Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ - ΖΟΛΩΤΑΣ : ΔΥΟ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ





Τραπεζίτες ως πρωθυπουργοί στην Ελλάδα
 

Του Μιχάλη Ψαλιδόπουλου*

Η δημοφιλία που απολάμβανε ως πρόσφατα σε δημοσκοπήσεις, ειδικά στο ζήτημα της καταλληλότητας του ως πρωθυπουργού, το πρόσωπο του καθηγητή και ακαδημαϊκού Λουκά Παπαδικού, ανακαλεί στη μνήμη ανάλογα περιστατικά του παρελθόντος. Πράγματι σε αρκετές συγκυρίες της ελληνικής πολιτικής ζωής ανώτατα στελέχη από τον χώρο των τραπεζών και της επιστήμης θήτευσαν στον θώκο του πρωθυπουργού, σχεδόν όλοι σε έκτακτες περιστάσεις για τη χώρα και για βραχύ χρονικό διάστημα. Οι γνωστότερες κυβερνήσεις τραπεζιτών στη σύγχρονη οικονομική και κοινωνική ιστορία, είναι δύο, αυτές του Κυριάκου Βαρβαρέσου το 1945 και η Οικουμενική υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα το 1989/90. Οπως και ο Λ. Παπαδήμος οι παραπάνω ήταν καθηγητές, ακαδημαϊκοί και τέως διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο Κ. Βαρβαρέσος ήταν για την ακρίβεια όχι πρωθυπουργός αλλά αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βούλγαρη «με ευρείες αρμοδιότητες στον οικονομικό τομέα», από τον Μάιο ώς τον Σεπτέμβριο του 1945. Η διακυβέρνηση της χώρας περνούσε για μερικούς μήνες από το γραφείο του. Η κατάσταση της οικονομίας ήταν την εποχή εκείνη εξαιρετικά κρίσιμη. Τον Φεβρουάριο είχε υπογραφεί η συνθήκη της Βάρκιζας και ο Βαρβαρέσος είχε κληθεί από το εξωτερικό υπό την πίεση των Βρετανών, ως ο μονός ικανός να χειριστεί την οικονομική κατάσταση. Είχε μεγάλη πείρα στη διοίκηση της ελληνικής οικονομίας, τεράστιο διεθνές κύρος και αποτελούσε εγγύηση εντιμότητας και προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος σε μια δύσκολη συγκυρία για τη χώρα. Ο Βαρβαρέσος επιδίωξε να επαναφέρει ελέγχους και ρυθμίσεις στην απελευθερωμένη από συντονισμό και κρατική καθοδήγηση αγορά. Παράλληλα αύξησε μισθούς και ενθάρρυνε την εγκατάλειψη της αποθεματοποίησης αγαθών από πλευράς επιχειρήσεων. Τέλος επιδίωξε των έλεγχο των δωρεάν προμηθειών πρώτων υλών από την Επιτροπή Ανακούφισης και Ανασυγκρότησης των Ηνωμένων Εθνών και την κατεύθυνσή τους σε επιχειρήσεις για μεταποίηση και προσφορά. Η σχέση του με τα πολιτικά κόμματα δεν ήταν η καλύτερη. Για το Λαϊκό Κόμμα ήταν ένας κρατικιστής με αντιεπιχειρηματικά σχέδια. Είχε οδηγήσει μεν την ελληνική οικονομία μετά την πτώχευση του 1932 σε ανάπτυξη, αλλά είχε καταπολεμήσει τους πολιτικά ασκούντες επιρροή κερδοσκόπους δραχμοποιώντας τις καταθέσεις σε συνάλλαγμα στην ισοτιμία που ίσχυε πριν από την υποτίμηση. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί, που τύποις στήριζαν την κυβέρνηση, του καταλόγιζαν ότι υπηρέτησε την ελληνική οικονομία επί δικτατορίας Μεταξά, μομφή παράλογη, γιατί κανείς φιλελεύθερος οικονομολόγος δεν είχε παραιτηθεί από τη θέση του μετά το 1936. Τέλος η εαμική Αριστερά θεώρησε το πρόγραμμά του «φασιστικό» και το πολέμησε εξίσου λυσσαλέα με τη Δεξιά, ίσως επειδή η υλοποίησή του θα βελτίωνε την οικονομική κατάσταση και θα αναδιέτασσε το πολιτικό σκηνικό. Χωρίς ευρύτερη υποστήριξη, πολεμούμενος και εκ των ένδον, με συνδικάτα και εργοδότες να τον καθυβρίζουν, και αποτυγχάνοντας να πατάξει τη μαύρη αγορά, ο Βαρβαρέσος παραιτήθηκε μετά από τέσσερις μήνες και αναχώρησε και πάλι για το εξωτερικό παραιτούμενος από όλες τις θέσεις του. Το νόμισμα σταθεροποιήθηκε οκτώ χρόνια μετά την αποτυχία του.

Η κυβέρνηση Ξ. Ζολώτα ανέλαβε να γεφυρώσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στη χώρα από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989. Στις εκλογές μετά τη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΣΥΝ, και ενώ η Ν.Δ. αύξησε τα ποσοστά της, το ίδιο συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία του οποίου παραπεμπόταν στο Ειδικό Δικαστήριο. Παράλληλα το έλλειμμα του προϋπολογισμού «έτρεχε» περί το 18% του ΑΕΠ, ενώ η χώρα μέτραγε μια δεκαετία σχεδόν μηδενικής μεγέθυνσης και διψήφιου πληθωρισμού. Το τραπεζικό σύστημα ξεκινούσε προσπάθεια εξυγίανσης κάτω από το βάρος της υπερχρέωσης και της αναδιάρθρωσης του χαρτοφυλακίου του από μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς προβληματικές επιχειρήσεις. Ο Ζολώτας ήταν γνώστης της κατάστασης και πίστευε ότι η πολιτική τάξη θα στήριζε τις προσπάθειές του. Στην πορεία ωστόσο αποδείχθηκε ότι τα κόμματα της εποχής δεν ενδιαφέρονταν τόσο για την οικονομία και την κοινωνία, όσο για την αναπαραγωγή τους ως κόμματα εξουσίας. Εβλεπαν την Οικουμενική όχι ως ευκαιρία επίλυσης προβλημάτων μέσω συναινετικών διαδικασιών, αλλά ως αναγκαστικό διάλειμμα στη διάρκεια του οποίου τα κόμματα θα κολάκευαν τον εκάστοτε εκλογικό «στρατό» τους με παροχές και υποσχέσεις, ώστε να δώσει αυτός «ευτυχισμένος» ξανά την ψήφο του σε αυτά. Hδη από τον Φεβρουάριο του 1990 ο Ζολώτας εγκαλούσε τους πολιτικούς αρχηγούς για τις πρωτοβουλίες τους, ενώ σε όλα τα υπουργεία η παροχολογία ήταν σε ημερησία διάταξη. Αποκορύφωμα της κατάστασης ήταν αυτό που ονομάστηκε από παραπολιτικές στήλες στον τύπο «νύκτα των μεγάλων (ν)τροπολογιών», όταν κατατέθηκε και ψηφίστηκε αιφνιδιαστικά σε μεταμεσονύκτια συνεδρία νομοσχέδιο-σκούπα με ρυθμίσεις ρουσφετολογικού χαρακτήρα και «οικουμενικής» συναίνεσης. Τελικά, η χώρα οδηγήθηκε όπως είναι γνωστό σε εκλογές από τις οποίες η Ν.Δ. προέκυψε οριακά αυτοδύναμη. Συμπερασματικά, η εμπειρία Βαρβαρέσου και Ζολώτα στην εξουσία, δείχνει ότι σε κρίσιμες εποχές για τον τόπο και ελλείψει άλλων διεξόδων, η πολίτικη ελίτ συναινεί στην ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από ειδικούς. Η κοινή γνώμη επικροτεί, και οι ελπίδες αναβιώνουν. Η πολιτική ελίτ, ωστόσο, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν επιτρέπει στους ειδικούς να φέρουν σε πέρας την αποστολή που οι ίδιες τους αναθέτουν. Θέτοντας συνήθως βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη υπεράνω μακροπρόθεσμων εθνικών αναγκαιοτήτων, ναρκοθετούν τον δρόμο των ειδικών, τους θεωρούν αναλώσιμους και τους οδηγούν σε αδιέξοδο. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα συμβεί το ίδιο.

*O κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι καθηγητής στην Εδρα «Κωνσταντίνος Καραμανλής», της Σχολής Διπλωματίας Fletcher, στο πανεπιστήμιο Tufts

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_2_13/11/2011_462644


Κυριάκος Βαρβαρέσος


Ο Καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος υπήρξε ένας διακεκριμένος και διορατικός οικονομολόγος, έξοχος πανεπιστημιακός δάσκαλος, διαπρεπής δημόσιος άνδρας που κατέλαβε υψηλά δημόσια αξιώματα, τα οποία τίμησε με τη συνεπή και έντιμο στάση του. Ήταν ένας ειλικρινής, με υποδειγματικό ήθος «άνθρωπος».
Ο Βαρβαρέσος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1884. Η καταγωγή του ήταν από τα Βάτικα της Λακωνίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου έλαβε διδακτορικό δίπλωμα το 1906, με θέμα διατριβής: «Η θεωρία του πληθυσμού».
Το 1908 πέτυχε σε διαγωνισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών για σπουδές στα οικονομικά, με έμφαση στη Στατιστική, και φοίτησε ως υπότροφος για τρία χρόνια στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και του Βερολίνου. Στο Βερολίνο έκανε πρακτική άσκηση εννέα μήνες στο πρωσικό και γερμανικό γραφείο Στατιστικής, όπου απέκτησε σημαντικές εμπειρίες.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1911, διορίσθηκε τμηματάρχης Στατιστικής στο Υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Εργασίας και το 1913 προήχθη σε διευθυντή του Υπουργείου. Το 1916 αποσπάσθηκε στο Υπουργείο Επισιτισμού, ως γενικός διευθυντής, όπου παρέμεινε έως το 1918. Κατά το έτος αυτό εξελέγη παμψηφεί Έκτακτος Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ίδιο έτος μεταβαίνει σε Λονδίνο και Παρίσι, ως τεχνικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στο Συνέδριο Ειρήνης. Το 1924 εκλέγεται Τακτικός Καθηγητής στην Έδρα της Πολιτικής Οικονομίας της Νομικής Σχολής.
Ο Καθηγητής Ιωάννης Πεσμαζόγλου, επίσης Καθηγητής της Νομικής Σχολής, που είχε την τύχη να τον έχει Καθηγητή του, καταθέτει ότι: «Ο Βαρβαρέσος υπήρξε αφοσιωμένος και εμπνευσμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος». Ακόμη, αναφερόμενος στο εκπαιδευτικό του έργο γράφει: «Τις παραδόσεις του χαρακτήριζε η άνετη ροή διαπιστώσεων και αναλύσεων, η διαύγεια, η εσωτερική συνοχή και η κατεύθυνση προς το τελικό συμπέρασμα. Παρουσίαζε συστηματικά τον προσανατολισμό της θεωρίας της υποκειμενικής αξίας ή των «οριακών αναλύσεων» σε αντιδιαστολή προς την κλασική οικονομική παράδοση».
Το 1923 διατυπώνει τις απόψεις του για την οικονομική επιστήμη στο δημοσίευμα: «Η σημασία των οικονομικών όρων της συνθήκης των Βερσαλλιών», που υπήρξε και το εναρκτήριο μάθημα του στο Πανεπιστήμιο. Το ίδιο έτος δημοσίευσε και τη σημαντικότερη ίσως μελέτη του: «Αι εμπορικοί συμβάσεις και η ρήτρα του μάλλον ευνομουμένου κράτους». Το 1924 προσλαμβάνεται ως οικονομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και υπό την ιδιότητα του αυτή εργάσθηκε στην προπαρασκευή και επιστημονική κατάρτιση της κατά έτη 1927-1928 νομισματικής, τραπεζικής και δημοσιονομικής μεταρρύθμισης και εξυγίανσης, που πραγματοποιήθηκε.
Όταν το 1931 η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειψε το χρυσό κανόνα και υποτίμησε τη στερλίνα, ο Βαρβαρέσος, που ήταν τότε στο Λονδίνο, πήρε θέση προτείνοντας να εγκαταλειφθεί η «μάχη της δραχμής» και να απομακρυνθεί η χώρα από τη χρυσή βάση. Όμως, η γνώμη του δεν εισακούσθηκε, με αποτέλεσμα την έξαρση των οικονομικών προβλημάτων.
Το 1932 καλείται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών, που διατήρησε και στην Κυβέρνηση Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, που ακολούθησε, αλλά και στη νέα κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του, πήρε σειρά μέτρων, όπως την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα, την υποτίμηση της δραχμής, τη δραχμοποίηση των σε χρυσό και συνάλλαγμα εσωτερικών αξιώσεων και οφειλών, τη διαρρύθμιση του εξωτερικού δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, που απετέλεσαν τη βάση της οικονομικής πολιτικής της χώρας μέχρι το 1941.
Το 1933 διορίσθηκε Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και το 1939 Διοικητής της. Το 1936 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1941 ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, στη Μέση Ανατολή και στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου (1941-1943), έγινε Υπουργός των Οικονομικών στις ελεύθερες κυβερνήσεις στο εξωτερικό και το 1943 διορίσθηκε έκτακτος απεσταλμένος της χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μεγάλη Βρετανία για τη διαχείριση των οικονομικών και άλλων ζητημάτων της Ελλάδας στις χώρες αυτές.
Το 1945 ανέλαβε την Αντιπροεδρία της Κυβέρνησης Βούλγαρη και το Υπουργείο Εφοδιασμού. Όμως, αν και προσπάθησε, οι συνθήκες που επικρατούσαν, αλλά και η γενικότερη αντίδραση στην πολιτική σταθεροποίησης που ήθελε να επιβάλει, τον ανάγκασαν να παραιτηθεί, πρώτα από την Κυβέρνηση και αργότερα από τη Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ακολούθως, αρχικά διορίσθηκε μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στην πρώτη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Λονδίνο και τελικά ανέλαβε τη θέση του οικονομικού συμβούλου στη Διεθνή Τράπεζα, στην Ουάσιγκτον.
Το 1951 η Κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα, μετά την αποτυχία του «Προγράμματος Οικονομικής Ανορθώσεως», ζήτησε από τον Βαρβαρέσο να συντάξει Έκθεση για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της Χώρας και να προτείνει λύσεις. Ο Βαρβαρέσος προχώρησε σε συστηματική ανάλυση της οικονομικής πραγματικότητας και συνέταξε Έκθεση την οποία υπέβαλε τον Ιανουάριο του 1952. Η Έκθεση έδινε έμφαση στην ανάγκη νομισματικής σταθερότητας, ριζικής αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και εξασφάλισης πολιτικής συναίνεσης και σταθερότητας. Η Έκθεση επεσήμανε τις περιορισμένες, τότε, προοπτικές ανάπτυξης της Χώρας και την ανάγκη τόνωσης του αγροτικού τομέα και αύξησης του γεωργικού εισοδήματος. Ακόμη, η Έκθεση υπογράμμισε τη δυσκολία για ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη, ανάπτυξη που ήταν ανάγκη να σχεδιασθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματική για την οικονομία και να μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην αύξηση του εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων. Μετά την υποβολή της Έκθεσης, που, αν και δεν είχε την τύχη που έπρεπε αποτελεί έργο αναφοράς για τους μελετητές της ελληνικής οικονομίας μέχρι σήμερα, επέστρεψε στη Διεθνή Τράπεζα στην Ουάσιγκτον, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατο του, τον Φεβρουάριο 1957.
Από την Ουάσιγκτον, το 1953, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, ο εξέχων αυτός άνθρωπος, που με την αταλάντευτη στάση του έδειξε τόλμη, υπευθυνότητα και επιστημονική διορατικότητα έναντι των οικονομικών προβλημάτων που ταλάνιζαν τη Χώρα, καταθέτει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη του στον έλληνα πολίτη, γράφοντας στον ακαδημαϊκό Ηλία Βενέζη, μεταξύ των άλλων τα εξής: «Πιστεύω ότι η πρόοδος θα συνεχισθεί και ότι ο λαός μας με την ευφύϊαν του, την ζωτικότητα του και τας ψυχικάς του αρετάς θα εξακολούθηση να κατέχη ιδιάζουσαν θέσιν μεταξύ των ελευθέρων εθνών».
Ομιλία του Καθηγητή κ. Γεώργιου Δονάτου
Στις 22 Οκτωβρίου 2007 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών


Ξενοφών Ζολώτας

Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1904 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τη Λειψίας και οικονομικά στο Παρίσι. To 1924 πήρε πτυχίο από την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή Λειψίας. Το 1925 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λειψίας με τη διδακτορική του διατριβή "Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως". Αργότερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αγγλία. Το 1928 έγινε Υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ίδιο έτος εξελέγη, σε ηλικία μόλις 24 ετών, Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο νεοϊδρυθέν τότε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε τρία χρόνια. Το 1931 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην έδρα της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απομακρύνθηκε από τη Δικτατορία το 1968. Η έναρξη της πανεπιστημιακής του καριέρας συνέπεσε με την τετραετία 1928-1932 του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος του πρότεινε να αναλάβει τη Γενική Γραμματεία του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου. Όμως, ο Ξενοφών Ζολώτας αρνήθηκε την πρόταση, προτιμώντας να συνεχίσει το πανεπιστημιακό του έργο. Έτσι, περιορίσθηκε στη συμμετοχή του στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο ως Μέλος.

Ο Ξενοφών Ζολώτας υπήρξε μέντωρ της ελληνικής οικονομίας με  διεθνές κύρος και συνδέθηκε με τις μεταπολεμικές προσπάθειες ανασυγκρότησης στη χώρα.

Χαλκέντερος, ανέπτυξε από τη νεαρή του ηλικία μια αξιόλογη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς και διακρίθηκε πέραν της οικονομικής επιστήμης για τον σώφρονα τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων και των πολιτικών, όταν κλήθηκε να προσφέρει την αρωγή του.

Ιστορικοί θεωρούνται δύο λόγοι που ο Ξενοφών Ζολώτας είχε εκφωνήσει ως διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος και διαχειριστής του ελληνικού Δημοσίου Χρέους, στην Ουάσιγκτον, στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 και στις 2 Οκτωβρίου 1959, η γλώσσα των οποίων ήταν η αγγλική, αλλά, με την εξαίρεση λίγων συνδέσμων, άρθρων και προθέσεων, όλες οι χρησιμοποιούμενες λέξεις ήταν ελληνικής προέλευσης. Ο λόγοι του έκαναν μεγάλη εντύπωση, ωστόσο επρόκειτο περισσότερο για ένα διανοητικό παιχνίδι, σχεδιασμένο για να τέρψει την ελίτ των τραπεζιτών και των ισχυρών της παγκόσμιας οικονομίας και να τους υπενθυμίσει την ύπαρξη της Ελλάδας, η οποία μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο πόλεμο, εντελώς κατεστραμμένη
(Τις ομιλίες μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ:
Ο στόχος του ήταν επίσης με τις ομιλίες αυτές  να καταδείξει τα υψηλά νοήματα, που περιείχαν οι ομιλίες αυτές που μπορούσαν όμως να εκφραστούν πιστά μόνο από το συγκεκριμένο γλωσσικό εργαλείο το οποίο γέννησε αυτά τα νοήματα.

Όπως προαναφέραμε ο ίδιος είχε την ευκαιρία και την τύχη να ολοκληρώσει ανώτατες πανεπιστημιακές σπουδές σε μια εποχή που η Ελλάδα μετρούσε ακόμη τις πληγές του ατυχούς πολέμου. Ετσι το 1928, σε ηλικία μόλις 24 ετών, ορίζεται υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου έγινε καθηγητής στο ίδιο αντικείμενο, στην έδρα όμως του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

Η συνέχεια της ζωής του είναι σχεδόν ταυτισμένη με την οικονομική και πολιτική ιστορία της Ελλάδος στον 20ό αιώνα. Για το λόγο αυτό μάλιστα, με δεδομένη την πνευματική υπεροχή του ανδρός και την αυξημένη ευθύνη που αυτή συνεπάγεται, ορισμένοι έσπευσαν -ελαφρά τη καρδία- να του αποδώσουν αρκετά από τα στραβά που έγιναν στον τόπο, στη διάρκεια του δημόσιου βίου του.

Είναι γεγονός ότι, διαθέτοντας μια αξιόλογη ακαδημαϊκή κατάρτιση, ο Ζολώτας προσπάθησε ουκ ολίγες φορές στην ενασχόλησή του με τα κοινά, να ισορροπήσει μεταξύ του πολιτικού και του τεχνοκράτη. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, η προσπάθεια αυτή ήταν εντονότερη και πιο δύσκολη στας δυσμάς του δημόσιου βίου του, παρά στην αρχή, που η χώρα διερχόταν ταραγμένες περιόδους. Το πείραμα της οικουμενικής κυβέρνησης, το Νοέμβριο του 1989, η οποία πλέον έχει περάσει στην ιστορία ως «κυβέρνηση Ζολώτα», απετέλεσε την ύστατη δοκιμασία για τον ίδιο. Η ιστορία, ακόμη νωπή από τα χρόνια εκείνα, δεν έχει αποδώσει τις ευθύνες και τα εύσημα για όσα διαδραματίστηκαν στη θητεία των εφτά μηνών, μέχρι τον Απρίλιο του 1990, της οικουμενικής κυβέρνησης.

Ο χώρος με τον οποίο συνέδεσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον το όνομά του ο απελθών, ήταν αυτός της Τράπεζας της Ελλάδος. Μάλιστα επισκεπτόταν το γραφείο, το οποίο τιμής ένεκεν διέθετε στο κτίριο της τράπεζας, μέχρι  δύο-τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του. Οσοι τον συναντούσαν, διαπίστωναν ότι ακόμη και σε βαθύ γήρας διέθετε πλήρη πνευματική διαύγεια και οξυμένη κρίση. 

Διετέλεσε συνολικά 20 χρόνια διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, γεγονός που τον αναγορεύει στον μακροβιώτερο διοικητή του ιδρύματος. Για πρώτη φορά τοποθετήθηκε στην ΤτΕ ως συνδιοικητής το 1944, ύστερα από διαφωνία που είχε ο τότε διοικητής της, Κ. Βαρβαρέσος, με την τότε κυβέρνηση. Τα ηνία της ΤτΕ ανέλαβε ως διοικητής το 1955, θέση που κράτησε ώς το 1967.

Το 1968, εκφράζοντας την αντίθεσή του στο Απριλιανό καθεστώς, παραιτήθηκε από την έδρα που κατείχε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη μεταπολίτευση αναλαμβάνει εκ νέου τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, παραμένοντας έως το 1981. Είχε προηγηθεί ένα μικρό διάστημα στο οποίο διετέλεσε υπηρεσιακός υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κ. Καραμανλή.

Ο Ξενοφών Ζολώτας φεύγοντας πλήρης ημερών, δράσης και προσφοράς σε ηλικία 100 χρόνων το 2004 άφησε πίσω του πολυσήμαντο ακαδημαϊκό έργο. Ένα μεγάλο μέρος απο το πλούσιο συγγραφικό του έργο, κυρίως οικονομικού περιεχομένου, έχει μεταφραστεί σε αρκετές ξένες γλώσσες

http://archive.enet.gr/online/online_text/c=114,dt=12.06.2004,id=12213596,17998556,32835676,40735196
http://el.wikipedia.org/wiki/Ξενοφών_Ζολώτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου