτι που να τους μαστιγώσει σε εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι που να τους κάνει να κατεβάσουν εκείνα τα κρύα γαλανά, χωρίς οίκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει όλους μαζί σαν χώρα, σαν λαό, και προ παντός, σαν στρατό.

Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προ παντός τη διέκρινα και την γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου, του συμμαθητή μου. Κυτταχτήκαμε στα μάτια και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνομε. Εν τω μεταξύ, οι Ναζίδες είχαν αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης. Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεφτόμαστε τι να τους κάνομε ακούγοντας από πάνω μας τη Λουφτβάφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.

Οι μέρες περνούσαν... Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει. Πολεμούσαν ακόμη τα παλικάρια μας μαζί με τους Εγγλέζους σε μερικά σημεία.

Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κυττούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.

Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρομε. Να την γκρεμίσομε και να την ξεσχίσομε και να πλύνομε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας.

Ήταν πολύ απλό μα και πολύ Μεγάλο. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε και μεις στις 31 Μαϊου 1941. Συμβολικό το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο. Μια φούχτα άνθρωποι τότε απειλούσαν την Πανίσχυρη Τουρκική Αυτοκρατορία. Δυο παιδιά εμείς, θα προσβάλλαμε το φοβερό τότε Γ΄ Ράιχ. Και βάλαμε σ' ενέργεια αμέσως το σχέδιο.

Πήραμε απ' την Εθνική Βιβλιοθήκη τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στη λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο -που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακροπόλεως και λέγεται Πανδρόσειον άντρον" και στο οποίο κατά τη Μυθολογία εκατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μηλόπιττες στις εορτές των Παναθηναίων- ότι μόνον απ' αυτήν την τρύπα, που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερεχθείο, θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί. Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε πού ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα. Πέρασε κι αυτή η ημέρα και ήλθε η επομένη, η 30ή Μαϊου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ από το ραδιόφωνο το Λονδίνο που μας είπε ότι η Κρήτη εγκατελείφθη πια.

Πρωί πρωί οι Ούννοι με τις εφημερίδες τους και με προκηρύξεις μας ανήγγειλαν γεμάτοι κομπασμό και υπερηφάνεια ότι κατέλαβαν και την τελευταία γωνιά της Ελλάδας, την ηρωική Κρήτη.

Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που ένιωθα, μα μου φαίνεται πως ήταν ένα παράπονο μαζί με δυνατό πυρετό. Περίμενα μ' αγωνία να βραδιάσει. Επιτέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι. Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα Προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9:30 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπίρες, έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες, απ' αυτές που πουλάν τον έρωτά τους στα Προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο. Ακούγαμε απόμακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα, κυτταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν' ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ' αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την Ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο ή το Μεσολόγγι ή τον πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.

Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.

Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι. Και καθώς το ασημένιο του φως έλουζε τα ιερά εκείνα μνημεία του άπαντου της Τέχνης και της Ομορφιάς, νιώσαμε μέσα μας ν' ατσαλώνομε. Είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τους αθάνατους προγόνους μας να στέκονται σιωπηλοί και μεγαλοπρεπείς μες στις χλαμύδες τους τριγύρω μας και να μας κυττάνε ερωτηματικά αν θα κάνομε το καθήκον μας ή όχι. Αν και δεν πολυπιστεύω στο μοιραίο, εν τούτοις εκείνες τις στιγμές νομίζω ότι το μοιραίο της φυλής μας έριξε τον κλήρο σε μας...

Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ' τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον κοντό είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό.

Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφα- λώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε.

Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε.

Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ' τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.

Με λύσσα την κόψαμε απ' το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ' τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει τρεις ώρες περίπου απ' την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ' αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων.

"Α! τώρα γελάστε και τραγουδείστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε", σκέφτηκα.

Κατεβήκαμε απ' το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.

Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσομε καμιά γερμανική περίπολο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ' ένα δημόσιο ταμείο.

Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κυττούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Επήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ' το σιδερένιο κοντό και μας κατεδίκασαν ερήμην σε θάνατο (γιατί δεν μας ήξεραν). Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως.

Επίσης, συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως, τους οποίους όμως άφησαν ελευθέρους, αφού εξήτασαν τα αποτυπώματά τους και τους ανέκριναν, τη δε φρουρά τους την κατεδίκασαν εις θάνατον και την εξετέλεσαν. Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης... Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα περίχωρα και κατόπιν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι' αυτό.

Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένιωθα εκείνες τις ημέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τους Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πολέμου της Αντίστασης. Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει, να περπατάει με ψηλά το κεφάλι, ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι...

Κι έτσι αρχίσαμε...

Έπειτα από 8 μήνες επεχείρησα να φύγω για την Αίγυπτο για να πάω στο στρατό να πολεμήσω πιο ενεργά μαζί με τον Μανώλη κι έναν άλλο φίλο μου. Μα, ύστερα από προδοσία, μας έπιασαν οι Γερμανοί. Μας κλείσανε στις φυλακές. Τότε σκέφτηκα ότι αν είχαν την εξυπνάδα να παραβάλουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα, όλα θα τελείωναν. Αλλά δεν την είχαν, ευτυχώς.

Καθίσαμε λίγο καιρό στις φυλακές, όπου περάσαμε του κόσμου τα μαρτύρια (ξύλο ανηλεές, σχεδόν καθημερινό ντους με κρύο νερό έξω στο κρύο κ.λπ.) αποτέλεσμα των οποίων ήταν, όταν βγήκαμε, τον Απρίλιο του 1942, ύστερα από μια αμνηστία που μας συμπεριέλαβε, να κάνει ο Μανώλης αιμοπτύσεις.

Μόλις βγήκα απ' τη φυλακή, οργανώθηκα για καλά (είχε φουντώσει εν τω μεταξύ το κίνημα της Αντίστασης) κι άρχισα να κάνω χίλιες δουλειές, από κόλλημα προκηρύξεων και γράψιμο στον τοίχο μέχρι μεταφορά όπλων και κρύψιμο, κ.λπ.

Το καλοκαίρι του 1943 ένας χαφιές των SS με γνώρισε και κουβάλησε αρκετούς από δαύτους να με πιάσουν. Τους ξέφυγα, πηδώντας από παράθυρο σε παράθυρο κι από ταράτσα σε ταράτσα και βγήκα στο Αντάρτικο. Κατατάχθηκα στον ΕΛΑΣ και τοποθετήθηκα στην περιοχή Στερεάς Ελλάδας.

Έλαβα μέρος σε αρκετές μάχες παρατάξεως με τους Ναζίδες και σε πολλές επικίνδυνες αποστολές και κανόνισα αρκετούς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δε στο στήθος (αριστερό ημιθωράκιο) πάνω απ' την καρδιά από τυφλό τραύμα βλήματος. Αυτή είναι η ιστορία της συμβολής μου στην Αντίσταση του λαού μας, εν ολίγοις. Αλλά τι είναι αυτά μπροστά στις υπέροχες σελίδες που έχει γράψει ο ελληνικός λαός στα τέσσερα αυτά χρόνια της πιο σκληρής και ανελέητης σκλαβιάς που είδαμε ποτέ στην ιστορία μας; Κάθε πέτρα και κάθε αγκωνάρι, κάθε δρόμος και κάθε πεζοδρόμιο έχει γραμμένη απάνω μιαν ολόκληρη ιστορία ηρωισμού και θυσίας για τη λευτεριά, από γνωστούς και άγνωστους μάρτυρες, ήρωες, ατσάλινες ψυχές που ξεψυχάγανε προφέροντας το όνομα της Ελλάδας μας και φωνάζοντας "Θάνατος στο φασισμό!!!". Οι βουνοκορφές πάλι κι οι ράχες αχολογούν ακόμα απ' τις κλαγγές των όπλων κι απ' τα κλέφτικα τραγούδια των λεβεντόκορμων ανταρτών και κάθε στενό και κάθε ρέμα μυρίζει μπαρούτι ακόμη, απ' αυτό που έπεφτε καυτό απάνω στις γερμανικές φάλαγγες κάθε λεπτό και τους έκανε, αλαφιασμένοι να μην ξέρουν από πού να φυλαχτούν, νομίζοντας ότι κάθε πεύκο και κάθε έλατο ζωντανεύει κι είναι αντάρτης, εκδικητής!!!

Θα μπορούσα να λέω ολόκληρα μερόνυχτα, είναι τόσα πολλά.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου